Εδώ Αληθεύουν Οι Αισθήσεις, Δίκτη - Της Ζωής Δικταίου

 Ξεθωριασμένο τ’ όνειρο,

έτσι φοβέριζαν,
φωνές ξένες, απ’ αυτές που υφαίνουν σκοτάδια.
Σ’ εξώστη μυστικό, ανέλπιστα,
με αγνή θωριά
ικέτιδα για ένα φεγγάρι ολόγιομο.

Ο τόπος θέλει, να με έχει,
ο τόπος  που δεν μού ’ταξε ολόχρυσους καρπούς,
μα, με μετάλαβε τιμή και περηφάνια.

------------
Δίκτυννα, ακρυλικό 0,60 Χ 0,90, Ρουσσέτος Παναγιωτάκης

Η πέτρα σου, θα σώσει την ψυχή, Δίκτη,
ο αέρας τής κορφής,
πνοή τής θεάς, αυτή,
από τη γνώμη την κακή με προστατεύει
και τον επίβουλο εραστή.

Δίκτυννα, εδώ,
η μητρική μου η μνήμη με οδήγησε, μόνη,
αλλά, όχι με βήματα αστόχαστα.
Μια πεταλούδα
αφήνει το κουκούλι με τ’ ασήμαντα,
τόσο χαμήλωσαν απόψε οι αιώνες.

Πανσέληνη η Μινωική διαδρομή,
στο φρύδι τής νύχτας,
με τη σιωπή τής αθωότητας,
ανάσα και λαχτάρα
κι ύστερα, η θάλασσα, εικόνα από ψηλά,
ρότες απόρρητες, λησμονημένα λόγια,
κι εσύ θεά, αγαπημένη Δίκτυννα,
εκεί στο Λιβυκό,
με το φεγγάρι στο πρόσωπο,
τη σκόνη απ’ το πέπλο σου ξεπλένεις.

Μάγια και θαύματα,
σ’ ένα κογχύλι όλα κλεισμένα.
Οι πρώτες ηλιαχτίδες στεγνώνουν τα χείλη.
Η δίψα, εχθρική σαϊτιά, παραμονεύει.  

Ο Αύγουστος, εκεί που συναντιέται με τον ήλιο,
δίχως ένα σύννεφο να υπόσχεται,
εκεί, καταμεσήμερο, με κάλεσε:
«Εσύ δεν λάτρεψες σκιές, έχεις ασύλητο καιρό στα χέρια
και τα σημάδια τής αλμύρας στα μάτια… »

Μπροστά σου, όλα δεύτερα
ομολογεί η καρδιά, η σκέψη ανταριασμένη,
οι δείχτες τής ζωής σε άλλη ανατολή
κι εγώ, δεν είμαι ένα τίποτα,
όχι, όσο είμαι φλούδα από τον άγριο βράχο,
τον δικό σου Δίκτη.

Κι όσο στο χάος, απλώνει ρίζες ο αλούτσουνας
κι από τον ώριμο καρπό του
θα ξαναβάψει κόκκινα τα χείλη η ιέρεια,
για την αιώνια μύηση προορισμένη
τη φλόγα τούτη, θέλω κι ας με κάψει.

Το φως γράφει καινούριες νοητές γραμμές,
ο χρόνος άδικος στο βλέμμα, σβήνει την οργή
μα όχι και τη δίψα.

«Ανέβαινε, τα μουδιασμένα δάχτυλα,
θα βρουν τον τρόπο, η αρχαία λύρα να ηχήσει
και το φίδι το ασάλευτο, δαχτυλίδι στο χέρι
μόλις δικά σου γίνουν τ’ αγριόροδα».

Αλητεύουν οι κίβδηλες ώρες 
και οι απείθαρχες επιθυμίες βαμμένες στο χρυσό
σε σπρώξουν στο χαμό.
Ξέστηθη μα όχι ξεδιάντροπη, έτσι με θέλεις, Δίκτυννα.

«Μας βρίσκουν και τα σύννεφα στην ώρα τους,
ελευθερώσου από φόβο και θάνατο»,
αντίλαλος στα διάσελα.  Διψώ.

Τα γεράκια σε κύκλιους  χορούς τ’ ουρανού
σημάδια μιας πανάρχαιας λατρείας,
στην κόψη του γκρεμού
οι πέρδικες ανοίγουν τα φτερά,
αχαλίνωτος ο νους ,
παραδέρνει στον μύθο,
αγαπάς το ρίσκο.

Ούτε ένα δέντρο από τα ιερά σου δάση,
Δίκτυννα,
κι ούτε δυο λόγια πια για εσένα,
κι όμως, τη μυρωδιά τού πεύκου και τού σκίνου
με κοινώνησες και πια δεν αμφιβάλλω.

Αθέριστα τα φτερουγίσματα του έρωτα,
εδώ αληθεύουν οι αισθήσεις, Δίκτη,
απατηλά  δεν έχει,
μόνο το μέγεθος τού σύμπαντος
κι ο άνεμος κουρσάρος, διαλαλεί
τη μοίρα τών ανθρώπων και τού κόσμου.

Ας υψωθεί μονάχα η κραυγή
χωρίς το φωτοστέφανο τής δόξας
κι ας γίνει λάβαρο η ψυχή
σε τούτο τον ιερό σου εξώστη, Δίκτυννα,
λυτά μαλλιά, πόδια γυμνά,
και με τις χούφτες ματωμένες,
η ομορφιά επιστρέφει.

Ανάθεμα στις σκουριασμένες συνειδήσεις
και στην αδέσποτη
του φόβου την κατάρα
πόσα και πόσα καλοκαίρια έχασα.
Αύριο, να με καλέσεις με την ίδια λέξη…
Αγάπη…

Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Δίκτη 6 Αυγούστου 2017

Ζωή  Δικταίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου