Το
κρητικό λαϊκό σπίτι ανήκει στον τύπο του πλατυμέτωπου ή στενομέτωπου
μονόσπιτου. Είναι λιτό, με απλή κυβική μορφή και μ`ελάχιστα ανοίγματα.
Τα υλικά είναι η πέτρα, το ξύλο και το χρώμα.
Οι Κρητικοί τα
χρησιμοποιούν στη φυσική τους κατάσταση ή πολύ λίγο επεξεργασμένα, με
μια πρωτόγονη αίσθηση της ύλης, συνεχίζοντας έτσι στη μορφή αλλά και
στην κατασκευή τον αρχέγονο τύπο του προϊστορικού σπιτιού της Κρήτης.
Έχει έναν αυστηρό, ασκητικό χαρακτήρα. Πολλές φορές δύσκολα το
ξεχωρίζεις από το βουνό όπου είναι γαντζωμένο.
Ο χαρακτήρας του κρητικού σπιτιού δικαιολογείται από την τραχύτητα του χώρου αλλά και της ζωής. Το βουνό, πηγή ζωής και καταφύγιο, οι συνεχείς επαναστάσεις και καταστροφές έκαναν τον Κρητικό να μην πιστεύει στην μονιμότητα του κτίσματος του.
Αναγκασμένος να ξαναχτίζει από την αρχή
πάνω στα ερείπια το σπίτι του, το χτίζει μ`έναν τρόπο πρόχειρο και
γρήγορο, δίνοντας έτσι το χαρακτήρα του προσωρινού. Μέσα από την ανάγκη
για βελτίωση της ζωής του Κρητικού το λαϊκό σπίτι εξελίχθηκε με τις
εξής μορφές :
Θολιαστό σπίτι ή μητάτα ή κούμοι
Σπίτι με δώμα
Σπίτι με στέγη
Σπίτι με στέγη και σαχνισί
Θολιαστό σπίτι ή μητάτα ή κούμοι
Το
θολιαστό σπίτι ή αλλιώς σπιτοκάλυβο είναι πέτρινο καμπυλόμορφο σπίτι,
κυκλικού συνήθως σχήματος σκεπαζόμενο με "ψευτοθόλο". Σήμερα υπάρχει
μόνο σε έρημες τοποθεσίες και κατοικείται από τσοπάνους. Το συναντούμε
στο οροπέδιο της Νίκαιας, στον Ψηλορείτη, στα Σφακιά αλλά και σε άλλες
περιοχές.
Η μορφή του είναι όμοια με τις προϊστορικές κυκλικές καλύβες
της Σκωτίας και της Ιρλανδίας, τα χτίσματα με εκφορικό θόλο στην
Απουλία, στη Σαρδηνία και στις Βαλεαρίδες. Βασικά υλικά του είναι τα
κλαδιά και η πέτρα καθώς η έλλειψη ξυλείας είναι πλήρεις από την
περιοχή. Στο πέρασμα των χρόνων δέχτηκε τροποποιήσεις και έτσι σήμερα
μπορούμε να το βρούμε με ελλειπτικό σχήμα, στεγασμένο με δώμα - με λιακό
- οριζόντιο και παραδοσιακό.
Το
καμπυλόσχημο αυτό σπίτι δεν κατοικείται πια μόνιμα, αποτελεί εποχιακό
καταφύγιο από τους τσοπάνους και βρίσκεται μακριά από τα χωριά, ψηλά
στα βουνά. Τα περισσότερα από αυτά που έχουν σωθεί μέχρι σήμερα
βρίσκονται σε άσχημη κατάσταση εξαιτίας της περαστικής χρήσης τους.
Όπως
προαναφέρθηκε, το κυκλικό ή ελλειψοειδές σχήμα του καταλήγει σ`έναν
ψευτοθόλο. Ο θόλος αυτός, κατασκευασμένος από σχιστόπλακα, είναι
υπερυψωμένος έτσι ώστε στη μέση του σπιτιού ο άνθρωπος να στέκεται
όρθιος ενώ στα πλαϊνά του πρέπει να σκύβει.
Η πόρτα είναι στενή και
χαμηλή, ενώ παράθυρα δεν υπάρχουν. Για την κατασκευή χώρων μαγειρέματος
και τζακιού χρησιμοποιούνται πέτρες, ενώ οι κατασκευές αυτές είναι
πολύ απλές και λιτές. Επίσης μια μεγάλη σχιστόπλακα χρησιμοποιείται για
τραπέζι.
Αρχικά
στο θολιαστό σπίτι δεν υπήρχε κανένα άνοιγμα εκτός από την πόρτα.
Όμως
ήταν εξαιρετικά δύσκολος ο εξαερισμός και ο φυσικός φωτισμός του
χώρου. Με την εξέλιξη της μορφής του, δημιουργείται ένα άνοιγμα στην
κορυφή του θόλου με απλό τράβηγμα μερικών πετρών, βοηθώντας έτσι στην
έξοδο του καπνού από τον χώρο.
Αργότερα η πόρτα γίνεται ψηλότερη και το
πάτωμα αποκτάει δύο επίπεδα δημιουργώντας ένα χώρο για ύπνο στρωμένο
με θάμνους. Ακόμη ανοίγεται ένα μικρό παραθυράκι και μια θυρίδα χωνευτή
στον τοίχο για το λυχνάρι, το μαχαίρι και ψωμί.
Το
επόμενο βήμα είναι η μεταβίβαση του σχήματος της κάτοψης από κύκλο σε
έλλειψη. Στο νέο σχήμα παραμένουν τα δύο επίπεδα του δαπέδου για χρήση
ύπνου. Ο θόλος ενώ ήταν ανασηκωμένος παίρνει πιο χαμηλή μορφή. Έτσι
σιγά-σιγά χάνει το σπίτι την αρχική του κατάσταση και πλησιάζει το
γωνιασμένο σπίτι, αλλάζοντας συγχρόνως και η εσωτερική διαρρύθμιση με
περισσότερες λειτουργίες.
Με
το πέρασμα των χρόνων την θέση του θόλου παίρνει η επίπεδη οροφή με
ξύλινα δοκάρια. Το σπιτοκάλυβο με δώμα (με λιακό) και ο τοίχος γίνεται
λεπτότερος δημιουργώντας ταυτόχρονα έναν αναβαθμό εκεί που ενώνεται με
την οροφή. Μια άλλη κατασκευή πρωτόγονου θολιαστού κτίσματος συναντούμε
στα Σφακιά, Οροπέδιο του Ασφένδου. Ο θόλος είναι πολύ χαμηλωμένος και η
κατασκευή πρωτόγονη. Κτίζουν καμάρες με λάσπη και ημιλαξωτές πέτρες,
σε απόσταση 10 - 20 εκ. την μια από την άλλη, σχηματίζοντας έτσι μια
σειρά τόξων.
Τα
ενδιάμεσα κενά γεμίζουν με πέτρες γεμάτες κοιλότητες που δένουν η μια
με την άλλη. Έτσι η κατασκευή στηρίζεται μάλλον στην τριβή παρά στις
ενεργητικές ωθήσεις. Ο θόλος δεν μένει τελικά εμφανής αλλά σκεπάζεται
με δώμα.
α. Στενομέτωπα σπίτια χωρίς στύλο
Η
απλούστερη και φτωχότερη μορφή κρητικού λαϊκού σπιτιού, ανήκει στον
τύπο του στενόμακρου ορθογώνιου μονόχωρου σπιτιού, που είναι σκεπασμένο
με δώμα. Η στενή μεριά εμφανίζεται στην πρόσοψη (γι’ αυτό και
στενομέτωπο) και συγκεντρώνει όλες τις λειτουργίες στο εσωτερικό του.
Στο βάθος υψώνεται φαρδύ σκαλοπάτι γύρω στους 40 πόντους, δηλαδή ένα
χωμάτινο επίπεδο. η γνωστή πεζούλα. Αυτή χρησιμοποιείται ως χώρος ύπνου
της οικογένειας, ο φωτισμός της οποίας γίνεται από τον ανηφορά και την
πόρτα, ενώ το τζάκι βρίσκεται εντοιχισμένο με καμπυλόσχημη κόχη και
χρησιμεύει για το μαγείρεμα.
Ο
απλός αυτός τύπος σπιτιού αποτελεί απλή παραλλαγή που σιγά σιγά οδηγεί
στην ιδέα της διμερούς διαίρεσης. Η διαβάθμιση του επιπέδου στο βάθος
της μονοκάμαρας σκιαγραφεί τον στοιχειώδη και προδρομικό τύπο παταριού
που θα εξελιχθεί με ξύλινες μορφές στο "σοφά". Στην πρόσοψη συναντάμε
το αυληδάκι και την τοξωτή πόρτα στο ύψος του ανθρώπου για είσοδο που
είναι συνήθως μετακινημένη από τον άξονα του κτίσματος προς την άκρη.
Οι
διαστάσεις που προκύπτουν από τις κατασκευαστικές δυνατότητες των
υλικών, όπως είναι τα μήκη των ξύλων για την κατασκευή του δώματος, που
κυμαίνονται από 2.50 έως 3.50 μέτρα, και το διαθέσιμο χώρο για το
χτίσιμο του σπιτιού, στο στενομέτωπο τύπο, το πλάτος δεν ξεπερνά τα 3.50
μέτρα και το μήκος βρίσκεται σε αναλογία 1:2 ή 1:3, ενώ η επιφάνεια
του σπιτιού κυμαίνεται από 25 έως 35 τ.μ.
Το
μονόχωρο σπίτι είναι κι αυτό στενομέτωπο χτίσμα, με χαμηλό ξύλινο
πατάρι για τον ύπνο, γωνιακό τζάκι για θέρμανση και χτιστή πεζούλα
κολλητά στον τοίχο για κάθισμα. Εδώ, το φως μπαίνει από παράθυρα, ενώ
στην πρόσοψη στενάχωρο "στεγαστό" - ή διαφορετικά "στεγάδι"- μπροστά
από την πόρτα για να προστατεύει από τον αέρα, τη βροχή και το χιόνι.
Η
κάτοψη διαγράφει την τριμερή διαίρεση σε βάθος στεγαστό - σπίτι -
πατάρι, και θυμίζει τα απλά προϊστορικά μινωικά μέγαρα.
Το
μονόχωρο σπίτι μικραίνει. Όλα πιο πυκνά, πιο δεμένα και μικρά. Το
ξύλινο πατάρι υψώνεται στο 1.70 μέτρα και τα "ωζά", ζούνε μαζί με τους
ανθρώπους κάτω από το πατάρι (μαγαντζές). Γι’ αυτό και δίφυλλη φαρδιά
πόρτα στην πρόσοψη για να περνάνε τα ζωντανά.
Ο
συνδυασμός τώρα, κατά παράθεση, δύο στενομέτωπων σπιτιών με πατάρι, σε
διαφορετικές, αλλά συγγενικές παραλλαγές, οδηγεί στη δημιουργία του
δίχωρου σπιτιού, δηλαδή του σπιτιού με δύο κάμαρες, ενώ ταυτόχρονα η
ύπαρξη ημιυπόγειου χώρου κάτω από το πατάρι που αποτελεί υποδιαίρεση
του χώρου και κατά την κατακόρυφη έννοια, προμηνύει την εξέλιξη προς το
δίπατο.
Ωστόσο, καταξιώνεται μορφολογικά και συνθετικά η πρόσοψη,
καθώς προκύπτει από δομική ανάγκη και αυτάρκεια που η ολοκλήρωσή της,
συμπληρώνει τη δεύτερη φάση των μεταβυζαντινών χτισμάτων.
Στη
συνέχεια, το σπίτι μεγάλωσε, απλώθηκε με τρεις κάμαρες σε ανάπτυξη και
σχηματισμό στενομέτωπο που φαρδαίνει κατά την πρόσοψη σε σχήμα
οργανικά κλειστό και λειτουργικά ελεύθερο.
Αναφερόμαστε στην ανάπτυξη,
δηλαδή στο άπλωμα των δύο χώρων μπροστά, σάλας και υπνοδωματίου, που
χαράζουν το σχέδιο της κάτοψης του τρίχωρου σπιτιού, ενώ η προσαρμογή
του στις κλίσεις - ανισοσταθμίες - του εδάφους, δημιουργεί εξωτερικά
τις πέτρινες σκάλες και τους υπερυψωμένους όγκους στην πρόσοψη.
Στη
συνέχεια, η δημιουργία δίπατου με ξύλινη σκάλα στο εσωτερικό, δίχωρο,
στο κατώι και εξώστη στον όροφο, αποτέλεσε τον τύπο κατοικίας που θα
απλωθεί αρκετά στην Κρήτη για να αντικατασταθεί αργότερα αρχοντιά της
πλατυμέτωπης παραλλαγής, που κυρίευσε το νησί. Ωστόσο, μια σειρά από
τρία δίπατα σπίτια θα μπορούσε να σκιαγραφήσει την τάση για ανάταση, για
πορεία και επέκταση καθ’ ύψος με συνεχή αναζήτηση για χώρο και φως.
Η
κάτοψη, η οποία εξελίσσεται ελαφρά τετράγωνη ανεπαίσθητα στενομέτωπη
με εσωτερική ξύλινη σκάλα που ανεβάζει από το μονόχωρο κατώι στο
μονόχωρο ανώι, αποτελεί σίγουρα αστική διάταξη και όχι παραδοσιακή. Τα
ασυνήθιστα ψηλά στηθαία που χτίζονται από ανάγκη προστασίας από τους
Τούρκους, δίνουν χαρακτήρα κατάκλειστης αυλής συγκεντρώνοντας τις
λειτουργίες ψηλά. Τέτοια σπίτια αποτελούν το ενδιάμεσο στάδιο δίπατης
και τρίπατης κατοικίας, που συνεχώς εξελίσσεται.
Ο
αστικός χαρακτήρας αγγίζει τώρα περισσότερο τις κρητικές κατοικίες,
τρίπατα με πολλά παράθυρα, όπου οι μεταβυζαντινές αναφορές σε συνδυασμό
με τα βενετσιάνικα και τα τούρκικα πολυώροφα σπίτια οδηγούν στο
τετράπατο στενομέτωπο σπίτι με πολλαπλή διαίρεση της κάτοψης σε βάθος.
Παράλληλα, οι προσόψεις άλλοτε ντύνονται με μεταβυζαντινά και
αιγαιοπελαγίτικα στοιχεία και άλλοτε με δομικά και μορφολογικά
χαρακτηριστικά ανάμειχτα ή εντελώς ξένα. Η αυλή θα κατέβει από την
ταράτσα του σπιτιού στη γη, για να συμμετέχει αργότερα στο παιχνίδισμα
των χώρων της κάτοψης.
β. Στενομέτωπα σπίτια με στύλο
Το
σπίτι με ξύλινο στύλο μπορεί να προϋπήρχε εκείνου με χωρίς στύλο ή και
το αντίθετο. Όμως ο ξύλινος στύλος αποτελεί την πανάρχαια προϊστορική
τεχνική σκέψη για την στήριξη του δώματος, ενώ δομικά στοιχεία αυτού
του σπιτιού συναντάμε στην Κρήτη από τα μινωικά ακόμη σπίτια και
παλάτια.
Τα
στενομέτωπα σπίτια με στύλο, με "λυρατζή", όπως λέγεται στην Κρήτη,
είναι λιγοστά και έτσι η εξέλιξη στηρίζεται σε μερικές πολύ απλές
παραλλαγές του βασικού τύπου. η ξύλινη κολόνα συγκρατεί απάνω σε μια
διχάλα το μεσαίο δοκάρι που σηκώνει το λιακό. Δοκάρια και μεσοδόκια
είναι συνήθως από σκληρό και σχεδόν ακατέργαστο ξύλο, όπως πρίνο,
λιοπρίνι ή ασίλακα. Οι διαστάσεις τους κυμαίνονται σε πάχος 36 - 40
εκατοστά και 11 μέτρων μήκος γεγονός που κάνει πολύ δύσκολη τη μεταφορά
τους.
γ. Πλατυμέτωπα σπίτια χωρίς στύλο
Στον
αντίστοιχο πλατυμέτωπο τύπο κρητικού σπιτιού, η είσοδος γίνεται
συνήθως πιο κεντρικά, για να ξεχωρίζουν οι λειτουργίες εσωτερικά σε μια
από τις μεγάλες πλευρές με μικρά παράθυρα δίπλα στην πόρτα, ώστε να
συμπληρώνεται ο φωτισμός, προστατευμένα με σιδεριές για ασφάλεια.
Ακανόνιστα πέτρινα καντραρίσματα σε πόρτες και παράθυρα, ελαφριές
ανισοσταθμίες ανάμεσά τους, πλάκες χωνεμένες στον τοίχο με γλάστρες,
υδροροές με αβέβαιη ύπαρξη νερού και ανάγλυφος σταυρός στην εξώπορτα.
Η μελέτη της πορείας που ακολούθησε η εξέλιξη στην αρχιτεκτονική των πλατυμέτωπων σπιτιών, μπορεί να χωριστεί σε ενότητες.
Στην
πρώτη παρουσιάζουμε, σε μια σύντομη αλλά ξεκάθαρη πορεία, τέσσερα
παραδείγματα σπιτιών με λογική ιεράρχηση των χωρών που διαγράφουν μια
εξέλιξη. Η κάτοψη είναι πλέον στενή και ορθογώνια, με φούρνο στα δεξιά
και χαμηλό επίπεδο από πέτρες και χώμα στ’αριστερα, για τον ύπνο. Τα
δοκάρια του λιακού κινημένα ανήσυχα σε στροφή ενώ είναι σαφής η
φυσιοκρατική επιρροή καθώς δεν υπάρχει σχεδόν ξεκάθαρος διαχωρισμός του
μέσα με το έξω. Στη συνέχεια δυο στενά ορθογώνια ίσα, θα ενωθούν
κολλητά και θα απλωθούν σε βάθος σχηματίζοντας το "σπίτι και το μέσα
σπίτι", με ξύλινο πατάρι, χωμάτινες πεζούλες, γωνιακό τζάκι και αυλή.
Στο
τρίτο χαρακτηριστικό παράδειγμα, το σπίτι έχει τρεις κάμαρες σε
σχηματισμό κλειστό και λογικά οργανικό σπίτι -κελάρι- αποθήκη, χωμάτινο
επίπεδο για τον ύπνο και πέτρινη γούρνα για το πλύσιμο στην αυλή.
Ακολουθεί περισσότερο οργανωμένη κάτοψη σε σχηματισμό Γ το οποίο
γράφεται από το κελάρι, τον αχυρώνα και το μαγειρείο, ενώ τη θέση της
αυλής τη γεμίζει η σάλα και το υπνοδωμάτιο.
Μια
άλλη ενότητα αποτελούν τα πλατυμέτωπα σπίτια με συμμαζεμένο ξύλινο
πατάρι, όπου συναντάμε εκείνα με μια κάμαρα και μισόκλειστο πατάρι,
εκείνα που στον ίδιο χώρο έχουν δυο αντικριστά επίπεδα, δηλαδή ξύλινο
μαζεμένο πατάρι και απλωτή πεζούλα και τέλος εκείνα με συμμαζεμένο
πατάρι που είναι τυπολογικά αόριστο και λειτουργεί σαν εξέδρα, με τα
τέσσερα μεσαία δοκάρια να στηρίζουν το λιακό.
Οι
προσόψεις τους είναι τιγμένες δυναμικά καθώς οι τοξωτές πόρτες που
αγγίζουν το ύψος του σπιτιού, δίνουν την εντύπωση ότι το σπίτι χτίστηκε
για να στηριχθούν πάνω του αυτές οι πόρτες. Τα σπίτια αυτά όμως,
αποζητούν μετασχηματισμό και εξέλιξη που θα πραγματοποιηθεί μόνο στις
Κυκλάδες ενώ στην Κρήτη θα διατηρηθεί με επιμονή ο υπαρξιακός τους
χαρακτήρας.
Τα
ξύλινα πατάρια (σοφάδες) απελευθερώνονται, απλώνονται μέσα στο
στενόμακρο πλατυμέτωπο σπίτι και καταλαμβάνουν το μισό. Σκαλιά,
πλατύσκαλα, χωμάτινο επίπεδο, γωνιακό τζάκι μπροστά και μικρό υπόγειο.
Στη συνέχεια το ξύλινο πατάρι μοιράζεται σε δύο επίπεδα, σχηματίζοντας
πρώτο και δεύτερο πατάρι σε ανισοσταθμία.
Σε
άλλη περίπτωση το σπίτι ορίζεται από τα δύο ξύλινα αντικριστά πατάρια
αριστερά και δεξιά, ενώ σε ακραία παραλλαγή προς το δίπατο, το σπίτι
πλαισιώνεται από πατάρια αριστερά και δεξιά, χωρίς τη δυνατότητα
περαιτέρω εξέλιξης.
Την
τέταρτη ενότητα αποτελούν τα σπίτια με εμφανές πατάρι, οργανικό,
προσαρμοσμένο στην κλίση του οικοπέδου και ένα ξύλινο χώρισμα να το
διαιρεί σε δύο κάμαρες κάτω από τον ίδιο λιακό. Στη συνέχεια ο λιακός
μοιράστηκε στα δύο και σκεπάστηκε με δύο επίπεδα. Το πατάρι εισχώρησε
και χάθηκε μέσα στην τομή, το τζάκι εξακολουθεί να είναι γωνιακό, ενώ
το ξύλινο διαχωριστικό(μεσοχώρι) γίνεται πλέον σταθερός τοίχος.
Έτσι
δημιουργήθηκε ένας πυρήνας δίπατου σπιτιού με εξωτερική πέτρινη σκάλα
και μονόχωρα διαμερίσματα πάνω κάτω. Την τελική μορφή του αποτελεί το
απλό δίπατο σπίτι με διπλές κάμαρες κάτω, τριπλές απάνω, πέτρινη σκάλα
απ’ έξω που ανεβάζει στον εξώστη και ξύλινη εσωτερική, που ενώνει την
αποθήκη με το μαγειρείο, χωρίς να απουσιάζει φυσικά το πατητήρι και το
"δοχείο" στο στεγαστό.
Στην
ίδια παραλλαγή δίπατου σπιτιού με τα προηγούμενα, αλλά σε πιο σύνθετο
σχηματισμό, ανήκουν και τα σπίτια που έχουν ένα μόνο μέρος δίπατο και
τα οποία βρίσκονται σε ημιτελή μορφή, με εσωτερική ξύλινη σκάλα και
ξύλινο μπαλκόνι, που αποτελεί ξενικό στοιχείο, τόσο στην κρητική, όσο
και στην αιγαιοπελαγίτικη παράδοση.
Από την
ενοποίηση δύο δίπατων σπιτιών που βρίσκονται σε γωνία, προκύπτει η
γνώριμη παραλλαγή πλατυμέτωπου σπιτιού με εσωτερική αυλή
περιτριγυρισμένη από μαντρότοιχο και πρόσοψη που χαράσσεται δυναμικά από
υδροροές.
Την
τελευταία ενότητα αποτελούν τα σπίτια με το γνωστό πυρήνα του δίπατου
σπιτιού με στεγαστό, εξώστη και ταράτσα. Το φουρνόσπιτο σε λιτή
άρθρωση, απλοχωριά και αναλογίες με εμφανώς διαχωρισμένες τις
λειτουργίες στην κάτοψη, προέκταση του "στεγαστού" στην αυλή και
ανάπτυξη του στην ταράτσα-εξώστη.
Υπάρχουν
όμως και παραδείγματα με το δίπατο τμήμα και το "στεγαστό" να
βρίσκονται σε σύνθεση αντιθετική και τους κατά μήκος άξονες να
τέμνονται. Πρόκειται για την πρώτη αλλαγή που στη συνέχεια
τροποποιείται με αποτέλεσμα η κάτοψη να εμφανίζει άρθρωση των στοιχείων
του ισογείου και κλιμακωτή διάταξη των επιπέδων εξαιτίας της μεγάλης
κλίσης του εδάφους.
Έτσι,
αποκαλύπτεται ότι η παραδοσιακή αρχιτεκτονική πορεύεται εξελικτικά
διαγράφοντας εντυπωσιακή αρχιτεκτονική ιστορία με σταθμούς και
προεκτάσεις.
δ. Πλατυμέτωπα σπίτια με στύλο
Τα
πλατυμέτωπα σπίτια με στύλο αποτελούν σχηματική εξέλιξη με μεγάλο
κατασκευαστικό ενδιαφέρον και συναρπαστικές τεχνικές δομικές λύσεις.
Ξεκινώντας από το πλατυμέτωπο μονόχωρο, ζευγόσπιτο με στύλο σε απλή
σχεδόν πρωτόγονη μορφή, σκέτο, λιτό, χωρίς παράθυρα και τζάκι,
προχωράμε στο ίδιο μονόχωρο μακρόστενο που χτίζεται χωρίς λάσπη αλλά με
ξερολιθιά και φαρδύς τοίχους γύρω στο 1 μέτρο, που ωστόσο στηρίζονται
από έναν δεύτερο τοίχο εσωτερικά με μορφή αντηρίδας που θα κρατήσει την
ξερολιθιά όρθια δημιουργώντας μια ανεπαίσθητα κυρτή βαθμιδωτή
πυραμίδα.
Το
σπίτι εξελίσσεται σε πλατυμέτωπο μονόχωρο με κεντρικό όρθιο στύλο και
μεσαίο δοκάρι που γέρνει και ακουμπάει στην κορυφή της κολόνας, που
ονομάζεται “φράγκα” και στους απέναντι τοίχους. Ο κεντρικός στύλος
στενεύει προς τα κάτω αντιγράφοντας τα μινωικά κτίσματα.
Το
σπίτι με πατάρι, οργανικό σε κλίση, μονόχωρο, με μεταβατική παραλλαγή,
συνεχίζει την πορεία στο δίχωρο με μεσοδόκια τραβέρσα, εγκάρσια και
όχι και κατά μήκος. Αργότερα, όμως, υπάρχει ένα μόνο μεσαίο δοκάρι στο
μάκρος που χωρίζει το σπίτι σε δύο ζώνες, μετατρέποντας το σε κανονικό
δίχωρο. Έπειτα σε τρίχωρο που κλείνει την αυλή στο εσωτερικό του σε
μισό κλειστό, μισό ανοιχτό σχεδιασμό.
Όλες
οι κάμαρες έχουν λιακό χωρισμένο στα δύο από το μεσοδόκι στο οποίο
στηρίζεται ο λυρατζής, ενώ όταν μικραίνει η μονοκάμερα μικραίνει και το
μεσαίο δοκάρι, που στηρίζεται τώρα σε δύο ξύλινους στύλους αντί σε
έναν, όπως συνηθιζόταν. Στη συνέχεια, οι στύλοι γίνονται τρεις με
πλευρισμένο το στεγαστό και η κάτοψη εμφανίζεται πιο σύνθετη μέχρι το
δίπατο σπίτι να αποκτήσει δίπατο στύλο με τα χαρακτηριστικά της
φέρουσας κεντρικής κολόνας.
Σπίτια με λιακό που στηρίζεται σε τόξο.
Ανεκτίμητο
για το μεταβυζαντινό Κρητικό και τον Κρητικό της ενετοκρατίας και της
τουρκοκρατίας, είναι το σπίτι με τόξο. Πρόκειται για δομικά
συγκροτημένο και λειτουργικά ξεκάθαρο οίκημα που τα συνολικά
χαρακτηριστικά του, επίσης, μπορούν να αναλυθούν σύντομα στις παρακάτω
ενότητες.
Μια
πρώτη ενότητα από τέσσερα σπίτια, δυο στενομέτωπα και δυο πλατυμέτωπα.
Στο πρώτο μονόχωρο, το τόξο είναι εγκάρσιο και στηρίζεται σε δυο
πίλαστρα, που προεξέχουν από τον τοίχο. Στο δεύτερο σπίτι, που είναι
δίχωρο, προστέθηκε ένα ίσο τμήμα στο βάθος, ο χώρος για το κελάρι. Στο
τρίτο παράδειγμα ένα πλατυμέτωπο μονόχωρο σπίτι με το τόξο να ορίζει το
λιακό, και στο τέταρτο δίπατο σπίτι εξαιτίας της έντονης κλίσης του
εδάφους κάθε κάμαρα έχει τόξο που στηρίζει την οροφή του.
Στη
συνέχεια στα δυο πλατυμέτωπα σπίτια που είναι χτισμένα σε έδαφος με
πολλή μεγάλη κλίση, το τόξο στηρίζεται σε δυο άνισα πίλαστρα
δημιουργώντας άλλοτε ένα και άλλοτε δυο πατάρια, χωρίζοντας το σπίτι σε
άνισα τμήματα. Όταν το τόξο χτίζεται δίπλα στα μονόχωρα δημιουργεί το
στεγαστό που γύρω του θα απλωθούν και άλλες κάμαρες. Έπειτα, το άνοιγμα
του τόξου αυξάνεται στα έξι μέτρα, ενώ καθώς το πλάτος των σπιτιών
μεγαλώνει το τόξο χωρίζεται στα δύο δημιουργώντας τοξοστοιχία.
Οι
παραλλαγές που θα ακολουθήσουν στην εξέλιξη της χρήσης του τόξου στο
παραδοσιακό κρητικό σπίτι είναι σχεδόν αναπόφευκτες. Δυο ή περισσότερα
τόξα σε παράλληλο ή κάθετο μεταξύ τους σχηματισμό.
ΚΕΙΜΕΝΑ - www.cretan-history.gr
ΦΩΤ - ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΝΝΑΡΑΚΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου