13 Δεκέμβρη, ημέρα μνήμης όχι μόνο για τα Καλάβρυτα, αλλά για όλους μας - της Ζωής Δικταίου


 Έργο : Ρουσσέτος Παναγιωτάκης


Απλοί άνθρωποι ήταν,

άνθρωποι που αγαπούσαν τη ζωή

γεύονταν το αχνιστό ψωμί στο λιοπύρι της μέρας,

και γλεντούσαν

αγκαλιασμένοι στην αστροφεγγιά της νύχτας

με έκσταση χαράς φανερής στο μυχό της ύπαρξης.

Απλοί άνθρωποι ήταν,

χωρίς προδιαγραφές να γίνουν ήρωες

μιλούσαν μια γλώσσα

που πετά ανθούς στην πέτρα

κι απ’ το βλέμμα τους, ο ουρανός

συντηρούσε τα φλογερά

και τ’ ανερμήνευτα του Έρωτα.

Δεν ήξεραν, πώς είναι να σε καταδιώκει η τύχη,

να ’χει ξεμανταλώσει η άβυσσος όλα τα σκοτάδια

να σου μιλά ο θεός με τη σιωπή,

να γίνεται ο χιλιόχρονος γκρεμός φίλος

και η αγωνία μετάληψη.

Δεν ήξεραν, πώς είναι

να βγαίνεις στο κρύο χωρίς πανωφόρι

και να καίς από αγωνία.

Δεν ήξεραν, πώς ο πόλεμος

έχει άλλες αιτίες κι άλλες αφορμές.

Κι ύστερα, σώπασαν οι κουβέντες και οι φωνές

ούτε γέλια, ούτε τραγούδια στις γειτονιές

και το ψωμί, πικρό και λιγοστό πια.

Κλειστά έμεναν τα παραθυρόφυλλα από φόβο

εύκολα στα χείλη ανέβηκε η προσευχή

να σκεπάσει τον λυγμό, να ξορκίσει τον πόλεμο,

προσευχή που δεν λάβαινε απόκριση

και στα βουνά,

τρομαγμένα φτερουγίσματα στις φυλλωσιές

και τα πουλιά

ανήμπορα να κελαηδήσουν όπως πρώτα.

Έμαθαν τότε, ήθελαν δεν ήθελαν

περισσότερα, για τα πολυβόλα, για τους αντάρτες

για τον αγώνα. Το καρδιοχτύπι στον κόρφο,

το τρέμουλο στα χέρια,

η θηλιά, ώρα με την ώρα πιο σφιχτά στον λαιμό,

η λευτεριά αντίδωρο στις ξεφτισμένες τσέπες.

Πίνακας : Ρουσσέτος Παναγιωτάκης

Για τους Γερμανούς είχαν ακουστά,

κι ότι γνώριζαν για το ναζισμό

στοίχειωνε με νυχτερίδες τον ύπνο τους

μα και πάλι,

που να χωρέσει τόση αγριότητα ο νους.

Βαθειά η κραυγή του τρόμου, ένιωσαν πως σύρθηκε

ως πέρα στις ρούγες και στα βαθύσκιωτα δάση

κι έμειναν

ακατάδεκτες οι κορφές αντιλαλώντας:

«Ποιος είσαι εσύ που θάρρεψες

μπορείς να παραβγείς τούτες τις ψυχωμένες πέτρες,

αυτές που θρέψαν την ελιά της ειρήνης

και το κλήμα της ζωής

αυτές που κράτησαν τους κεραυνούς στα σπλάχνα;»

Κι από κάπου χαμηλά,

ακούστηκε φαρμακερό το «εγώ», το σερπετό.

Ψυχές αλύγιστες, ασύγκριτης αξιοπρέπειας

μπροστά στην αθέατη ακόμη ορχήστρα του φόβου

ένιωσαν το μελαγχολικό στοχασμό του θανάτου

όταν μέσα στην ομίχλη

χτύπησαν οι καμπάνες

και δεν ήταν κάλεσμα χαράς

μήτε σύναξη γιορτής,

όχι, δεν ήταν πανηγύρι όπως άλλοτε.

Ανήσυχα μπουλούκια ξεχύθηκαν στους δρόμους

μέσα στον πανικό,

γκρίζες σκιές, μάτια γυάλινα

γέμισε η πλατεία φιγούρες απελπισμένες

με την ψυχή πυρωμένο κάρβουνο στη χούφτα

και την ανάσα παγωμένη

να λιτανεύει την ελπίδα.

Εκεί, στην πλατεία,

είδαν τους άντρες τελευταία φορά.

Εκεί, έμαθαν πως και στα δεκατρία σου,

λέγεσαι άντρας.

Εκεί, ξεκλείδωσαν την πύλη της κόλασης

μετρώντας τα σκοτάδια

και την εντολή του θανάτου.

Έργο : Ρουσσέτος Παναγιωτάκης

Στιγμές που φάνηκαν αιώνες,

μετά χωρίστηκαν,

γυναίκες και παιδιά στο σχολειό,

οι άντρες,

από δεκατριών και πάνω, πέρα στη ράχη.

«Θα τους σκοτώσουν; Όλους;

Δεν θα επιστρέψει κανείς;»

Ρωτούσαν η μια την άλλη κι έκλαιγαν

και προσεύχονταν κι απελπίζονταν

κι έσφιγγαν τα παιδιά περισσότερο στον κόρφο.

Κι άνοιξαν το σημειωματάριο της αθανασίας

θαρρείς από ένστικτο

κι ετοιμάστηκαν να γράψουν ονόματα,

εκείνα που θα ξέκοβαν με τη βία απ’ τα σώματα

αυτά που θα μετρούσαν τον αξόδευτο καιρό

πάλι με αίμα.

Γρήγορα απλώνεται ο χαλασμός με τη φωτιά

πως αγαπούν οι πύρινες φλόγες το βιός

και πόσο εύκολα

γίνεται καπνός ο ανθρώπινος μόχθος.

Στα λεηλατημένα σπίτια υψώθηκε

η σημαία της ντροπής,

ο άνεμος μάζεψε τις πνοές του

για να μην την αφήσει να κυματίσει.

Θηρία ανήμερα,

πρόσωπα καμωμένα από θειάφι,

γεμάτα περιφρόνηση

εκείνοι, οι κατακτητές, οι Γερμανοί

εκείνοι,

αυτοδιορίστηκαν αναμορφωτές της Ευρώπης…

Εκείνοι έφεραν και σκόρπισαν παντού

τον θάνατο.

Όλοι οι άντρες νεκροί, όλοι.

Όλες οι γυναίκες με κάρβουνα στα μάτια, όλες.

Όλα τα παιδιά, παιδιά της ορφάνιας, όλα.

«Επιχείρηση Καλάβρυτα », την είπανε.

Εκατοντάδες άντρες, στη Ράχη του Καπή

πότισαν την καμένη γη με το αίμα τους,

χίλια ρημαγμένα σπίτια, χαλάσματα

και διακόσια εξήντα εκατομμύρια δραχμές…

έγραψαν στον απολογισμό.


Όχι δεν ήταν αντίποινα

ένα προσχεδιασμένο έγκλημα ήταν.

Καλάβρυτα,

τούτη η σελίδα της ιστορίας δεν δανείζεται

τούτη η δόξα συνεχίζει να γράφεται

και δεν είναι για να μισήσουμε

όχι, να σας ξυπνήσουμε θέλουμε,

να σας θυμίσουμε

πως οι λαοί δεν θέλουν και δεν ξέρουν

να χορεύουν ανάμεσα στις βόμβες σας.

Πικρή η μνήμη συντροφεύει το παρόν

και τα δάκρυα κυλούν ακόμη

ψιθυρίζοντας στη γλώσσα μας, την ελληνική,

η μνήμη η ίδια αντιπαραβάλλεται στο σήμερα

και δεν θα πάψει να πενθεί.

Αθάνατοι όλοι, μέσα σε αθάνατες σελίδες

στο γέρμα της σκέψης

η βιωμένη θύμηση σπέρνει άστρα

φέγγει ο ασπρόμαυρος καιρός

σε αγρύπνιες και όνειρα

επώδυνη η συμφιλίωση

φέρνει στυφή τη στάχτη των νεκρών με τη βροχή.

Πιο δυνατός από τα τύμπανα του πολέμου

και τα χρεωκοπημένα σας σχέδια,

θα είναι πάντα ο χτύπος της καρδιάς,

χτύπος της αγάπης

κι αυτοί που με μια σφαίρα μετακόμισαν στο φως

την καταφρόνια αφήνουν

παρακαταθήκη για τα έργα σας.

Κλείσαμε τα τραύματα της πόλης

και ξαναγέμισαν έλατα τα βουνά

μα δεν ξεχάσαμε την αναίτια αφή του πολέμου,

ανάμεσα στις ίδιες δάφνες και μυρτιές

συντρέχει το φεγγαρόφωτο

την οδυνηρή αναπόληση.

Κόντρα του καιρού, στην κόντρα της λήθης

για να μην ξυπνήσουν άλλοι,

δίσεκτοι χρόνοι ύπουλοι κι αγνώμονες

και γυρέψουν

νέα συγκομιδή στη νέα τάξη πραγμάτων.

Φωνές που δεν έσβησαν,

μορφές που δεν χάθηκαν

εκείνοι οι νεκροί,

μας χάραξαν το δρόμο και τον κόσμο,

για να φτάνουν ανεμπόδιστα

μύρια αστάθμητα μαντέματα της ασύνορης πλάσης

να ξεχωρίζει η καρδιά την απειλή,

να κρατά μισοσβησμένη μια πινελιά χαμόγελο

αξίωση και μοίρα κι ελπίδα της γης.

Όρθιες καινούργιες ψυχές,

εμείς μείναμε

εδώ δεν δαπανήθηκε ακόμη

η τιμή και το χρέος

εδώ ο τόπος μας σημείο του ήλιου

κι όταν φωτίζει η αυγή τις πληγές,

ξυπνούν και πονούν,

οι λέξεις τότε γυμνώνονται

και φανερώνεται η αλήθεια

ώρα που η ανάσα της παγκόσμιας ειρήνης

ανοίγει βαθιές ρωγμές

παλεύοντας να κατοικήσει το χάος.


Αύριο εν ονόματι της Αγάπης

Ζωή Δικταίου

Κέρκυρα Φλεβάρης 2015

Από την Ποιητική συλλογή «Αύριο στάχυα οι λέξεις»

Ευχαριστώ από καρδιάς τον ζωγράφο Ρουσσέτο Παναγιωτάκη για την εμπιστοσύνη και την διάθεση των έργων του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου