Η Όλυμπος
Η Όλυμπος ή Έλυμπος είναι το βορειότερο και πιο ορεινό χωριό της Καρπάθου, χτισμένο αμφιθεατρικά σε μια πλαγιά του όρους Προφήτης Ηλίας. Το επίνειό του είναι το Διαφάνι. Η ευρύτερη περιοχή της Ολύμπου, που περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του βόρειου τμήματος του νησιού, καθώς και τη νήσο Σαρία, αποτελείται από ορεινές εκτάσεις περίπου 37 τ.χλμ., πολλές από τις οποίες καλύπτονται με δάση ή χρησιμοποιούνται ως βοσκοτόπια.
Πρώτη αναφορά στην Όλυμπο γίνεται από τον Buondelmonti το 15ο αιώνα, ο οικισμός όμως πρέπει να ιδρύθηκε μεταξύ 10ου και 15ου αιώνα. Υπάρχουν πολλές παραδόσεις σχετικά με την ίδρυσή του. Μια από αυτές υποστηρίζει ότι οι κάτοικοι είναι απόγονοι των κατοίκων του αρχαίου Βρυκού (σημ. Βρουκούντα) στο βόρειο τμήμα του νησιού, που κατέφυγαν εκεί για να αποφύγουν τις αραβικές επιδρομές, κατά τον 7ο - 9ο αιώνα, ενώ σύμφωνα με μια άλλη πρόκειται για τον πληθυσμό της πόλης που κατέφυγε στο εσωτερικό του νησιού μετά την καταστροφή της από σεισμό. Έχει επίσης διατυπωθεί η θεωρία ότι το όνομά της η Όλυμπος το οφείλει στο μεγάλο υψόμετρό της ή στους κατοίκους του χωριού Ελύμποι της Χίου, οι οποίοι μετέφεραν στη νέα τους πατρίδα το όνομα αλλά και τα ήθη και έθιμα του χωριού τους, καθώς και την ιδιότυπη διάλεκτό τους. Oι πληροφορίες που διαθέτουμε για τον οικισμό κατά τα νεότερα χρόνια είναι ελάχιστες, καθώς οι περιηγητές της Δύσης δεν έφταναν μέχρι εκεί, μεταφέρουν όμως στα κείμενά τους τον απόηχο των ιδιαιτεροτήτων της.
Η παράδοση αναφέρει ότι η Όλυμπος αρχικά ήταν αθέατη από τη θάλασσα, οχυρωμένος οικισμός με μικρότερη από τη σημερινή έκταση, ο οποίος διέθετε κάστρο με πολλές εισόδους, τις καμάρες. Από τις τελευταίες θεωρείται ότι προέρχεται το όνομα μιας συνοικίας, της «Έξω Καμάρας», η οποία ονομάστηκε έτσι διότι βρισκόταν εκτός των τειχών. Το πιο πιθανό είναι ότι αποτελεί έναν από τους οικισμούς του Αιγαίου που δημιουργήθηκαν σε ασφαλείς θέσεις στο εσωτερικό των νησιών, προκειμένου να αποφύγουν οι κάτοικοι τις πειρατικές επιδρομές. Πάντως το 18ο - 19ο αιώνα, μολονότι το Απέρι ήταν το διοικητικό κέντρο του νησιού ως
το 1892, οι Μενετές και η Όλυμπος ήταν οι μεγαλύτεροι οικισμοί σε μέγεθος.
Η Όλυμπος ήταν από τα πιο σημαντικά παραγωγικά κέντρα του νησιού, ιδιαίτερα σε σιτηρά. Μάρτυρες αυτού είναι οι πολυάριθμοι πεταλόσχημοι ανεμόμυλοι. Οι κάτοικοι της Ολύμπου διακρίνονταν στους τσοπάνηδες και στους «δεσπέριες», που ασχολούνταν με τη γεωργία. Οι πρώτοι κατοικούσαν έξω από το κάστρο και οι δεύτεροι εντός του, γι’ αυτό και ονομάζονταν επίσης «καστρηνοί». Πέρα από την περιορισμένη καλλιεργήσιμη γη της περιοχής, οι δεσπέριες ίσως έκαναν χρήση πιο μακρινών περιοχών όπου έχτιζαν καλύβες. Αργότερα τα κτίσματα αυτά εξελίχτηκαν σε «στάβλους» (χαρακτηριστικές αγροικίες), ακόμη και σε τόπους μόνιμης κατοικίας, όπως στην Αυλώνα ή στη Σαρία.
Η Όλυμπος, λόγω της γεωγραφικής απομόνωσής της, παρουσιάζει μεγάλες πολιτιστικές ιδιαιτερότητες σε σχέση με τα λεγόμενα «Κάτω Χωριά», από τα οποία διαφοροποιείται ως προς την οικονομική και κοινωνική εξέλιξη. Έτσι, στην Όλυμπο έχουν διατηρηθεί ιδιότυπα έθιμα, το αρχαϊκό γλωσσικό ιδίωμα και η παραδοσιακή φορεσιά, την οποία φορούν ακόμη και σήμερα οι ηλικιωμένες γυναίκες του χωριού. Η Όλυμπος είναι επίσης γνωστή για τη μεγάλη μουσική της παράδοση και τα περίφημα γλέντια. Με την ευκαιρία γεγονότων όπως πανηγύρια, γάμοι και ονομαστικές γιορτές, οι κάτοικοι γλεντούν με τους ντόπιους σκοπούς της αχλαδόσχημης λύρας, του βιολιού, της τσαμπούνας και του λαούτου.
Οι «γλεντιστές» προσαρμόζουν διαφορετικά κάθε φορά αυτοσχέδια δίστιχα σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο, τις μαντινάδες, με θέματα παρμένα από την αφορμή του γλεντιού (π.χ. ευχές στους μελλόνυμφους), την καθημερινότητα και την επικαιρότητα. Συχνά αποκτούν διαλογική μορφή που προσδίδει στο γλέντι ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Στο γλέντι συμμετέχουν μόνο οι άνδρες, ενώ οι γυναίκες παρακολουθούν από απόσταση. Το πιο σημαντικά πανηγύρια στην Όλυμπο γίνονται το Δεκαπενταύγουστο, όταν γιορτάζει η εκκλησία της «Κοίμησης της Θεοτόκου», διάρκειας τριών ημερών, και στις 29 Αυγούστου του Αϊ-Γιάννη στη Βρουκούντα, όταν οι κάτοικοι του οικισμού αλλά και άλλοι Καρπάθιοι μεταβαίνουν στο εντυπωσιακό σπήλαιο με το ναό και διανυκτερεύουν στην ύπαιθρο.
Το έθιμο του κανακάρη ή της κανακαράς, το οποίο αφορά την οικογενειακή δομή και την κληρονομική μεταβίβαση, είναι ευρύτερα διαδεδομένο στο νησιωτικό χώρο. Στην Κάρπαθο όμως, και ειδικότερα στην Όλυμπο, αποτέλεσε κατεξοχήν σημαντικό παράγοντα διαμόρφωσης των κοινωνικών σχέσεων. Το έθιμο είχε αντίκτυπο στην κοινωνική δομή της κοινότητας της Ολύμπου. Από την κληρονομική διαδοχή προέκυψε μια κοινωνική ομάδα γαιοκτημόνων που συγκέντρωσε στα χέρια της την οικονομική, διοικητική και κοινωνική εξουσία της κοινότητας. Σύμβολο της ισχύος αυτής της ιδιότυπης ομάδας, στους κόλπους της οποίας επικρατούσε η ενδογαμία, ήταν η εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου, στην οποία μπορούσαν μόνο αυτοί να εκκλησιαστούν, ενώ όταν ο οικισμός επεκτάθηκε έξω από το Κάστρο, οι πρωτότοκοι είχαν το αποκλειστικό δικαίωμα διαμονής στην Έξω Καμάρα που είχε θέα προς τη θάλασσα. Ως το 1922 οι κανακάρηδες διατηρούσαν στην εκκλησία της Κοίμησης ιδιωτικά στασίδια για τους άνδρες και ιδιωτικές πλάκες στο πλακόστρωτο του πρόναου για τις γυναίκες, τις «μερέες». Επίσης οι κανακάρηδες έχτιζαν ιδιωτικές εκκλησίες και είχαν τους δικούς τους ανεμόμυλους και νερόμυλους όπως και τα πιο εύφορα πεδινά εδάφη της κοινότητας. Το χαρακτηριστικό της κανακαράς ήταν η «κολαΐνα», που δεν επιτρεπόταν να φορούν οι υπόλοιπες γυναίκες. Πρόκειται για χρυσοΰφαντο ύφασμα που πάνω του είχε ραμμένα χρυσά .
Πρώτη αναφορά στην Όλυμπο γίνεται από τον Buondelmonti το 15ο αιώνα, ο οικισμός όμως πρέπει να ιδρύθηκε μεταξύ 10ου και 15ου αιώνα. Υπάρχουν πολλές παραδόσεις σχετικά με την ίδρυσή του. Μια από αυτές υποστηρίζει ότι οι κάτοικοι είναι απόγονοι των κατοίκων του αρχαίου Βρυκού (σημ. Βρουκούντα) στο βόρειο τμήμα του νησιού, που κατέφυγαν εκεί για να αποφύγουν τις αραβικές επιδρομές, κατά τον 7ο - 9ο αιώνα, ενώ σύμφωνα με μια άλλη πρόκειται για τον πληθυσμό της πόλης που κατέφυγε στο εσωτερικό του νησιού μετά την καταστροφή της από σεισμό. Έχει επίσης διατυπωθεί η θεωρία ότι το όνομά της η Όλυμπος το οφείλει στο μεγάλο υψόμετρό της ή στους κατοίκους του χωριού Ελύμποι της Χίου, οι οποίοι μετέφεραν στη νέα τους πατρίδα το όνομα αλλά και τα ήθη και έθιμα του χωριού τους, καθώς και την ιδιότυπη διάλεκτό τους. Oι πληροφορίες που διαθέτουμε για τον οικισμό κατά τα νεότερα χρόνια είναι ελάχιστες, καθώς οι περιηγητές της Δύσης δεν έφταναν μέχρι εκεί, μεταφέρουν όμως στα κείμενά τους τον απόηχο των ιδιαιτεροτήτων της.
Η παράδοση αναφέρει ότι η Όλυμπος αρχικά ήταν αθέατη από τη θάλασσα, οχυρωμένος οικισμός με μικρότερη από τη σημερινή έκταση, ο οποίος διέθετε κάστρο με πολλές εισόδους, τις καμάρες. Από τις τελευταίες θεωρείται ότι προέρχεται το όνομα μιας συνοικίας, της «Έξω Καμάρας», η οποία ονομάστηκε έτσι διότι βρισκόταν εκτός των τειχών. Το πιο πιθανό είναι ότι αποτελεί έναν από τους οικισμούς του Αιγαίου που δημιουργήθηκαν σε ασφαλείς θέσεις στο εσωτερικό των νησιών, προκειμένου να αποφύγουν οι κάτοικοι τις πειρατικές επιδρομές. Πάντως το 18ο - 19ο αιώνα, μολονότι το Απέρι ήταν το διοικητικό κέντρο του νησιού ως
το 1892, οι Μενετές και η Όλυμπος ήταν οι μεγαλύτεροι οικισμοί σε μέγεθος.
Η Όλυμπος ήταν από τα πιο σημαντικά παραγωγικά κέντρα του νησιού, ιδιαίτερα σε σιτηρά. Μάρτυρες αυτού είναι οι πολυάριθμοι πεταλόσχημοι ανεμόμυλοι. Οι κάτοικοι της Ολύμπου διακρίνονταν στους τσοπάνηδες και στους «δεσπέριες», που ασχολούνταν με τη γεωργία. Οι πρώτοι κατοικούσαν έξω από το κάστρο και οι δεύτεροι εντός του, γι’ αυτό και ονομάζονταν επίσης «καστρηνοί». Πέρα από την περιορισμένη καλλιεργήσιμη γη της περιοχής, οι δεσπέριες ίσως έκαναν χρήση πιο μακρινών περιοχών όπου έχτιζαν καλύβες. Αργότερα τα κτίσματα αυτά εξελίχτηκαν σε «στάβλους» (χαρακτηριστικές αγροικίες), ακόμη και σε τόπους μόνιμης κατοικίας, όπως στην Αυλώνα ή στη Σαρία.
Η Όλυμπος, λόγω της γεωγραφικής απομόνωσής της, παρουσιάζει μεγάλες πολιτιστικές ιδιαιτερότητες σε σχέση με τα λεγόμενα «Κάτω Χωριά», από τα οποία διαφοροποιείται ως προς την οικονομική και κοινωνική εξέλιξη. Έτσι, στην Όλυμπο έχουν διατηρηθεί ιδιότυπα έθιμα, το αρχαϊκό γλωσσικό ιδίωμα και η παραδοσιακή φορεσιά, την οποία φορούν ακόμη και σήμερα οι ηλικιωμένες γυναίκες του χωριού. Η Όλυμπος είναι επίσης γνωστή για τη μεγάλη μουσική της παράδοση και τα περίφημα γλέντια. Με την ευκαιρία γεγονότων όπως πανηγύρια, γάμοι και ονομαστικές γιορτές, οι κάτοικοι γλεντούν με τους ντόπιους σκοπούς της αχλαδόσχημης λύρας, του βιολιού, της τσαμπούνας και του λαούτου.
Οι «γλεντιστές» προσαρμόζουν διαφορετικά κάθε φορά αυτοσχέδια δίστιχα σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο, τις μαντινάδες, με θέματα παρμένα από την αφορμή του γλεντιού (π.χ. ευχές στους μελλόνυμφους), την καθημερινότητα και την επικαιρότητα. Συχνά αποκτούν διαλογική μορφή που προσδίδει στο γλέντι ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Στο γλέντι συμμετέχουν μόνο οι άνδρες, ενώ οι γυναίκες παρακολουθούν από απόσταση. Το πιο σημαντικά πανηγύρια στην Όλυμπο γίνονται το Δεκαπενταύγουστο, όταν γιορτάζει η εκκλησία της «Κοίμησης της Θεοτόκου», διάρκειας τριών ημερών, και στις 29 Αυγούστου του Αϊ-Γιάννη στη Βρουκούντα, όταν οι κάτοικοι του οικισμού αλλά και άλλοι Καρπάθιοι μεταβαίνουν στο εντυπωσιακό σπήλαιο με το ναό και διανυκτερεύουν στην ύπαιθρο.
Το έθιμο του κανακάρη ή της κανακαράς, το οποίο αφορά την οικογενειακή δομή και την κληρονομική μεταβίβαση, είναι ευρύτερα διαδεδομένο στο νησιωτικό χώρο. Στην Κάρπαθο όμως, και ειδικότερα στην Όλυμπο, αποτέλεσε κατεξοχήν σημαντικό παράγοντα διαμόρφωσης των κοινωνικών σχέσεων. Το έθιμο είχε αντίκτυπο στην κοινωνική δομή της κοινότητας της Ολύμπου. Από την κληρονομική διαδοχή προέκυψε μια κοινωνική ομάδα γαιοκτημόνων που συγκέντρωσε στα χέρια της την οικονομική, διοικητική και κοινωνική εξουσία της κοινότητας. Σύμβολο της ισχύος αυτής της ιδιότυπης ομάδας, στους κόλπους της οποίας επικρατούσε η ενδογαμία, ήταν η εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου, στην οποία μπορούσαν μόνο αυτοί να εκκλησιαστούν, ενώ όταν ο οικισμός επεκτάθηκε έξω από το Κάστρο, οι πρωτότοκοι είχαν το αποκλειστικό δικαίωμα διαμονής στην Έξω Καμάρα που είχε θέα προς τη θάλασσα. Ως το 1922 οι κανακάρηδες διατηρούσαν στην εκκλησία της Κοίμησης ιδιωτικά στασίδια για τους άνδρες και ιδιωτικές πλάκες στο πλακόστρωτο του πρόναου για τις γυναίκες, τις «μερέες». Επίσης οι κανακάρηδες έχτιζαν ιδιωτικές εκκλησίες και είχαν τους δικούς τους ανεμόμυλους και νερόμυλους όπως και τα πιο εύφορα πεδινά εδάφη της κοινότητας. Το χαρακτηριστικό της κανακαράς ήταν η «κολαΐνα», που δεν επιτρεπόταν να φορούν οι υπόλοιπες γυναίκες. Πρόκειται για χρυσοΰφαντο ύφασμα που πάνω του είχε ραμμένα χρυσά .
Το τριήμερο του Δεκαπενταύγουστου γίνεται το μεγαλύτερο πανηγύρι του νησιού στην Όλυμπο, με παραδοσιακή μουσική με τα παραδοσιακά μουσικά όργανα (τσαμπούνα, λύρα, λαούτο), τραγούδι και χορό. Στα Ολυμπίτικα πανηγύρια οι γυναίκες φορούν πολύχρωμες παραδοσιακές φορεσιές με διπλή σειρά χρυσών φλουριών στο στήθος και μαντήλα στο κεφάλι. Τα δυο σημαντικότερα πανηγύρια της περιοχής, του Αγίου Ιωάννου (29/8) στη Βρουκούντα και της Παναγίας, πολιούχου της Ολύμπου (15/8), προσελκύουν ντόπιους και ξενιτεμένους Καρπάθιους. Μοναδική θεωρείται για τον παγανιστικό της απόηχο η ιεροτελεστία της Λαμπρής Τρίτης στην Όλυμπο με καθολικό μνημόσυνο των νεκρών μέσω του αγιασμού των πηγών και της υπαίθρου και λιτάνευση των εικόνων.
Παραδοσιακά Προϊόντα
Τα κυριότερα γεωργικά προϊόντα είναι σταφύλια, εκλεκτής ποιότητας κρασί, λάδι, τυρί, μέλι, κυδώνια και εσπεριδοειδή. Τοπικά προϊόντα είναι οι χειροποίητες "μακαρούνες", τα κολοκυθουπούλια, οι κοπέλες (τρίγωνες χορτόπιτες), το γεμιστό αρνί με πληγούρι σε ξυλόφουρνο, οι μυζιθρόπιτες, ο μπακλαβάς και τα ζιμπίλια γεμιστά με σταφίδες. Τα παραδοσιακά "κουλλούρια" φουρνιστά με κλαδιά από το δάσος χρησιμοποιούνται ως ψωμί και ως προσφορά υπέρ της μνήμης των νεκρών, όπως και το "Πεντάρτι", ζυμωτός άρτος για κάθε θρησκευτική πανήγυρη.
Ανάμεσα στα είδη λαϊκής τέχνης που θα βρει κανείς στην Κάρπαθο συμπεριλαμβάνονται πιάτα, στιβάνια, υφαντά και μπακίρια. Στην Όλυμπο, όπου άνθιζε η χειροτεχνία μέχρι τα μέσα του 20ου αι., υπάρχουν ακόμα παραδοσιακά υποδηματοποιεία που φτιάχνουν στιβάνια αλλά και παντόφλες με παραδοσιακά μοτίβα καθώς και εργαστήρια παραδοσιακής υφαντικής με κατεργασία μαλλιού. Στην Κάρπαθο υπάρχουν ακόμα ονομαστοί κατασκευαστές της καρπάθικης λύρας, του λαούτου και της τσαμπούνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου