Θα χαθώ στη μικρή μου κρυψώνα,
κοιτάζοντας αυτό που δεν βλέπει,
όραση στενή, φοβισμένη,
θα κρυφτώ, τόσο υπέροχα ξένη κι αράγιστη
στη φαντασμαγορία τής γιορτής.
Και το φιλί σου, αδιάφορο κι αυτό,
όπως τα κρύα φιλιά στις εικόνες των αγίων.
Ανήξερα τα χειμωνιάτικα τριαντάφυλλα
ρεμβάζουν από το παράθυρο. Ματώνουν οι λέξεις.
Κοστίζουν οι λέξεις.
Να εκεί, εκεί θα χαθώ, εκεί δεν φτάνει η αργυρή
δική σου ψυχρότητα, εκεί δεν υπάρχουν βιτρίνες
εκεί θ’ απλώσω τα σύνεργα, τα παράπονα
τις αναμνήσεις μου, όλα, σε μια γωνιά τής ψυχής,
ν’ αγγίξω σημάδια και ξέφτια
να μετρήσω ξανά και ξανά αυτό που λες «συγχωρητέο»
το ίδιο που ονομάζω ολέθριο.
Ξέρω μόνο τα μισά
απ’ όσα εσύ δεν θέλεις να μιλήσεις. Φυσάει έξω.
Η παγωνιά μ’ αγκαλιάζει. Αδιέξοδες σκέψεις.
Δεν θέλω να ελπίζω.
Αμείλιχτη η μοναξιά της απιστίας, πάντα εδώ.
«Να μην χαλάσουμε τα Χριστούγεννα», είπε
μα δεν είδε, στον ψιχαλισμένο δρόμο του έρωτα
στάζει αίμα η παλιά μου ομπρέλα.
Παλλόμενα τα σύνορα τής καρδιάς , ομίχλη κίτρινη
τελευταίος πέφτει ο λυγμός τού φεγγαριού
στην αναπάντεχη γαλήνη τής μοναξιάς. Θυμάμαι,
με την ίδια φωνή το είχε πει και σ’ εμένα
εκείνο το «σ’ αγαπώ», ίδιο ακούστηκε στην άγνοιά μου,
όπως όλα τα «σ’ αγαπώ» τού κόσμου
κι ύστερα,
όπως όταν τα τραίνα συλλαβίζουν ράγες τής ερημιάς,
Ένιωσα πρώτα πως ανέβαινα κερκίδες τ’ ουρανού
μια κινούμενη φλόγα έδινε όνομα στο βλέμμα
μα τι κρίμα, δεν κατάφερε να ξεχωρίσει
να τρυπώσει ανάμεσα στα μαλλιά μου,
να κρυφτεί στις άκριες των δαχτύλων
να το αισθάνομαι φως και αφή ακριβή.
Δεν πρόφτασε να κουρνιάσει πάνω στα χείλη
να περιμένει πίσω απ’ την πόρτα,
να γίνει μια στάλα βροχής σπονδή στον έρωτα.
Δεν βρήκε θάλασσα να ταξιδέψει
ούτε βλέμμα να βουλιάξει, όχι
βρήκε όμως χίλιους τρόπους να με πονέσει
αυτό το λερωμένο «σ’ αγαπώ», μιλάει
για όσα ερήμην μου έζησες απολαμβάνοντας την ηδονή
μιλάει και για ό,τι μού στέρησες.
Μέχρι την άκρη τής απογοήτευσης με πήγες
μονάχη όμως τον ανήφορο περπάτησα .
Περιφρόνησα το παρελθόν σου, λάθος μου,
έχει βλέπεις τη δύναμη να σε εξουσιάζει,
κάθε που έρχονται Χριστούγεννα ανοίγω τις φλέβες μου
δεν μπορώ να μην το σκέφτομαι
ενέχυρο η ψυχή σε δεκαεπτά κάρτες
εσύ τις έγραψες, λέξεις ναυάγια
αυτές που νόμισες θα εξαργύρωναν τη σιωπή
μόνο που ο χρόνος έρχεται πάντα πιο αληθινός
ξέρεις εδώ πληρώνονται όλα…
Εκείνο το «σ’ αγαπώ»
μάζεψε τον εφιάλτη από τις οξειδωμένες μνήμες
και τις εξόριστες υποσχέσεις,
μαζεύει ακόμα τον καιρό από τα φτερά τής λύπης
όσο ασύνορη η θύμηση γυρίζει πίσω
και μετρά, μαζί με τις λέξεις μιας άλλης γλώσσας,
δεκαεπτά ευχετήριες χριστουγεννιάτικες κάρτες,
ερείσματα απιστίας,
αυτές που επιμένεις να λες «δεν σήμαιναν τίποτα»
κι όμως τελικά σήμαιναν τα πάντα.
Ας μην μπερδεύουμε τις αλήθειες,
αναβοσβήνουν μέσα μας, βεγγαλικά,
ξυπνούν τ’ αδέσποτα χαστούκια, μουδιάζει η ψυχή
μέμφεσαι την πτώση, παραμύθια λες,
τί προπατορικό αμάρτημα και στιγμές αδυναμίας,
με μια συγγνώμη τίποτα δεν σώζεται τόσο εύκολα.
Ευτυχώς, έχει εφευρεθεί το τέλος
και για την τέχνη των παρανόμων εραστών,
το χριστουγεννιάτικο γυαλί τής καρδιάς σου ράγισε
πόσες άκυρες εικόνες, πόσα φρικτά ψέματα απειλούν
να χαλάσουν τις μέρες μου
τώρα που η βιτρίνα τής καθώς πρέπει αγίας οικογένειας
έγινε συντρίμμια…
Μην το ξεχνάς, θέλω πίσω τον εαυτό μου
εκείνη την τρεμάμενη φωνή τού ανθρώπου μέσα μου,
και δεν θ’ αφήσω άλλα δάκρυα να εμποδίσουν τη θέαση
κι ούτε θέλω να ξαναδιαβάσω
το φτηνό τσαλακωμένο ραβασάκι τής αγάπης σου
τούτη η αγάπη φαντάζει απελπισία.
Εμένα μού έφταναν πάντα μια χούφτα ψίχουλα
φορώ το ίδιο φόρεμα τής αθωότητας κατάσαρκα,
αυτό άντεξε, για να γιορτάζεις και σήμερα μαζί μου,
εσύ γιορτάζεις, εσύ, όχι εγώ,
εγώ απλά παρίσταμαι, μολονότι αδικαίωτη η περηφάνια μου.
Κάνω παρέα σε ανήσυχους ύπνους
με κάτι φτωχούς προδομένους Δαίμονες
κοντά σαράντα χρόνια μετά
κουρασμένη από την τόση υπομονή,
το ξέρω πως οι πράξεις σου, μού κλέβουν την πανσέληνο,
σιχαίνομαι μαζί με άλλα
και αυτή την κοινωνία τής απέραντης ανοχής
δεν αντέχω βλέπεις άλλες διαψεύσεις,
οι φυλαγμένες σου απαντήσεις βαθαίνουν την πληγή.
Ξεγελούσες τον εαυτό σου,
είσαι τάχα μου, εσύ που δεν αφήνεσαι ,
να παρασυρθείς από κοινά πάθη
είσαι εσύ που ξεφυλλίζεις
το ημερολόγιο των Χριστουγέννων
με θρησκευτική ευλάβεια, ή και με κατάνυξη
και ορκίζεσαι ακόμη πως εσύ ποτέ,
εσύ ποτέ δεν με πρόδωσες.
Οδυνηρή η ανάμνηση και η πληρωμή…
Τώρα που οι παλιές επιθυμίες σε αποφεύγουν
Νομίζεις πως σώζεσαι. Νομίζεις…
Και όμως γελώ, με ολόφλογα μάτια
αγναντεύω ασάλευτη το πέλαγος
μαθαίνω από την πεθυμιά τού ανέμου
και από τού κόσμου τα βάσανα
καινούρια ανάγνωση στη ζωή.
Έρημη η ακτή,
τον μέσα μου χειμώνα δεν αντέχω
όσο ακούω εκείνο το κάλπικο «σ’ αγαπώ»
όσο οι κάρτες σου με τις ωραίες ζωγραφιές
παραταγμένες η μια δίπλα στην άλλη,
ή, η μια πίσω από την άλλη
ξυπνούν την κόλαση.
Για να γλιτώσω κλαίω, θυμώνω, παραμιλώ,,
κουβεντιάζω με την άπιαστη χίμαιρα
για την ελπίδα που δεν καρποφόρησε
και ναι, δεν θέλω να γιορτάζω τα Χριστούγεννα.
Δεν θέλω, το ασύλληπτο να τρέφει προσδοκίες.
Χριστός, δικός σου, διαλεγμένος απ’ τον φόβο σου.
Αμφίβολη έννοια η σωτηρία που γυρεύεις
τα καταφύγια με απελπίζουν ακόμη περισσότερο
ξυπνούν τις θύελλες μέσα μου,
όπως τα πεπρωμένα που δεν γνώρισαν εξέλιξη
όπως τα ακριβά αμάξια που δεν βρήκαν λεωφόρο
όπως οι πελώριες κραυγές των παιδιών.
Απομονωμένοι ναι, άθικτοι όχι. Πώς να πιστέψω;
Τα μάτια κράτησαν το χρώμα του νερού.
Μετοίκησε η χαρά αφήνοντάς σου τα χαμένα Χριστούγεννα
και την ακατάδεχτη συγκίνηση. Και τώρα τί;
Τι κι αν τα σώματα εφάπτονται σε σκοτεινά δωμάτια
κάτω από μεταξωτά σεντόνια, κάτω από νοτισμένες τύψεις,
το φως διαπερνά τα κίβδηλα σημεία. Το φως…
Ξέρεις, μ’ ένα γαρίφαλο καρφιτσωμένο στο στήθος,
εγώ τον Μέγα Ήλιο έχω πολιούχο.
Μην πλησιάζεις, δεν αντέχω το ψέμα σου
να σού θυμίσω, πιστεύω το φως
μόνο το φως που ονειρεύτηκα
αυτό που βλέπει το άκακο ξεψύχισμα των αγριμιών
και πέφτει σταγόνα – σταγόνα
φιλοδωρεί την πέτρα στη Δίκτη.
Δεκαεπτά χριστουγεννιάτικες κάρτες,
σίγουρα με ωραία τοπία
Εσύ τις έγραψες, ούτε μια, ούτε δυο,
δεκαεπτά χαρούμενες κάρτες πλημμυρισμένες αφοσίωση
και άλλα «σ’ αγαπώ»,
ψεύτικα «σ’ αγαπώ» των Χριστουγέννων,
αυτά, σωριάζονται
με την πίκρα τής εμπειρίας στο πάτωμα.
Όταν γιορτάζει η προδοσία δεν ζητάς εξηγήσεις
απόψε κλείνει επίσημα τρεις δεκαετίες, αν το θυμάσαι.
Ζεστό το χώμα στην κρύα νύχτα, στο χώμα νυσταγμένα
θα γείρω με τα φύλλα, χωρίς τα Χριστούγεννα.
Αύριο, θα μας διδάξουν τα χέρια το εξόριστο άγγιγμα
Αύριο, ανοιχτός στην ανάγκη μου θα γυρίσεις,
αζήτητη πραμάτεια το ψέμα θα μείνει.
Αύριο, σε επιλήσμονα χρησμό καραδοκεί η λήθη
Αύριο, χαράζοντας λέξεις αλήθειας
στο σώμα του ήλιου, ο νόστος θ’ ανάψει τα κρίματα
χωρίς τα τερτίπια του ασύλληπτου χρόνου,
κρατώ την επιστροφή, τρόπαιο
σε άλλον ορίζοντα.
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα, 28 Δεκέμβρη 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου