Το Τατόι βρίσκεται 15 χιλιόμετρα βόρεια του κέντρου της Αθήνας, στους πρόποδες της Πάρνηθας. Xτίστηκε το 1889. Στο κτήμα βρίσκεται το θερινό ανάκτορο της ελληνικής βασιλικής οικογένειας. Το αρχαίο επίσημο όνομα της περιοχής είναι Δεκέλεια. Το Τατόι είναι ο τόπος γέννησης του Βασιλέα Γεωργίου Β΄. Διοικητικά υπάγεται στον δήμο Αχαρνών – Θρακομακεδόνων στην νομαρχία ανατολικής Αττικής
Στην σημερινή τοποθεσία των ανακτόρων πιστεύεται ότι βρισκόταν η Αρχαία Δεκέλεια, δήμος των Μεσογείων της αρχαίας Αθήνας ενώ αρκετούς αιώνες αργότερα, επί Τουρκοκρατίας, το Τατόι υπήρξε οθωμανικό τσιφλίκι μαζί με τα γειτονικά του Μαχούνια και του Λιόπεσι.
Το τοπωνύμιο προέρχεται από το όνομα του αλβανοβλάχου φύλαρχου Τατόη. Μετεπαναστατικά τα τσιφλίκια αγοράστηκαν από τον Φαναριώτη ευγενή Αλέξανδρο Καντακουζηνό, για να καταλήξει, τελικώς, στον σύζυγο της θυγατέρας του, Ελπίδας, Σκαρλάτο Σούτσο.
Το 1871, ύστερα από παρότρυνση του Ερνέστου Τσίλλερ, ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ αγόρασε το κτήμα, συνολικής έκτασης 20.000 στρεμμάτων, από την οικογένεια Σούτσου αντί τριακοσίων χιλιάδων (300.000) δραχμών.[2] Αν και ο Τσίλλερ προσδοκούσε να κατασκευάσει ένα τεράστιο ανακτορικό συγκρότημα, ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ επιθυμούσε να αποκτήσει ένα κτήμα αναψυχής παρά ένα ακόμα ανάκτορο.
Γι' αυτό το λόγο ο Τσίλλερ σχεδίασε ένα απλό διώροφο σπίτι ελληνοελβετικού ρυθμού, με δίρρικτη στέγη, το οποίο παραδόξως προοριζόταν όχι ως ανάκτορο αλλά ως βασιλικός ξενώνας, χρήση για την οποία ουδέποτε διατέθηκε. Το πρώτο αυτό κτήριο περατώθηκε το 1874 και χρησίμευσε ως η πρώτη εξοχική κατοικία της βασιλικής οικογένειας. Οι αυξανόμενες, όμως, ανάγκες της βασιλικής οικογένειας με την έλευση νέων μελών ανάγκασαν τον Γεώργιο Α΄ να ανεγείρει μια νέα εξοχική κατοικία αγγλικού τύπου.
Γι' αυτό τον λόγο επιλέχθηκε ο αρχιτέκτονας Σάββας Μπούκης, ο οποίος και εστάλη στη Ρωσία προκειμένου να αποτυπώσει μια αγροικία αγγλικού τύπου, έργο του Άγγλου αρχιτέκτονα Άνταμ Μένελαους, στο συγκρότημα ανακτόρων του «Πέτερχοφ» που ανήκε στον τσάρο Αλέξανδρο Β΄, θείο της βασίλισσας Όλγας. Έτσι το 1884 άρχισε η κατασκευή του νέου ανακτόρου, συνολικού εμβαδού 1.100 τ.μ.
Στα τέλη του 19ου αιώνα κατασκευάστηκε μια σειρά κτισμάτων που θυμίζουν αγροτικούς οικισμούς της δυτικής Ευρώπης. Παράλληλα κατασκευάστηκε μια σειρά βοηθητικών κτιρίων όπως το σχολείο των βασιλοπαίδων, το διευθυντήριο, το ξενοδοχείο, η οικία Στουρμ, η κατοικία του δασκάλου Λύντερς κ.ά.
Το 1898, έπειτα από διαδοχικές αγορές, αλλά και με την παραχώρηση στον Βασιλέα από τη Βουλή ως ιδιωτική περιουσία του πρώην εθνικού κτήματος Μπάφι, το Τατόι απέκτησε τη μέγιστη έκτασή του: 47.427 στρέμματα. Σε σχέση με τα 250.000 στρέμματα που κατείχε η οικογένεια Σούτσου και τα 300.000 του Ανδρέα Συγγρού το κτήμα του Βασιλέως δεν ήταν το μεγαλύτερο στην Αττική. Ως κτήμα αναψυχής ήταν, αντιθέτως, το πρώτο στην Ελλάδα.
Παράλληλα με τη στρεμματική του μεγέθυνση, προχώρησε δραστήρια η οργάνωση της διαχείρισής του και η ανάπτυξη της υποδομής του. Στα έργα αυτά, απολύτως πρωτοπόρα στην Ελλάδα της εποχής, προϊστάμενος ήταν ο Χανς Λούντβιχ Μύντερ (1873-1892), Δανός δασολόγος και φιλέλληνας, καθώς και, στη συνέχεια, ο διάδοχός του στη διεύθυνση του κτήματος, Ότο Βάισμαν (1893-1914). Πρωτίστως, όμως, το Τατόι αποτελεί προσωπικό δημιούργημα του Γεωργίου Α΄, ο οποίος το σχεδίασε ως ένα κτήμα αναψυχής στο οποίο κυρίαρχο λόγο θα έχει το δάσος και δευτερεύοντα τα οικοδομήματα, προς μεγάλη απογοήτευση του Ερνστ Τσίλλερ, ο οποίος αρχικά εξέλαβε τον Γεώργιο ως έναν άλλο Λουδοβίκο της Βαυαρίας, και ήταν ο αρχιτέκτων της πρώτης βασιλικής κατοικίας.
Το νέο σπίτι πρωτοκατοικήθηκε από τον βασιλέα Γεώργιο το 1889, αμέσως δηλαδή μετά τον γάμο του Διαδόχου Κωνσταντίνου, στον οποίον αφέθηκε η χρήση του παλιού σπιτιού. Μέχρι το τέλος του 19ου αι. το Τατόι είχε αποκτήσει δύο ναούς – Προφήτη Ηλία (1873) και Αναστάσεως (1899) – ένα υπασπιστήριο, μερικές οικίες για αυλικούς υπηρεσίας, ένα τηλεγραφείο, την κατοικία του διευθυντή, τρία συγκροτήματα εργατόσπιτων, ένα οινοποιείο, ένα βουτυροκομείο, τρεις στάβλους, αποθήκες, εργαστήρια και καταλύματα για τη Φρουρά. Ο παλιός ανεμόμυλος μετατράπηκε σε πύργο, μέσα στον οποίο διαρρυθμίστηκε ένα αρχαιολογικό μουσείο με τα ευρήματα των μικροανασκαφών στην περιοχή.
Το Τατόι είχε επίσης αποκτήσει 400 χιλιόμετρα οδικού δικτύου/αλεών, γέφυρες, άρτιο σύστημα υδροδότησης και πυρασφάλειας, καθώς και δύο μικρές τεχνητές λίμνες, τη Χήνα και την Κιθάρα. Δεδομένου ότι το διέσχιζε ο δημόσιος δρόμος της Χαλκίδας, το κτήμα είχε το χάνι του για τους περαστικούς. Απέκτησε επίσης ένα ξενοδοχείο, το «Τατόιον», που διαφημιζόταν στους ευρωπαϊκούς τουριστικούς οδηγούς της εποχής. Αρχιτέκτων της περιόδου αυτής ήταν ο Αναστάσιος Μεταξάς. Στα 1880, ο λόφος του Παλαιοκάστρου δεχτηκε το πρώτο του μνήμα (της Πριγκίπισσας Όλγας, που πέθανε σε ηλικία έξι μηνών), τριάντα τρία χρόνια προτού ενταφιασθεί εκεί, σε τάφο απέριττο, ο Γεώργιος Α΄.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, ανεγέρθηκαν οι πέτρινοι στρατώνες, ενώ κατά την περίοδο μεταξύ 1913-14, επί βασιλείας Κωνσταντίνου Α΄, ανεγέρθηκε το κτίριο του προσωπικού. Άξιο προσοχής είναι το γεγονός πως παράλληλα με τον εξελληνισμό της ελληνικής βασιλικής δυναστείας, το Τατόι απώλεσε την αρχική αισθητική του ομοιογένεια και, οπωσδήποτε, όλο και σε μεγαλύτερο βαθμό, τον βόρειο χαρακτήρα του.
Η μεγάλη πυρκαγιά του 1916 σηματοδότησε το τέλος της χρυσής εποχής, καθώς κάηκε το μεγαλύτερο μέρος του δάσους, κάηκαν κατά εκατοντάδες τα ελάφια που ο Γεώργιος είχε εισαγάγει από την Ουγγαρία, οι ανακτορικοί στάβλοι, ο ναός του Προφήτη Ηλία, το μουσείο, καθώς και το παλιό ανάκτορο.
Η ταραχώδης από πολιτικής άποψης περίοδος που ακολούθησε δεν επέτρεπε την άμεση ανασυγκρότηση. Ωστόσο, η τελευταία πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου της Α΄ Αβασίλευτης Δημοκρατίας, χάρη στη φροντίδα όλων των διαδοχικών κυβερνήσεων, καθώς και, επίσης, στην επίβλεψη και την ικανότητα του νέου διευθυντή, Βασιλείου Δρούβα (1925-1961). Κατά την περίοδο, περίπου, προς το 1930, ανεγέρθηκε το συγκρότημα κατοικιών και εργαστηρίων, γνωστό ως «μάνδρα», όπως, επίσης, και ο σταθμός χωροφυλακής.
Η παλινόρθωση της μοναρχίας οδήγησε μεν στην προσθήκη στο κτήμα του κομψού διευθυντηρίου, του μαυσωλείου, καθώς και των διάσπαρτων πέτρινων φυλακίων της Φρουράς, ωστόσο, επέφερε ραγδαίες τροποποιήσεις την ίδια την έπαυλη, κατά τη διάρκεια μεγάλων επισκευαστικών εργασιών, οι οποίες έλαβαν χώρα μεταξύ του 1937 και του 1939, υπό την επίβλεψη των αρχιτεκτόνων Αναστασίου Μεταξά, Εμμανουήλ Λαζαρίδη και Κωνσταντίνου Σακελλαρίου.
Ακολούθησε η περίοδος της κατοχής από τις δυνάμεις του Άξονα, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Δρούβας βρέθηκε σε δεινή θέση, καθώς όφειλε να διατηρήσεις τις ισορροπίες μεταξύ των κατοχικών δυνάμεων και του αντάρτικου της Πάρνηθας με απώτερο σκοπό την διάσωση του κτήματος. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1944, η πίεση του «βουνού» αυξήθηκε, ενώ κατά τους φθινοπωρινούς μήνες του ίδιου έτους, οι λεηλασίες πλήθυναν, με τελική κατάληξη μία κατάσταση πλήρους αναρχίας.
Κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών, το κτήμα, καθώς και η έπαυλη, διαλύθηκαν πλήρως, ενώ η μικρή κοινωνία που το αποτελούσε άρχισε να μετρά τους πρώτους νεκρούς της, στο γενικότερο χρονικό πλαίσιο του Εμφυλίου Πολέμου, ο οποίος βρισκόταν στις απαρχές του. Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, πιο συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1945, το κτήμα κάηκε εκ νέου, γεγονός το οποίο, πιθανότατα, οφειλόταν σε βαθύτερα πολιτικά κίνητρα.
Ως αποτέλεσμα, το 1946, το κτήμα του Τατοΐου Τατόι υποχρεώθηκε σε πλήρη επανεκκίνηση εκ του μηδενός. Με απώτερο σκοπό την αντιστάθμιση της απώλειας εσόδων, η οποία και προήλθε από την καταστροφή του δάσους, ο Δρούβας έδωσε έμφαση στην παραγωγή κρασιού, καθώς και γαλακτοκομικών προϊόντων. Το 1952, ανεγέρθηκε το κομψής αρχιτεκτονικής νέο βουστάσιο, τα προϊόντα του οποίου, όπως, συνολικά, τα προϊόντα του κτήματος, διατίθονταν προς πώληση σε ξενοδοχεία, νοσοκομεία, ιδρύματα, καθώς και στρατόπεδα. Αρχιτέκτονες του κτήματος κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου ήταν οι Κ. Γκίνης και Αλ. Μπαλτατζής.
Με σημείο εκκίνησης τα τέλη του 1948, η βασιλική οικογένεια εγκαταστάθηκε σε μόνιμη βάση στην έπαυλη, παραμένοντας εντός αυτής έως πρωινό της 13ης Δεκεμβρίου 1967, ημέρας του Αντικινήματος κατά της Χούντας.
Προσωπικότητες της εποχής, όπως ο τσάρος Νικόλαος Β΄ της Ρωσίας, η Ελισάβετ της Αυστροουγγαρίας, οι βασιλείς του Ηνωμένου Βασιλείου Εδουάρδος Ζ΄ και Αλεξάνδρα ή, τα τελευταία χρόνια, η βασίλισσα Ελισάβετ Β΄ του Ηνωμένου Βασιλείου, η Τζάκυ Κέννεντυ, καθώς και άλλοι το επισκέφθηκαν ή φιλοξενήθηκαν εντός αυτού.
Το Τατόι υπήρξε θέατρο σκηνών μεγάλης δραματικής εντάσεως, όπως η έξωση του Κωνσταντίνου Α΄ το 1917, η αγωνία και ο θάνατος του βασιλέα Αλεξάνδρου, ο θάνατος του βασιλέα Παύλου. Άπειρες ήσαν οι επίσημες ή ανεπίσημες συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν εκεί και οι οποίες επηρέασαν την πορεία των εθνικών και πολιτικών πραγμάτων: ιδιαίτερης σημασίας ήσαν οι διαβουλεύσεις του θέρους του 1915, καθώς και οι συσκέψεις εν όψει της γερμανικής επιθέσεως τον χειμώνα του 1941 ή λόγω της κατάρρευσης του μετώπου τον επόμενο τραγικό Απρίλιο.
Τρεις κυβερνήσεις ορκίσθηκαν στο Τατόι: του Ελευθερίου Βενιζέλου, τον Αύγουστο του 1915, του Δημητρίου Ράλλη, τον Νοέμβριο του 1920, και του Γεωργίου Παπανδρέου, τον Φεβρουάριο του 1964.
Στην πυρκαγιά που ξέσπασε στις αρχές Αυγούστου 2021 κάηκε μεγάλο τμήμα του δάσους του κτήματος. Επίσης από τη φωτιά καταστράφηκαν το κτίριο προσωπικού, η οικία φροντιστή, το κτίριο τηλεπικοινωνιών (τηλεγραφείο), το δασονομείο και το κτίριο του Διευθυντηρίου. Επίσης, από τη φωτιά κάηκαν δύο κοντέινερ στα οποία φυλάσσονταν αντικείμενα του παλατιού.
Το κτήμα περιήλθε στο Δημόσιο, συνολικά, τρεις φορές, το 1924, το 1973 και το 1994. Πάντοτε, έπειτα από καθεστωτικές αλλαγές, είτε καταβαλλόταν αποζημίωση στην τέως βασιλική οικογένεια, είτε δημευόταν το σύνολο της περιουσίας της.
Το 1924, έπειτα από την ανακήρυξη της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, κατασχέθηκε το σύνολο της βασιλικής περιουσίας (δημόσια και ιδιωτική), υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Για την ιδιωτική περιουσία επιδικάσθηκε αποζημίωση, την οποία, ωστόσο, ουδέποτε εισέπραξε η τότε τέως βασιλική οικογένεια.
Το 1973, η Χούντα των Συνταγματαρχών προχώρησε στην κατάργηση της μοναρχίας, καθώς και, παράλληλα, την δήμευση του συνόλου της περιουσίας της, επιδικάζοντας, εκ νέου, μία χαμηλής αξίας οικονομική αποζημίωση, την οποία, ωστόσο, ουδέποτε εισέπραξε, εκ νέου, η τέως βασιλική οικογένεια.
Το 1994, είκοσι χρόνια μετά το Δημοψήφισμα του 1974, η ελληνική κυβέρνηση επί της ουσίας προχώρησε στη δήμευση του συνόλου της βασιλικής περιουσίας, δίχως, ωστόσο, την καταβολή οποιουδήποτε ύψους οικονομικής αποζημίωσης. Στη συνέχεια, η συγκεκριμένη κατάσχεση κρίθηκε ως παράνομη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης δίκης, η επιχειρηματολογία του τέως βασιλέα Κωνσταντίνου βασίστηκε στην αξίωση σύμφωνα με την οποία η εν λόγω ιδιοκτησία αποκτήθηκε από τους προκατόχους του με νόμιμα μέσα και, ως εκ τούτου, υπόκειτο στην κανονική προσωπική κληρονομιά.
Από την πλευρά του, το ελληνικό κράτος υποστήριξε πως η συγκεκριμένη ιδιοκτησία παρακολουθούσε το θεσμό της μοναρχίας και, ως εκ τούτου, κατόπιν της κατάργησης της μοναρχίας, η τελευταία όφειλε να επανέλθει, αυτομάτως, υπό τον έλεγχο του Δημοσίου.
Συγκεκριμένα, οι νομικοί εκπρόσωποι του ελληνικού Δημοσίου επεσήμαναν εντός σχετικού υπομνήματός τους πως για τον υπολογισμό του ύψους της οικονομικής αποζημίωσης θα πρέπει να συνεκτιμηθούν τρία κρίσιμα στοιχεία:
Το δικαστήριο αποφάσισε ότι η περιουσία που παρακολουθούσε το θεσμό της μοναρχίας είχε ήδη περιέλθει αυτόματα στο ελληνικό κράτος (Ανάκτορα Αθηνών στη οδό Ηρώδου Αττικού, η έπαυλη Ψυχικού, το ανάκτορο "Καραμπουρνάκι" κ.α.) το 1974 και ότι το κτήμα Τατοΐου, το κτήμα Πολυδένδρι και το Μον Ρεπό αποτελούσαν ιδιωτική περιουσία και η Ελληνική Δημοκρατία έπρεπε να πληρώσει εύλογη αποζημίωση στη τέως βασιλική οικογένεια, αν ήθελε να διατηρήσει στην ιδιοκτησία της αυτά τα ακίνητα και εκτάσεις.
Η τέως βασιλική οικογένεια τελικά αποζημιώθηκε. Το Ίδρυμα Άννα-Μαρία δημιουργήθηκε το 2003, με την απόδοση της αποζημίωσης για την κατάσχεση της περιουσίας της βασιλικής οικογένειας από το ελληνικό δημόσιο. Ο σκοπός του ιδρύματος όπως παρουσιάζεται από το ίδιο είναι παροχή βοήθειας σε ομάδες ανθρώπων ή περιοχές που έχουν πληγεί από φυσικές καταστροφές.
Τον Μάρτιο του 2003 το Τατόι περιήλθε στην κυριότητα του κράτους και τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους κηρύχθηκε διατηρητέο από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων, ύστερα από εισήγηση της Ελληνικής Εταιρείας για την Προστασία του Περιβάλλοντος και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Τον Ιούνιο του 2007 η ελληνική κυβέρνηση δήλωσε ότι σκοπεύει να μετατρέψει το κτήμα σε μουσείο.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα του 2012 εξετάζονται από το ελληνικό κράτος αγοραστές για το Τατόι, καθώς και για άλλες κρατικές ιδιοκτησίες
Από το 2012 oι "Φίλοι του κτήματος Τατοΐου" έχουν θέσει ως στόχο να αποκαταστήσουν το πρώην βασιλικό κτήμα και να το μετατρέψουν σε μουσείο και δημόσιο χώρο.
Κλοπές πολιτιστικού υλικού και βανδαλισμοί έχουν συμβεί στο παλαιό ανάκτορο.
Το κτήμα Πολυδενδρίου Λάρισας είναι επίσης εγκαταλελειμμένο και τα κτήρια διαλύονται
Στις 20 Ιουλίου του 2019, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στις προγραμματικές δηλώσεις του στην Βουλή προανήγγειλε την πολύπλευρη αξιοποίηση του πρώην βασιλικού κτήματος σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα.
Το 2022 στα πλαίσια των εργασιών, δόθηκαν στην δημοσιότητα φωτογραφίες με έργα τέχνης, άμαξες και άλλα παλιά αντικείμενα αξίας, πολλά από τα οποία ήταν σε απελπιστική κατάσταση
Στις 6 Αυγούστου 1899, με πρωτοβουλία της Βασίλισσας Όλγας, θεμελιώθηκε, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αναστασίου Μεταξά, ο ναός της Αναστάσεως του Κυρίου στον λόφο που φέρει την ονομασία "Παληόκαστρο" και που είχε ενταφιαστεί η πριγκίπισσα Όλγα. Από τότε όλα τα μέλη της βασιλικής οικογένειας ενταφιάζονται σε εκείνο τον χώρο σε λιτούς μαρμάρινους τάφος. Εξαίρεση αποτελεί το νεκρικό παρεκκλήσι του Κωνσταντίνου και της Σοφίας, το οποίο σχεδιάστηκε από τον Εμμανουήλ Λαζαρίδη. Στις 1 Σεπτεμβρίου 2020, διαπιστώθηκε βανδαλισμός του ταφικού μνημείου του Παύλου και της Φρειδερίκης.
Στο βασιλικό κοιμητήριο έχουν ενταφιασθεί:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου