Η Βενετία Χτισμένη Πάνω Σε Μια Ομάδα 118 Μικρών Νησιών

 .com/img/a/

 Η Βενετία (ιταλικά: Venezia‎) είναι πόλη της Ιταλίας χτισμένη πάνω σε μια ομάδα 118 μικρών νησιών που χωρίζονται από κανάλια και ενώνονται μεταξύ τους με γέφυρες. Είναι πρωτεύουσα της Περιφέρειας του Βένετο και βρίσκεται στην ομώνυμη ελώδη λιμνοθάλασσα που απλώνεται κατά μήκος της ακτογραμμής μεταξύ των εκβολών των ποταμών Πάδου (Πο) και Πιάβε. 

.com/img/a/

Η Βενετία είναι φημισμένη για την ομορφιά της τοποθεσίας της, την αρχιτεκτονική της και τα έργα τέχνης της.Ολόκληρη η πόλη είναι καταγεγραμμένη ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, μαζί με τη λιμνοθάλασσά της.


Το 2009 οι κάτοικοι του Δήμου της Βενετίας ήταν 270.098 (ο εκτιμώμενος πληθυσμός 272.000 κατοίκων περιλαμβάνει τον πληθυσμό όλου του Δήμου της Βενετίας: περίπου 60.000[3] στην ιστορική πόλη της Βενετίας (Τσέντρο στόρικο), περίπου 176.000 στην Τεραφέρμα (την «Ξηρά»), κυρίως στα μεγάλα διαμερίσματα Μέστρε και Μαργκέρα, και 31.000 σε άλλα νησιά της λιμνοθάλασσας. Με την Πάντοβα και το Τρεβίζο η πόλη περιλαμβάνεται στη Μητροπολιτική Περιοχή Πάδοβα-Τραβίζο-Βενετία (πληθυσμός 1.660.000).

.com/img/a/

Το όνομα προέρχεται από τον αρχαίο λαό των Βένετων, που κατοίκησαν την περιοχή από τον 10ο αιώνα π.Χ.[4][5] Η πόλη υπήρξε στην ιστορία πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Βενετίας. Είναι γνωστή ως «Γαληνοτάτη», «Βασίλισσα της Αδριατικής», «Πόλη του Νερού», «Πόλη των Μασκών», «Πόλη των Γεφυρών», «Επιπλέουσα Πόλη» και «Πόλη των Καναλιών».


Η Δημοκρατία της Βενετίας υπήρξε πολύ μεγάλη ναυτική δύναμη κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, ορμητήριο για τις Σταυροφορίες και τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, καθώς και πολύ σημαντικό κέντρο εμπορίου (ιδιαίτερα μεταξιού, σιτηρών και μπαχαρικών) και τέχνης από τον 13ο μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα. Αυτό κατέστησε τη Βενετία πλούσια πόλη σε όλη την ιστορία της.


Είναι επίσης γνωστή για τα αρκετά καλλιτεχνικά της κινήματα, ιδιαίτερα στην περίοδο της Αναγέννησης. Η Βενετία διεδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της συμφωνικής μουσικής και της όπερας, ενώ αποτελεί γενέτειρα του Αντόνιο Βιβάλντι


Μολονότι δεν υπάρχουν ιστορικές αναφορές, σχετικές με τους πρώτους αιώνες της Βενετίας, η παράδοση και οι υπάρχουσες μαρτυρίες έχουν κάνει αρκετούς ιστορικούς να συμφωνήσουν ότι ο αρχικός πληθυσμός της Βενετίας αποτελούνταν από πρόσφυγες από Ρωμαϊκές πόλεις κοντά στη Βενετία, όπως οι Πάντοβα, Ακυληία, Τρεβίζο, Αλτίνο και Κονκόρντια (σημερινό Πόρτογκουάρο) και από την ανυπεράσπιστη ύπαιθρο που τρέπονταν σε φυγή από διαδοχικά κύματα εισβολών Γερμανών και Ούννων.

.com/img/a/

 Μερικές ύστερες Ρωμαϊκές πηγές αποκαλύπτουν την ύπαρξη ψαράδων στα νησιά της αρχικής ελώδους λιμνοθάλασσας. Αναφέρονταν ως «κάτοικοι της λιμνοθάλασσας». Η παραδοσιακή ίδρυση ταυτοποιείται με την αφιέρωση της πρώτης εκκλησίας, του Σαν Τζάκομο στο νησάκι του Ριάλτο (Ριβοάλτο, «Ψηλή Όχθη»), που λέγεται ότι έγινε το μεσημέρι της 25ης Μαρτίου του 421.


Η τελευταία και μονιμότερη μετανάστευση στο βορρά της Ιταλικής Χερσονήσου ήταν εκείνη των Λομβαρδών το 568, αφήνοντας στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μια λεπτή λωρίδα ακτής στο σημερινό Βένετο, περιλαμβανομένης της Βενετίας. Το Ρωμαϊκό/Βυζαντινό έδαφος οργανώθηκε ως Εξαρχάτο της Ραβέννας διοικούμενο από αυτό το αρχαίο λιμάνι και επιτηρούμενο από ένα αντιβασιλέα (τον Έξαρχο), διορισμένο από τον Αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη, αλλά η Ραβέννα και η Βενετία συνδέονταν μόνο δια θαλάσσης, και με την απομονωμένη θέση της Βενετίας επήλθε μεγαλύτερη αυτονομία. Δημιουργήθηκαν νέα λιμάνια, μεταξύ αυτών εκείνα στο Μαλαμόκο και στο Τορτσέλο στη λιμνοθάλασσα της Βενετίας. Οι tribuni maiores, η αρχαιότερη κεντρική υπάρχουσα κυβερνητική επιτροπή των νησιών στη Λιμνοθάλασσα, χρονολογείται από το 568.


Οι Βενετοί πρόσφεραν άσυλο στον Έξαρχο Παύλο, από την δίωξη του Λομβαρδού Λιουτπράνδου, που έγινε έτσι παραδοσιακά ο πρώτος δόγης της Βενετίας, Πάολο Λούτσιο Αναφέστο, με διάδοχο το Μαρτσέλο Τεγκαλιάνο, τον magister militum (Στρατηγό, επί λέξει «Άρχοντα των Στρατιωτών»). Το 726, οι στρατιώτες και οι πολίτες του Εξαρχάτου οδηγήθηκαν σε εξέγερση λόγω της εικονομαχίας μετά από παρότρυνση του Πάπα Γρηγορίου Γ΄. Ο Έξαρχος δολοφονήθηκε και πολλοί αξιωματούχοι διέφυγαν εν μέσω του χάους. Εκείνο περίπου το διάστημα οι κάτοικοι της λιμνοθάλασσας εξέλεξαν το δικό τους ηγέτη για πρώτη φορά, αν και δεν είναι ξεκάθαρη η σχέση αυτής της ανάρρησης με τις εξεγέρσεις. 

.com/img/a/

Ο Όρσο επρόκειτο να είναι ο πρώτος από 117 «δόγηδες» («δόγης» είναι η εξέλιξη στη Βενετική διάλεκτο του λατινικού «δουξ» (ηγέτης)). Ανεξάρτητα από τις αρχικές του απόψεις ο Όρσο υποστήριξε την επιτυχή εκστρατεία του Αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ να ανακαταλάβει τη Ραβέννα, αποστέλλοντας τόσο άνδρες όσο και πλοία. Σε αναγνώριση αυτού δόθηκαν στη Βενετία «πολλά προνόμια και παραχωρήσεις» και ο Όρσο, που είχε συνδράμει προσωπικά, χρίστηκε από το Λέοντα ως δουξ και του δόθηκε ο πρόσθετος τίτλος του ύπατου.


Η Βυζαντινή κυριαρχία στην κεντρική και βόρεια Ιταλία τερματίστηκε αργότερα κυρίως με την κατάκτηση του Εξαρχάτου της Ραβέννας το 751 από τον Αϊστούλφο. Τότε ο Λομβαρδός Βασιλιάς Αϊστούλφος κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος του Εξαρχάτου της Ραβέννας, αφήνοντας τη Βενετία ένα μοναχικό και όλο και περισσότερο αυτόνομο Βυζαντινό προπύργιο. Την περίοδο αυτή η έδρα του τοπικού Βυζαντινού κυβερνήτη («δούκα», αργότερα «δόγη») βρισκόταν στο Μαλαμόκο. 


Η αποίκηση των νησιών στη λιμνοθάλασσα πιθανόν αυξανόταν σε αντιστοιχία με τη Λομβαρδική κατάκτηση των Βυζαντινών εδαφών, καθώς πρόσφυγες αναζητούσαν άσυλο στην πόλη της λιμνοθάλασσας. Το 775/776 δημιουργήθηκε η επισκοπική έδρα του Ολίβολο (Ηλίπολις). Επί του Δούκα Ανιέλο Παρτετσιπάτσιο (811–827) η έδρα των δουκών μετακινήθηκε από το Μαλαμόκο στο καλά προστατευμένο Ριάλτο, τη σημερινή θέση της Βενετίας. Στη συνέχεια χτίστηκαν εδώ το μοναστήρι του Αγίου Ζαχαρία και το πρώτο Παλάτι των Δόγηδων και η βασιλική του Αγίου Μάρκου, καθώς και τείχη (civitatis murus) μεταξύ του Ολίβολο και του Ριάλτο. Οι φτερωτοί λέοντες, που μπορείτε να δείτε σε όλη τη Βενετία και σε πολλά άλλα μέρη, των κτήσεών της στην Ελλάδα περιλαμβανομένων, είναι σύμβολο του Αγίου Μάρκου.

.com/img/a/

Ο Καρλομάγνος ήταν αρχικά εχθρικός προς τη Βενετία και επεδίωκε να υποτάξει την πόλη στην εξουσία του. Έδωσε εντολή στον Πάπα να διώξει τους Βενετούς από την Πεντάπολη κατά μήκος της Αδριατικής ακτής, (από Ρίμινι ως Αγκόνα) ενώ ο ίδιος ο γιος του Καρλομάγνου, Πεπίνος της Ιταλίας, βασιλιάς των Λομβαρδών υπό τις διαταγές του πατέρα του, ξεκίνησε πολιορκία της ίδιας της Βενετίας. Αυτή όμως αποδείχθηκε, τελικώς, μεγάλη αποτυχία. 


Συγκεκριμένα, η πολιορκία διήρκεσε έξι μήνες, με το στρατό του Πεπίνου να αποδεκατίζεται από τις ασθένειες των ελών της περιοχής και τελικά αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Λίγους μήνες αργότερα πέθανε ο ίδιος ο Πεπίνος, καθώς φαίνεται από κάποια αρρώστια που τον μόλυνε εκεί. Στη συνέχεια μια συμφωνία μεταξύ Καρλομάγνου και Νικηφόρου αναγνώριζε τη Βενετία ως Βυζαντινό έδαφος καθώς και τους εμπορικούς σταθμούς της πόλης στις ακτές της Αδριατικής.


Το 828 το γόητρο της νέας πόλης μεγάλωσε με την απόκτηση των θεωρουμένων λειψάνων του Αγίου Μάρκου του Ευαγγελιστή από την Αλεξάνδρεια, που τοποθετήθηκαν στη νέα βασιλική. Η πατριαρχική έδρα μεταφέρθηκε επίσης στο Ριάλτο. Το ότι η κοινότητα συνέχιζε να αναπτύσσεται και η Βυζαντινή εξουσία αδυνάτιζε οδήγησε σε μεγαλύτερη αυτονομία και στην τελική ανεξαρτησία.


Από τον 9ο ως το 12ο αιώνα, η Βενετία εξελίχθηκε σε πόλη-κράτος, μία ιταλική θαλασσοκρατία ή ναυτική δημοκρατία (Repubblica Marinara), οι άλλες τρεις όντας η Τζένοα, η Πίζα και το Αμάλφι). Η στρατηγική της θέση στην κορυφή της Αδριατικής κατέστησε τη ναυτική και εμπορική δύναμη της Βενετίας σχεδόν άτρωτη. Με την εξάλειψη των πειρατών κατά μήκος των Δαλματικών ακτών η πόλη έγινε ένα ακμάζον εμπορικό κέντρο ανάμεσα στη Δυτική Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο (ιδιαίτερα τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τον Ισλαμικό κόσμο).


Το 12ο αιώνα, τέθηκαν τα θεμέλια της Βενετικής κυριαρχίας: το Αρσενάλε της Βενετίας (ένα συγκρότημα κρατικών ναυπηγείων και οπλοστασίων) κατασκευάστηκε το 1104 και ο τελευταίος αυταρχικός δόγης, Βιτάλιος Β΄ Μιχαήλ, πέθανε το 1172. Η Δημοκρατία της Βενετίας κατέλαβε αρκετές θέσεις στις ανατολικές ακτές της Αδριατικής πριν το 1200, κυρίως για εμπορικούς λόγους, επειδή οι πειρατές που είχαν τις βάσεις τους εκεί ήταν απειλή για το εμπόριο. 

.com/img/a/

Ο Δόγης έφερε επίσης τους τίτλους Δούκας της Δαλματίας και Δούκας της Ιστρίας. Μεταγενέστερες ηπειρωτικές κτήσεις, που εκτείνονταν προς τα δυτικά μέσω της Λίμνης Γκάρντα μέχρι τον Ποταμό Άντα, ήταν γνωστές ως Τεραφέρμα και αποκτήθηκαν εν μέρει ως ανάχωμα έναντι εμπόλεμων γειτόνων, εν μέρει για την προστασία των εμπορικών οδών των Άλπεων και εν μέρει για τη διασφάλιση της προμήθειας από την ενδοχώρα σταριού, από το οποίο η πόλη εξαρτιόταν. Χτίζοντας τη θαλάσσια εμπορική αυτοκρατορία της η Δημοκρατία κυριάρχησε στο εμπόριο αλατιού,απέκτησε τον έλεγχο των περισσότερων νησιών του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένων της Κρήτης και της Κύπρου και έγινε ισχυρός παράγων στην Εγγύς Ανατολή. 


Για τις συνθήκες της εποχής η Βενετική διοίκηση των ηπειρωτικών εδαφών της ήταν σχετικά φωτισμένη και οι πολίτες πόλεων όπως το Μπέργκαμο, η Μπρέσα και η Βερόνα συσπειρώνονταν στην υπεράσπιση της Βενετικής κυριαρχίας, όταν αυτή απειλείτο από εισβολείς.


Η Βενετία παρέμεινε στενά συνδεδεμένη με την Κωνσταντινούπολη και της παραχωρήθηκαν δυο φορές εμπορικά προνόμια στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μέσω των λεγόμενων Χρυσόβουλων σε αντάλλαγμα της βοήθειας στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία να αντισταθεί σε Νορμανδικές και Τουρκικές εισβολές. Στο πρώτο χρυσόβουλο η Βενετία αναγνώριζε την υποτέλειά της στην Αυτοκρατορία, αλλά όχι και στο δεύτερο, πράγμα που καταδείκνυε την εξασθένιση του Βυζαντίου και την αύξηση της δύναμης της Βενετίας


Η Βενετία έγινε αυτοκρατορική δύναμη μετά την Δ΄ Σταυροφορία, που, λοξοδρομώντας, κατέληξε το 1204 στην κατάληψη και λεηλασία της Κωνσταντινούπολης και την ίδρυση της Λατινικής Αυτοκρατορίας. Ως αποτέλεσμα αυτής της κατάκτησης σημαντικά Βυζαντινά λάφυρα μεταφέρθηκαν στη Βενετία. 

.com/img/a/

Ανάμεσά τους τα επίχρυσα μπρούντζινα άλογα από τον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, που αρχικά τοποθετήθηκαν πάνω από την είσοδο του καθεδρικού του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, αν και τα πρωτότυπα έχουν αντικατασταθεί με αντίγραφα και σήμερα φυλάσσονται εντός της βασιλικής. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία διαμοιράστηκε μεταξύ των Λατίνων Σταυροφόρων και των Βενετών. Οι Βενετοί, στη συνέχεια, δημιούργησαν μια σφαίρα επιρροής τους στη Μεσόγειο, γνωστή ως Δουκάτο του Αρχιπελάγους και κατέλαβαν την Κρήτη.


Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης θα αποδεικνυόταν τελικά εξίσου αποφασιστικός παράγοντας για την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με την απώλεια των θεμάτων της Μικράς Ασίας μετά το Ματζικέρτ (1071). Αν και οι Βυζαντινοί ανέκτησαν τον έλεγχο της κατεστραμμένης πόλης μισό αιώνα αργότερα η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε οριστικά εξασθενήσει και υπήρχε ως σκιά του παλιού της εαυτού, έως ότου ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής καταλάβει την Πόλη το 1453.


Ευρισκόμενη στην Αδριατική Θάλασσα, η Βενετία πάντα εμπορευόταν εκτεταμένα με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και το Μουσουλμανικό κόσμο. Στα τέλη του 13ου αιώνα, η Βενετία αποτελούσε την πλέον ευημερούσα πόλη σε όλη την Ευρώπη. Στην κορύφωση της δύναμης και του πλούτου της είχε 36.000 ναυτικούς σε 3.300 πλοία, κυριαρχώντας στο Μεσογειακό εμπόριο.


 Εκείνη την εποχή οι ηγετικές οικογένειες της Βενετίας συναγωνίζονταν να χτίσουν τα πιο μεγαλόπρεπα παλάτια και να υποστηρίξουν το έργο των μεγαλύτερων και πιο ταλαντούχων καλλιτεχνών. Η πόλη διοικείτο από το Μέγα Συμβούλιο, που αποτελείτο από μέλη των ευγενών οικογενειών της Βενετίας. Το Μέγα Συμβούλιο διόριζε όλους τους δημόσιους αξιωματούχους και εξέλεγε μια Γερουσία 200 ως 300 ιδιωτών. 


Καθώς αυτό το σώμα ήταν πολύ μεγάλο για την αποτελεσματική διοίκηση, το μεγαλύτερο μέρος της διοίκησης της πόλης ασκούνταν από το Συμβούλιο των Δέκα (ονομαζόμενο επίσης Συμβούλιο των Δουκών ή Σινιορία). Ένα μέλος του μεγάλου συμβουλίου εκλεγόταν Δόγης, ή δούκας, ο επίσημος αρχηγός της πόλης, που κανονικά κρατούσε τον τίτλο έως τον θάνατό του.


Η κυβερνητική δομή της Βενετίας ήταν εν μέρει παρόμοια με το δημοκρατικό σύστημα της αρχαίας Ρώμης, με έναν εκλεγμένο αρχηγό του εκτελεστικού (τον Δόγη), μια, σαν τη σύγκλητο, συνέλευση των ευγενών και μια μάζα πολιτών με περιορισμένη πολιτική δύναμη, που αρχικά είχαν την εξουσία να παρέχουν ή να αποσύρουν την έγκρισή τους για κάθε νεοεκλεγέντα Δόγη. 

.com/img/a/

Η εκκλησιαστική και διάφορες ιδιωτικές περιουσίες υπόκεινταν σε πολεμικές υποχρεώσεις, αν και δεν υπήρχαν φεουδαρχικά δικαιώματα μέσα στην ίδια την πόλη. Οι Καβαλιέρι ντι Σαν Μάρκο ήταν το μοναδικό ιπποτικό τάγμα που συστήθηκε ποτέ στη Βενετία και κανένας πολίτης δεν μπορούσε να ενταχθεί σε ένα ξένο τάγμα χωρίς τη συγκατάθεση της κυβέρνησης. Η Βενετία παρέμεινε αβασίλευτη πολιτεία όλο το διάστημα που ήταν ανεξάρτητο κράτος και τα πολιτικά πράγματα παρέμειναν χωριστά από τα στρατιωτικά, εκτός από την περίπτωση που ο Δόγης ηγείτο προσωπικά του στρατού. 


Ο πόλεμος θεωρείτο συνέχιση του εμπορίου με άλλα μέσα (από εκεί τόσο η αρχική παραγωγή της πόλης μεγάλων αριθμών μισθοφόρων για υπηρεσία αλλού όσο και αργότερα η εξάρτησή της από ξένους μισθοφόρους, όταν η κυβερνώσα τάξη ήταν απασχολημένη με το εμπόριο).


Αρχηγός του εκτελεστικού ήταν ο Δόγης, που θεωρητικά διατηρούσε το εκλεγμένο αξίωμά του ισόβια. Στην πράξη αρκετοί Δόγηδες εξαναγκάστηκαν πιεζόμενοι από τους ολιγαρχικούς πατρικίους να παραιτηθούν από το αξίωμα και να αποσυρθούν σε μοναστήρι, όταν τους καταλογιζόταν πολιτική αποτυχία. Το 1355 ο δόγης Μαρίνο Φαλιέρο καταδικάστηκε σε θάνατο και αποκεφαλίστηκε γιατί προσπάθησε να επιβάλει απολυταρχική εξουσία.


Αν και οι κάτοικοι της Βενετίας παρέμεναν γενικά πιστοί Ρωμαιοκαθολικοί, το κράτος της Βενετίας φημιζόταν για την απουσία θρησκευτικού φανατισμού και δεν εκτέλεσε ούτε μια θανατική καταδίκη λόγω θρησκευτικής αίρεσης στη διάρκεια της Αντιμεταρρύθμισης. Αυτή η φανερή έλλειψη ζήλου συνέβαλε στις συχνές συγκρούσεις της Βενετίας με τον Παπισμό. 


Σ' αυτό το πλαίσιο τα γραπτά του Αγγλικανού Θεολόγου, Ουίλιαμ Μπέντελ, είναι αρκετά διαφωτιστικά. Η Βενετία απειλήθηκε με αφορισμό σε αρκετές περιπτώσεις και δυο φορές υπέστη την επιβολή του. Τη δεύτερη, γνωστότερη, περίπτωση, το 1606 με εντολή του Πάπα Παύλου Ε΄.


Οι πρέσβεις της Βενετίας έστελναν στην πατρίδα τους μυστικές αναφορές, που ακόμα σώζονται, για την πολιτική και τις φήμες των Ευρωπαϊκών αυλών, παρέχοντας συναρπαστικές πληροφορίες στους σύγχρονους ιστορικούς.


Η νεοεφευρεθείσα, στη Γερμανία, τυπογραφία διαδόθηκε γρήγορα σε όλη την Ευρώπη το δέκατο πέμπτο αιώνα και η Βενετία έσπευσε να την υιοθετήσει. Το 1482, η Βενετία ήταν η τυπογραφική πρωτεύουσα του κόσμου και ο κύριος τυπογράφος ήταν ο Άλδος Μανούτιος, ο οποίος εφηύρε την ιδέα των χαρτόδετων βιβλίων, που μπορούσαν να μεταφερθούν σε ένα δισάκι. Οι ομώνυμες εκδόσεις του, περιελάμβαναν μεταφράσεις σχεδόν όλων των γνωστών Ελληνικών χειρογράφων της εποχής

.com/img/a/

Η μακροχρόνια παρακμή της Βενετίας ξεκίνησε κατά τον 15ο αιώνα, όταν, πρώτα, έκανε μια ανεπιτυχή προσπάθεια να διατηρήσει στην κατοχή της την Θεσσαλονίκη, απέναντι στους Οθωμανούς. Έστειλε, επίσης, πλοία να συνδράμουν στην άμυνα της Κωνσταντινούπολης εναντίον των Οθωμανών πολιορκητών (1453). 


Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον Σουλτάνο Μωάμεθ Β΄, ο τελευταίος κήρυξε τον πόλεμο στη Βενετία. Ο πόλεμος αυτός διήρκεσε τριάντα χρόνια και στοίχισε στη Βενετία τις περισσότερες κτήσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο. Στη συνέχεια, ο Χριστόφορος Κολόμβος ανακάλυψε το Νέο Κόσμο και οι Πορτογάλοι ανακάλυψαν μία θαλάσσια οδό προς την Ινδία, εξαλείφοντας έτσι το μονοπώλιο του χερσαίου δρόμου της Βενετίας. Η Γαλλία, η Αγγλία και η Ολλανδία τους ακολούθησαν. Τα κωπήλατα πλοία της Βενετίας μειονεκτούσαν όταν έπρεπε να διασχίσουν τους μεγάλους ωκεανούς και έτσι η Βενετία έμεινε πίσω στον αγώνα για δημιουργία αποικιών.


Η Μαύρη Πανώλη ερήμωσε τη Βενετία το 1348 και μια ακόμη φορά, μεταξύ 1575 και 1577. Σε διάστημα τριών ετών, σκότωσε περίπου 50.000 ανθρώπους.[22] Το 1630, η πανώλη σκότωσε το ένα τρίτο των 150.000 πολιτών της Βενετίας.[23] Η Βενετία άρχισε να χάνει τη θέση της ως κέντρου διεθνούς εμπορίου το τελευταίο διάστημα της Αναγέννησης, καθώς η Πορτογαλία έγινε ο κύριος μεσολαβητής της Ευρώπης, στο εμπόριο με την Άπω Ανατολή, πλήττοντας τα θεμέλια του μεγάλου πλούτου της Βενετίας, ενώ η Γαλλία και η Ισπανία πολέμησαν για την ηγεμονία επί της Ιταλίας κατά τους Ιταλικούς Πολέμους (1494–1559), περιθωριοποιώντας, έτσι, την πολιτική της επιρροή. Παρά ταύτα, η Βενετική αυτοκρατορία ήταν μεγάλος εξαγωγέας αγροτικών προϊόντων και, μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα, σημαντικό βιομηχανικό κέντρο.


Η Δημοκρατία έχασε την ανεξαρτησία της, όταν ο Ναπολέων Βοναπάρτης κατέλαβε τη Βενετία στις 12 Μαΐου 1797 κατά τον Πόλεμο του Πρώτου Συνασπισμού (1792–1797). Ο Γάλλος κατακτητής έθεσε τέλος στον πιο συναρπαστικό αιώνα της ιστορίας της. Στη διάρκεια του 18ου αιώνα, η Βενετία κατέστη, ίσως, η κομψότερη και πιο εξευγενισμένη πόλη στην Ευρώπη, επηρεάζοντας σημαντικά τις τέχνες, την αρχιτεκτονική και τη λογοτεχνία. 


Ο Ναπολέων θεωρήθηκε κάτι σαν ελευθερωτής από τον Εβραϊκό πληθυσμό της πόλης, αν και μπορεί να ειπωθεί ότι είχαν ζήσει με λιγότερους περιορισμούς στη Βενετία. Αφαίρεσε τις πύλες του Γκέτο και έθεσε ένα τέλος στους περιορισμούς αναφορικά με το πότε και το πού ήταν δυνατό οι Εβραίοι να ζουν και να κινούνται στην πόλη.


Η Βενετία έγινε Αυστριακό έδαφος όταν ο Ναπολέων υπέγραψε τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο στις 12 Οκτωβρίου 1797. Οι Αυστριακοί, ανέλαβαν τον έλεγχο της πόλης στις 18 Ιανουαρίου 1798. Αφαιρέθηκε από την Αυστρία με τη Συνθήκη του Πρεσβούργου, το 1805, και έγινε τμήμα του Ναπολεόντειου Βασιλείου της Ιταλίας, αλλά επιστράφηκε στην Αυστρία μετά την ήττα του Ναπολέοντα το 1814, οπότε έγινε τμήμα του Αυστροκρατούμενου Βασιλείου της Λομβαρδίας–Βενετίας. 

.com/img/a/

Την περίοδο 1848–1849, μια επανάσταση επανεγκαθίδρυσε για λίγο τη Βενετική Δημοκρατία υπό τον Ντανιέλε Μανίν. Το 1866, μετά τον Τρίτο Ιταλικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, η Βενετία με το υπόλοιπο Βένετο αποτέλεσε τμήμα του νεοϊδρυθέντος Βασιλείου της Ιταλίας.


Κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η ιστορική πόλη παρέμεινε γενικά χωρίς επιθέσεις, με μόνη αναφορά επίθεσης την Επιχείρηση Μπόουλερ, ένα χτύπημα ακριβείας στις εκεί Γερμανικές ναυτικές δραστηριότητες. Εντούτοις, επανειλημμένα βομβαρδίστηκαν οι βιομηχανικές περιοχές στο Μέστρε και τη Μαργκέρα και οι σιδηροδρομικές γραμμές προς Πάδοβα, Τεργέστη και Τρέντο. Στις 29 Απριλίου 1945, στρατεύματα της Νέας Ζηλανδίας, υπό την διοίκηση του Φράιμπεργκ, έφτασαν στη Βενετία και απελευθέρωσαν την πόλη και την ηπειρωτική χώρα, οι οποίες είχαν, ήδη, περάσει στα χέρια των παρτιζάνων


Στις 16-21 Μαρτίου 2014 διεξήχθη ανεπίσημο διαδικτυακό δημοψήφισμα για το καθεστώς της Βενετίας. Η διαδικασία έγινε γνωστή και ως "Plebiscito.eu" και οργανώθηκε από τη βενετική οργάνωση Plebiscite 2013. Σύμφωνα με την τελευταία, ψήφισαν 2,36 εκατομμύρια Βενετοί (63,2% του συνόλου των εγγεγραμμένων) , ενώ το 89,1% εξ αυτών (που αντιστοιχεί στο 56,6% του συνόλου των εγγεγραμμένων ) υπερψήφισαν την πρόταση για ανεξαρτησία του Βένετο.[27] Συνακόλουθα, η οργάνωση P2013 κήρυξε την ανεξαρτησία της Βενετίας από την Ιταλία στο Τρεβίζο τη νύχτα της 21ης Μαρτίου.


Κατά τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος εξελέγησαν και 10 «αντιπρόσωποι για την ανεξαρτησία», με πρώτο σε ψήφους τον Τζιανλούκα Μπουζάτο (135.306 ψήφοι). Οι συμμετέχοντες στο δημοψήφισμα τάχθηκαν επίσης υπέρ της υιοθέτησης του ευρώ (51,4%), της ένταξης στην ΕΕ (55,7% υπέρ) και υπέρ της ένταξης της Βενετίας στο NATO (64,5%). Ωστόσο, η συμμετοχή στις ερωτήσεις αυτές ήταν χαμηλότερη από το ερώτημα για την ανεξαρτησία (24,6%, 22,3% και 19,8%, αντίστοιχα)

.com/img/a/

Τα κτίρια της Βενετίας είναι κατασκευασμένα πάνω σε πυκνά τοποθετημένους ξύλινους πασσάλους. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι ακόμη άθικτοι μετά από αιώνες καταβύθισης. Τα θεμέλια στηρίζονται στους πασσάλους και τα κτίρια από τούβλα ή πέτρα επικάθονται σε αυτές τις βάσεις. Οι πάσσαλοι διαπερνούν ένα μαλακότερο στρώμα άμμου και λάσπης μέχρι να φτάσουν σε ένα πολύ σκληρότερο στρώμα συμπιεσμένης αργίλου.


Βυθισμένο στο νερό, σε συνθήκες μειωμένου οξυγόνου, το ξύλο δεν σαπίζει τόσο γρήγορα όσο στην επιφάνεια. Σκληραίνει ως αποτέλεσμα της συνεχούς ροής νερού πλούσιου σε μέταλλα γύρω του και μέσα του, έτσι ώστε αποκτά μια δομή σαν πέτρα.


Οι περισσότεροι από αυτούς τους πασσάλους έγιναν από κορμούς κλήθρων,[29] ένα ξύλο γνωστό για την αντοχή του στο νερό.[30] Τα κλήθρα προέρχονταν από το δυτικότερο τμήμα της σημερινής Σλοβενίας (με αποτέλεσμα τα απογυμνωμένα εδάφη της περιοχής Κρας), από δύο περιοχές της Κροατίας, Λίκα και Γκόρσκι Κόταρ (με αποτέλεσμα τις γυμνές πλαγιές του Βέλεμπιτ) και από το νότιο Μαυροβούνιο. Ο Λεονίντ Γκριγκόριεφ αναφέρει ότι Ρωσική λάριξ εισαγόταν για την κατασκευή μερικών θεμελιώσεων στη Βενετία. Η λάριξ χρησιμοποιείται επίσης στην παραγωγή νεφτιού της Βενετίας


Η πόλη απειλείται συχνά από πλημμυρικές παλίρροιες από την Αδριατική από το φθινόπωρο μέχρι τις αρχές της άνοιξης. Πριν από εξακόσια χρόνια οι Βενετοί προστατεύθηκαν από επιθέσεις με βάση την ξηρά εκτρέποντας όλους τους μεγάλους ποταμούς που εξέβαλλαν στη λιμνοθάλασσα, εμποδίζοντας έτσι τις προσχώσεις να γεμίσουν την περιοχή γύρω από την πόλη. Αυτό δημιούργησε ένα ολοένα και βαθύτερο περιβάλλον στη λιμνοθάλασσα.


Το 1604, για να καλύψει το κόστος της αντιμετώπισης των πλημμυρών η Βενετία εισήγαγε ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί το πρώτο παράδειγμα «φορόσημου». Όταν τα έσοδα έπεσαν κάτω των προσδοκιών το 1608, η Βενετία καθιέρωσε έγγραφα με το επίγραμμα ΑQ και έντυπες οδηγίες, που έπρεπε να χρησιμοποιούνται για «επιστολές προς επισήμους». Αρχικά, αυτό επρόκειτο να είναι ένας προσωρινός φόρος, ωστόσο παρέμεινε σε ισχύ μέχρι την πτώση της Δημοκρατίας, το 1797. Λίγο μετά την καθιέρωση του φόρου, η Ισπανία εξέδωσε παρόμοια έγγραφα για γενικούς φορολογικούς σκοπούς και η πρακτική διαδόθηκε σε άλλες χώρες.


Κατά τον 20ό αιώνα, οπότε στην περιφέρεια της λιμνοθάλασσας ανοίχτηκαν πολλά αρτεσιανά πηγάδια για να αντληθεί νερό για τις τοπικές βιομηχανίες, η Βενετία άρχισε να κατακάθεται. Διαπιστώθηκε ότι αιτία ήταν η αφαίρεση νερού από τον υδροφόρο ορίζοντα. Η βύθιση έχει μειωθεί σημαντικά αφότου τα αρτεσιανά πηγάδια απαγορεύθηκαν τη δεκαετία του 1960. 


Εντούτοις η πόλη απειλείται ακόμη από συχνότερες χαμηλού επιπέδου πλημμύρες (ονομαζόμενες "Ακουα άλτα", "ψηλά νερά") που γλιστρούν σε ύψος αρκετών εκατοστών πάνω από τις αποβάθρες της, που τακτικά ακολουθούν μετά από ορισμένες παλίρροιες. Σε πολλά παλιά σπίτια οι παλιές σκάλες που χρησιμοποιούνταν για την εκφόρτωση αγαθών είναι τώρα πλημμυρισμένες καθιστώντας το παλιό ισόγειο ακατοίκητο.


Μερικές πρόσφατες μελέτες έχουν αποφανθεί ότι η πόλη δεν βυθίζεται πια, αλλά αυτό δεν είναι ακόμη βέβαιο,[34] έτσι η κατάσταση επιφυλακής δεν έχει ανακληθεί. Τον Μάιο του 2003, ο Ιταλός Πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι εγκαινίασε το Πρόγραμμα MOSE (Modulo Sperimentale Elettromeccanico), ένα πειραματικό μοντέλο για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των κούφιων πλωτών θυρών. 


Η ιδέα είναι να στερεωθεί μια σειρά 78 κούφιων σχεδιών στον πυθμένα κατά μήκος των τριών εισόδων της λιμνοθάλασσας. Όταν οι παλίρροιες προβλέπονται να είναι πάνω από 110 εκατοστά ύψους, οι σχεδίες θα γεμίζονται με αέρα και, έτσι, θα εμποδίζουν την εισροή νερού από την Αδριατική. Η κατασκευή αυτή αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί το 2014

Η πόλη διαιρείται σε έξι περιοχές ή «σεστιέρι». Αυτές είναι οι Καναρέτζιο, Σαν Πόλο, Ντορσοντούρο, Σάντα Κρότσε, Σαν Μάρκο και Καστέλο. Κάθε «σεστιέρε» διοικούνταν από έναν επίτροπο και το επιτελείο του. Αυτές οι περιοχές αποτελούνται από ενορίες - αρχικά εβδομήντα το 1033, αλλά μειωμένες επί Ναπολέοντα και σήμερα μόνο τριάντα οκτώ. Αυτές οι ενορίες είναι προγενέστερες των «σεστιέρι», που δημιουργήθηκαν περί το 1170.

.com/img/a/

Τα άλλα νησιά της Λιμνοθάλασσας της Βενετίας δεν αποτελούν τμήμα κανενός από τα «σεστιέρι», απολαμβάνοντας ιστορικά σημαντικό βαθμό αυτονομίας. Κάθε "σεστιέρε" έχει το δικό του σύστημα αρίθμησης κατοικιών.


Κάθε σπίτι έχει ένα μοναδικό αριθμό στην περιοχή, από ένα μέχρι αρκετές χιλιάδες, αριθμημένο γενικά από τη μια γωνία της περιοχής στην άλλη, αλλά συνήθως χωρίς εύκολα κατανοητό τρόπο.


Η Βενετία είναι μία ρομαντική, τουριστική πόλη, απαράλλακτη στο χρόνο. Είναι ένας από τους σημαντικότερους τουριστικούς προορισμούς στον κόσμο για τις φημισμένες της τέχνες και αρχιτεκτονική. Η πόλη δέχεται έναν μέσο όρο 50.000 τουριστών την ημέρα (εκτίμηση 2007)

 Θεωρείται ως μία από τις ομορφότερες πόλεις στον κόσμο. Καταφέρνει να επιζεί παρά το γεγονός ότι είναι χτισμένη σε μία σειρά από λασπώδεις όχθες ανάμεσα στα παλιρροϊκά νερά της Αδριατικής και συχνά πλημμυρίζει. Κάποτε ήταν μία πανισχυρη εμπορική και ναυτική δύναμη στη Μεσόγειο αλλά σήμερα έχει αποκτήσει διαφορετικό χαρακτήρα. Τα παλάτσι της έχουν γίνει καταστήματα, ξενοδοχεία και διαμερίσματα, οι αποθήκες της έχουν μετατραπεί σε μουσεία και οι μονές της σε κέντρα αποκατάστασης έργων τέχνης. 


Ωστόσο, λίγα οικοδομήματα έχουν αλλάξει τα τελευταία 200 χρόνια. Ένας προπολεμικός οδηγός της πόλης είναι το ίδιο χρήσιμος σήμερα όσο και την εποχή που εκδόθηκε, πράγμα σπάνιο για μια περιοχή της ηπείρου που σημαδεύτηκε από τους βομβαρδισμούς του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και τη μεταπολεμική ανάπτυξη. Περισσότεροι από 12.000.000 άνθρωποι το χρόνο επισκέπτονται την πόλη, που οι δρόμοι της είναι γεμάτοι νερό και όπου το παρελθόν είναι πιο εμφανές από το παρόν.

Ο τουρισμός αποτελεί μείζονα τομέα της οικονομίας της Βενετίας από το 18ο αιώνα, οπότε ήταν μείζον κέντρο του Γκραντ Τουρ, με το όμορφο τοπίο της, τη μοναδικότητα και την πλούσια μουσική και καλλιτεχνική πολιτιστική κληρονομιά. Το 19ο αιώνα, έγινε μοδάτο κέντρο για τους πλούσιους και διάσημους, που συχνά διέμεναν ή δειπνούσαν σε πολυτελή μέρη, όπως το Ξενοδοχείο Ντανιέλι και το Καφέ Φλοριάν. 


Εξακολούθησε να είναι μοδάτη πόλη του συρμού μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Τη δεκαετία του 1980, αναβίωσε το Καρναβάλι της Βενετίας και η πόλη έχει γίνει μέγα κέντρο διεθνών συνεδρίων και φεστιβάλ, όπως η αναγνωρισμένου κύρους Μπιενάλε της Βενετίας και το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας, που προσελκύουν επισκέπτες από όλο τον κόσμο για τις θεατρικές, πολιτιστικές, κινηματογραφικές, καλλιτεχνικές και μουσικές παραγωγές τους.


Σήμερα υπάρχουν πολλά αξιοθέατα στη Βενετία, όπως η Βασιλική του Αγίου Μάρκου, το Μεγάλο Κανάλι, και η Πλατεία του Αγίου Μάρκου. Το Λίντο της Βενετίας είναι επίσης ένας δημοφιλής διεθνής πολυτελής προορισμός που προσελκύει χιλιάδες ηθοποιούς, κριτικούς, επώνυμους και κυρίως ανθρώπους της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Η πόλη βασίζεται επίσης πολύ στην επιχείρηση της κρουαζιέρας.


Εντούτοις, η δημοφιλία της Βενετίας ως μείζονος παγκόσμιου τουριστικού προορισμού έχει προκαλέσει πολλά προβλήματα, μεταξύ αυτών το γεγονός ότι η πόλη μπορεί να είναι κατάμεστη μερικές φορές το χρόνο. Από όλους θεωρείται τουριστική παγίδα και από άλλους «ζωντανό μουσείο».


Σε αντίθεση με τα περισσότερα άλλα μέρη στη Δυτική Ευρώπη και τον κόσμο, η Βενετία έχει γίνει ευρέως γνωστή για το στοιχείο της της «γοητευτικής παρακμής». Πολλά από τα διαμερίσματα της πόλης ανήκουν σε πλούσιους ξένους, που τα χρησιμοποιούν για δύο ή τρεις εβδομάδες το χρόνο. Ο ανταγωνισμός των ξένων να αγοράσουν σπίτια στη Βενετία έχει κάνει τις τιμές τόσο υψηλές ώστε πολλοί κάτοικοι αναγκάζονται να μετακομίσουν σε πιο προσιτές περιοχές του Βένετο και της Ιταλίας, κυρίως το Μέστρε.

.com/img/a/

Η Βενετία είναι χτισμένη πάνω σε ένα αρχιπέλαγος 117 νησιών σχηματισμένων από 177 κανάλια σε μια ρηχή λιμνοθάλασσα, που συνδέονται με 409 γέφυρες.Στο παλιό κέντρο τα κανάλια έχουν το ρόλο των δρόμων και σχεδόν κάθε μορφή μεταφοράς είναι στο νερό ή με τα πόδια. Το 19ο αιώνα ένας υπερυψωμένος δρόμος προς την ξηρά έφερε το σιδηροδρομικό σταθμό Βενέτσια Σάντα Λουτσία στη Βενετία και τον 20ό αιώνα κατασκευάστηκαν ο δρόμος για τα αυτοκίνητα Πόντε ντέλα Λιμπερτά και χώροι στάθμευσης. 


Πέρα από τη σιδηροδρομική και οδική χερσαίες εισόδους στο βόρειο άκρο της πόλης, οι μεταφορές μέσα στην πόλη παραμένουν (όπως τους προηγούμενους αιώνες) εξ' ολοκλήρου στο νερό και με τα πόδια. Η Βενετία είναι η μεγαλύτερη αστική περιοχή της Ευρώπης χωρίς αυτοκίνητα. Η Βενετία είναι μοναδική στην Ευρώπη έχοντας παραμείνει μια μεγάλη πόλη του εικοστού πρώτου αιώνα που λειτουργεί ολοκληρωτικά χωρίς αυτοκίνητα και φορτηγά.


Το κλασικό πλωτό μέσο της Βενετίας είναι η γόνδολα, αν και σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως για τουρίστες, ή για γάμους, κηδείες ή άλλες τελετές ή ως πορθμείο για διάσχιση του Κανάλε Γκράντε απουσία μιας κοντινής γέφυρας. Πολλές γόνδολες είναι πλούσια στολισμένες με βελούδινα καθίσματα και Περσικά χαλιά. Λιγότερο γνωστό είναι το μικρότερο "σάντολο". 


Στο μπροστινό μέρος κάθε Γόνδολας που εργάζεται στην πόλη υπάρχει ένα μεγάλο μεταλλικό κομμάτι, το λεγόμενο "φέρο", ή σίδερο. Το σχήμα της έχει εξελιχθεί με το πέρασμα των αιώνων, όπως τεκμηριώνεται σε πολλούς γνωστούς πίνακες. Η μορφή της, σκεπασμένη από μια απομίμηση του καπέλου του Δόγη, βαθμιαία τυποποιήθηκε και κατόπιν καθορίστηκε με τοπικό νόμο. Αποτελείται από έξι δοκούς προς τα εμπρός, που αντιπροσωπεύουν τα "Σεστιέρι" της πόλης και μια προς τα πίσω που αντιπροσωπεύει τη Τζουντέκα.


Η Βενετία είναι μια πόλη μικρών νησιών, που αυξήθηκαν το Μεσαίωνα με την απόρριψη χωμάτων για να ανυψωθεί το βαλτώδες έδαφος πάνω από τις παλίρροιες. Τα κανάλια που δημιουργήθηκαν ενθάρρυναν την άνθηση ενός ναυτικού πολιτισμού, που αποδείχτηκε βασικός για την οικονομία της πόλης. Σήμερα τα κανάλια αυτά παρέχουν ακόμη τη δυνατότητα μεταφοράς αγαθών και ανθρώπων μέσα στην πόλη.


Ο λαβύρινθος των καναλιών που διατρέχουν την πόλη απαιτεί τη χρήση πάνω από 400 γεφυρών για να επιτραπεί η ροή της κυκλοφορίας των πεζών. Το 2011, η πόλη άνοιξε την Πόντε ντελά Κονστιτουτσιόνε, την τέταρτη γέφυρα κατά μήκος του Μεγάλου Καναλιού, που συνέδεσε την Πιατσάλε Ρόμα, αφετηρία των λεωφορείων με το Στατσιόνε Φεροβιάρα (σιδηροδρομικό σταθμό), μετά τις άλλες, την αρχική Πόντε ντι Ριάλτο, την Πόντε ντελ'Ακαντέμια και την Πόντε ντέλι Σκάλτσι. 


Η Βενετία διαθέτει αεροδρόμιο, μέσω του οποίου συνδέεται με άλλες μεγάλες πόλεις της Ιταλίας αλλά και του εξωτερικού και το οποίο βρίσκεται 22 χιλιόμετρα ΒΑ της πόλης. Επίσης διαθέτει μεγάλο σιδηροδρομικό σταθμό που συνδέει την πόλη με τις ιταλικές μεγαλουπόλεις και την Ευρώπη.


Το λιμάνι της εξυπηρετεί κρουαζιερόπλοια και ακτοπλοϊκές συνδέσεις με κάποια λιμάνια της Αδριατικής όπως το Ντουμπρόβνικ των Δαλματικών ακτών αλλά και με την Ελλάδα (Κέρκυρα,Ηγουμενίτσα, Πάτρα).


Η Βενετία έχει πλούσιο και ποικίλο αρχιτεκτονικό ύφος, με γνωστότερο το Γοτθικό ρυθμό. Η Βενετική Γοτθική αρχιτεκτονική είναι ένας όρος που δίνεται σε ένα Βενετσιάνικο κτιριακό ρυθμό, που συνδυάζει τη χρήση της μυτερής Γοτθικής αψίδας με Βυζαντινές και Οθωμανικές επιρροές. 

.com/img/a/

Ο ρυθμός γεννήθηκε στη Βενετία του 14ου αιώνα, όπου η συμβολή του Βυζαντινού ρυθμού από την Κωνσταντινούπολη συνάντησε την Αραβική επιρροή από τη Μαυριτανική Ισπανία. Κύρια παραδείγματα αυτού του ρυθμού στην πόλη είναι το Παλάτι των Δόγηδων και το Κα ντ’ Ορο. Η πόλη έχει επίσης αρκετά κτίρια Αναγεννησιακά και Μπαρόκ, μεταξύ άλλων το Κα Πέζαρο και το Κα Ρετσόνικο.


Η πόλη της Βενετίας στην Ιταλία έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της Ιταλικής μουσικής. Το κράτος της Βενετίας - δηλαδή η Μεσαιωνική Ναυτική Δημοκρατία της Βενετίας - ονομαζόταν συχνά ευρέως «Δημοκρατία της Μουσικής» και ένας ανώνυμος Γάλλος του 17ου αιώνα είχε παρατηρήσει ότι 


«Σε κάθε σπίτι κάποιος παίζει ένα μουσικό όργανο ή τραγουδάει. Υπάρχει μουσική παντού.» Το 16ο αιώνα η Βενετία έγινε ένα από τα σημαντικότερα μουσικά κέντρα της Ευρώπης, με χαρακτηριστικό ύφος σύνθεσης (Βενετική σχολή) και συνθέτες όπως ο Αντριαν Βιλαέρτ, που εργαζόταν στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου. Η Βενετία ήταν το πρώτο κέντρο μουσικών εκδόσεων. Ο Οταβιάνο Πετρούτσι άρχισε να εκδίδει μουσική σχεδόν αμέσως μόλις η τεχνολογία αυτή κατέστη διαθέσιμη και η εκδοτική του επιχείρηση τον βοήθησε να προσελκύσει συνθέτες από όλη την Ευρώπη, ιδιαίτερα από τη Γαλλία και τη Φλάνδρα. 

.com/img/a/

Στο τέλος του αιώνα η Βενετία ήταν φημισμένη για το μεγαλείο της μουσικής της, όπως εκφράστηκε στο ΄΄κολοσσαίο ύφος΄΄ των Αντρέα και Τζιοβάννι Γκαμπριέλι, που χρησιμοποιούσε πολλαπλές χορωδίες και ομάδες οργάνων. Η Βενετία υπήρξε επίσης η έδρα πολλών διάσημων συνθετών στην περίοδο του μπαρόκ, όπως ο Αντόνιο Βιβάλντι, ο Ιπολίτο Τσιέρα, ο Τζιοβάννι Πίκι και ο Τζιρολκάμο ντάλα Κάζα, για να αναφέρουμε μερικούς.


Μπορεί να ειπωθεί ότι η Βενετία παρήγαγε τις καλύτερες και πιο εκλεπτυσμένες δημιουργίες Ροκοκό. Την εποχή εκείνη η Βενετία ήταν σε προβληματική κατάσταση. Είχε χάσει την περισσότερη ναυτική της δύναμη, υστερούσε σε σχέση με τους πολιτικούς αντιπάλους της και η κοινωνία είχε περιέλθει σε παρακμή με τους ευγενείς να σπαταλούν τα λεφτά τους στο τζόγο και στα γλέντια.


 Αλλά η Βενετία παρέμενε η Ιταλική πρωτεύουσα της μόδας και ανταγωνιζόταν σοβαρά το Παρίσι όσον αφορά τον πλούτο, την αρχιτεκτονική, την πολυτέλεια, το γούστο, την επιτήδευση, την τέχνη, τη διακόσμηση, το στυλ και το ντιζάιν. Το Βενετσιάνικο Ροκοκό ήταν γνωστό ως πλούσιο και πολυτελές με τα υπερβολικά σχέδιά του. Από τα μοναδικά Βενετσιάνικα έπιπλα ήταν τα divani da portego, ή μεγάλοι Ροκοκό καναπέδες και τα pozzetti, προορισμένα να τοποθετούνται πάνω στον τοίχο. 


Τα Βενετσιάνικα υπνοδωμάτια ήταν συνήθως πολυτελή και μεγάλα, με κουρτίνες από δαμάσκο, βελούδο και μετάξι και κρεβάτια υπέροχα σκαλιστά με αγάλματα ερωτιδέων, λουλουδιών και αγγέλων. Η Βενετία ήταν ιδιαίτερα γνωστή για τους περιστροφικούς καθρέφτες της που παρέμειναν από τους ωραιότερους, αν όχι οι ωραιότεροι, στην Ευρώπη. Οι πολυέλαιοι ήταν συνήθως πολύχρωμοι, με τη χρήση γυαλιού Μουράνο που τους έκανε να φαίνονται ζωηρότεροι και να ξεχωρίζουν από άλλους και χρησιμοποιούνταν πολύτιμες πέτρες και υλικά από το εξωτερικό, καθώς η Βενετία διατηρούσε ακόμη μια μεγάλη εμπορική αυτοκρατορία. 


Η λάκα ήταν πολύ συνηθισμένη, και πολλά έπιπλα καλύπτονταν με αυτή , με γνωστότερη τη lacca povera (φτωχή λάκα), στην οποία ζωγραφίζονταν αλληγορίες και εικόνες της κοινωνικής ζωής. Η τεχνική της λάκας και η Κινέζικη τέχνη ήταν ιδιαίτερα συνηθισμένη στα γραφεία.


Η Βενετσιάνικη κουζίνα χαρακτηρίζεται από τα θαλασσινά, αλλά περιλαμβάνει επίσης κηπευτικά από τα νησιά της λιμνοθάλασσας, ρύζι από τα ηπειρωτικά, κυνήγι και πολέντα. Η Βενετία συνδυάζει τοπικές παραδόσεις με μακρινές επιρροές από χιλιετείς εμπορικές επαφές. 


Μεταξύ αυτών είναι η sarde in saor (σαρδέλες μαριναρισμένες για να διατηρούνται για μακρινά ταξίδια), risi e bisi (ρύζι, αρακάς και ζαμπόν), fegato alla Veneziana (Βενετσιάνικο συκώτι), ριζότο με σουπιά μαυρισμένο από το μελάνι, cicchetti (ραφινάτoι και γευστικοί μεζέδες παρόμοιοι με τα tapas), antipasti (ορεκτικά) και prosecco (ένα αφρώδες λευκό κρασί). 


Ακόμη η Βενετία είναι φημισμένη για το bisato (μαριναρισμένο χέλι), για τα χρυσαφένια ωοειδή μπισκότα baicoli και για διάφορους τύπους γλυκών, όπως το pan del pescatore (ψωμί του ψαρά), μπισκότα με μύγδαλο και φυστίκι, μπισκότα με τηγανητή Βενετσιάνικη κρέμα ή τα bussolai (μπισκότα και κουλουράκια βουτύρου σε σχήμα S ή δαχτυλιδιού) από το νησί Μπουράνο, fregolotta (ένα τραγανό κέικ με μύγδαλα), πουτίγκα γάλακτος rosada και μπισκότα από κίτρινο σιμιγδάλι (zaleti).


Το Καρναβάλι της Βενετίας σχετίζεται άμεσα με τις Βενετσιάνικες μάσκες. Λέγεται ότι ξεκίνησε από μια νίκη της ΄΄Γαληνότατης Δημοκρατίας΄΄, προηγούμενο όνομα της Βενετίας, επί του Πατριάρχη της Ακυληίας, Ούλρικο, το 1162. Για να τιμήσουν αυτή τη νίκη οι κάτοικοι άρχισαν να χορεύουν και να κάνουν συγκεντρώσεις στην Πλατεία του Αγίου Μάρκου. Απ' ότι φαίνεται αυτή η γιορτή άρχισε αυτή την περίοδο και επισημοποιήθηκε την Αναγέννηση. Εντούτοις υπό την εξουσία του Βασιλιά της Αυστρίας τέθηκε πλήρως εκτός νόμου το 1797 και η χρήση των μασκών απαγορεύθηκε αυστηρά.

.com/img/a/

Μετά από μακρά ανυπαρξία το Καρναβάλι ξαναλειτούργησε το 1979. Η Ιταλική κυβέρνηση αποφάσισε να επαναφέρει την ιστορία και τον πολιτισμό της Βενετίας και επιδίωξε να χρησιμοποιήσει το παραδοσιακό Καρναβάλι ως επίκεντρο των προσπαθειών της. Η ανακατασκευή των μασκών ξεκίνησε ως στόχος κάποιων φοιτητών της Βενετίας για το τουριστικό εμπόριο. 


Σήμερα περίπου 3 εκατομμύρια επισκέπτες έρχονται στη Βενετία κάθε χρόνο για το Καρναβάλι. Μία από τις σημαντικότερες εκδηλώσεις είναι ο διαγωνισμός για το "la maschera piu bella" (΄΄την ωραιότερη μάσκα΄΄) το τελευταίο σαββατοκύριακο του Καρναβαλιού που κρίνεται από μια διεθνή επιτροπή ενδυματολόγων και σχεδιαστών μόδας.

.com/img/a/

Η Μπιενάλε της Βενετίας είναι μια από τις σημαντικότερες εκδηλώσεις στο καλεντάρι των τεχνών. Το 1893 με επικεφαλής το δήμαρχο της Βενετίας, Ρικάρντο Σελβάτικο, το Δημοτικό Συμβούλιο ψήφισε μια απόφαση στις 19 Απριλίου που καθιέρωνε μια Esposizione bienalle artistica nazionale (διετή έκθεση Ιταλικής τέχνης), που εγκαινιάστηκε στις 22 Απριλίου 1895. Μετά το ξέσπασμα των εχθροπραξιών κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι δραστηριότητες της Μπιενάλε διακόπηκαν το Σεπτέμβριο του 1942 αλλά επαναλήφθηκαν το 1948.

.com/img/a/

Η "Φέστα ντελ Ρεντεντόρε" γίνεται στα μέσα Ιουλίου. Ξεκίνησε ως γιορτή ευχαριστήρια για το τέλος της φοβερής πανώλης του 1576. Δημιουργείται μια γέφυρα από μαούνες που συνδέει τη Τζουντέκα με την υπόλοιπη Βενετία και σημαντικό ρόλο παίζουν τα πυροτεχνήματα.


Το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας (Ιταλικά: Mostra Internazionale d'Arte Cinematografica di Venezia) είναι το παλιότερο φεστιβάλ κινηματογράφου στον κόσμο. Ιδρυμένο από τον Κόμη Τζουζέπε Βόλπι ντι Μιζουράτα το 1932 ως ΄΄Esposizione Internazionale d'Arte Cinematografica΄΄ το φεστιβάλ διεξάγεται από τότε κάθε χρόνο τέλη Αυγούστου ή αρχές Σεπτεμβρίου στο νησί Λίντο. Οι προβολές γίνονται στο ιστορικό Παλάτσο ντελ Σίνεμα στη Λουγκομάρε Μαρκόνι. Είναι ένα από τα μεγαλύτερου κύρους κινηματογραφικά φεστιβάλ και τμήμα της Μπιενάλε της Βενετίας.


Η Πλατεία του Αγίου Μάρκου (Πιάτσα Σαν Μάρκο) είναι ο κύριος δημόσιος χώρος της Βενετίας, όπου είναι γενικά γνωστή σαν η Πιάτσα. Όλες οι άλλες πλατείες στην πόλη (εκτός από την Πιατσέτα και την Πιατσάλε Ρόμα) λέγονται ΄΄κάμπι΄΄. Η Πιατσέτα (μικρή Πιάτσα) είναι μια επέκταση της Πιάτσα προς τη λιμνοθάλασσα στη νοτιοανατολική γωνία της. 


Οι δυο χώροι μαζί συγκροτούν το κοινωνικό, θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο της Βενετίας. Ένας χαρακτηρισμός της Πιάτσα Σαν Μάρκο, που συνήθως αποδίδεται στο Ναπολέοντα, είναι ΄΄το σαλόνι της Ευρώπης΄΄ (η απόδοση στο Ναπολέονται δεν έχει αποδειχθεί). Είναι ένας από τους λίγους μεγάλους αστικούς χώρους στην Ευρώπη, όπου οι ανθρώπινες φωνές υπερισχύουν των ήχων της μηχανοκίνητης κυκλοφορίας. 


Στο ανατολικό άκρο της πλατείας δεσπόζει η μεγάλη εκκλησία του Αγίου Μάρκου. Η Πιατσέτα ντέι Λεοντσίνι είναι ένας ανοιχτός χώρος στη βόρεια πλευρά της εκκλησίας, ονομαζόμενη έτσι από τα δύο μαρμάρινα λιοντάρια (που δωρήθηκαν από το Δόγη Αλβίζε Μοτσενίγο το 1722). 

.com/img/a/

Πέρα από αυτήν είναι ο Πύργος του Ρολογιού, που ολοκληρώθηκε το 1499 πάνω από μια ψηλή αψίδα εισόδου όπου ο δρόμος γνωστός ως Μερτσερία (κύριος δημόσιος δρόμος της πόλης) οδηγεί μέσω δρόμων με καταστήματα στο Ριάλτο, εμπορικό και οικονομικό κέντρο. Αριστερά είναι η μεγάλη στοά κατά μήκος της βόρειας πλευράς της Πιάτσα, με τα κτίρια σε αυτή την πλευρά γνωστά ως Προκουράτιε Βέκιε, παλιά επιτροπεία, πρώην κατοικίες και γραφεία των Επιτρόπων του Αγίου Μάρκου, ανώτερων κρατικών αξιωματούχων τον καιρό της δημοκρατίας της Βενετίας. 


Χτίστηκαν στις αρχές του 16ου αιώνα. Η στοά πλαισιώνεται με μαγαζιά και εστιατόρια στο ισόγειο με γραφεία από πάνω. Τα εστιατόρια περιλαμβάνουν το περίφημο Καφέ Κουάντρι, που είχε πελάτες τους Αυστριακούς όταν η Βενετία κυβερνιόταν από την Αυστρία το 19ο αιώνα, ενώ οι Βενετσιάνοι προτιμούσαν το Καφέ Φλοριάν, στην άλλη πλευρά της Πιάτσα. Στρίβοντας στο τέλος αριστερά η στοά συνεχίζει κατά μήκος της δυτικής άκρης της Πιάτσα, που ξαναχτίστηκε από το Ναπολέοντα γύρω στα 1810 και είναι γνωστή ως Αλα Ναπολεόνικα (Ναπολεόντια Πτέρυγα). 


Έχει, πίσω από τα μαγαζιά, μια επίσημη σκάλα που επρόκειτο να οδηγούσε σε ένα βασιλικό ανάκτορο αλλά σήμερα αποτελεί την είσοδο του Μουσείου Κορέρ. Στρίβοντας πάλι αριστερά η στοά συνεχίζει παρακάτω στη νότια πλευρά της Πιάτσα. Τα κτίρια σ’ αυτή την πλευρά είναι γνωστά ως Προκουράτιε Νουόβε (νέα επιτροπεία) που σχεδιάσθηκαν στα μέσα του 16ου αιώνα και ολοκληρώθηκαν το 1640. 


Το ισόγειο έχει καταστήματα και το Καφέ Φλοριάν, διάσημο καφέ που άνοιξε το 1720 από το Φλοριάνο Φραντσεσκόνι και είχε πελάτες τους Βενετσιάνους, όταν οι μισητοί Αυστριακοί ήταν στο Κουάντρι. Οι ανώτεροι όροφοι προορίζονταν από το Ναπολέοντα για ανάκτορο του θετού γιού του Ευγένιου Μπωαρναί, αντιβασιλιά του στη Βενετία, και σήμερα στεγάζουν το Μουσείο Κορέρ. 


Απέναντι από την άκρη της στοάς αυτής είναι το Καμπαναριό της εκκλησίας του Αγίου Μάρκου (1156/73, τελευταία αποκατάσταση 1514) που ξαναχτίστηκε το 1912 ΄΄κομ έρα, ντο βέρα΄΄ (όπως ήταν, όπου ήταν) μετά την κατάρρευση του παλιού καμπαναρίου το 1902. 


Στη συνέχεια η Πιατσέτα ντι Σαν Μάρκο συνδέει τη νότια πλευρά της Πιάτσα με τη λιμνοθάλασσα, έχοντας ανατολικά της το Παλάτι των Δόγηδων και δυτικά τη Βιβλιοθήκη του Τζιάκοπο Σανσοβίνο, που σήμερα στεγάζει τη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου