Εσένα σ' αγαπώ βαθιά και σταθερά, μ' εκείνη τη γαλήνη που αγαπάμε τα ασάλευτα πράγματα, τα σπίτια, τους πεθαμένους κι ό,τι άλλο δεν μπορεί πια να μας φύγει, να το χάσουμε.
Κι όμως, είσαι εκεί, εδώ, παντού, ζωντανή και ζωηρή και γελαστή, μικρό κορίτσι και μαζί όμορφη γυναίκα, μ' όλα τα προικιά που σου χάρισε η φύση, και τ' άλλα που τα κέρδισες μόνη σου, και ξέρεις τι θαυμασμό έχω και για τα πρώτα και για τα δεύτερα».
Ενας αναπάντεχα οικείος Κούνδουρος αναδύεται μέσα από το βιβλίο του «Γράμματα από την Κριμαία - 1991» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αγρα. Ουδείς θα μπορούσε να φανταστεί ότι αυτός ο εγγενώς οργίλος, ο «καταραμένος αριστερός» του ελληνικού κινηματογράφου, που εφέτος κλείνει αισίως τα 90 του χρόνια, θα μπορούσε να φυλάσσει μέσα σε ένα πληθωρικό, προσωπικό αρχείο από «ιστορικές» μνήμες (Εμφύλιος, Μακρόνησος, Παρίσι του Μάη του '68 κ.ο.κ.) ερωτική επιστολογραφία αυτής της «υφής». Οι εν λόγω επιστολές - γραμμένες το 1991 στην Κριμαία, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Μπάιρον» - απευθύνονται στη σύζυγό του, δημοσιογράφο και θεατρική κριτικό Σωτηρία Ματζίρη, η οποία, άλλωστε, είχε και την πρωτοβουλία για την έκδοσή τους. «Νιώθω ότι αν και απευθύνονται σ' εμένα, τα γράμματα αυτά δεν μου ανήκουν αποκλειστικά» σημειώνει εμφατικά η ίδια.
«Εκπροσωπούν και δείχνουν μια πλευρά του Νίκου ελάχιστα γνωστή και βαθιά συγκινητική, γιατί συμπυκνώνουν την πεμπτουσία του. Αυτός ο ώριμος άνδρας, ο ιδιοφυής, ο χαρισματικός, ο υποψιασμένος, ο είρων, ο πολεμοχαρής είναι και αθώος και άσπιλος σαν έφηβος».
«Απόρησα όταν τα διάβασα ξανά» λέει ο ίδιος στο BΗΜΑgazino μέσα στην τσαπατσούλικη αρχοντοσύνη της κατοικίας του στο Μετς, «το σπίτι της ασυδοσίας και της δημοκρατίας», όπως την έχει αποκαλέσει επανειλημμένως ο ίδιος. «Με άφησαν άναυδο. Πρώτον, ο τρόπος γραφής. Λέω: "Εγώ τα είπα αυτά; Ετσι τα είπα;".
Δεύτερον, ο συναισθηματισμός τους. Εχουν περάσει τόσα χρόνια που είχα ξεχάσει αυτή την ώρα της ζωής μου, αυτόν τον συναισθηματικό πληθωρισμό που με διακατείχε. Ηταν, βέβαια, και άλλοι λόγοι που συνετέλεσαν - η ξενιτιά, η απομόνωση, η αγάπη μου για τον "Μπάιρον". Είναι, μου φαίνεται, η καλύτερή μου ταινία» συμπληρώνει.
Στο φόντο του έρωτα προς τη νεαρή σύζυγο η λεπτομερής καταγραφή των γυρισμάτων του «Μπάιρον» (με τον Μάνο Βακούση στον ρόλο του μεγάλου ρομαντικού ποιητή). Εξι μήνες σκληρής δουλειάς, μοναξιάς, κρύου και κακουχιών στο χωριό Ζαμπρούντογιε της Κριμαίας, εκεί που κτίστηκε το επικό σκηνικό της ταινίας, ένα άχρονο Μεσολόγγι με ατελείωτους πέτρινους τοίχους από γκρίζο γρανίτη.
Στο φόντο του έρωτα και το πραξικόπημα εναντίον του Γκορμπατσόφ τότε ακριβώς, τον Αύγουστο του '91, που θα οδηγήσει στη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης - γιατί ακόμη και ένας ερωτευμένος Κούνδουρος δεν μπορεί μην περιδινηθεί, έστω για λίγο, στα γρανάζια της Ιστορίας: «Φαίνεται πως τους μαστόρους και τους εργάτες τούς έστειλε στα σπίτια τους το πραξικόπημα, γιατί έχουν όλοι εξαφανιστεί, κι εμείς είμαστε εδώ μόνοι και αμήχανοι, κυκλωμένοι από τους μικρούς και μεγάλους φόβους μας για το άγνωστο που μέσα του κουρνιάσαμε και περιμένουμε». Και μια διαβολική «ιστορική» σύμπτωση.
Ο πρόεδρος της ΕΣΣΔ, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, βρίσκεται επί τρεις ημέρες φυλακισμένος κατ' οίκον στη θερινή κατοικία του - εκεί που θα τον επισκεφθεί η αντιπροσωπεία των πραξικοπηματιών -, λίγο πιο πέρα από το παλιό αρχοντικό των βογιάρων όπου διαμένουν οι συντελεστές του «Μπάιρον», στο Φόρος της Κριμαίας. «Ξέρω πως τούτη τη στιγμή που σου γράφω κάπου πολύ κοντά μας γίνονται πράγματα που θ' αλλάξουν την Ιστορία του αιώνα που φεύγει.
Αν πετύχει το πραξικόπημα, εδώ θα γυρίσει ο χρόνος πίσω, και δεν θα 'ναι μόνο για τούτη την κλυδωνιζόμενη χώρα. Πάνω από το κεφάλι μου γυρίζει ώρες τώρα ένα τεράστιο στρατιωτικό ελικόπτερο. Λένε πως ο Γκορμπατσόφ είναι περικυκλωμένος σε κάποιο σπίτι στην άλλη πλευρά του δάσους».
Αλήθεια, γιατί αυτός ο ερωτευμένος Κούνδουρος έμεινε τόσα χρόνια κλεισμένος στην «ντουλάπα»; «Είμαι αποδέκτης ερώτων. Μια ζωή ερωτικής περιπέτειας με τόσα και τόσα κορίτσια, αλλά εγώ δεν εκφραζόμουν, ήμουν, ας το πούμε, συγκρατημένος». Μήπως γιατί για κάποιον μεγαλωμένο στο αριστερό κίνημα ο έρωτας ήταν απαγορευμένος, ενοχικός;
«Τελείως! Ο έρωτας ήταν λιγάκι ντροπή. Ο ερωτευμένος αγωνιστής ήταν ύποπτος. Ο αγωνιστής έπρεπε να είναι ταμένος. Ο έρωτας παραδίπλα ήταν μια ενόχληση, τον περιφρονούσαν λίγο. Αν ο Κούνδουρος ήταν ερωτευμένος, τρέχα γύρευε, βράσ' τον. Και έτσι, αυτός ο Κούνδουρος έμπαινε στην μπάντα και έμενε ο αγωνιστής Κούνδουρος, ο ένοπλος Κούνδουρος κ.ο.κ. Αλλά εγώ είχα πάντα ένα κορίτσι. Πάντα υπήρχε ένα κορίτσι που με λάτρευε, αυτό ήταν το παράδοξο στη ζωή μου».
Γιατί παράδοξο; «Γιατί με αγαπούσαν πιο πολύ από όσο τις αγαπούσα εγώ. Δεν φαινόταν, αλλά αυτές έδιναν τόσο έντονα που εγώ ήταν να σαν παρακολουθώ από δίπλα τον έρωτά τους. Βλέπω σήμερα γράμματα αυτών των κοριτσιών, της Τζην, της Κλαίρης... που με αφήνουν άναυδο. Γράφουν για μένα με τέτοιο πάθος, με τέτοια τρυφερότητα. Ευτυχώς που υπάρχουν αυτά τα γράμματα να μου θυμίζουν.
Με τον χρόνο νιώθω ότι έχει πέσει μια λησμονιά, ένα θάμπτωμα σε αυτές τις σπουδαίες ερωτικές στιγμές της ζωής μου».
Τι φθείρει τον έρωτα; «Ο χρόνος. Κάποτε είχα μια παράδοξη ιδέα και άρχισα να γράφω ιστορίες τελειωμένων ερώτων. Επαιρνα π.χ. την ιστορία της Ελένης και του Κώστα. Τη γνωριμία τους, τον ενθουσιασμό τους, τη χαρά τους, την καύλα την ιερή. Εκείνο, όμως, που κατέγραφα ήταν ο χωρισμός. Τι μεσολάβησε; Ποια ήταν η τελευταία φάση του έρωτά τους;». «Ξέχασα, βέβαια, να σας πω ότι οι μεγαλύτεροι έρωτές μου ήταν αγόρια!» λέει αιφνιδιαστικά ο σκηνοθέτης του «Δράκου»:
«Ο Μάνος Χατζιδάκις, φέρ' ειπείν! Ο ΕΡΩΤΑΣ. Αλλά δεν φάνηκε ποτέ να ήταν έρωτας ομοφυλόφιλος. Ποτέ. Ποτέ δεν δείξαμε κάτι τέτοιο, ούτε εκείνος ούτε εγώ. Ηταν περίεργο πράγμα αυτός ο έρωτας ανάμεσα σε έναν ομοφυλόφιλο και σε έναν μη ομοφυλόφιλο - όχι απλά "μη", έντονα "μη". Ηταν μια βαθιά, ουσιαστική φιλία. Δύσκολοι καιροί τότε, εγώ που ήμουν μαγκάκι ήμουν προστάτης του. Κανείς δεν τόλμαγε να πειράξει τον Μάνο. Οποιος έκανε να υπαινιχθεί το παραμικρό, τον έλιωνα με τις γροθιές μου».
Η μνήμη, όπως πάντα, «τυραννική» και «ευφρόσυνη» και για αυτόν τον έρωτα. «Θυμάμαι το 1951. Εγώ στο Μακρονήσι, ο Μάνος έκανε πρόβες στο "Ρεξ" το "Καταραμένο φίδι". Με χίλια βάσανα πήρα μία ημέρα άδεια στην Αθήνα, με αντάλλαγμα δύο τόνους τσιμέντο που θα κουβάλαγα στον γυρισμό μου.
Εχει φουρτούνα, φτάνουμε βράδυ στο Λαύριο μουσκεμένοι ως το κόκαλο και από εκεί, καβάλα στην καρότσα ενός φορτηγού, φτάνω στην Αθήνα, στην Πανεπιστημίου, στο "Ρεξ". Χιμάω στις έρημες σκάλες, οι ήχοι από τη μουσική του Μάνου ξεχύνονταν παντού. Βρίσκω ένα πέρασμα ανάμεσα στις βελούδινες κουρτίνες και εκεί, όρθιος, βρεγμένος, βρώμικος και εκστατικός, ρουφάω και δεν χορταίνω».
Τέσσερα χρόνια μετά την τελευταία του ταινία, «Ενα πλοίο για την Παλαιστίνη», και παρά τα 90 του έτη, ο Νίκος Κούνδουρος παραμένει ακαταπόνητα πολυσχιδής. Ζωγραφίζει αόκνως, ολοκληρώνει τον δεύτερο τόμο των απομνημονευμάτων του με τίτλο «Αγών Λόγος» (θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Αγρα) και σκηνοθετεί αυτή τη φορά μια δική του διασκευή του μυθιστορήματος του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ «Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα» (η πρεμιέρα της παράστασης «Θέατρο και εξουσία»προγραμματίζεται για τις 18 Μαρτίου στο Θέατρο Παραμυθίας στον Κεραμεικό).
Η συζήτηση με τον πολυβραβευμένο έλληνα σκηνοθέτη ξεγλιστρά αναπόφευκτα από τον έρωτα, έρχεται στην Ελλάδα τού σήμερα. «Ζω σε μια σύγχυση, όπως όλοι οι Ελληνες», «Εκλογές; Ο Ρωμιός σήμερα έχει ένα τεράστιο πρόβλημα πολιτικής συνείδησης», «Ο Τσίπρας; Μου άρεσε από την αρχή το νιάτο του, ο φιλελευθερισμός του, ότι δεν είχε εξαρτήσεις».
«Οικουμενική κυβέρνηση; Ονειρα καλοκαιριάτικης νύχτας, που λέει και ο Σαίξπηρ». Θυμάται την εναρκτήρια σκηνή του «Μπάιρον», όταν ο φιλέλλην λόρδος, αντικρίζοντας το Μεσολόγγι, ρωτάει: «Η Ελλάδα των ονείρων μου είναι αυτή;». Για να λάβει την απάντηση: «Είναι η Ελλάδα των Ελλήνων».
Αναπόφευκτες και δυο κουβέντες για το προσφυγικό. Ακριβώς 62 χρόνια μετά την πρώτη του ταινία, «Μαγική πόλη» (1954), με φόντο το Δουργούτι (την προσφυγική «παραγκούπολη» κοντά στη Συγγρού που κατεδαφίστηκε στα τέλη του '64), η χώρα έχει μετατραπεί σε ένα ατελείωτο hotspot. Αλήθεια, εκείνη η παλιά περιπέτεια (το 2010, τέσσερις μασκοφόροι αλλοδαποί παρ' ολίγον να τον σκοτώσουν μέσα στο σπίτι του) δεν ενεργοποιεί ποτέ μέσα του χαμερπή ξενοφοβικά ένστικτα; «Οχι.
Ποτέ δεν το γενίκευσα, ποτέ δεν είπα βρωμοβούλγαροι, βρωμοαλβανοί. Ηταν ένα μεμονωμένο επεισόδιο. Δεν έβγαλα συμπεράσματα για αυτούς, μόνο για μένα που κόντεψαν να με στείλουν στο διάολο. Απεχθάνομαι πάντα τη Χρυσή Αυγή. Από τη διοίκηση μέχρι τον τελευταίο Χρυσαυγίτη».
Ο παλιός Κούνδουρος είναι εδώ, με εκείνο τον θυμό που η μάνα του έλεγε ότι θα είναι η καταστροφή του, με σηκωμένες και θαλερές τις γροθιές. Θα τον δούμε ποτέ ντυμένο με πάλλευκο κοστούμι; Κοιτάζει απορημένος: «Αυτό που λέτε δεν γίνεται. Είμαι Σφακιανός».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 26 Μαρτίου 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου