Μια ξεχασμένη παροιμία της Κρήτης έδωσε την αφορμή για τούτο το άρθρο.
Παράσυρε το σπίτι σου να σου φανεί μεγάλο
στόλισε τη γυναίκα σου να σου φανεί κοπέλα
κι ανάραψε τα ρούχα σου να σου φανούν καινούργια.
Κείμενο – φωτογραφίες: ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ
(Δημοσιεύτηκε στο ΥΠΕΡ Χ, τον Δεκέμβριο του 2016)
Το παρασερμένο σπίτι φαίνεται μεγάλο, η στολισμένη γυναίκα φαίνεται πιο νέα και πιο όμορφη, τα φροντισμένα ρούχα (επιδιορθωμένα για να μην φαίνεται η φθορά του χρόνου) φαίνονται καινούργια. Είναι, ίσως, ο πιο απλός ορισμός της αισθητικής και της (υποκειμενικής) σχέσης του ανθρώπου με το κάλλος. Απηχεί τις παγιωμένες λαϊκές αντιλήψεις για την ομορφιά και την κοινωνική λειτουργίας της, όπως και για τη σχέση του ανθρώπου με τα πράγματα.
Αν δεν γνωρίζει κανείς το κρητικό γλωσσικό ιδίωμα, είναι πολύ πιθανόν να... παρασυρθεί σε λάθος ερμηνείες. Στην κοινή νεοελληνική το ρήμα παρασύρω ή παρασέρνω (παρασύρνω στην Κρήτη) δεν δηλώνει καθόλου όμορφα πράματα: «παρασύρω - παραπλανώ - πλανεύω - δελεάζω - γοητεύω - σαγηνεύω. Σ' όλη τη σειρά των συνωνύμων υπόκειται η έννοια του εξαπατώ και της απάτης», λέει ο Μπαμπινιώτης. Στην Κρήτη, όμως, η ίδια λέξη σημαίνει μόνο... σκουπίζω, δηλαδή καθαρίζω!
Σ' ένα παλιό τραγούδι του γάμου τα πεθερικά παρασέρνουν τις αυλές για να υποδεχτούν τον νιο γαμπρό τους:
Για παρασύρετε τσ' αυλές κι αδειάσετε τσι ρούγες,
κι ο νιος γαμπρός σας έρχεται, να τον αποδεχτείτε,
ροδόνερο στα χέρια σας να τον-ε λαντουράτε.
Και σ' ένα άλλο:
Εμήνυσεν ο νιος γαμπρός εις τα πεθερικά του
να παρασύρουνε τσ' αυλές, να στρώσουνε τσι τάβλες...
Ο λόγος, λοιπόν, για την παρασύρα. Τη σκούπα της κοινής, το σάρον ή σάρωθρον της λόγιας γλώσσας, που εδώ στην Κρήτη διατηρεί ακόμη την παλιά της ονομασία: φινοκάλα! Δηλαδή, φιλοκάλα, λέξη που προέρχεται από το αρχαίο φιλοκαλέω - φιλοκαλώ. Καθόλου παράξενο αν σκεφτεί κανείς ότι στα βυζαντινά χρόνια την έλεγαν και καλλονάρι, αλλά και κάλυντρον! Καθόλου παράξενο, επίσης, που η αρχαία φιλοκαλία επιβίωσε στο κρητικό γλωσσικό ιδίωμα, έστω με αλλαγή φθόγγου (ανομοίωση). Το λ έγινε ν, το φιλοκάλιον έγινε φινοκάλι και οι νοικοκεράδες του νησιού δεν σκουπίζουν απλώς. Φιλοκαλούν!
Το αρχαίο ρήμα φιλοκαλώ επιβίωσε στο νησί ως φινοκαλίζω!
«Σάρον το φιλοκάλιον» λέει ο Σχολιαστής του Λουκιανού (79,4). Σύμφωνα με το λεξικό Liddell Scott φιλόκαλος είναι «ο φιλών το καλόν, το ωραίον». Στο λεξικό Δημητράκου φιλόκαλος είναι «ο έχων ανεπτυγμένον το αίσθημα του ωραίου και κομψού».
Αλλά και η επίσης ιδιωματική λέξη παρασύρα δεν πάει πίσω! Αρχαίες είναι και οι δικές της καταβολές. Οι γλωσσολόγοι θα μας εξηγήσουν αν προέρχεται από το ρ. σύρω ή το σαρόω, όπως φαίνεται πιθανότερο («σαρώνω, σκουπίζω, καθαρίζω την οικίαν» κατά το λεξ. Liddell Scott). Ένας σπουδαίος Κρητικός λεξικογράφος του 17ου αιώνα, ο Γεράσιμος Βλάχος, ο λόγιος καλόγερος που πολέμησε στον Κρητικό Πόλεμο (1646-1669) και βρέθηκε πρόσφυγας στη Βενετία, διασώζει τη λέξη φινοκάλα, που την ερμηνεύει ως σάρωθρον. Ο Γεράσιμος, που γνώριζε καλά τo κρητικό ιδίωμα της εποχής του, σημειώνει:
«Φινοκαλητής = σαρωτήρ.
Φινοκαλώ = φιλοκαλώ, φροκαλίζω, φινοκαλίζω, κορέω, παρασαρόω».
Οι παρασυράδες της Κρήτης
Ας μην παρασυρθούμε, όμως, στο ασταθές πεδίο της ετυμολογίας. Θέμα μας η παρασύρα, η φινοκάλα. Αυτή που έδωσε τ' όνομά της σ' ένα κοινότατο φυτό, το φινοκάλι, κι εκείνο με τη σειρά του έδωσε τ' όνομά του σ' έναν οικισμό του Μεραμπέλλου (Φινοκαλιάς) και σε πλήθος τοπωνυμίων, κυρίως στην Ανατολική Κρήτη (επίσης Φινοκαλιάς).
Σε παλαιότερες εποχές οι αγρότες κατασκεύαζαν μόνοι τους τις σκούπες που χρησιμοποιούσαν στα σπίτια και στις αγροτικές εργασίες τους. Μερικοί, μάλιστα, είχαν καταφέρει να εξειδικευτούν σε τέτοιο βαθμό ώστε το πάρεργο να επισκιάσει το κυρίως έργο, δηλαδή τις αγροτικές ή τις κτηνοτροφικές εργασίες. Μ' αυτόν τον τρόπο εξασφάλιζαν ένα πρόσθετο εισόδημα.
Μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα οι πόλεις της Κρήτης κατακλύζονταν από πλανόδιους μικροεμπόρους και χειροτέχνες οι οποίοι μετέφεραν τις πραμάτειες τους με τα ζώα και τις διαλαλούσαν στα σοκάκια. Ήταν κυρίως χωρικοί που ασκούσαν διάφορες δραστηριότητες ως πάρεργα στο περιθώριο των αγροτικών τους εργασιών. Άλλος πουλούσε κάρβουνα, άλλος ξύλα, άλλος κοφίνια και καλάθια, άλλος στάμνες, άλλος αχινοπόδια ως προσανάμματα για παραστιές και φούρνους, άλλος παρασύρες... Καθόλου δεν αποκλείεται να είχε προκύψει και το επώνυμο Παρασύρης του Μυλοποτάμου από κάποια τέτοια δραστηριότητα.
Ειδικά το Μεγάλο Κάστρο, η πόλη από την οποία διαθέτομε τις περισσότερες πληροφορίες, ήταν μια πόλη... διαλαλητάδων! Όπου κι αν πήγαινε κανείς άκουγε φωνές και τραγούδια. Ο Τούρκος ο Μεμέτης διαλαλούσε τα κουλούρια του («Η μάνα μου τα κάνει... η μάνα μου τα κάνει... και σεις τα τρώτε»), οι μανάβηδες διαλαλούσαν τα σταφύλια τους («Χοντρόρογο κι αρόρογο σαν το κατράμι μαύρο. Αράπης έσκαψε τ' αμπέλι, Αράπης το κλάδεψε, Αράπης το τρύγησε και βγήκε μαύρο σαν τη μούρη του το σταφύλι»).
Οι παρασυράδες πήγαιναν στις γειτονιές, στα στενά δρομάκια που μόλις χωρούσαν έναν φορτωμένο γάιδαρο... «Παρασύρες και παρασυράκια, φινοκάλες και φινοκαλάκια για τη λάτρα του σπιτιού σας». Η Ευαγγελία Φραγκάκι (1981: 72) μεταφέρει ένα τέτοιο διαλάλημα που το άκουγε στα παιδικά της χρόνια: «Έχω παρασύρες δεκάρες, έχω παρασυράκια πεντάρες».Πουλούσε, δηλαδή, μια δεκάρα τη μεγάλη παρασύρα και μια πεντάρα τη μικρή.
Το εμπόρευμα, οι σκούπες, μεταφερόταν μέσα σε μεγάλα κοφίνια ή σε δεμάτια που κρέμονταν στα σκαρβέλια του γαϊδάρου. Ένας απ' αυτούς (δυστυχώς δεν σώθηκε τ' όνομά του) είχε πάντα στον ώμο μια μεγάλη σκούπα με κοντάρι για να διαφημίζει την πραμάτεια του. Είχε συρτή φωνή, τραγουδιστή, και γινόταν πανηγύρι όταν περνούσε από την αγορά, κυρίως από το Καμαράκι, όπου ήταν και οι πιο χωρατατζήδες Καστρινοί. Μαγαζάτορες και παραγιοί βγαίνανε στον δρόμο και διαλαλούσαν... «παρασύύύύύρες καλές», μιμούμενοι τη λαλιά του.
Και μόνον το διαλάλημα («παρασύρες και παρασυράκια, φινοκάλες και φινοκαλάκια») αρκεί για να καταλάβομε πως υπήρχαν πολλών ειδών σκούπες, όλες κατασκευασμένες στα χωριά του νησιού.
(Οι πληροφορίες προέρχονται τόσον από γραπτές πηγές, όπως τα έργα της Ευαγγελίας Φραγκάκι, όσο και από παλαιότερες αφηγήσεις παλιών Καστρινών, όπως η Μαρίκα Φρέρη, ο Προκόπης Πεπονάκης, ο Κωστής Φραγκούλης και άλλοι).
Παρασύρες και φινοκάλες
Στα χωριά χρησιμοποιούσαν τουλάχιστον τεσσάρων ειδών σκούπες, άλλες για το εσωτερικό του σπιτιού, άλλες για τις αυλές και τα καλντιριμένια σοκάκια, άλλες για τις αγροτικές εργασίες. Αναλυτικότερα:
Φινοκαλένιες (φινοκάλες, φινοκαλίδες)
Κατασκευάζονταν με τα κλαδιά ενός κοινότατου αειθαλούς θάμνου με μακρύ μίσχο και μικρά λογχοειδή φύλλα που λέγεται κι αυτός φινοκάλι και, όπως είπαμε ήδη, πήρε την ονομασία από τη χρήση των κλαδιών του! Από τη ρίζα εκφύονται πολλά μακριά κλαδιά πράσινου χρώματος. Το ύψος του κυμαίνεται από μισό έως ένα μέτρο, ίσως και λίγο παραπάνω (αναφέρεται ότι φτάνει μέχρι 1,5 μ.), ανάλογα με τα εδάφη όπου φυτρώνει. Απαντάται παντού, σε πετρώδεις εκτάσεις και σε αργιλοχώματα. Στη βιβλιογραφία αναφέρεται ως ημιπαρασιτικό φυτό (παρασιτεί πάνω σε άλλα φυτά και παράλληλα έχει τη δυνατότητα να φωτοσυνθέτει), αλλά εμείς το έχομε συναντήσει πολλές φορές μοναχό σε άκρες αγρών και σε ανώμαλα εδάφη. Είναι αυτοφυές φυτό σε όλη σχεδόν τη μεσογειακή λεκάνη καθώς και σε πολλές περιοχές της Ασίας, της Ευρώπης και της Βόρειας Αφρικής. Η επιστημονική ονομασία του είναι Όσυρις η λευκή (Osyris alba). Στην Ελλάδα είναι περισσότερο γνωστό ως πλευριτόχορτο. Σε διάφορα νησιά του Αιγαίου (π.χ. Λέσβος) ονομάζεται φροκάλα (Σεραΐδης 2000: 179).
Η κατασκευή σκούπας από φινοκάλι δεν είναι δύσκολη, χρειάζεται όμως κάποια δεξιοτεχνία και εξάσκηση. Τα κλαδιά του θάμνου έχουν την ιδιότητα να διακλαδίζονται σε ύψος 30-50 εκ. περίπου ή και περισσότερο και να σχηματίζουν αραιούς θυσάνους. Τα δένουν όλα μαζί και τα κόβουν στο ίδιο ύψος. Έτσι σχηματίζεται η φινοκαλένια σκούπα. Άλλοι δένουν μικρά μάτσα και τα ενώνουν. Στο τέλος την πετρώνουν για κάμποσες ημέρες ώστε να πάρει πλακωτό σχήμα.
Ήταν η πιο πρόχειρη αλλά και η πιο ανθεκτική σκούπα του αγροτικού νοικοκυριού. Τα σκληρά κλαδιά της άντεχαν την ταλαιπωρία και γι' αυτό χρησιμοποιήθηκε στις πιο δύσκολες δουλειές. Μ' αυτήν καθάριζαν τις καλντιριμένιες και τις χοχλαδένιες αυλές των σπιτιών, που ήταν πολύ δύσκολο να καθαριστούν μ' άλλον τρόπο (χοχλαδένιες: φτιαγμένες με πέτρες της θάλασσας, χοχλάκους). Τα σκληρά κλαδιά εισχωρούσαν στις ρωγμές ανάμεσα στις πέτρες, δηλαδή στα σημεία όπου μαζεύονταν κοπριές των ζώων, φύλλα και φρύγανα. Επίσης, ήταν η σκούπα των στάβλων και των μιτάτων των βοσκών. «Να φροκαλώ τη μάντρα», λέει σ' ένα όμορφο ποίημά του ο Κωστής Φραγκούλης (βλ. παρακάτω).
Δεν χρησιμοποιούνταν συνήθως για το καθάρισμα των χωμάτινων δαπέδων, επειδή τα σκληρά κλαδάκια έξυναν το δάπεδο.
Η κατασκευή σαρώθρων με τα κλαδιά του φυτού ήταν γνωστή τουλάχιστον από τα βυζαντινά χρόνια. Μιλώντας για το φυτό όσυρις ο Διοσκουρίδης (4, 140) σημειώνει: «ποιείται δε και σάρα εξ αυτής». Την ίδια ακριβώς αναφορά συναντούμε και στον Παύλο τον Αιγινίτη (7, 3, 15). Φαίνεται πως από τότε ήταν σκούπα του στραπάτσου. Ο Διοσκουρίδης, που περιγράφει με ακρίβεια το φυτό, αναφέρει ότι τα κλαδιά του δεν σπάνε εύκολα («φρυγάνιον μέλαν, λεπτόν, ραβδίον δύσθραυστον»). Στα χρόνια της βενετοκρατίας φαίνεται πως οι φινοκαλένιες σκούπες ήταν οι πιο συνηθισμένες στο νησί. Στα Ερωτικά Όνειρα του Μαρίνου Φαλιέρου διαβάζομε:
Και μέσα 'ς τούτον ήπλωσε, μια φινοκάλα πιάνει,
λέγει μου: Εδώ κι ο πόθος σου· και τες αράχνες βγάνει
μέσα εκ την πόρταν, έπασκε όλη να την παστρεύγει... (στ. 191-193).
Η πιο κατάλληλη εποχή για την κατασκευή παρασύρας από φινοκάλι είναι το τέλος του φθινοπώρου, όταν έχουν πέσει οι ώριμοι καρποί του και τα κλαδιά του είναι σκληρά.
Βουρλένιες
Όπως μαρτυρεί και η λέξη, οι σκούπες αυτές κατασκευάζονταν με βούρλα και ήταν πιο ευαίσθητες από τις φινοκαλένιες. Χρησιμοποιούνταν κυρίως για το καθάρισμα των χωμάτινων δαπέδων των σπιτιών. Το λεπτό κλαδί του βούρλου μπορεί να μαζέψει τη σκόνη χωρίς να αποξέσει το χώμα. Η κατασκευή της βουρλένιας παρασύρας ήταν κάπως πιο δύσκολη και απαιτούσε εξάσκηση. Στις παραδοσιακές κοινωνίες όλα τα είδη υπάγονταν στους κοινά αποδεκτούς κώδικες αισθητικής και τα εργόχειρα αποτελούσαν σημαντικές ενδείξεις της νοικοκυροσύνης. Και η νοικοκυροσύνη φαινόταν κυρίως από τα πράγματα καθημερινής χρήσης. Αλλοίμονο στην κοπελιά που θα χαρακτηριζόταν γρουσούζα· την κατέτασσαν αμέσως σε ένα κατώτερο στάτους. Γι' αυτό και σε πολλές περιπτώσεις οι γυναίκες φρόντιζαν να πλέκουν ακόμη και τις σκούπες τους με καλαισθησία. Διάλεγαν μακριά ισοϋψή βούρλα, επέλεγαν με προσοχή τα δεματικά των χειρολαβών και πολλές φορές οι κοπελιές τις διακοσμούσαν με μικρές κορδέλες.
Η Ευ. Φραγκάκι περιγράφει τον τρόπο κατασκευής σαρώθρων από βούρλα:
«Πώς πλέκονται οι παρασύροι: Παίρνουν πολλά βούρλα και τα κάνουν μάτσο. Τα δένουν κάτω - κάτω που είναι οι φούντες και ύστερα τα ποσύρνουν, δηλ. τα τραβούν, για να ισιώσουν οι άκρες που δεν έχουν φούντα (οι αρχές του στελέχους) και κόβουν ό,τι περισσεύει. Κοπανίζουν ύστερα τη μέση της δέσμης για να μαλακώσουν τα βούρλα στο σημείο αυτό και τα κάμπτουν. Ύστερα αρχίζουν να πλέκουν στρουφίζοντας κυκλοτερώς 2-3 στελέχη μαζί. Στη μέση τώρα σχηματίζεται ένα κεφάλι, δηλ. το χερούλι από το οποίον θα κρατούν τον παράσυρο και θα παρασέρνουν. Κάτω από το κεφάλι περιστρέφουν ένα σπάγκο για στερέωση» (Φραγκάκι 1969: 71).
Το βούρλο είναι κοινότατο είδος της ελληνικής χλωρίδας και απαντάται σε όλον σχεδόν τον κόσμο. Το είδος που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή σαρώθρων ονομαζόταν στην Κρήτη παρασυρόβουρλο. Οι παρασυράδες διάλεγαν μακριά και ζωηρά φυτά από υγρές περιοχές, καθ' ότι το βούρλο είναι υδροχαρές φυτό και η παρουσία του αποτελεί ένδειξη για την ύπαρξη νερού (όπου δεις βουρλιά και βάτο - κάτεχε νερό αποκάτω, λέει η παροιμία). Ήταν ένα από τα πιο χρήσιμα φυτά του αγροτικού νοικοκυριού. Με βούρλα έφτιαχναν σκοινιά (βουρλιές), δεματικά πολλών ειδών, φίμωτρα για τα ζώα, είδη χειροτεχνίας...
Αγουδουρένιες
Πρόχειρες σκούπες φτιαγμένες με κλαδιά ενός κοινότατου θάμνου, του Hypericum triquetrifolium, που ονομάζεται αγούδουρας στην Κρήτη. Η πολυετής αυτή πόα έχει ημισφαιρικό σχήμα και το ύψος της δεν ξεπερνά το μισό μέτρο. Πολλοί τη μπερδεύουν με το βαλσαμόχορτο, που ανήκει στην ίδια οικογένεια. Χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα από τη λαϊκή ιατρική για τη θεραπεία δερματικών νοσημάτων και για την επούλωση πληγών (όπως ακριβώς συμβαίνει και με το βαλσαμόχορτο).
Ο αγούδουρας ήταν ιδανικός για το σκούπισμα του αλωνιού. Η κατασκευή της σκούπας δεν απαιτούσε καμιά δεξιοτεχνία, αφού συχνά χρησιμοποιούσαν τον θάμνο χωρίς καν να τον δέσουν ή να πλέξουν τα κλαδιά του. Οι πιο μερακλήδες, όμως, ένωναν δυο και τρεις θάμνους μαζί και τους έδεναν σε ξύλινο κοντάρι. Επειδή το φυτό σχηματίζει φουντωτό θύσανο σαρώνει εύκολα ακόμη και τα πιο λεπτά άχυρα του αλωνιού. Ωστόσο, ο λόγος για τον οποίο γνώρισε ευρύτατη διάδοση πρέπει να ήταν άλλος: Το σκούπισμα του αλωνιού (κυρίως μετά το λίχνισμα) έπρεπε να είναι απαλό και ανάλαφρο, χωρίς όμως να μένει καρπός ή άχυρο στο χωμάτινο δάπεδο. Κι αυτό γιατί το χώμα έπρεπε να μείνει σταθερό μέχρι το τέλος της αλωνιστικής περιόδου. Για να πετύχουν οι αγρότες το «ταράτσωμα» του αλωνιού, το κατάβρεχαν νωρίς το καλοκαίρι, το πατούσαν για πολλή ώρα ξυπόλητοι και μετά το επάλειφαν με βουτσές αραιωμένες σε νερό (κοπριές αγελάδας). Η επάλειψη αυτή δημιουργούσε μια λεπτή κρούστα και σταθεροποιούσε το έδαφος. Το ανάλαφρο σκούπισμα με αγούδουρα δεν κατέστρεφε την κρούστα...
Σκούπες με σκουπόχορτο (νταρί)
Κατασκευάζονταν με θυσάνους σόργου (στην Κρήτη το σόργο ονομαζόταν συνήθως σκουπόχορτο και νταρί). Σε πολλά χωριά το καλλιεργούσαν ειδικά για να κατασκευάζουν σκούπες.
Η κατασκευή τους απαιτούσε ιδιαίτερη εξειδίκευση και δεν μπορούσαν να τις πλέξουν όλοι. Η επεξεργασία του σόργου ήταν επίπονη. Για να χρησιμοποιηθεί το φυτό έπρεπε να σποριάσει και η αφαίρεση των σπόρων γινόταν με το χέρι, με κοπάνισμα ή με τρίψιμο. Ύστερα από κάποια στοιχειώδη επεξεργασία των αποξηραμένων κλαδιών (συνήθως τα άφηναν μερικές ημέρες μέσα στο νερό), έφτιαχναν την κεφαλή της σκούπας, που την ονόμαζαν και χερούλι. Τα κομμάτια των κλαδιών που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή της κεφαλής ήταν κατά κανόνα πιο χοντρά από τα άλλα και δεν μπορούσαν να τα πλέξουν στο κυρίως σώμα της σκούπας. Στη συνέχεια σχημάτιζαν μικρά μάτσα με χόρτο και έραβαν με σακοράφα το ένα δίπλα στο άλλο σε σχήμα βεντάλιας. Κατά τη διάρκεια αυτής της εργασίας μούλιαζαν τα ματσάκια σε νερό για να παραμένουν μαλακά και τα κοπάνιζαν με ξύλινο κόπανο (το ίδιο που χρησιμοποιούσαν και στη μπουγάδα των ρούχων) προκειμένου να πάρει το τελικό σχήμα της η σκούπα και να παραμείνει λεπτή.
Οι σκούπες αυτές ήταν περισσότερο διαδεδομένες σε πεδινές περιοχές όπως είναι η Ιεράπετρα και η Μεσαρά. Ήταν παρόμοιες με τις γνωστές τυποποιημένες σκούπες του εμπορίου που ακόμη και σήμερα κατασκευάζονται σε περιοχές της βόρειας Ελλάδας, αλλά είχαν μεγαλύτερο πάχος και μικρότερο ύψος. Αναφέρεται μάλιστα ότι στις αρχές του 20ού αιώνα κατασκευάζονταν από μικρές οικογενειακές βιοτεχνίες. Δυο ή τρεις τέτοιες μικρές βιοτεχνίες λειτουργούσαν στο Ηράκλειο.
Ξαραχνιάστρες
Δεν ήταν σκούπες όπως τις εννοούμε σήμερα. Φτιάχνονταν με χόρτο ή βούρλα και χρησίμευαν για να καθαρίζουν τις αράχνες από τα δοκάρια του αγροτικού σπιτιού. Για τον ίδιο σκοπό χρησιμοποιούσαν σε πολλές περιοχές κλαδιά φοίνικα. Συνήθως έκοβαν τις άκρες και τις έδεναν σε σχήμα θυσάνου σε καλάμια, για να φτάνουν σε όλα τα σημεία της οροφής.
Άλλες παρασύρες
Σπανιότερα έφτιαχναν στα χωριά σκούπες με σπάρτους (σπάρτα), θυμάρια, λυγιές (λυγαριές) και άλλους θάμνους. Όπως φαίνεται, όμως, ήταν δύσχρηστες, δεν εξυπηρετούσαν, και γι' αυτό δεν γνώρισαν μεγαλύτερη διάδοση. Υπήρχαν, ακόμη, σκούπες με φούντες από είδη καλαμιού, αλλά κι αυτές δεν ήταν συνηθισμένες, επειδή δεν είχαν μεγάλη αντοχή.
Το φινοκάλι
Ο πολύκλαδος ανθεκτικός θάμνος με την επιστημονική ονομασία Όσυρις η λευκή δεν χρησιμοποιήθηκε μόνο για την κατασκευή σαρώθρων στην Κρήτη. Τον αξιοποίησε σε πολλές περιπτώσεις και η λαϊκή ιατρική.
Οι πρώτες αναφορές σε θεραπευτικές ιδιότητες του φυτού όσυρις απαντώνται σε ιατρικά κείμενα της αρχαιότητας. Ο Διοσκουρίδης (4, 140) αναφέρει ότι το αφέψημα του φυτού βοηθά στην αντιμετώπιση του ίκτερου. Ο Αέτιος (309) το χρησιμοποίησε για τη θεραπεία ηπατικών παθήσεων: «πικρά μεν η ποιότης, εκφρακτική δ' η δύναμις, όθεν και τα καθ' ήπαρ εμφράξεις ωφελεί...».
Στα νεότερα χρόνια χρησιμοποιήθηκε για τη θεραπεία δερματικών παθήσεων, κυρίως για τη θεραπεία της φαγούρας και των εξανθημάτων (περιοδικό Δρήρος, τ. 12 / 1938: 371, όπου το φυτό ονομάζεται παρασύρα!). Ο Χαβάκης (που ταυτίζει λανθασμένα τα φινοκαλίδια με το φυτό θυμελαία) σημειώνει ότι η λαϊκή ιατρική χρησιμοποίησε τη ρίζα του φυτού σε αφεψήματα, «σαν φάρμακο για τα νεφρά» (Χαβάκης χ. χρ.: 318). Αναφέρει μάλιστα ότι «την πουλούσε ο γνωστός Ρεθύμνιος Τουρκοκρητικός δρωγοσυλλέκτης Ρετζέπης, που την διαφήμιζε μαζί με άλλα βότανα, περιερχόμενος τα καλντιριμιδένια σοκάκια του τουρκικού Μεγάλου Κάστρου με την χελιά γαϊδούρα του, στο σωμάρι της οποίας είχε πάντοτε κρεμασμένη τη σακούλα του με μυρωδικά.
Φινοκαλόριζα για τα νεφρά
χαμομήλι για τ' άντερα
μαντζουρανότριμμα για τη σφαή (τον δυνατό πόνο)
αρσινικοβότανο κι ατεκνόχορτο
κι όλα του γιαραμπί τα μυρωδικά...»
ΚΑΛΛΥΝΤΙΚΟ ΚΑΙ ΒΑΦΙΚΗ ΥΛΗ!
Ο Πλίνιος (27, 88) αναφέρει ότι με τους καρπούς του φυτού οι γυναίκες της εποχής του έφτιαχναν σαπούνια (Μπάουμαν 1993: 126). Δεν γνωρίζω καμιά τέτοια χρήση σε νεότερες εποχές. Ίσως, όμως, θα έπρεπε να το ερευνήσει κανείς. Τα άνθη του έχουν μιαν ιδιαίτερη όσο και λεπτή μυρωδιάν αλλά οι καρποί του (που κοκκινίζουν όταν ωριμάζουν) θεωρούνται δηλητηριώδεις.
Φαίνεται ότι κάποια μέρη του φυτού χρησιμοποιήθηκαν ως βαφική ύλη στη Σητεία, πιθανότατα και στο Μεραμπέλλο. Δεν γνωρίζω αν ήταν η ρίζα ή οι καρποί του. Λέγεται, όμως, ότι έδιναν ένα απαλό χρώμα ανάμεσα στο ροζ και το κίτρινο. Και ότι το χρώμα αυτό δεν χαλούσε ποτέ!
ΜΙΑ ΥΠΕΡΟΧΗ ΚΡΗΤΙΚΗ ΛΕΞΗ
Το διάρμισμα
Το γλωσσικό ιδίωμα της Κρήτης κρύβει κι άλλες εκπλήξεις, κι άλλες λέξεις σχετικές με την καθαριότητα του σπιτιού: το ρήμα διαρμίζομαι, ας πούμε, που δεν σημαίνει μόνο καθαρίζω αλλά τακτοποιώ, συγυρίζω το σπίτι, βάζω τα πράγματα στη θέση τους. Άλλοι το ετυμολογούν από το ρ. διαρμόζω (τακτοποιώ, εναρμόζω, ταιριάζω) και άλλοι από το διαρρυθμίζω.
«Διαρμίζω, βάλλω εις τάξιν τα ατάκτως θεμένα, εις αρμονίαν τα ανάρμοστα..», λέει ο Κοραής στα Άτακτά του (1829, τόμος Β, σελ. 108).
Η λέξη είναι γνωστή και από την αναγεννησιακή κρητική λογοτεχνία (Αχέλης, Βοσκοπούλα, Στάθης):
Και μέσα μου ξενίζου μου την τόσην
διάρμιση και την πάστρα και την γνώσιν (Βοσκοπούλα, 168).
Στην κωμωδία Στάθης (Γ' 379-380) αναφέρεται με απαξιωτικό τρόπο και η κακοδιαρμίστρα (η γυναίκα που δεν διαρμίζεται καλά το σπίτι, κακή νοικοκυρά).
Γυναίκα μια είχα ζηλιαρά πολλά, κακοδιαρμίστρα
στο σπίτι, και κακόπλαστη, δίμουρη και μεθύστρα.
Στα νεότερα χρόνια ήταν από τις πιο συνηθισμένες λέξεις που ακούγονταν στο κρητικό αγροτικό νοικοκυριό: («Παράσυρα και διαρμίστηκα το σπίτι»).
Στα Δίφορά του (τόμος Α', σελ. 99) ο αξεπέραστος κι αξέχαστος Κωστής Φραγκούλης, γνώστης βαθύς του αγροτοποιμενικού βίου, μεταφέρει την εξομολόγηση μιας κόρης στη μάνα της:
«Μάνα, βοσκόν εμπόλιασα κι είπα να κάμω ταίρι [...]
Να του διαρμίζω τα κελλιά να φροκαλώ τη μάντρα
να του συντρέμω στη βοσκή, να του κλουθώ στα πλάγια».
Το διάρμισμα του σπιτιού ήταν πάντα γυναικεία ασχολία. Το διάρμισμα της μάντρας, όχι. Αλλά η υπερβολή είναι πάντα φυσικό επακόλουθο του σφοδρού έρωτα...
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλεξίου, Στ. (κριτική έκδοση 1963). Η Βοσκοπούλα, Κρητικό ειδύλλιο του 1600. Ηράκλειο: Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών.
Φραγκάκι, Ευ. 1981. Τα υπόλοιπα. Αθήνα.
Σεραΐδης, Π. 2000. Φυτά της Λέσβου. Μυτιλήνη.
Gemert, A. v. (κριτική έκδοση 1980). Μαρίνου Φαλιέρου Ερωτικά Όνειρα, Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη 4. Θεσσαλονίκη.
Martini, L. 1976. Στάθης Κρητική κωμωδία, Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη 3. Θεσσαλονίκη.
Μπάουμαν, Ε. 1993.2 Η ελληνική χλωρίδα στο μύθο, στην τέχνη, στη λογοτεχνία. Αθήνα: Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσεως.
Χαβάκης, Ι. (χ.χρ.). Φυτά και βότανα της Κρήτης. Αθήνα: Ζήτα.
Κουκουλές, Φ. 1948. Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, τόμος Β2. Αθήναι: Εκδόσεις Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών.
Γαϊτανάκης Γ. 1993, «Τα φινόκαλα», στο περ. Απόπειρα (Ιεράπετρας), τ. 7, σελ. 4-5.
[1] Αποστολάκης 2010: 413, Σπανδωνίδη 1935: 33, Παπαγρηγοράκης 1957: 228, Πιτυκάκης 1983: 829.
[2] Αποστολάκης 2010: 413, Μαθιουδάκης 1933: 249, Παπαγρηγοράκης 1957: 229.
[3] Ακούγεται, επίσης, σε περιοχές του νησιού και η φροκάλα (φροκαλιά και φροκάλι στις Κυκλάδες - Κουκουλές, Β2: 110).
[4] Κουκουλές, Β2: 109. Ο ίδιος παραθέτει και τις σύγχρονες ιδιωματικές λέξεις καλλίστρα (Μάνη) και καλλονιά (Νάξος).
[5] Στο Λεξικό Ησυχίου διαβάζομε: «Παρασαρώσαι· εροή δε και κάλυθρον ή κάλυντρον το σάρον. Και κόρυθρον καλείται». Επίσης: «σαίρει: φιλοκαλεί, καλύνει».
[6] Υπάρχει και επώνυμο Φινοκαλιώτης στο Μεραμπέλλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου