Γάτος Συμμορίας - Της Ζωής Δικταίου

 Είχα έναν Πέρση μια φορά

άρχοντα ξακουσμένο
που όταν φεγγάρι έβλεπε 
στη στέγη ξεχασμένο,
σκαρφάλωνε στο γιασεμί
κι από τα κεραμίδια
μάλωνε μ’ όλου τού ντουνιά
τα γυαλιστά σκουπίδια.

%25CE%25B1%25CF%2581%25CF%2587%25CE%25B5%25CE%25AF%25CE%25BF%2B%25CE%25BB%25CE%25AE%25CF%2588%25CE%25B7%25CF%2582

Φλέρταρε στο Ηράκλειο,
μ’ έφεση στο λιμάνι,
φίλους δεν είχε αληθινούς
γιατί ήτανε αλάνι.
Στην αγορά κάποια φορά,
μέρες δημοκρατίας,
κακοχαρακτηρίστηκε
ως γάτος συμμορίας!

Σε σκοτεινά αινίγματα
έβρισκε απαντήσεις,
« στον κόσμο ήρθες μια φορά
και ήρθες για να ζήσεις»,
ψιθύριζε και γύρευε χουζούρι
κι άλλα χάδια
κι ύστερα μού ’λεγε στ’ αυτί
ν’ ανάψω τα σκοτάδια.

Έπαιρνε ύφος σοβαρό
στη γνώση και στην πράξη,
πάντοτε μεγαλόψυχος
κι έτοιμος να διδάξει.
Ζητούσε τα αδύνατα
κι από ιδιορυθμία
κάθε κανονικότητα
την έγραφε, στ’ αρχεία.

Μια τρίχα απ’ τα μουστάκια του
στο κρύο τζάμι τρίζει,
ελεύθεροι κι ευαίσθητοι
αυτό μονάχα αξίζει.
Ανέβηκε σ’ ένα σκαμπό
και «πίσω απ’ την κουρτίνα»
ξεφύλλιζε τού Μιραμπώ
τα τούτα και τα κείνα.

%25CE%25B1%25CF%2581%25CF%2587%25CE%25B5%25CE%25AF%25CE%25BF%2B%25CE%25BB%25CE%25AE%25CF%2588%25CE%25B7%25CF%2582

«Μια πραγματεία στον έρωτα»
ρητόρευε με υφάκι
εντός κι εκτός τής γειτονιάς
και στο μικρό δασάκι.
Λοξά, κρυφά με κοίταζε 
παμπάλαιοι οι αιώνες
χορεύανε στα μάτια του
έρωτες αλλαζόνες.

Εικαστικό «Οι γάτες του Παλαιού Φρουρίου», Νατάσα Μανέτα

Μαζί του, παραδέρνεται
σε νύχτες και σε μέρες
μια γάτα τής ψαραγοράς
μια απ’ τις γνωστές εταίρες.
Αδιάφορα τον άγγιξε,
μα πιο ελπιδοφόρα
κούνησε την λεπτή ουρά
κι ο γάτος πήρε φόρα.

Νιαούρισε, καημός βαθύς,
είναι και ο πόθος μόδα
κλαίει και την παρακαλεί
πριν γίνει αλαφροπόδα.
Και την φαντάζεται γυμνή
μπροστά του νά ’χει πέσει
«Η μύηση στον έρωτα»,
για πάντα θα διαρκέσει.

«Είμαι εραστής ποιότητας»
μουστάκια που ανεμίζουν, 
αποτελούν εγγύηση
για όσες το αξίζουν.
Φιντέλ Γκάτο, συστήνεται,
ξανθούλα μου ερωμένη,
ζωή χωρίς μυστήριο,
ζωή καταραμένη.

Βρέχει και στον καθρέφτη μου
τού έρωτα το κρίμα,
ανήξερη με πρόλαβε
σαν κάθε μέρα, θύμα...
Ν’ ακούω την Όστρια να φυσά
κι αδιάφορη να μένω
κι αυτόν τον κόμη Μιραμπώ
να μην καταλαβαίνω.

Σ’ αυτή την άκρα μοναξιά
που ζω, μού περισσεύουν
δυο στάλες δάκρυα καθαρά
κι εσένα σημαδεύουν,
εσένα που χαμογελάς
σε μια φωτογραφία,
που ήσουν καταζητούμενος
σ’ όλη την πολιτεία.

Μού ’λεγε η επανάσταση
δεν έχει αρχή και τέλος,
ό,τι ταράζει το στοιχειό
κρύβεται σ’ ένα βέλος.
Κι ό,τι ωραίο μας ξυπνά
γεννιέται και πεθαίνει,
εκτός από τον ποιητή
που ξέρει τι σημαίνει,
να κυνηγά μια χίμαιρα
να ελπίζει σε μια λέξη,
να καίει συρματοπλέγματα,
η αγάπη να διαλέξει.


Αύριο, εν ονόματι τής αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα 13 Νοέμβρη 2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου