Το Ζαχαροπλαστείο, Η Θεία Ελένη Και Η Παρέα Της Κάποτε Στο Ηράκλειο

 Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Γιώργου Ηλιάδη

«Το Μαγκάλι»
Εκδόσεις Ραδάμανθυς

Παρουσίαση βιβλίου! Ένας άλλος κόσμος, τελείως διαφορετικός από αυτόν που ήξερα μέχρι τότε. Έπρεπε να πέσω με τα μούτρα στο προκείμενο, αφού έκανα όμως δυο-τρεις γρήγορες επισκέψεις σε συγγενείς, για να μην γκρινιάζει η μάνα μου. Το Σάββατο θα ήταν ιδανική μέρα, γιατί έπρεπε να έρθει και η γυναίκα μου απ’ την Καλλιθέα…

JJJ


Ήθελα να ξετρυπώσω χώρους κατάλληλους για βιβλιοπαρουσιάσεις. Να είναι μικροί, φιλικοί και παράλληλα γνωστοί στον κόσμο. Να βρίσκονται στο κέντρο της πόλης, ώστε να είναι εύκολη η πρόσβαση. Να μάθω για τους εξοπλισμούς, για το αν διαθέταν μικρόφωνα, προβολείς, θεατρικότητα. Αν η παρουσίαση γινόταν τριάντα-σαράντα χρόνια πριν, το πιθανότερο θα ήταν ότι θα διάλεγα, σαν γνήσιος ροκάς που ήμουν, μία από τις ντισκοτέκ της πόλης: το Πάιπερ, το Μπατερφλάι, το Τριπ, το Στρόμπολι ή το Άφρικα τού Μανώλη του βρικόλακα, στο στενάκι απέναντι από την κλινική του Ευαγγελισμού. Κάθε λεπτομέρεια είναι σημαντική στις κοινωνικές δραστηριότητες. Μπορεί να φτιάξει την ατμόσφαιρα, να ανεβάσει τη διάθεση ή πολύ απλά να χαντακώσει μια εκδήλωση…

Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δώσεις στους προσκεκλημένους, γιατί μπορεί να πάθεις ζημιά, αν το κοινό είναι ετερόκλητο! Ειδικά αν μαζευτούν συμμαθητές, φιλαράκια, περίεργοι και «φάτσες», με τους οποίους έτυχε να βγεις να διασκεδάσεις δυο-τρεις φορές πολλά χρόνια πριν. Αυτοί όπως και να ‘χει το πράμα, θα έχουν μια οικειότητα παραπάνω και μπορεί ν’ αρχίσουν να φλυαρούν και να κάνουν διάφορα σχόλια μεταξύ τους, όπως: «Ρε συ! Με αυτόν μεγαλώσαμε παρέα, κάναμε καμάκι σε τουρίστριες τη δεκαετία του ‘70, καλά στέκεται ακόμη το θηρίο! Συμμαθητή τον είχα, όλο στην αμάκα (τράκα) και στην αντιγραφή, πότε πέθαινε τον παππού του, τη γιαγιά του, το θείο του, τον ξάδελφό του, για να μην εξεταστεί απ’ τους καθηγητές. Μια ζωή αδιάβαστος, κοιμόταν στο θρανίο από το ξενύχτι. Καλό παιδί, αλλά τον έφαγε το γυροπόδι! Τι σόι βιβλίο να είναι κι αυτό, μάλλον καμιά σαχλαμάρα, κανένα άρλεκιν θα έχει γράψει! Σιγά μωρέ που έγινε ο αμακατζής και λογοτέχνης στα πίσω-πίσω!».

Εκεί, πλέον, καταλαβαίνεις πως κακώς δεν είχες μεριμνήσει προσεκτικά ακόμη και για το ποιοι θα έπρεπε να καθίσουν δίπλα σε ποιους, άλλα και ποιους δεν θα έπρεπε να προσκαλέσεις. Μ’ ένα τέτοιο αφρόντιστο θέμα, μπορεί να σε φάει μαύρο φίδι! Δεν μπορείς να βάλεις στην πόρτα «φέις κοντρόλ» ούτε να φανταστείς ποιος και τι θα ξεφουρνίσει, ποιος ή ποια θα το ακούσει! Φανταστείτε να φτάσουν στα αυτιά της θείας Σούλας, της θείας Ελένης και της γιαγιάς Ουρανίας.


«Ευτυχώς» που δεν υπήρχε ούτε μια περίπτωση να έρθουν. Έλειπαν και οι τρεις τους. Έφυγαν αφού περάσανε τα ογδόντα εφτά τους χρόνια και αφού χαρήκανε παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα. Πρόκειται για τρία άτομα του άμεσου περιβάλλοντος, τρεις γυναίκες που αγαπούσα πολύ και που θα ήθελα όσο τίποτα άλλο να είναι εκεί. Άτομα άδολα, με το χαμόγελο στα χείλη, με τον καλό λόγο στο στόμα, ακόμη κι όταν περνούσαν δύσκολα. Ομορφύνανε τη ζωή μου! Μαζί τους μεγάλωσα. Μαζί τους ένιωσα τι σημαίνει οικογένεια. Με τα παιδιά τους, με τα εγγόνια τους και με τις αναμνήσεις τους ζω ακόμη. Σ’ αυτές και στο μαγκάλι του παππού καταφεύγω για να πάρω δυνάμεις, όταν αναποδιάζω και με πιάνουν οι μαύρες μου…

Εκείνη η μαγική τριάδα: η γιαγιά μου, η αδελφή της, η θεία Σούλα και η θεία Ελένη, η κουνιάδα τους. Κοινό τους σημείο; Η θρησκεία.

Οι δύο πρώτες ήταν πιστές απόλυτα στα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Η θεία Ελένη τις ακολουθούσε στη δεύτερη θέση του βάθρου, όχι γιατί ήταν λιγότερο πιστή, μα γιατί είχε περισσότερη δουλειά απ’ τις άλλες δυο κι έτσι δεν προλάβαινε όλους τους όρθρους, τους εσπερινούς, τις αρτοκλασίες, τα ευαγγέλια και τις από άμβωνος κατηχήσεις, γιατί απλά θα χρειαζόταν η ημέρα της να είχε διάρκεια σαράντα οχτώ, αντί για είκοσι τέσσερις ώρες. Στεκόταν στα πόδια της, με λιγότερες από πέντε ώρες ύπνο καθημερινά. Τις απουσίες από τα λατρευτικά της καθήκοντα, τις αναπλήρωνε με προσευχές.


«Θεέ μου συχώρεσέ με», έλεγε, «δεν τα προλαβαίνω όλα. Ξέρεις πως σ’ αγαπώ, μα βλέπεις είμαστε μεγάλη οικογένεια και έχω ένα σωρό δουλειές. Ούτε ν’ αρρωστήσω δεν μπορώ».

Σταυροκοπιόταν και προσευχόταν μόλις έπαιρνε αναπνοή απ’ τις δουλειές στο σπίτι και στο εργαστήρι ζαχαροπλαστικής. Από το ζόρι της μια φορά να πάει στην εκκλησία – επειδή άκουγε να γκρινιάζουν οι «μόνιμες» στα στασίδια που δεν είχαν τι άλλο να κάνουν απ’ το να στήνουν ένα τσουκάλι και να σκουπίζουν μία στο τόσο το σπίτι και την αυλή τους – έφυγε φουριόζα και μπήκε στον ιερό ναό με τα ρούχα της δουλειάς. Ξέχασε να βγάλει εκείνη τη μπεζ ολόσωμη ποδιά και μοσχομύρισε ο τόπος. Η μυρουδιά σκέπασε τα λιβάνια και τα καρβουνάκια των θυμιατών, γιατί εκείνη η ποδιά κουβαλούσε όλες τις όμορφες μυρουδιές του κόσμου. Σε αυτήν τη θεία είχα δώσει ένα παρατσούκλι που το ήξερα μόνο εγώ: «Το ζαχαροπλαστείο»! Ο λόγος ήταν απλός. Δούλευε δεκαέξι ώρες την ημέρα στο οικογενειακό εργαστήριο και κουβάλαγε πάνω της τη μυρουδιά απ’ τα σιρόπια, τα γλυκά του κουταλιού και το μπέικιν πάουντερ, που είχαν ποτίσει τα ρούχα και το δέρμα της μετά από τόσα χρόνια.

thumbnail_%25CF%2584%25CE%25BF%2B%25CE%25BC%25CE%25B1%25CE%25B3%25CE%25BA%25CE%25AC%25CE%25BB%25CE%25B9


Ήταν τόσο γλυκιά τούτη η μυρουδιά, όσο γλυκιά ήταν κι εκείνη σαν άνθρωπος. Η θεία ήταν ολόκληρη μια αγκαλιά. Όποτε πηγαίναμε επίσκεψη με τη μάνα μου, με άρπαζε με τις τεράστιες χερούκλες της και με έκανε γύρω-γύρω φωνάζοντας: «να χαρώ το αντράκι μου, να χαρώ το κοπέλι μου, να ζήσει να βγάλει κλωνιά, να ζήσω κι εγώ να το δω μεγάλο και τρανό. Φτου σου, παιδί μου! Ομορφιά μου! Να σε χαίρεται η μάνα σου και ο πατέρας σου. Πώς το έκανες μωρέ τούτονά το παιδί κι είναι τόσο όμορφο! Φτου και ξαναφτού σου, αντράκι μου. Θα του βρω εγώ μια κοπελιά όταν θα έρθει η ώρα να πίνει νερό στ’ όνομά του, να τον αγαπά, να τον σέβεται. Όχι καμιά γλωσσοκοπάνα να του σπα τα νεύρα… Να του κάνεις τη χωρίστρα του κοπελιού και από τ’ αριστερά, αφού έχει δυο κορφές στο κούτελο. Να έτσι, να την κάνεις, να δείχνει το μουτράκι του καλύτερα. Στάσου να την φτιάξω να δεις».

Ύστερα με έχωνε στον κόρφο της και με πήγαινε μπροστά στον καθρέφτη, έπαιρνε τη χτένα και μου έφτιαχνε το μαλλί τελείως ανάποδα απ’ ό,τι μου το είχε φτιάξει η μάνα μου. Η μητέρα μου την άφηνε για να της κάνει το χατίρι. Όλο με ρωτούσε η θεία αν ήταν πιο καλά έτσι το μαλλί, όπως μου το χτένιζε εκείνη, κι εγώ κοιτούσα τη μάνα μου για να πάρω το οκέι και να της πω πως ναι, εκείνη το έφτιαχνε καλύτερα! Μερικές φορές, από τα πολλά φτου και φτου, ξεφεύγανε λίγα σάλια της και πέφταν στη μούρη μου, μα τα σκούπιζε αμέσως με το μανίκι της κι έλεγε στη μάνα μου: «Το ’φτυξα το κοπέλι! Πάω να το πλύνω», κι ύστερα μ’ έβαζε κάτω απ’ τη βρύση στην αυλή, έπιανε το πράσινο σαπούνι, έτριβε γερά το πρόσωπό μου, έμπαιναν και σαπουνάδες μέσα στα μάτια μου κι αν μ’ έπιαναν τα κλάματα, μου φύσαγε το πρόσωπο με όλη της τη δύναμη για να σταματήσω το κλάμα.


Στο μεταξύ είχε χαλάσει και η ανάποδη χωρίστρα και πάλι απ’ την αρχή. Ξανά η χτένα, ξανά τα φτου, ξανά το καθάρισμα. Μύριζα την ποδιά της- που τη φορούσε πάντα, αφού έκανε δουλειές απ’ το ξημέρωμα μέχρι το βράδυ -όλα τα γλυκά του κόσμου, κυρίως όμως βανίλια, λουκούμι, περγαμόντο, σοκολάτα και σύκο.

Η θεία τα δοκίμαζε όλα με την πρόφαση πως έπρεπε να δει αν ήταν καλά, αν είχαν μπόλικο σιρόπι. Γι’ αυτό έγινε σαν βουνό, αφού όσο έτρωγε, τόσο πάχαινε, κι όσο πάχαινε, τόσο περισσότερο εξαφανιζόμουν στην αγκαλιά της! Σε εκείνα τα μεγάλα μπακιρένια καζάνια έριχνε κιλά τη ζάχαρη, με τη μεγάλη σέσουλα, για να σιροπιάσει τα γλυκά. Έπειτα ανακάτευε, με τις ώρες, βαστώντας εκείνη την θεόρατη ξύλινη κουτάλα που ήταν, σχεδόν, σαν το μπόι της. Ύστερα, έβαζε στο φούρνο τα κανταΐφια, τους μπακλαβάδες και τα γαλακτομπούρεκα κι αργότερα τα σιρόπιαζε με μιαν άλλη, πάλι τεράστια, μπακιρένια κουτάλα. Όταν τέλειωνε το φούρνισμα και το σιρόπιασμα, τα άφηνε να κρυώσουν και τα συσκεύαζε σε τενεκεδάκια ή σε χαρτόκουτα. Ενδιάμεσα πεταγόταν στο σπίτι που ήταν απέναντι στην ίδια αυλή, έριχνε μια ματιά στο τσουκάλι της, κοιτούσε πώς πήγαινε το ψήσιμο και τσιμπούσε μια πιρουνιά, ύστερα μια δεύτερη για να δοκιμάσει αν έλειπε αλάτι ή πιπέρι, νερό ή λάδι. Κατόπιν έβαζε ένα πιάτο γεμισμένο μέχρι πάνω και με έβαζε κάτω, ώσπου να μου το ταΐσει ολόκληρο. «Να φας, να μεγαλώσεις, να ψηλώσεις, να ομορφύνεις, να βρούμε και μια νύφη που να μην είναι γλωσσοκοπάνα», έλεγε πάλι.


Έτσι ήταν κείνες τις εποχές! Αγάπη ίσον μπούκωμα! Μάλλον αυτή ήταν η προτεραιότητα τότε, γιατί υπήρχε μεγάλη φτώχεια και πείνα. Αφού με τάιζε, ζέσταινε το σίδερο, του έβαζε και μερικά κάρβουνα μέσα, που είχε από νωρίς φτιάξει για να διατηρήσει μια υποφερτή θερμοκρασία, σιδέρωνε στο άψε-σβήσε δυο πουκάμισα και κανένα παντελόνι, ξεκρέμαγε μερικά στεγνωμένα ρούχα απ’ το σκοινί, μάζευε τα ψίχουλα απ’ το τραπέζι, έριχνε μια ματιά να δει μήπως χρειαζόταν τίποτα η κατάκοιτη μάνα της, ξανάφτιαχνε τα στρωσίδια του καναπέ μπας και έμπαινε κανένας μουσαφίρης. Θα ήταν ντροπής πράμα, όπως έλεγε, να μπει ο μουσαφίρης και να δει το σπίτι ασυγύριστο. Μετά έπιανε απ’ το πάτωμα την πεσμένη πιπίλα και την ξανάβαζε στο στόμα της μιας εγγονής, τη στόλιζε με είκοσι δύο σταυροκοπήματα κι αλλά τόσα… φτου, έδινε ένα φιλί μαζί με την κουδουνίστρα στην άλλη εγγονή, έκανε άλλα είκοσι δύο σταυροκοπήματα και… φτου, και αν έκλαιγαν τα μωρά, τα σήκωνε για λίγο και τα ακούμπαγε στο στήθος της να μυρίσουνε τις μυρουδιές και να πασαλειφτούν στο μπέικινγκ πάουντερ για να ηρεμήσουν!


Έψαχνε την παραμάνα στο φανελάκι μου, να δει αν έχω ακόμη κείνο το χαϊμαλί που μου έβαζε η γιαγιά Ουρανία, εκείνο με το τίμιο ξύλο που είχε τις ευλογίες απ’ ευθείας από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων… Ύστερα τους σερβίριζε όλους -περί τα δώδεκα άτομα- παιδιά, γαμπρούς, νύφες, σύζυγο, τάιζε την κατάκοιτη μάνα της, έκανε μια γρήγορη προσευχή για να την έχει ο Θεός γερή να τα βγάζει πέρα -να εξυπηρετεί δηλαδή όλη την οικογένεια. Έβγαινε στην πόρτα και φώναζε τον νεότερο γιο της, τον Θεμιστοκλή, που ήξερε πως χαρτόπαιζε κουμ-καν και ζεφύρια, κρυφά στο γωνιακό καφενείο του Καραμανώλη κι έπρεπε να μαζευτεί, να φάει και μετά να πάει με το τρίκυκλο μια παραγγελία στο μαγαζί στο «Καμαράκι», στο κέντρο του Ηρακλείου. Η παραγγελία ήταν συνήθως δυο λαμαρίνες μπακλαβά και ένα ταψί σάμαλη.

Έπειτα μάζευε τα πιάτα και τα ποτήρια, στηνότανε στο νεροχύτη, τα έπλενε και ξαναγυρνούσε στο εργαστήριο, και πάλι δουλειά, κι ύστερα να πλύνει τα καζάνια. Την επομένη ξανάρχιζε το ίδιο και πάλι το ίδιο, χωρίς ωράρια, με ελάχιστη γκρίνια. Δουλειά πέντε ανθρώπων έβγαζε. Ύστερα με πλάκωνε στα γλυκά, που λίγο πριν τα είχε βγάλει από το φούρνο κι ακόμη αχνίζανε. Μου έδινε πάντα μερικά να τα κρατώ στο σπίτι. Ακόμη έχω τη μυρουδιά της ποδιάς της στα ρουθούνια μου. Κι ας έχουν περάσει σαράντα τόσα χρόνια νιώθω ακόμα τα φιλιά της στα μάγουλά μου. Είχε αδυναμία στη μάνα μου, μεγάλη αδυναμία, κι εγώ στη θεία. Ό,τι και να γινόταν, ένα πράμα ήξερε η συχωρεμένη, πως τα μπακιρένια καζάνια έπρεπε να ‘ναι στη θέση τους την επομένη το πρωί, αξημέρωτα, καθαρά και έτοιμα να φτιάξουν γλυκά για να βγει το μεροκάματο που θα τάιζε την πολυμελή οικογένεια.


Μεροκάματο και μάλιστα μεγάλο, θέλησε να βγάλει ο μικρότερος γιος της, ο ξάδερφός μου ο Θεμιστοκλής. Την επομένη μέρα, που ήταν πρωτοχρονιά, θα μαζεύονταν πολλοί κουμαρτζήδες, με πολλά λεφτά στις τσέπες, σε αλάνα στην Αλικαρνασσό, να παίξουν για το καλό του χρόνου. Είχε ακούσει από «σίγουρες πηγές» πως θα γινόταν μεγάλο παιχνίδι, που πάει να πει πολλά λεφτά θ’ αλλάζανε χέρια. Εκείνα τα μπακιρένια καζάνια κοστίζανε μια περιουσία. Στήριζαν ένα εργαστήριο και εφτά οικογένειες. Λεπτομέρειες που ο Θεμιστοκλής, ο ξάδερφός μου, δεν ήθελε να κατανοήσει, μιας και του κάναν νόημα οι σειρήνες του τζόγου υποσχόμενες τα πολλαπλάσια. Σιγά που θα έσκαγε! Τα πήρε και τα πούλησε στα ντερμιτζίδικα, σε κάποιον που αγόραζε μέταλλα, κοντά στη Μητρόπολη, στον Άγιο Μηνά, για να κάνει σερμαγιά, δηλαδή λεφτά για να παίξει ζάρια.


Αυτός ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερός μου. Έντεκα εγώ, δεκαέξι εκείνος. Με πήρε μαζί του για να του φέρω γούρι. Φτάσαμε στην αλάνα δίπλα στις φυλακές της Αλικαρνασσού και εκεί είδα για πρώτη φορά το Λας Βέγκας αλά Ηρακλειώτικα! Θα ήταν καμιά τριακοσαριά άνθρωποι όλων των ηλικιών, από την εφηβεία, μέχρι τα βαθιά γεράματα, μαζεμένοι σε περίπου είκοσι διαφορετικά πηγαδάκια και παίζανε ζάρια για το καλό του χρόνου, όπως έλεγαν.


Τώρα, τι σόι «καλό του χρόνου» είναι αυτό, όπου οι πολλοί χάνουν, δυο-τρεις είναι στα λεφτά τους κι ένας έχει χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά, δεν το έχω καταλάβει μέχρι σήμερα που είμαι μεγάλο παιδί. Κάθε πηγαδάκι είχε τις δικές του σταθερές. Αλλού παίζανε με δεκάρες, αλλού με πενηνταράκια, αλλού με δίφραγκα κι αλλού με χαρτονομίσματα. Διάφορες κλάσεις, διαφορετικές ανάγκες, διαφορετικά ζόρια. Ποικιλία! Ανάλογα και τα μπινελίκια που πέφτανε
στις χαμένες ζαριές, μα και στις κερδισμένες. Στην αρχή ο ξάδελφος είχε ενθουσιασμό, τεράστια σιγουριά και φοβερό αρχοντιλίκι. Προσπαθούσα να συμμεριστώ τη σιγουριά του, αλλά δεν κατανοούσα το γιατί, εκτός κι αν είχε συμμαχία με ανώτερες δυνάμεις! Αργότερα κατάλαβα πως ενώ όλοι είχαν αρχικά ενθουσιασμό και ήθελαν να γίνουν εκατομμυριούχοι στο τάκα-τάκα, ο ενθουσιασμός και η μαγκιά υποχωρούσαν σιγά-σιγά και τους έβλεπα που μετρούσαν τις απώλειες. Το αίμα ανεβοκατέβαινε στα μάγουλά τους, ανάλογα με την εξέλιξη. Κοιτούσαν το υπόλοιπο του κεφαλαίου που κρατούσαν πάνω τους, σχολιάζανε και ψιθυρίζανε περίεργες φράσεις όπως: «χάσι-χάσι… Παναγιά μου να χάσει», πιάνανε γούρια, αλλάζανε αμοιβαία θέσεις για να σπάσει η γκαντεμιά. Γενικά φαινόταν πως ελπίζανε ν’ ανακάμψουν. Κερδίζανε δυο χεριές και ανέβαινε το κέφι τους. Μετά έτρωγαν ένα μεγαλοπρεπές χαστούκι και ετοιμάζονταν για εγκεφαλικά. Αργά, μα σταθερά, συνειδητοποιούσαν πως δεν ορίζανε αυτοί τις τύχες τους, όσο και αν προσπαθούσαν. Τις τύχες τους τις ορίζανε δύο ζάρια, που είχε το καθένα έξι πλευρές και έφερνε ό,τι ήθελε, άσχετα από τις ανάγκες και τις προσδοκίες του ενδιαφερόμενου.

Δυο ή τρεις κερδίσανε και οι άλλοι δεκαπέντε και βάλε χάσανε, από λίγα, μέχρι πάρα πολλά. Ο ξάδελφος έπιανε τα ζάρια, τα έφερνε κοντά στο στόμα και μου έλεγε: «Φύσα τα»! Εγώ τα φύσαγα. Ύστερα τους έλεγε πάλι: «τώρα που τα φύσηξε το ξαδερφάκι μου, βάλτε να πάνε… όλα τα βλέπω!».

Ό,τι φύσημα κι αν έκανα όμως, δεν τον ήθελε η τύχη. Τα έφερνε όλα ανάποδα. Σε πέντε ζαριές εξαφανίστηκε το κεφάλαιο από τη… δολοφονία των καζανιών στα ντερμιτζίδικα.


Με τις επόμενες τρεις, χαθήκανε τα δανεικά που πήρε από έναν φίλο του και με μία ακόμη έχασε το βαφτιστικό του σταυρουδάκι. Έτσι, ο ξάδελφος τα έχασε σχεδόν όλα, αφού κράτησε ίσα-ίσα για τα εισιτήρια και για να με κεράσει δυο πιτόγυρα και σινεμά -αυτό θα ήταν το μεροκάματό μου για εκείνα τα φυσήματα που πίστευε πως θα του φέρνανε γούρι! Όμως, έπειτα από λίγο το ξανασκέφτηκε. Είχε ακούσει πως το ζάρι γυρνά! Γύρισε προς το μέρος μου και ρώτησε, χωρίς να περιμένει να πάρει απάντηση: «Να τα παίξω κι αυτά; Το πολύ-πολύ να γυρίσουμε με τα πόδια και να μην πάμε σινεμά. Θα πάμε την άλλη Κυριακή. Δυο βήματα είναι… σε πέντε λεπτά θα έχουμε φτάσει». Τα έχασε και τελικά από ό,τι αποδείχτηκε, τα δυο βήματα, ήταν τέσσερα χιλιόμετρα.

Την επομένη έψαξε η θεία Ελένη τα καζάνια να φτιάξει γλυκά. Άφαντα τα καζάνια! Από ό,τι μου είπε κάποιες μέρες αργότερα ο ίδιος, αφού έφαγε ένα καλό χέρι ξύλο, μαζί με μερικά δυνατά τραβήγματα αυτιών και φαβορίτας, ομολόγησε σε ποιον τενεκετζή είχε σκοτώσει τα καζάνια. Πήγε επιτόπου η θεία, μαζί με τον μεγαλύτερο γιο της, τον Ισίδωρο, κάνανε τα αναγκαία παζάρια και πήραν πίσω τα καζάνια.

Φαντάσου τώρα, λοιπόν, να είναι στην παρουσίαση η θεία, με τη ρόμπα που κρατά όλες τις μυρουδιές από τα είδη ζαχαροπλαστικής, να ευωδιάζει ο χώρος, να παθαίνουν όλοι, και μόνο με τη μυρουδιά, διαβητικό σοκ… και το καλύτερο; Στο πλάι της να κάθονται η γιαγιά Ουρανία και η θεία Σούλα, με τις δικές τους μυρουδιές από τα κεριά, τα λιβάνια και τα καρβουνάκια. Ε, ρε, γλέντια, γέλια και σχόλια που θα πέφτανε, εκτός από τα γέλια και τα σχόλια για την καμπούρα μου!

Ο Ιορδάνης ετοιμάζεται να παρουσιάσει στην γενέτειρά του το πρώτο του βιβλίο. Το ταξίδι του από την Αθήνα στο Ηράκλειο και η επιστροφή στην Κρήτη έπειτα από αρκετά χρόνια, φέρνουν στην επιφάνεια τα παιδικά του χρόνια, με τις ιστορίες δίπλα στο μαγκάλι και τα πρώτα του βήματα στη ζωή. Το ταξίδι του αναπλάθει την ατμόσφαιρα μιας εποχής που χάθηκε, μα δεν διαγράφηκε από την ατομική και συλλογική μνήμη.


Ο αναστοχασμός του μας οδηγεί μακριά, ως τις ρίζες και τις απαρχές της γραφής και της ανάγνωσης, στη Κίνα, στη Βαβυλώνα, στην αρχαία Αίγυπτο, στην Αθήνα. Ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να συνταξιδέψει με τους Βυζαντινούς και, αργότερα, με τους σταυροφόρους στους «Δρόμους του Μεταξιού», να νιώσει την ατμόσφαιρα της πολιορκίας του Χάνδακα, να αναπνεύσει το ζωογόνο αέρα της Ιστορίας…

Το ταξίδι της επιστροφής του Ιορδάνη στην πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε, δεν είναι απλό. Και αν αναρωτιέσαι πως σχετίζονται τα λαϊκά παραμύθια, η θρησκεία, το Παρίσι, ο Μάης του 1968, η Τρούμπα, ένας γάμος, ένα διαζύγιο και ένα βιβλίο, με τους Σουμέριους, τον Γουτεμβέργιο και την ιστορία της τυπογραφίας, τότε κάνε τον κόπο να διαβάσεις… Αν αναρωτιέσαι, θα πει πως και το δικό σου μαγκάλι σιγοκαίει ακόμα!

(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου