H συγγραφέας Pέα Γαλανάκη μιλάει για το μυθιστόρημα, που καλύπτει ένα μεγάλο μέρος του 20ού αιώνα.
Ολγα Σελλά
Aφού περιπλανήθηκε σε ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα του 19ου αιώνα, η Ρέα Γαλανάκη, στο μυθιστόρημά της, «Ο αιώνας των λαβυρίνθων» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Καστανιώτης»), ασχολείται με το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα. Αφορμή για τη μυθοπλαστική της αφήγηση ένα ακόμα ιστορικό γεγονός: η ανακάλυψη των ανακτόρων της Κνωσού από τον ερασιτέχνη αρχαιολόγο Μίνωα Καλοκαιρινό.
Δίπλα στην ιστορική στιγμή πλέκονται και βαδίζουν παράλληλα η ιστορία του Ηρακλείου, προσωπικότητες που έπαιξαν ρόλο στη ζωή της πόλης (Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, Νίκος Καζαντζάκης, Ελευθέριος Βενιζέλος, οι φιλόλογοι Μενέλαος Παρλαμάς και Δημήτρης Πλάκας, οι αρχαιολόγοι Νικ. Πλάτων και Σπ. Μαρινάτος, ο Φεντερίκο Αλμπέρ, ιδρυτής της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Ελλάδα κ.ά.) και ανώνυμες προσωπικές ιστορίες. Κι όλα αυτά παράλληλα με τις μεγάλες στιγμές της ιστορίας του τόπου: την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, τη Μικρασιατική Kαταστροφή, τον Α΄ και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Εμφύλιο, τη δικτατορία...
H Pέα Γαλανάκη επιλέγει τον μύθο του λαβυρίνθου για να αναπτύξει την αφήγησή της, μπλεγμένη σε ιστορικά γεγονότα, στη φαντασία και τα όνειρα των ανθρώπων, στην προφορική παράδοση. «Αυτό το παιχνίδι ήταν από τα πιο σημαντικά, τότε που στα οικογενειακά τραπέζια υπήρχε η διήγηση. Ο πατέρας έλεγε για τη Μικρασία, η γιαγιά τις ιστορίες από το χωριό, ο θείος τις ιστορίες από την Αλβανία. Υπήρχε προφορική αφήγηση έτσι ώστε να μπορείς να φανταστείς με σάρκα και οστά το γεγονός. Το προφορικό είναι πιο μυθικό. Το ιστορικό είναι πιο μεθοδικό. Η λογοτεχνία τα διαχειρίζεται και τα δύο», λέει η Ρέα Γαλανάκη, σκιαγραφώντας τον τρόπο που δουλεύει.
— O τίτλος του βιβλίου είναι σε αντιδιαστολή με τον αιώνα των Φώτων –του Διαφωτισμού–, μια ιστορική περίοδο που μπόλιασε τη συνείδηση της ανθρωπότητας. Στους αντίποδες, ποια είναι τα χαρακτηριστικά του αιώνα των λαβυρίνθων, του 20ού;
— Στον αιώνα των λαβυρίνθων δεν υπάρχει ίσως η αισιοδοξία που υπήρχε στον αιώνα του Διαφωτισμού, αισιοδοξία που ήταν απολύτως δικαιολογημένη και σεβαστή. Αλλά, στον αιώνα των λαβυρίνθων, τουλάχιστον όταν τελειώνει ο 20ός αιώνας, οι άνθρωποι βγαίνουν πιο υποψιασμένοι, π.χ. με το επαναστατικό όραμα, με την εφαρμογή κάποιων απολυταρχικών καθεστώτων ή με τον ευαγγελισμό ιδεών που μπορούν να σώσουν τον κόσμο. Νομίζω ότι αυτά δεν υπάρχουν σήμερα, κι αυτό είναι ωριμότητα, η οποία μπορεί να σε κάνει να έχεις ένα καθρέφτισμα με τον αιώνα των Φώτων. Ταπεινό καθρέφτισμα. Γιατί εγώ εξακολουθώ να είμαι ένα παιδί του Διαφωτισμού και πιστεύω στις ιδέες του – άλλο αν τις κριτικάρω. Ορισμένες από τις ιδέες του Διαφωτισμού είναι βασικές και στοιχειώδεις για τα δημοκρατικά καθεστώτα. Δεν μπορούν να αλλάξουν. Κι επειδή είμαι βαθιά πολιτικό ον και σέβομαι πολύ τις δημοκρατίες, μάλλον ανησυχώ με αυτούς που μιλούν εναντίον του Διαφωτισμού.
Tεχνολογία και αισιοδοξία
— Στις σελίδες του βιβλίου είναι φανερή η κυριαρχία της τεχνολογίας. Oταν οι επιβάτες του λεωφορείου ζαλίζονται με το αυτοκίνητο που τρέχει με τα... ιλιγγιώδη 42 χιλιόμετρα την ώρα... Ο λαβύρινθος της τεχνολογίας έδωσε αισιοδοξία;
— Περισσότερο έχει δώσει μια ευκολία· μια ευκολία και μια διεκπεραίωση επικοινωνίας· η αισιοδοξία ανήκει σ’ άλλες εποχές. Από κει και πέρα τα πάντα μπορούν να θεωρηθούν λαβύρινθοι, γι’ αυτό άλλωστε και στηρίζομαι σ’ ένα πραγματικό γεγονός, που είναι η ανακάλυψη της Κνωσού από τον Μίνω Καλοκαιρινό, είκοσι χρόνια πριν από την επίσημη ανακάλυψή της από τον Εβανς. Ο Καλοκαιρινός νόμιζε ότι ανακάλυψε τότε και τον Λαβύρινθο, δηλαδή τη σπηλιά απ’ όπου έπαιρναν τις πέτρες για να κτίσουν το παλάτι της Κνωσού. Στη συνέχεια παίζω με την έννοια και είναι πολύ δύσκολο να το διαχειριστείς με τρόπο που να μην πέσεις στην κοινοτοπία. Aναφέρομαι στο περίπλοκο της πόλεως του Ηρακλείου, που στα βενετσιάνικά της τείχη ασφυκτιούσε. Βεβαίως αναφέρομαι και σε ψυχολογικούς λαβυρίνθους και την τελική σκηνή του μυθιστορήματος την τοποθετώ σ’ ένα ξενοδοχείο του Λιβυκού Πελάγους που λέγεται «Λαβύρινθος», θέλοντας έτσι να δηλώσω την εκποίηση των διαφόρων πραγμάτων στον τουρισμό. Και ταυτοχρόνως το κλείσιμο αυτής της ιστορίας, που πράγματι υπήρξε δαιδαλώδης και πολύπλοκη και δεν ξέρω καν αν έκλεισε. Γιατί ίσως κάθε κλείσιμο μιας τέτοιας υπόθεσης, ανοίγει άλλες.
— Μια ηρωίδα κάποια στιγμή ρωτάει: «Και πότε ακριβώς τελειώνει μια ιστορία»; Βρισκόμαστε ήδη στον 21ο αιώνα. Εχει τελειώσει ο αιώνας των λαβυρίνθων;
— Δεν είναι εύκολη απάντηση. Κατά τη γνώμη μου, και ακολουθώντας τη γνώμη πολύ σοβαρών ιστορικών, έχει τελειώσει μία περίοδος της ελληνικής ιστορίας όπου υπήρξε άμεση και επώδυνη η σωματική μας συμμετοχή στα κοινά. Μιλάω για εμφύλιο, για πολέμους, για εκστρατείες, για την εμπλοκή έως και του ανθρώπινου σώματος στο πολιτικό και το ιστορικό γίγνεσθαι. Θα έλεγα ότι με την επικράτηση της δημοκρατίας στη χώρα, εδώ και τρεις δεκαετίες, συμμετέχουμε από μεγαλύτερη απόσταση. Αυτό είναι πολύ σημαντικό κέρδος για την ιστορία μιας χώρας. Φαίνεται «αναχρονισμός» αυτή η συμμετοχή του σώματος και του αίματος στην πολιτική ιστορία. Αυτό λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι φαίνεται να τελειώνει με τη μεταπολίτευση. Και αυτό δεν είναι δική μου γνώμη, την αναφέρουν και ιστορικοί, π.χ. ο Γιώργος Μαργαρίτης.
H λογοτεχνία σήμερα
— Ενας ήρωας δίνει στ’ άλογό του το όνομα «Αργώ», από το μυθιστόρημα του Γ. Θεοτοκά. Aλλού, ένας στίχος του Βάρναλη φανερώνει ότι θείος και ανιψιός ανήκουν στην ίδια παράταξη. Πιστεύετε ότι συνομιλεί σήμερα η λογοτεχνία με την καθημερινή έκφραση των ανθρώπων;
— Αυτά τα τεχνάσματα είναι στο έργο ενός λογοτέχνη. Βέβαια πολλές φορές η λογοτεχνία έχει συνδεθεί με προσωπικές μας στιγμές, π.χ. οι στίχοι του Καβάφη, ή ακόμα και πεζογραφικά έργα. Δεν θα έλεγα ότι σήμερα υπάρχουν τα παραδειγματικά έργα απ’ όπου μπορείς να αποσπάσεις κάτι. Παλαιότερα η λογοτεχνία είχε ένθερμους οπαδούς, ενώ σήμερα με όλη αυτή την πληθώρα που βγαίνει και το κάθε μυθιστόρημα μπορεί να θεωρηθεί λογοτεχνία, δημιουργείται μια ρηχή σχέση με τον αναγνώστη. Σκέφτομαι όμως ότι μερικά πράγματα μπορούν να μείνουν στο μυαλό των ανθρώπων – εννοώ και από τη λογοτεχνία που παράγεται τα τελευταία τριάντα χρόνια. Αυτός άλλωστε είναι κι ένας από τους ρόλους της λογοτεχνίας: να δώσει κάποια σύμβολα.
Kαζαντζάκης, ο μάστορας
— Επιλέγετε, διά στόματος Kαζαντζάκη, να λύσετε τον λαβύρινθο της γραφής και της σκέψης, με έναν τρόπο σχεδόν μεταφυσικό. Ποιοι λογοτέχνες και ποιες γραφές έχουν ενσωματωθεί στη γραφή σας;
— Αυτό είναι μια πολύ δύσκολη απάντηση, παρότι δεν διαβάζω πια τόσο όσο θα ήθελα. Κατ’ αρχάς με τον Καζαντζάκη, επειδή υπήρχε και η σχέση της εντοπιότητας και το μέγεθος του συγγραφέα. Στο Γυμνάσιο διάβασα σχεδόν όλα του τα έργα. Μετά τον απέρριψα τελείως και αφορμή γι’ αυτό στάθηκε ο Αλμπέρ Καμί. Τον απέρριψα τελείως, όπως και μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων συγγραφέων, κι άρχισα να διαβάζω άλλα πράγματα. Πολύ τελευταία ξανάπιασα μερικά βιβλία του και προβληματίστηκα. Σήμερα τον βλέπω διαφορετικά απ’ ό,τι στην εφηβεία μου. Εκτιμώ πολύ τον μάστορα. Δεν συμφωνώ με τις ιδέες, αλλά εκτιμώ τον μάστορα, τον δουλευτή, τον σοφό άνθρωπο.
Aγνώστου πατρότητας
— Δυσκολεύεστε όλοι οι συγγραφείς να αναφερθείτε στις επιρροές σας. Γιατί;
— Ναι, δυσκολευόμαστε. Ισως γιατί αυτό που κάνουμε εντέλει, είναι, όπως είπε και ο Σεφέρης, αποτέλεσμα πολλών ανθρώπων. Είναι αγνώστου πατρότητας. Δηλαδή σ’ έναν κακό συγγραφέα εύκολα εντοπίζεται η «πατρότητα». Ενας συγγραφέας που είναι απ’ το μέτριο και πάνω δεν μπορεί να έχει έναν πατέρα. Σε ό,τι με αφορά, έχω να πω ότι στο σχολείο είχα καλούς δασκάλους. Στο πανεπιστήμιο, στη διάρκεια της δικτατορίας, δεν έμαθα τίποτα. Θεωρώ τον εαυτό μου αυτοδίδακτο: αυτό σημαίνει έλλειψη καθοδήγησης, διαβάσματα μιας κατεύθυνσης κ.λπ., μα είναι κι ευλογημένο γιατί μπορεί να ανακατέψει διάφορα πράγματα. Tελικά είναι πολύ σύνθετη η διαδικασία για να βγει ένα έργο. Η κλασική λογοτεχνία, η λατινοαμερικάνικη, οπωσδήποτε ο μοντερνισμός με τους συγγραφείς του, σαφώς έχουν επηρεάσει τις γραφές μας. Προσωπικά εκτιμώ πολύ τους Ελληνες πεζογράφους του τέλους του 19ου αιώνα. Λατρεύω τον Βιζυηνό από το πανεπιστήμιο ακόμα. Αντιθέτως, δεν με έχει συγκινήσει τόσο η πεζογραφική γενιά του ’30. Με συγκίνησε περισσότερο η ποίηση αυτής της γενιάς.
Πέντε συγγραφείς στην κηδεία του Nίκου Καζαντζάκη
Στον «Aιώνα των λαβυρίνθων» εντοπίζονται αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία της συγγραφέως, λέει η Pέα Γαλανάκη. «Είναι ένα βιωματικό έργο, χωρίς να είναι αυτοβιογραφικό». Kαι αποκαλύπτει ότι στον φανταστικό μεταθανάτιο μονόλογο του Καζαντζάκη που περιέχεται στο βιβλίο, αναφέρεται και ένα πραγματικό γεγονός. Παρόντες στην κηδεία ήταν πέντε γνωστότατοι σήμερα συγγραφείς: «Το κοριτσάκι των δέκα χρόνων είμαι εγώ. Oι υπόλοιποι ήταν ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης, ο Χριστόφορος Λιοντάκης, ο Βασίλης Βασιλικός και ο Μιχάλης Φακίνος. Οι δύο τελευταίοι, όπως αποκάλυψαν αργότερα, το είχαν σκάσει από το στρατόπεδο όπου υπηρετούσαν για να παρευρεθούν στην κηδεία του Καζαντζάκη. Mε τους άλλους δεν γνωριζόμασταν τότε».
Tα έργα της
H Pέα Γαλανάκη εμφανίστηκε στα γράμματα με δύο ποιητικές συλλογές στη δεκαετία του ’70. Ακολούθησαν τα πεζογραφήματα «Το κέικ» (1980), «Πού ζει ο λύκος» (1982), «Ομόκεντρα διηγήματα» (1986). Το πρώτο μυθιστόρημα, «Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά» (1989), την έκανε γνωστή και χαιρετίστηκε από την κριτική. Ακολούθησαν με παρόμοια επιτυχία τα «Θα υπογράφω Λουί» (1993), και «Ελένη ή ο Κανένας» (κρατικό βραβείο μυθιστορήματος 1999).
news.kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου