«…Μόλις έφεξε ο ήλιος, αντικρίσαμε σε όλη του την έκταση το κακό που βρήκε τον όμορφο τόπο μας. Οι καλοί δρόμοι της Πλατείας σε πολλά σημεία είχαν ραγίσει και λες πως οι βαθιές σχισμές έφταναν στα έγκατα της γης…
Τα γύρω μεγάλα κτίρια είχαν μισοκαταρρεύσει και σε πολλά οι οροφές είχαν μπει μέσα στα δωμάτια και οι τοίχοι έχασκαν γεμάτοι ρωγμές και από τα σπασμένα τζάμια και ξεχαρβαλωμένα παράθυρα έβλεπες το εσωτερικό και το κάθε τι βουτηγμένο στο χώμα και τις πέτρες…» Μαρίκα Φρέρη
Ο σεισμός της 26ης Ιουνίου του 1926 ήταν 7,6 ρίχτερ και το επίκεντρο του ήταν μεταξύ Ρόδου και Κω περίπου 60 χιλιόμετρα από την πόλη της Ρόδου. Έσεισε βίαια το νοτιοανατολικό Αιγαίο, την Παλαιστίνη ,την Κύπρο ,την Μικρά Ασία ,την Νότια Αλβανία ,την Αίγυπτο, την Νεκρή θάλασσα και γενικά έγινε αισθητός σχεδόν σε όλη την Μεσόγειο. Χιλιάδες σπίτια καταστράφηκαν στην Κω, την Κάρπαθο, την Τήλο, την Χάλκη, το Καστελόριζο και την Κρήτη.
Οι βόρειες ακτές της Κρήτης σε ορισμένα σημεία ανυψώθηκαν κατά 20-30 εκατοστά, σπίτια γκρεμιστήκαν, αρκετοί τραυματίες διακομίστηκαν στο Πανάννειο Νοσοκομείο Ηράκλειου και το Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης έπαθε μεγάλη καταστροφή.
Προκλήθηκαν αρκετές ρωγμές , προθήκες έσπασαν, τοιχογραφίες κατέρρευσαν και αρκετά πολύτιμα αντικείμενα καταστράφηκαν. Το κτίριο κρίθηκε ακατάλληλο να στεγάσει πλέον πολύτιμους θησαυρούς της Κρήτης.
Η « Νέα Εφημερίς » του Ι.Μουρέλλου έχει εκτενή ρεπορτάζ για το τι επακολούθησε στο Παλιό Κάστρο μετά τον σεισμό. Με δήλωση της στο φύλλο της την 28η Ιουνίου του 1926 δημοσιεύει πως στάθηκε αδύνατη η έκδοσή της την συνηθισμένη της ώρα κατά την προηγούμενη ημέρα « …Καταβάλλεται πάσα προσπάθεια όπως από αύριον επαναληφθή η τακτική της εμφάνησιν…».
Συνεχίζοντας σε μεγάλο της άρθρο μας δίνει όλες τις λεπτομέρειες της μεγάλης σεισμικής δόνησης σε πολλά καταστήματα και σπίτια της πόλης αλλά και των γύρω περιοχών και χωριών . Εξηγεί πως όλη η πόλη έμεινε άγρυπνη από τον φόβο μετασεισμών και «…Αυτοκίνητα επηγαινοέρχοντο αδιακόπως καθόλην την νύχτα, μεταφέροντα άλλους μεν εις τα διάφορα μετόχια όπου εθεώρουν εαυτούς εν ασφαλεία, άλλους δε εις διάφορα χωρία…
Η ανατολή του ήλιου ευρήκεν όλους εξαπλωμένους επί της χλόης με ότι πρόχειρον σκέπασμα ηδυνήθσαν να λάβουν από τας οικίας των…».Στη συνέχεια δίνει πλήρη περιγραφή των ζημιών σε σπίτια κυρίως, αλλά και του Αρχαιολογικού μουσείου Ηρακλείου και ο ίδιος ο Στέφανος Ξανθουδίδης εξηγεί πως στην μεγάλη αίθουσα αυτού, τα αντικείμενα υπέστησαν ανεπανόρθωτες ζημιές και που μάλλον ανέρχονταν σε εκατοντάδες χιλιάδες δραχμές αν ποτέ θα μπορούσε να υπολογιστεί εκτός από το οίκημα και η αξία των αρχαίων αντικειμένων.
Εξηγεί πως η μόνη σωτηρία για το Μουσείο θα ήταν αν κτιζόταν ξανά η ανατολική πτέρυγα με σύγχρονα για την εποχή αντισεισμικά μέτρα και ζητούν μαζί μ ε τον Νομάρχη την βοήθεια από την Αθήνα ειδικού αρχιτέκτονα για να γνωμοδοτήσει για την επισκευή των αιθουσών.
Ακόμα στην εφημερίδα αναφέρεται σε ολοσέλιδο σχεδόν άρθρο , πέρα από τις ζημίες σε κτίρια και οι τραυματισμοί, μικροί ή μεγάλοι, των κατοίκων της πόλης που ευτυχώς τούτη τη φορά δεν θρήνησε πολλά ή σχεδόν καθόλου θύματα, γιατί την ώρα που έγινε η σεισμική δόνηση και λόγω της ζέστης της ημέρας αρκετοί άνθρωποι έλειπαν από τα σπίτια τους.
Η καλύτερη όμως αφήγηση για κείνη την φοβερή μέρα στο Μεγάλο Κάστρο μας δίνει με τα γραπτά της η Μαρίκα Φρέρη , αυτόπτης μάρτυρας εκείνης της νυχτιάς. Γράφει λοιπόν :
«…Ιούνιος του 1926. Καλοκαιριάτικη, γλυκιά μέρα… Κατά το σούρουπο …πήρα τις δύο μικρότερες αδερφές μου… και ξεκινήσαμε για το περίφημο σουλάτσο που κάναμε κείνα τα χρόνια, περνώντας πρώτα από τις Τρεις Καμάρες, τη μοναδική Πλατεία μας και ανηφορίσαμε τον μόνο δρόμο για περίπατο...
Σαν φάγαμε αργά αργά το παγωτό μας και κουραστήκαμε να βλέπουμε τον κόσμο στο πήγαινε -έλα του , αποφασίσαμε να γυρίσουμε στο σπίτι μιας και πλησίαζε και η ώρα του βραδινού φαγητού. Θά ΄ταν η ώρα 9 που επιστρέψαμε. Ανεβήκαμε στο πάνω πάτωμα που ήτανε οι κρεβατοκάμαρες μας και αρχίσαμε να βγάζουμε τα καλά μας φορέματα…
-Κορίτσια, κατεβείτε. Σερβίρισα τη σούπα κι ο πατέρας περιμένει… ακούστηκε η φωνή της μητέρας μας. Μόλις όμως συγκεντρωμένοι είχαμε αρχίσει να κάνουμε το σημείο του σταυρού, προτού καθίσουμε, ακούστηκε μια μακρόσυρτη υποχθόνια βοή σαν μουγκρητό χιλιάδων ζώων!Το σπίτι μας κουνήθηκε συθέμελα και τα πιάτα στο τραπέζι, γέρνοντας δεξά – ζερβά, έχυναν την ντοματόσουπα που έκανε το άσπρο τραπεζομάντηλο να φανεί σαν ματωμένο.
Ο πατέρας μας κατάχλωμος μας φώναξε: « Παιδιά μου σεισμός… Ελάτε όλοι γρήγορα κάτω από το καμαρωτό παράθυρο και κάτσετε στο πεζούλι του… «Μην κουνηθεί κανείς, μα κάμετε την προσευχή σας»…
Το ηλεκτρικό φως της τραπεζαρίας κρεμόταν σε ένα κορδόνι, που από το φοβερό κλυδωνισμό πήγαινε από τον δεξί στον αριστερό τοίχο της κάμαρας… Σαν να ΄μαστε στον φοβερό φουρτουνιασμένο ωκεανό, αισθανόμαστε ότι κατεβαίναμε μαζί με το σπίτι μας σε βάραθρο και πάλι ανεβαίναμε, μα για να κατέβουμε πιο βαθιά…
Από το καγκελόφραχτο καμαρωτό παράθυρο που είχαμε κουρνιάσει , βλέπαμε έξω την αυλή μας με τον μεγάλο κήπο της, στο χλωμό φως του φεγγαριού, τα δέντρα να γέρνουν σαν μεθυσμένα και να χτυπιούνται τα κλαδιά τους σαν χέρια που ζητάνε βοήθεια. Και ξαφνικά στο πιο φοβερό κούνημα ο τοίχος που χώριζε τον κήπο μας από το γειτονικό τούρκικο κονάκι, κατέρρευσε και με πάταγο σηκώνοντας σύννεφο χώματα έπεσε πάνω στις καταπράσινες μπανανιές μας και τις έθαψε…
Ε! τότε νομίσαμε πως έφτασε το τέλος του κόσμου… Κραυγές σπαραχτικές, ομαδικά έφταναν στ΄ αυτιά μας, τα φώτα σβήσανε και το λιγοστό φως του φεγγαριού χάθηκε από την πυκνή σκόνη που κάλυψε τη μόνη μας έξοδο προς τη ζωή: τον κήπο μας… {…}
Μόλις συνήλθαμε λιγάκι από τη φοβερή τρομάρα μας φύγαμε από το σπίτι παίρνοντας και το μωρό και μέσα από χαλάσματα, πέτρες, δοκάρια και τούβλα που είχαν γεμίσει τα στενοσόκακα βγήκαμε στην πλατεία για κάποια ασφάλεια γιατί ξέραμε καλά ότι τις μεγάλες δονήσεις ακολουθούν πάμπολλες μικρές που αποτελειώνουν την καταστροφή. Το θέμα που αντικρίσαμε, ποτέ δεν θα φύγει από τη μνήμη μου. Πλήθος κόσμου έφευγε από ατ σπίτια του, χειρονομούσε και φώναζε.
Οι αρχές του τόπου από ένα μισοχαλασμένο εξώστη μιλούσαν με τηλεβόα και προσπαθούσαν να καθησυχάσουν τα πλήθη. Το ηλεκτρικό είχε κοπεί και τα λίγα αυτοκίνητα που υπήρχαν τότε φώτιζαν με τους προβολείς του το σωρό των ανθρώπων, που όσο περνούσε η ώρα τόσο και μεγάλωνε.
Άκουγες κλάματα μικρών και μεγάλων, μάνες να φωνάζουν τα παιδιά τους και μικρά να τσιρίζουν αγουροξυπνημένα και έντρομα… Καθένας ιστορούσε στον άλλο την καταστροφή που τον βρήκε με αναφιλητά και οι γριές στυαροκοπιόντουσαν μουρμουρίζοντας :
- Αφέντη, Χριστέ, έφτασε το τέλος μας! …Μόλις έφεξε ο ήλιος, αντικρίσαμε σε όλη του την έκταση το κακό που βρήκε τον όμορφο τόπο μας. Οι καλοί δρόμοι της Πλατείας σε πολλά σημεία είχαν ραγίσει και λες πως οι βαθιές σχισμές έφταναν στα έγκατα της γης…
Τα γύρω μεγάλα κτίρια είχαν μισοκαταρρεύσει και σε πολλά οι οροφές είχαν μπει μέσα στα δωμάτια και οι τοίχοι έχασκαν γεμάτοι ρωγμές και από τα σπασμένα τζάμια και ξεχαρβαλωμένα παράθυρα έβλεπες το εσωτερικό και το κάθε τι βουτηγμένο στο χώμα και τις πέτρες…
Και πραγματικά, παρόλο ότι ο σεισμός αυτός ήταν από τους φοβερότερους που έπληξαν το Κάστρο, σε ένταση και διάρκεια, τα θύματα ήταν ελάχιστα και οι τραυματίες λίγοι, κι αυτό γιατί η ώρα 9 και μισή το βράδυ το μέγα πλήθος του πληθυσμού ήταν έξω στους περίπατους ή καθόταν στις αυλές και τους κήπους του…
Χρόνια πέρασαν για να ξαναγίνουν τα σπίτια όπως πριν και τόσα ήταν τα μπάζα και τα χώματα, που επετράπη να τα ρίχνουν τα κάρα που τα κουβαλούσαν στα Χεντέκια πιο έξω από ατ Ενετικά τείχη…».
Ήταν 26 Ιουνίου 1926 …άλλη μια δοκιμασία για το Μεγάλο Κάστρο …άλλη μια θύμηση …
Της Ελένης Μπετεινάκη
ΠΗΓΕΣ
-Νέα Εφημερίς, 28/6/1926 και 1/7/1926
-To Κάστρο μας, Μαρίκα Φρέρη, 1979
-Χάνδαξ – Ηράκλειο, Ιστορικά σημειώματα Στεφ. Ξανθουδίδου, 1927
-Ιστορία του Κρητικού Μουσείου και των Αρχαιολογικών Ερευνών εν Κρήτη, Ιωσήφ Χατζηδάκης, 1931
-Εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ
-Cretalive.gr
-Το Ηράκλειο εντός των τειχών, Χρυσούλα Τζομπανάκη, 2000
-Οδηγός Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου, Στυλιανός Αλεξίου, 1968
-Αρχεία Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης
-Αρχείο Μηνά Γεωργιάδη
-zhtunteanagnostes.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου