Οι καύσωνες στην Ελλάδα: Από τους 600 νεκρούς του 1958, στους 1.300 του 1987

 Μια σύντομη ιστορία της Μετεωρολογίας στην Ελλάδα Έχουν αυξηθεί οι καύσωνες τα τελευταία χρόνια; - Τα σημαντικότερα επεισόδια καύσωνα στη χώρα μας από το 1957 ως και το 2017


Ο καύσωνας «Κλέων»… δείχνει το άγριο πρόσωπό του σήμερα στην Ελλάδα. Ευτυχώς φαίνεται ότι δεν θα έχει μεγάλη διάρκεια, αλλά η θερμοκρασία θα ανέβει εκ νέου, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία στα ύψη την ερχόμενη εβδομάδα. 

Να μην ξεχνάμε ότι ο «μισός» Ιούλιος και ο Αύγουστος, είναι «μπροστά» μας και δεν γνωρίζουμε τι μας επιφυλάσσουν από καιρική άποψη.



Οι μετεωρολόγοι είναι περιζήτητοι αυτές τις μέρες. Πόσα γνωρίζουμε όμως για τη Μετεωρολογία στην Ελλάδα; Οι καύσωνες είναι καινούργιο φαινόμενο για τη χώρα μας ή έχουν παρελθόν; Θα προσπαθήσουμε στη συνέχεια να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα.

Η Μετεωρολογία στην Ελλάδα

Η Μετεωρολογία, μια επιστήμη που έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα (ήδη στον Αριστοτέλη υπάρχει η λέξη «μετεωρολογία» με τη σημερινή της έννοια), άρχισε να μπαίνει σε επιστημονικά πλαίσια μόλις κατά τον 17ο αιώνα με την εφεύρεση του θερμόμετρου και του βαρόμετρου. Ο Διεθνής Μετεωρολογικός Οργανισμός ιδρύθηκε το 1878, ενώ ο (σημερινός) Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός το 1947.

Οι πρώτες μετεωρολογικές παρατηρήσεις στην Ελλάδα έγιναν από τον Εμμανουήλ Θεοτόκη στην, αγγλοκρατούμενη τότε, Κέρκυρα γύρω στο 1810.

Θα περίμενε κανείς ότι σε μια σχετικά νέα επιστήμη η Ελλάδα θα ήταν ουραγός, αν σκεφτούμε μάλιστα ότι το 1830 άρχισε η χώρα μας να αποκτά κρατική υπόσταση. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1840 είχαν αρχίσει να κινούνται τα νήματα για την ανάπτυξη της Μετεωρολογίας στην Ελλάδα.


«Υπεύθυνος» και γι’ αυτό ένας μεγάλος εθνικός ευεργέτης ο Γεώργιος Σίνας. Με παρότρυνση του καθηγητή του Πανεπιστημίου Γεώργιου Βούρη (1802-1860) και του φίλου του, πρεσβευτή της Αυστρίας στην Ελλάδα Anton Prokesh-Osten, ο Σίνας πρόσφερε 500.000 δραχμές για την ίδρυση αστεροσκοπείου στην Αθήνα. Θεμελιώθηκε στις 28 Ιουνίου του 1842, στον Λόφο των Νυμφών, εκεί που κατά την αρχαιότητα βρισκόταν το «Ηλιοτρόπιο του Μέτωνα» (Αθηναίος αστρονόμος, γεωμέτρης και μηχανικός του 5ου π.Χ. αιώνα, γνωστός ως εισηγητής της περίφημης μεταρρύθμισης του ελληνικού ημερολογίου το 433 π.Χ.). Η ημέρα μάλιστα των εγκαινίων του συνέπεσε με μια έκλειψη ηλίου που περιέγραψε ο Δανός ιστορικός και γεωγράφος A. L. Koppen.


Στη θεμελίωση του Αστεροσκοπείου ήταν παρόντες το βασιλικό ζεύγος Όθωνας και Αμαλία, ο Επίσκοπος Αττικής, αγωνιστές του 1821 με επικεφαλής τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, πανεπιστημιακοί καθηγητές, αξιωματικοί του Στρατού και απλοί πολίτες. 


Το αρχικό κτίριο του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών ήταν προσανατολισμένο προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και χτίστηκε σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν.


Η λειτουργία του άρχισε το 1846, με πρώτο Διευθυντή τον Γεώργιο Βούρη και με εξοπλισμό που αγοράστηκε από την Αυστρία. Το 1855 ο Γεώργιος Βούρης, στη διάρκεια της θητείας του οποίου έγιναν αξιόλογες παρατηρήσεις που όμως παραμένουν αδημοσίευτες, παραιτήθηκε για λόγους υγείας και τον διαδέχτηκε ο Ιωάννης Παπαδάκης. 


Το 1858 ο γιος του Γεώργιου Σίνα, Σίμων (να αναφέρουμε ότι η οικογένεια Σίνα καταγόταν από τη Μοσχόπολη της Βορείου Ηπείρου) διόρισε Διευθυντή του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών τον Γερμανό αστρονόμο Ιούλιο Σμιτ (Johann Friedrich Julius Schmidt), τον οποίο και μισθοδοτούσε ως τον θάνατό του. Ο Σμιτ αναβάθμισε τη μετεωρολογική υπηρεσία του Αστεροσκοπείου εκτελώντας συστηματικά μετεωρολογικές παρατηρήσεις σε διάφορα μέρη της Αττικής και αλλού και δημοσίευσε τις παρατηρήσεις στο έργο «Beitrage zur Physi Kalisehen von Griechland». 


Από το 1884, που πέθανε ο Σμιτ, ως το 1890 τη διεύθυνση του Εθνικού Αστεροσκοπείου ανέλαβε ο Δημήτριος Κοκκίδης, ο οποίος παρά την άσχημη οικονομική κατάσταση της εποχής, πέτυχε να επεκτείνει το μικρό μετεωρολογικό δίκτυο με απομακρυσμένους από την Αθήνα σταθμούς (Ζάκυνθος, Κέρκυρα και Λάρισα). Το 1890, το Αστεροσκοπείο έγινε κρατικό Ερευνητικό Κέντρο και το Αστρονομικό Τμήμα συμπληρώθηκε με δύο ακόμη: το Μετεωρολογικό και το Σεισμολογικό.


Μεγάλη ήταν η συμβολή στην αναβάθμιση του Μετεωρολογικού δικτύου, του πανεπιστημιακού και πολιτικού Δ. Αιγινήτη, ο οποίος ίδρυσε και την Ακαδημία Αθηνών (1926). Τον Μάιο του 1930 ιδρύθηκε ανεξάρτητη από το Εθνικό Αστεροσκοπείο Υπηρεσία Μετεωρολογίας, υπαγόμενη στη Διεύθυνση Πολιτικής Αεροπορίας. Το 1931, ιδρύθηκε η ΕΜΥ (Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία) η οποία εντάχθηκε στο Υπουργείο Αεροπορίας.


Το 1928, ιδρύθηκε για πρώτη φορά πανεπιστημιακή έδρα Μετεωρολογίας και Κλιματολογίας στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Την έδρα «κατέλαβε» ο Ηλίας Μαριολόπουλος (1900-1991), ο «πατέρας» της σύγχρονης κλιματολογίας στη χώρα μας. 


Το 1935, ο Μαριολόπουλος ανέλαβε τη διεύθυνση του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, όπου ίδρυσε για πρώτη φορά υπηρεσία για τη μέτρηση του ατμοσφαιρικού ηλεκτρισμού, ενώ ίδρυσε και ιδιαίτερο ακτινομετρικό σταθμό στον Υμηττό.



Οι καύσωνες στην Ελλάδα

Ο Αιγινήτης απέδειξε τη σταθερότητα του κλίματος στη χώρα μας, τόσο με ιστορικά όσο και με μετεωρολογικά επιχειρήματα.

Για τον ορισμό του καύσωνα, παρόλο ότι αυτός δεν μπορεί να είναι «αυστηρός», αναφερθήκαμε στο άρθρο της 27/6/2017. Οι καύσωνες ήταν γνωστοί από την αρχαιότητα. Τα «κυνικά καύματα», οι πολύ ζεστές μέρες του καλοκαιριού, παρατηρούνταν συνήθως στα τέλη Ιουλίου. Ως «επεισόδιο καύσωνα» ορίζεται μία σειρά τουλάχιστον τριών διαδοχικών ημερών με θερμοκρασία μεγαλύτερη ή ίση από 36,5° C.


Τα «επεισόδια καύσωνα» παρατηρούνται από το τελευταίο δεκαήμερο του Ιουνίου ως το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου. Υπάρχει σαφώς μια αυξητική τάση τέτοιων «επεισοδίων» τα τελευταία χρόνια. Αυτό, σύμφωνα με τον Δ.Ζιακόπουλο (ΚΑΙΡΟΣ, «Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ», ΤΟΜΟΣ ΙΙ), «υπαινίσσεται αλλαγές στη μεγάλης κλίμακας ατμοσφαιρική κυκλοφορία στην ευρύτερη περιοχή του ανατολικού Ατλαντικού, της Ευρώπης και της βόρειας Αφρικής, οι οποίες φαίνεται να συνδέονται με την κλιματική αλλαγή».


Ας δούμε όμως τα σημαντικότερα «επεισόδια καύσωνα» στη χώρα μας από το 1958 ως το 2017..

Από τις 10-16/8/1958, πολύ ισχυρός καύσωνας, κυρίως στα δυτικά, με υψηλότερες θερμοκρασίες στο Αγρίνιο (44,8° C) και τον Πύργο Ηλείας (44,2° C).

Aπό τις 20-26/8/1958, εξαιρετικά ισχυρός καύσωνας με 600 νεκρούς. Οι υψηλότερες θερμοκρασίες σημειώθηκαν στη Θεσσαλία (Τρίκαλα 47,2° C, Λάρισα 45° C).

Από τις 17-20/7/1973, εξαιρετικά ισχυρός καύσωνας, με υψηλότερες θερμοκρασίες στη Λαμία (46,5 ° C) και στην Ελευσίνα (46,4 ° C).


Στις 10/7/1977, ο καύσωνας με τα ρεκόρ θερμοκρασιών. Στο Τατόι και στην Ελευσίνα τα θερμόμετρα έδειξαν 48° C. Aπό τις 24-28/6/1982, ισχυρός καύσωνας κυρίως στα ανατολικά, με μέγιστες θερμοκρασίες στη Νέα Φιλαδέλφεια (44,6° C) και στα Τρίκαλα Θεσσαλίας (43,8° C). Ο Γ. Μελανίτης κάνει λόγο για 40 νεκρούς.

Από τις 19-27/7/1987, ο φονικότερος καύσωνας όλων των εποχών, στον οποίο θα αναφερθούμε και στη συνέχεια. Από τις 3-9/7/1988, πολύ ισχυρός καύσωνας, με μέγιστες θερμοκρασίες τους 45° C σε Νέα Φιλαδέλφεια και Λάρισα. Ο Γ.Μελανίτης κάνει λόγο για 600 νεκρούς.


Από τις 10-15/8/1994, ισχυρός καύσωνας, με μέγιστες θερμοκρασίες τους 44° C στη Λαμία, 43° C στην Τρίπολη και τη Λάρισα. Από την 1 ως τις 4 Αυγούστου 1998, πολύ ισχυρός καύσωνας, με μέγιστες θερμοκρασίες στο Άργος (45° C) και τη Νέα Φιλαδέλφεια (44,6° C).

Από τις 3-9/7/2000, ρεκόρ θερμοκρασίας στη Λάρισα με 45,4° C. Στη Νέα Φιλαδέλφεια, το ίδιο χρονικό διάστημα, η μέγιστη θερμοκρασία ήταν 44,4° C. Από τις 19-22/8/2006, ισχυρός καύσωνας, με μέγιστες θερμοκρασίες στο Άργος (44° C) και το Αγρίνιο (43,2° C).



Το 2007 ήταν η χρονιά -εφιάλτης, με τρεις φοβερούς καύσωνες. Από τις 23-28/6/2007, πολύ ισχυρός καύσωνας, με μέγιστες θερμοκρασίες στο Άργος (46,4° C) και τη Νέα Φιλαδέλφεια (46,2° C). 


Στις 28/6/2007, μεγάλο μέρος της Πάρνηθας καταστράφηκε από δασική πυρκαγιά. Από τις 19-25/7/2007, εξαιρετικά ισχυρός καύσωνας με θερμοκρασία 46° C στο Άργος και ρεκόρ θερμοκρασιών στη Β. Ελλάδα (44,6° C στις Σέρρες και 44° C στη Θεσσαλονίκη). Από τις 24-26/8/2007, καύσωνας με μέγιστες θερμοκρασίες 42,4° C στο Άργος, 42,2 στον Πύργο Ηλείας και 42° C στην Κόνιτσα).



Από τις πυρκαγιές που ξέσπασαν το ίδιο χρονικό διάστημα, έχασαν τη ζωή τους δεκάδες συνάνθρωποί μας σε Πελοπόννησο και Εύβοια. Το 2010 σημειώθηκε ο πιο πρώιμος καύσωνας (από τις 15-17 Ιουνίου).


Το 2012 ήταν το έτος με πολύ θερμό καλοκαίρι, κατά το οποίο οι μέγιστες και οι ελάχιστες θερμοκρασίες ήταν κατά 4 βαθμούς μεγαλύτερες από τις κανονικές τιμές, ενώ πέρσι και φέτος έχουμε δύο συνεχόμενες χρονιές με πρώιμους καύσωνες (Ιούνιος). Να σημειώσουμε εδώ ότι οι θερμοκρασίες αφορούν μόνο περιοχές όπου υπάρχουν μετεωρολογικοί σταθμοί. 


Είναι πιθανό, δηλαδή, σε κάποιες άλλες περιοχές, να σημειώθηκαν υψηλότερες θερμοκρασίες οι οποίες δεν καταγράφηκαν. Τέλος, οι θερμοκρασίες αυτές δεν αφορούν περιοχές στη σκιά ή εκτεθειμένες στον ήλιο, αλλά καταγράφονται σε όργανα τοποθετημένα στον λεγόμενο «μετεωρολογικό κλωβό».



Λίγα στοιχεία για τον καύσωνα του 1987 –
Η αμφισβήτηση του ρεκόρ των 48° C

Ο αριθμός των νεκρών από τον καύσωνα του 1987 παραμένει ακόμα αδιευκρίνιστος. Σύμφωνα με δημοσίευση στη διεθνή επιστημονική επιθεώρηση «Αρχεία Περιβαλλοντικής Υγείας», η εκτίμηση είναι ότι οι νεκροί έφτασαν τους 2.083 (εφ. «ΤΑ ΝΕΑ», Σάββατο 1/7/2017).


Σε πρωτοσέλιδό της την Πέμπτη 30/7/1987, η ίδια εφημερίδα γράφει : «1.300 οι νεκροί του καύσωνα».
Υπήρξε έντονη κόντρα μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Το «πασοκικό σύστημα θανάτου», έγραψαν για το ΕΣΥ οι φιλικά προσκείμενες στη ΝΔ εφημερίδες. Κάποια από αυτές έφτασε στο σημείο να γράφει σε πρωτοσέλιδο ότι μαζί με τον καύσωνα μια άγνωστη επιδημία (!) αποδεκάτιζε τους κατοίκους της Αθήνας...

Στο στόχαστρο της κριτικής βρισκόταν, κυρίως, ο αείμνηστος, τότε Υπουργός Υγείας, Γ.Α. Μαγκάκης. Πάντως, οι εικόνες ανθρώπων να αφήνουν την τελευταία τους πνοή στο δρόμο, στα παγκάκια, σε πάρκα, σε εισόδους πολυκατοικιών κλπ. θα μείνουν χαραγμένες για πάντα στο μυαλό όλων όσων τις αντίκρισαν...

Hλίας Μαριολόπουλος

Για τις θερμοκρασίες-ρεκόρ της 10/7/1977 (48° C σε Τατόι και Ελευσίνα), ο κορυφαίος μετεωρολόγος Δημήτρης Ζιακόπουλος προβάλλει αντιρρήσεις. Σε άρθρο στις 30/6/2014 στο μπλογκ του (ziakopoulos.blogspot.gr) με τίτλο «Η αμφισβήτηση ενός ρεκόρ», γράφει ότι:

«Στις 10 Ιουλίου 1977, η μέγιστη θερμοκρασία στη Νέα Φιλαδέλφεια ήταν 44° C. Καθώς, σχεδόν πάντα, οι θερμοκρασίες του Τατοΐου είναι χαμηλότερες από εκείνες της Ν.Φιλαδέλφειας, ενώ εκείνες της Ελευσίνας λίγο μεγαλύτερες, θεωρεί αδιανόητη τη διαφορά των 4° C ανάμεσα στις θερμοκρασίες Τατοΐου – Ελευσίνας εκείνη τη μέρα. «Υπεύθυνη» για τους 48° C του Τατοΐου, συνεχίζει ο κύριος Ζιακόπουλος, φαίνεται ότι ήταν μια δασική πυρκαγιά (10-11/7/1977) στην Πάρνηθα, που έφτασε ως το Τατόι. Όσο για την Ελευσίνα, τα παιχνίδια του ανέμου (αν θερμάνθηκαν ή όχι οι αέριες μάζες πάνω από την Πάρνηθα) και το ανάγλυφο της περιοχής, είναι, πάντα κατά τον Δ. Ζιακόπουλο οι αιτίες για τους 48° C.


Οι 48° C της Ελευσίνας και του Τατοΐου έχουν καταχωρηθεί στα αρχεία της ΕΜΥ και του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού ως ελληνικό και ευρωπαϊκό ρεκόρ. Το αδιαμφισβήτητο ελληνικό ρεκόρ είναι, γράφει ο κύριος Ζιακόπουλος, οι 47,2° C που σημειώθηκαν στα Τρίκαλα Θεσσαλίας στις 23/8/1958. Οι υψηλότερες θερμοκρασίες στις υπόλοιπες... ύποπτες ευρωπαϊκές χώρες είναι :

Στην Ισπανία, 47,8° C (Murcia, 29/7/1976), στην Πορτογαλία, 47,4° C (Amareleja, 1/8/2003), στην Ιταλία, 47° C (Foggia, 25/6/2007) και στην Κύπρο, 46,6° C (Λευκόνοικο, 1/8/2010).

ΠΗΓΕΣ : Δ.ΖΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, «ΚΑΙΡΟΣ – Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ», τόμος ΙΙ.
Γ. ΜΕΛΑΝΙΤΗΣ, «Ο καιρός και τα μυστικά του»
Θ.ΚΟΛΥΔΑΣ, «Μετεωρολογική Περιπλάνηση – Η Ιστορία μιας Πεταλούδας», ΤΟΜΟΣ 1
Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’80, εκδ. ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ, 2010.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου