Τα Ακούμια είναι χωριό και έδρα ομώνυμης Κοινότητος του Δήμου Αγίου Βασιλείου, στην Περιφερειακή Ενότητα Ρεθύμνης της Κρήτης. Είναι χτισμένα στο νότιο και κεντρικό μέρος του νομού Ρεθύμνης σε απόσταση 35 χλμ.
από την πρωτεύουσα στις βορειοανατολικές υπώρειες του όρους Σιδέρωτας από τη μια σε υψόμετρο 520 μέτρων και με επιβλητικό τον ορεινό όγκο του Κέδρους απέναντί τους.
Ο Στέργιος Σπανάκης παράγει το όνομα του χωριού από το βυζαντινό όνομα κούμος (κομάς, με την ίδια σημασία και στον Ησύχιο), που σήμαινε, και τότε και τώρα, πρόχειρο οικίσκο για τη στέγαση και προφύλαξη από τα αρπακτικά ζώα των ορνίθων και άλλων οικιακών ζώων, χοίρων κ.λπ.
Στις μάντρες της Κρήτης υπάρχει και σήμερα ο κούμος, όπου κουμιάζουν τα μικρά ζώα, αρνιά ή ερίφια, όταν θέλουν να χρησιμοποιήσουν τις γαστέρες τους για πιτιά- αγαστέρα, όπως λέγεται- για να τα απομονώσουν, ώστε να μη φάνε χορτάρι, οπότε δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η γαστέρα τους για τον σκοπό αυτόν . Από το ρ. κουμιάζω έγινε και το ουσιαστικό κουμιά ή κούμια= μικροί κούμοι.
Ο Νικ. Γ. Παπαδάκης, από τον γειτονικό οικισμό των Βρυσών, που διετέλεσε Καθηγητής της Φιλοσοφικής Θεσσαλονίκης και Πρύτανης του ίδιου Πανεπιστημίου, διατύπωσε την άποψη ότι το όνομα του χωριού είναι παραφθορά του ονόματος της γνωστής οικογένειας του Βυζαντίου, των Κομνηνών, κλάδος της οποίας μεταφέρθηκε στην Κρήτη επί Νικηφόρου Φωκά.
Θεωρεί, μάλιστα, ότι το όνομα του ιδρυτή του χωριού αναφέρεται στις τοιχογραφίες του βυζαντινού ναού της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα και ήταν Κουμής (sic). Το σωστό, πάντως, όνομα του ιδρυτή είναι Κουδουμνής, όπως αυτό αναγράφεται στην επιγραφή του συγκεκριμένου ναού.
Πιθανότερη από τις δύο απόψεις θεωρούμε την πρώτη, οπότε, στην περίπτωση αυτήν, το όνομα του χωριού προήλθε, προφανώς, από συνεκφορά του ονόματός του με το προηγούμενο άρθρο (στα Κούμια> στ’ Ακούμια).
Με το όνομα αυτό «Κούμια» το χωριό αναφέρεται σε άγιο δισκάριο της ενορίας του έτους 1917 (πβ., εξάλλου, και το άλλο χωριό του νομού μας, τους Κούμους, που δικαιολογεί μια παρόμοια προέλευσή του, από ουσιαστικό, δηλαδή, κούμος)
Η ίδρυση του χωριού προσδιορίζεται στην ακμή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας περί το 1000 και πιο συγκεκριμένα όταν ο Νικηφόρος Φωκάς ελευθέρωσε την Κρήτη από τους Άραβες και εγκατέστησε χριστιανικές οικογένειες για την ενίσχυση του πληθυσμού, γεγονός που επιβεβαιώνουν οι τοιχογραφίες στον Χριστό (εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα) που χρονολογούνται από τον 10ο - 11ο αιώνα
Η παρουσία του στους ιστορικούς αγώνες υπήρξε συνεχής τόσο στην κρητική επανάσταση με την ιστορικά μαρτυρημένη συμμετοχή του καπετάνιου Αναγνώστη Μαρινάκη και τη σύναξη των καπεταναίων κάτω από τον πλάτανο όσο και στους Βαλκανικούς πολέμους αλλά και στη Μικρασιατική εκστρατεία ως και την Κατοχή
Κατεξοχήν γεωργική περιοχή με μοιρασμένους πάντοτε τους κατοίκους στον κύριο αστικό οικισμό και στις αγροικίες της Γιαλιάς. Η ενασχόληση με τη γεωργία και την κτηνοτροφία βοήθησε στη διαμόρφωση μιας κλειστής οικονομικής κοινότητας με περιορισμένα ανοίγματα έκανε την επιβίωση δύσκολη κάτω από αντίξοες συχνά συνθήκες.
Γι αυτό ίσως εκτιμούσαν ιδιαίτερα τα γράμματα και τη μόρφωση που έδινε τη δυνατότητα στους νεότερους να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής τους κι έτσι εξηγείται ο μεγάλος αριθμός των μορφωμένων αλλά και η –εσωτερική κυρίως- μετανάστευση.
Ομοιογενής πάντοτε και ευάριθμη κοινότητα αυτάρκης, με πλούσια λαϊκή παράδοση οριοθετημένη από τις ανάγκες της καθημερινότητας, παρουσιάζει ιδιαίτερο λαογραφικό ενδιαφέρον για το μελετητή.
Αυτάρκης και ιεραρχημένη κοινωνία με αυστηρές αρχές και θρησκευτικούς κανόνες, με αλληλεγγύη μεταξύ των κατοίκων και συναίνεση σε σημαντικά θέματα - σ’ αυτό οφείλει ίσως τη χαμηλή εγκληματικότητα - έχει ως σημείο αναφοράς την κοινή θρησκευτική ζωή που προσδιορίζει και την κοινωνική και εκφράζεται πάντα με σημείο αναφοράς την πλατεία όπου και η κεντρική εκκλησία της Παναγίας με το ομώνυμο πανηγύρι.
Σήμερα, δημογραφικά συρρικνωμένη η κοινότητα επιβιώνει σταθερά με βελτιωμένες τις συνθήκες ζωής και με έντονη κινητικότητα κυρίως στη διάρκεια του καλοκαιριού οπότε η συγκέντρωση του ντόπιου πληθυσμού με σημείο αναφοράς το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου και τη ζωηρή κίνηση της παραλίας ενισχύουν την παρουσία της και διαμορφώνουν ένα νέο πρόσωπο που συνδυάζει την παράδοση με το σύγχρονο τρόπο ζωής.
Σήμερα, δημογραφικά συρρικνωμένη η κοινότητα επιβιώνει σταθερά με βελτιωμένες τις συνθήκες ζωής και με έντονη κινητικότητα κυρίως στη διάρκεια του καλοκαιριού οπότε η συγκέντρωση του ντόπιου πληθυσμού με σημείο αναφοράς το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου και τη ζωηρή κίνηση της παραλίας ενισχύουν την παρουσία της και διαμορφώνουν ένα νέο πρόσωπο που συνδυάζει την παράδοση με το σύγχρονο τρόπο ζωής.
Η ενοριακή εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένη, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, στη Κοίμηση της Θεοτόκου. Εκκλησιαστικά υπάγεται στην Α΄ Αρχιερατική περιφέρεια της Ιεράς Μητροπόλεως Λάμπης, Συβρίτου και Σφακίων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου