Με τη μικρασιατική καταστροφή, στο Ηράκλειο όπως και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας,προέκυψε το στεγαστικό πρόβλημα των προσφύγων. Έτσι παραχωρήθηκαν από το κράτος εκτάσεις εκτός πόλης (Ν. Αλικαρνασός, Ατσαλένιο). Όμως αυτές οι εκτάσεις δεν ήταν αρκετές με αποτέλεσμα οι πρόσφυγες να καταφύγουν στην αυτοστέγαση.
Έτσι δημιουργήθηκαν αυθαίρετοι συνοικισμοί στα όρια των προσφυγικών
συνοικισμών (τμήμα του Πόρου και του Κατσαμπά, Χρυσοπηγή).
Το σχέδιο του 1936
Το σχέδιο του 1936 προβλέπει: ‐ Αύξηση της χωρητικότητας της πόλης εντός των τειχών όπου συγκεντρώνονται όλες οι κεντρικές λειτουργίες ‐Επανασχεδίαση των οικοδομικών τετραγώνων για να είναι δυνατή η διέλευση του αυτοκινήτου και οικοπεδοποίηση περιοχών στην περιφέρεια των τειχών ‐Οικοπεδοποίηση περιοχών μετά την τάφρο ‐Χάραξη λεωφόρων και εκτός των τειχών, του περιφερειακού των τειχών (Πλαστήρα),
του παραλιακού δρόμου και ακτινωτά λεωφόρων που οδηγούν στις πύλες της πόλης. ‐Αρτιότητα 11 μ. βάθος, 200 τ.μ. εμβαδόν ή 7 μ. πρόσωπο, 10 μ. βάθος και 100 τ.μ. εμβαδόν ενώ για την παλιά πόλη 4 μ. πρόσωπο, 6 μ. βάθος και 50 τ.μ. εμβαδόν ‐Ισχυροποίηση του κέντρου με κεντρικές λειτουργίες (εμπόριο, διοίκηση), ενώ οι εκτός των τειχών περιοχές απευθύνονται για κατοικία Όπως προαναφέρθηκε, το 1929 δημοσιεύεται ο νόμος 3741 «περί οριζοντίου ιδιοκτησίας», με αποτέλεσμα να αρχίσουν να κτίζονται πολυκατοικίες και στο Ηράκλειο.
Δεν παύουν όμως να παράγονται και παλαιότεροι τύποι κατοικίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή την περίοδο αγνοείται η έννοια του νεότερου μνημείου με αποτέλεσμα την καταστροφή αξιόλογων δειγμάτων αρχιτεκτονικής. Τα παραπάνω συντέλεσαν στη διαμόρφωση της σημερινής εικόνας του Ηρακλείου και ιδιαίτερα της παλιάς πόλης όπου συνυπάρχουν μεμονωμένα κτήρια και μνημεία της ενετικής περιόδου με αδιάφορες αρχιτεκτονικά πολυώροφες πολυκατοικίες. Τέλος, πρόταση για μεγάλους δρόμους σε προσφυγικούς συνοικισμούς δεν υλοποιείται, ενώ οι φυλακές και ο αερολιμένας εγκαθίστανται δίπλα σε αυτούς (Ν. Αλικαρνασσός). Η πόλη του Ηρακλείου μεταπολεμικά Μετά τον πόλεμο εμφανίζονται πληθυσμιακές μεταβολές στην πόλη του Ηρακλείου, καθώς εγκαθίστανται σε αυτήν κάτοικοι από την περιφέρεια της Κρήτης (αστικοποίηση). Όμως η αγροτική περιφέρεια παραμένει ενεργή.
Οι πρόσφυγες από τα κατεστραμμένα χωριά ενισχύουν τους υπάρχοντες οικισμούς, αλλά δημιουργούν και καινούριους (παραλιακό μέτωπο‐ Καράβολας, σε προμαχώνες του ενετικού τείχους, στα Καμίνια και σε ιδιωτική γη στα Νταμάρια). Το σχέδιο του 36 δεν εφαρμόζεται στις ήδη κτισμένες περιοχές, ενώ στις άκτιστες εφαρμόζεται μερικώς. το ΡΥΣ του 1958 Το στεγαστικό πρόβλημα, οι γρήγοροι ρυθμοί ανάπτυξης και η κάλυψη του προηγούμενου σχεδίου, οδήγησαν στην ανάγκη ρυθμιστικού σχεδίου το 1958.
Το σχέδιο αυτό:
Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή την περίοδο αγνοείται η έννοια του νεότερου μνημείου με αποτέλεσμα την καταστροφή αξιόλογων δειγμάτων αρχιτεκτονικής. Τα παραπάνω συντέλεσαν στη διαμόρφωση της σημερινής εικόνας του Ηρακλείου και ιδιαίτερα της παλιάς πόλης όπου συνυπάρχουν μεμονωμένα κτήρια και μνημεία της ενετικής περιόδου με αδιάφορες αρχιτεκτονικά πολυώροφες πολυκατοικίες. Τέλος, πρόταση για μεγάλους δρόμους σε προσφυγικούς συνοικισμούς δεν υλοποιείται, ενώ οι φυλακές και ο αερολιμένας εγκαθίστανται δίπλα σε αυτούς (Ν. Αλικαρνασσός). Η πόλη του Ηρακλείου μεταπολεμικά Μετά τον πόλεμο εμφανίζονται πληθυσμιακές μεταβολές στην πόλη του Ηρακλείου, καθώς εγκαθίστανται σε αυτήν κάτοικοι από την περιφέρεια της Κρήτης (αστικοποίηση). Όμως η αγροτική περιφέρεια παραμένει ενεργή.
Οι πρόσφυγες από τα κατεστραμμένα χωριά ενισχύουν τους υπάρχοντες οικισμούς, αλλά δημιουργούν και καινούριους (παραλιακό μέτωπο‐ Καράβολας, σε προμαχώνες του ενετικού τείχους, στα Καμίνια και σε ιδιωτική γη στα Νταμάρια). Το σχέδιο του 36 δεν εφαρμόζεται στις ήδη κτισμένες περιοχές, ενώ στις άκτιστες εφαρμόζεται μερικώς. το ΡΥΣ του 1958 Το στεγαστικό πρόβλημα, οι γρήγοροι ρυθμοί ανάπτυξης και η κάλυψη του προηγούμενου σχεδίου, οδήγησαν στην ανάγκη ρυθμιστικού σχεδίου το 1958.
Το σχέδιο αυτό:
Επαναπροσδιορίζει το προηγούμενο αποτυπώνοντας την ήδη διαμορφωμένη κατάσταση ‐Διευρύνει τα όρια της πόλης προς το νότο, τα δυτικά και τα ανατολικά (ενιαία οικιστική περιοχή Ν. Αλικαρνασσού και γειτονιάς Κατσαμπά) ‐Αυξάνει το επιτρεπόμενο ύψος των κτηρίων 14μ. ‐Ορίζει αρτιότητα 7μ πρόσωπο, 10μ βάθος και 100τ.μ. εμβαδόν, κάλυψη 80% ‐Για τα νεοεντασσόμενα οικόπεδα ορίζει 8μ πρόσωπο 14μ βάθος και 200τ.μ. εμβαδόν, κάλυψη 60%, έως 11μ ύψος Το σχέδιο αυτό ίσχυσε τον περισσότερο χρόνο. Διαδικασία ανάπτυξης‐ εικόνα των οικισμών Οι οικιστές αρχικά χτίζουν οι ίδιοι τα σπίτια τους με πρόχειρα μέσα, έτσι οι κατοικίες κατασκευάζονται σύμφωνα με τη μορφολογία του εδάφους. Αργότερα, χρησιμοποιούν τούβλα, τσιμεντόλιθους και κεραμίδια. Το μπετό εισάγεται πολύ αργότερα και το κτίσμα επεκτείνεται σε όροφο. Οι δρόμοι στους οικισμούς που διαμορφώθηκαν ήταν πολύ
στενοί (συνήθως πλάτους 2μ). Οι οικισμοί εμφανίζουν γενικά χαρακτηριστικά λαϊκής αρχιτεκτονικής. Η επίσημη πολιτική και τα αιτήματα των οικιστών
στενοί (συνήθως πλάτους 2μ). Οι οικισμοί εμφανίζουν γενικά χαρακτηριστικά λαϊκής αρχιτεκτονικής. Η επίσημη πολιτική και τα αιτήματα των οικιστών
Η πολιτεία δεν διώκει τους αυθαίρετους οικιστές αφού η οικονομική και κοινωνική
τους θέση οφείλεται σε ιστορικές συγκυρίες.
Έτσι δίνει νερό και ρεύμα.
Οι κύριοι άξονεςπολιτικής είναι η μετεγκατάσταση των αυθαίρετων οικιστών
σε οργανωμένες κατοικίες ή η προσφορά της δυνατότητας αγοράς του οικοπέδου (εκτός παραλιακής ζώνης ή αρχαιολογικού χώρου) βάση του νόμου 719.
Την περίοδο 1950‐54 ο ΟΕΚ κατασκευάζει 3 συγκροτήματα εργατικών πολυκατοικιών και το 1965 χτίζονται 552 κατοικίες του ενός δωματίου στη συνοικία Θερίσσου.
Επίσης, εκπονούνται 80 μελέτες από το ΤΕΕ‐ΤΑΚ για την περιοχή Εφόδου και Καράβολα που προτείνουν αντικατάσταση των κτισμάτων με οργανωμένη δόμηση, αλλά ποτέ δεν πραγματοποιούνται.
Το 1945 ιδρύονται σύλλογοι κατοίκων που κατορθώνουν να δικαιωθούν στη διαμάχη τους
με ιδιώτες για τα Νταμάρια και να παραμείνουν στην περιοχή. Βασικό αίτημα των συλλόγων είναι η μείωση του ενοικίου. Τα χαρακτηριστικά των αυθαίρετων οικισμών διατηρήθηκαν έως σήμερα. Στους παραλιακούς οικισμούς μένουν απόγονοι των πρώτων οικιστών, πληθυσμός χαμηλού εισοδηματικού επιπέδου και ακόμη και σήμερα συναντάμε παραπήγματα. Στους προσφυγικούς οικισμούς αντίθετα, τα κτίσματα έχουν πουληθεί ή νοικιάζονται και τα σπίτια βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση.
τους θέση οφείλεται σε ιστορικές συγκυρίες.
Έτσι δίνει νερό και ρεύμα.
Οι κύριοι άξονεςπολιτικής είναι η μετεγκατάσταση των αυθαίρετων οικιστών
σε οργανωμένες κατοικίες ή η προσφορά της δυνατότητας αγοράς του οικοπέδου (εκτός παραλιακής ζώνης ή αρχαιολογικού χώρου) βάση του νόμου 719.
Την περίοδο 1950‐54 ο ΟΕΚ κατασκευάζει 3 συγκροτήματα εργατικών πολυκατοικιών και το 1965 χτίζονται 552 κατοικίες του ενός δωματίου στη συνοικία Θερίσσου.
Επίσης, εκπονούνται 80 μελέτες από το ΤΕΕ‐ΤΑΚ για την περιοχή Εφόδου και Καράβολα που προτείνουν αντικατάσταση των κτισμάτων με οργανωμένη δόμηση, αλλά ποτέ δεν πραγματοποιούνται.
Το 1945 ιδρύονται σύλλογοι κατοίκων που κατορθώνουν να δικαιωθούν στη διαμάχη τους
με ιδιώτες για τα Νταμάρια και να παραμείνουν στην περιοχή. Βασικό αίτημα των συλλόγων είναι η μείωση του ενοικίου. Τα χαρακτηριστικά των αυθαίρετων οικισμών διατηρήθηκαν έως σήμερα. Στους παραλιακούς οικισμούς μένουν απόγονοι των πρώτων οικιστών, πληθυσμός χαμηλού εισοδηματικού επιπέδου και ακόμη και σήμερα συναντάμε παραπήγματα. Στους προσφυγικούς οικισμούς αντίθετα, τα κτίσματα έχουν πουληθεί ή νοικιάζονται και τα σπίτια βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση.
Το όραμα του σχεδιασμού Η δεκαετία του 60 χαρακτηρίζεται από μεταρρυθμιστικό κλίμα. Επιστήμονες, μέλη αρχιτεκτονικών συλλόγων και της πανεπιστημιακής κοινότητας του Πολυτεχνείου, δραστηριοποιούνται για πολεοδομικά ζητήματα, με δημοσιεύσεις και μελέτες. Η γενική δραστηριοποίηση, που χαρακτηρίζει τα χρόνια αυτά, μπορεί να συνοψιστεί σε τέσσερα βασικά σημεία:
‐Διατύπωση στόχων για ενιαίο και συνολικό σχεδιασμό και πολιτική χρήσεων γης σε επίπεδο πόλης. Εκπόνηση των πρώτων ρυθμιστικών σχεδίων. ‐Εκπόνηση ειδικών μελετών για την επίλυση των προβλημάτων συγκρούσεων χρήσεων γης και άσκησης ενιαίας πολιτικής στο επίπεδο σχεδιασμού των αστικών λειτουργιών. ‐Δημιουργία θεσμών προγραμματισμού (Κέντρο Προγραμμάτων και Οικονομικών Ερευνών, ΚΕΠΕ κ.α.) και μέσω αυτών αναγόρευση της ρύθμισης του αστικού χώρου σε πρωταρχικό μέλημα για τη διοίκηση. ‐Οι προσπάθειες για άσκηση ελέγχου όσον αφορά τις παράνομες μεταβιβάσεις οικοπέδων σε εκτός σχεδίου περιοχές.
Το Ηράκλειο Την περίοδο αυτή ενδυναμώνεται ο χαρακτήρας της πόλης ως οικονομικού
κέντρου και πραγματοποιείται ραγδαία ανάπτυξη. Το σχέδιο του 58 έχει ήδη κορεστεί στα τέλη της δεκαετίας του 60, λόγω της εγκατάστασης στην πόλη πληθυσμού από την επαρχία.
Έτσι το Ηράκλειο επεκτείνεται αυθαίρετα πάνω στους οδικούς άξονες Ηράκλειο‐ Κνωσός, Ηράκλειο Χανιά.
Η επέκταση αυτή γίνεται περιαστικά, σε συνεχές σύστημα, πάνω στον οριακό δρόμο του σχεδίου και πίσω από αυτόν, βάση του αγροτικού δικτύου και περιλαμβάνει κατοικίες, βιοτεχνίες, αποθήκες (Στοιχεία ΤΕΕ‐ΤΑΚ 1976). Αυτή η απρογραμμάτιστη και χωρίς σχεδιασμό εξέλιξη οδηγεί σε κυκλοφοριακό πρόβλημα, θόρυβο και ανάμειξη οχλούσας βιοτεχνίας με κατοικία στις αυθαίρετες περιοχές.
Έτσι το Ρυθμιστικό του 68 από τον
Α. Προβελέγγιο προκύπτει ως αναγκαίο βήμα για την αντιμετώπιση
των προβλημάτων. Όμως αυτό το σχέδιο, όπως και άλλα της περιόδου 60‐64, δεν θεσμοθετείται «ώστε να αποτελέσει δεσμευτικό πλαίσιο εντός του οποίου θα εντάσσεται η εφαρμογή των πολεοδομικών μελετών» (Αθανασούλη 1999). Η περίοδος της Επταετίας Το «αναπτυξιακό» πνεύμα της Χούντας Την περίοδο αυτή γίνονται πολλά αποσπασματικά και χωρίς συνολική αντίληψη, αναπτυξιακά έργα, που στόχο έχουν τη νομιμοποίηση της στρατιωτικής δικτατορίας
από το λαό. Παράλληλα, η Χούντα κάνει παραχωρήσεις σε ορισμένες ομάδες, ιδιοκτήτες γης και κεφαλαιούχους. Με το νόμο 395/68 «καπέλο Παττακού» αυξάνεται το επιτρεπόμενο ύψος των κτισμάτων κατά ένα όροφο. Τα χρόνια αυτά αυξάνεται η οικοδομική δραστηριότητα, με έλλειψη όμως πολεοδομικής πολιτικής.
Ο ΓΟΚ του 1973 «αποσκοπούσε στον έλεγχο εκμετάλλευσης της γης και στην εξασφάλιση των όρων υγιεινής και ασφάλειας, δεν περιλάμβανε όμως διατάξεις για την ποιότητα και την αισθητική του παραγόμενου
χώρου.» (Έρευνα ΕΜΠ 1997 Α. Αθανασούλη 1999)
Το Ηράκλειο Την περίοδο αυτή ενδυναμώνεται ο χαρακτήρας της πόλης ως οικονομικού
κέντρου και πραγματοποιείται ραγδαία ανάπτυξη. Το σχέδιο του 58 έχει ήδη κορεστεί στα τέλη της δεκαετίας του 60, λόγω της εγκατάστασης στην πόλη πληθυσμού από την επαρχία.
Έτσι το Ηράκλειο επεκτείνεται αυθαίρετα πάνω στους οδικούς άξονες Ηράκλειο‐ Κνωσός, Ηράκλειο Χανιά.
Η επέκταση αυτή γίνεται περιαστικά, σε συνεχές σύστημα, πάνω στον οριακό δρόμο του σχεδίου και πίσω από αυτόν, βάση του αγροτικού δικτύου και περιλαμβάνει κατοικίες, βιοτεχνίες, αποθήκες (Στοιχεία ΤΕΕ‐ΤΑΚ 1976). Αυτή η απρογραμμάτιστη και χωρίς σχεδιασμό εξέλιξη οδηγεί σε κυκλοφοριακό πρόβλημα, θόρυβο και ανάμειξη οχλούσας βιοτεχνίας με κατοικία στις αυθαίρετες περιοχές.
Έτσι το Ρυθμιστικό του 68 από τον
Α. Προβελέγγιο προκύπτει ως αναγκαίο βήμα για την αντιμετώπιση
των προβλημάτων. Όμως αυτό το σχέδιο, όπως και άλλα της περιόδου 60‐64, δεν θεσμοθετείται «ώστε να αποτελέσει δεσμευτικό πλαίσιο εντός του οποίου θα εντάσσεται η εφαρμογή των πολεοδομικών μελετών» (Αθανασούλη 1999). Η περίοδος της Επταετίας Το «αναπτυξιακό» πνεύμα της Χούντας Την περίοδο αυτή γίνονται πολλά αποσπασματικά και χωρίς συνολική αντίληψη, αναπτυξιακά έργα, που στόχο έχουν τη νομιμοποίηση της στρατιωτικής δικτατορίας
από το λαό. Παράλληλα, η Χούντα κάνει παραχωρήσεις σε ορισμένες ομάδες, ιδιοκτήτες γης και κεφαλαιούχους. Με το νόμο 395/68 «καπέλο Παττακού» αυξάνεται το επιτρεπόμενο ύψος των κτισμάτων κατά ένα όροφο. Τα χρόνια αυτά αυξάνεται η οικοδομική δραστηριότητα, με έλλειψη όμως πολεοδομικής πολιτικής.
Ο ΓΟΚ του 1973 «αποσκοπούσε στον έλεγχο εκμετάλλευσης της γης και στην εξασφάλιση των όρων υγιεινής και ασφάλειας, δεν περιλάμβανε όμως διατάξεις για την ποιότητα και την αισθητική του παραγόμενου
χώρου.» (Έρευνα ΕΜΠ 1997 Α. Αθανασούλη 1999)
Ηράκλειο‐ Η ισχυροποίηση της πόλης και η μεγέθυνση των προβλημάτων Στο ίδιο πλαίσιο κινούνται και τα έργα στο Ηράκλειο. Κατασκευάζεται ο Βόρειος
Οδικός Άξονας Κρήτης (Β.Ο.Α.Κ.), επεκτείνεται το αεροδρόμιο και το λιμάνι ενώ θεσμοθετείται βιομηχανική περιοχή (ΒΙΟΠΗ).
Η ενδυνάμωση με αναπτυξιακά έργα είναι σύμφωνη με το πνεύμα του ΡΥΣ του 1968 αλλά (εκτός της χωροθέτησης του ΒΙΟΠΗ) απουσιάζει
ο συνολικός σχεδιασμός.
Το γεγονός αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την υποβάθμιση του χώρου λίγα χρόνια αργότερα. Επίσης κατασκευάζονται μεγάλα πολυτελή ξενοδοχειακά συγκροτήματα στο δυτικό παραλιακό μέτωπο (Αμμουδάρα) και στην εκτεταμένη ζώνη ανατολικά της πόλης από τον Καρτερό μέχρι τη Χερσόνησο.
Η αναπτυξιακή αυτή πολιτική αυξάνει την παραγωγική δύναμη και ισχυροποιεί τη θέση του Ηρακλείου ως οικονομικό κέντρο. Την περίοδο αυτή η αυξημένη ζήτηση για κατοικία, η αύξηση του επιτρεπόμενου ύψος και η έλλειψη ελεύθερων οικοπέδων εντός σχεδίου ευνοούν την αντιπαροχή. Έτσι ο χαρακτήρας της παλιάς πόλης χάνεται , γεγονός που σε συνδυασμό με τα στενά σοκάκια δημιουργεί ασφυκτική κατάσταση, πρόβλημα που παραμένει έως σήμερα. Παράλληλα οι υπάρχουσες περιοχές αυθαιρέτων επεκτείνονται στις γύρω περιοχές αφού το σχέδιο του 1958 έχει κορεστεί και δεν γίνεται νέα επέκτασή του.
Πρώτη Μεταπολιτευτική περίοδος 1974‐1981
Την περίοδο των γεγονότων του 1968, στην Ελλάδα την εξουσία κατείχε, όπως προαναφέρθηκε, μια ομάδα στρατιωτικών. «Η ευρύτατη πολιτική ριζοσπαστικοποίηση έχει διπλή όψη: την “εσωτερική” που παίρνει κυρίως δυναμικές μορφές αντίστασης
και εκείνη“της διασποράς” που εντείνεται ακριβώς λόγω της δικτατορίας,
περιλαμβάνει όχι μόνο την παραδοσιακή Αριστερά και συμμετέχει σε μεγάλο βαθμό στα θεωρητικά/ιδεολογικά κινήματα της Ευρώπης και της Β. Αμερικής»( Βαϊου Ντ., Μαντουβάλου Μ.,2001).
Μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973 και τη μεταπολίτευση η συζήτηση για την πόλη και την αρχιτεκτονική παίρνει σημαντική θέση και εμπλουτίζεται με νέες θεματολογίες και θεωρητικούς προβληματισμούς με την επάνοδο πολλών Ελλήνων επιστημόνων από το εξωτερικό. Έτσι η επιστημονική παραγωγή και συζήτηση για την πόλη βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση και διάλογο με τα τεκταινόμενα στον ευρωπαϊκό χώρο. Παράλληλα υπάρχει έντονη κινητικότητα για τη διατύπωση νόμων και ρυθμιστικών παρεμβάσεων και η εμπλοκή του κράτους στην αστική ανάπτυξη είναι τώρα περισσότερο έμμεση
(π.χ. διευκόλυνση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας) παρά άμεση
( π.χ. παραγωγή κατοικίας). Όσον αφορά το θέμα της αποβιομηχάνισης, ενώ στην Ευρώπη η μεταβολή του προτύπου ανάπτυξης οδηγεί σε κρίση τις παραδοσιακές βιομηχανικές περιοχές, στην Ελλάδα η κατάσταση είναι διαφορετική. Κι αυτό γιατί δεν ανέπτυξε βαριά και μεγάλη βιομηχανία αλλά μικρές μονάδες με μεγάλο ποσοστό οικογενειακών επιχειρήσεων με αποτέλεσμα να βρεθεί, αν και ενσωματωμένη μέσω της ΕΟΚ στις διεθνείς εξελίξεις, σε πλεονεκτικότερη θέση για να αποφύγει τους κλυδωνισμούς.
Οδικός Άξονας Κρήτης (Β.Ο.Α.Κ.), επεκτείνεται το αεροδρόμιο και το λιμάνι ενώ θεσμοθετείται βιομηχανική περιοχή (ΒΙΟΠΗ).
Η ενδυνάμωση με αναπτυξιακά έργα είναι σύμφωνη με το πνεύμα του ΡΥΣ του 1968 αλλά (εκτός της χωροθέτησης του ΒΙΟΠΗ) απουσιάζει
ο συνολικός σχεδιασμός.
Το γεγονός αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την υποβάθμιση του χώρου λίγα χρόνια αργότερα. Επίσης κατασκευάζονται μεγάλα πολυτελή ξενοδοχειακά συγκροτήματα στο δυτικό παραλιακό μέτωπο (Αμμουδάρα) και στην εκτεταμένη ζώνη ανατολικά της πόλης από τον Καρτερό μέχρι τη Χερσόνησο.
Πρώτη Μεταπολιτευτική περίοδος 1974‐1981
Την περίοδο των γεγονότων του 1968, στην Ελλάδα την εξουσία κατείχε, όπως προαναφέρθηκε, μια ομάδα στρατιωτικών. «Η ευρύτατη πολιτική ριζοσπαστικοποίηση έχει διπλή όψη: την “εσωτερική” που παίρνει κυρίως δυναμικές μορφές αντίστασης
και εκείνη“της διασποράς” που εντείνεται ακριβώς λόγω της δικτατορίας,
περιλαμβάνει όχι μόνο την παραδοσιακή Αριστερά και συμμετέχει σε μεγάλο βαθμό στα θεωρητικά/ιδεολογικά κινήματα της Ευρώπης και της Β. Αμερικής»( Βαϊου Ντ., Μαντουβάλου Μ.,2001).
Μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973 και τη μεταπολίτευση η συζήτηση για την πόλη και την αρχιτεκτονική παίρνει σημαντική θέση και εμπλουτίζεται με νέες θεματολογίες και θεωρητικούς προβληματισμούς με την επάνοδο πολλών Ελλήνων επιστημόνων από το εξωτερικό. Έτσι η επιστημονική παραγωγή και συζήτηση για την πόλη βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση και διάλογο με τα τεκταινόμενα στον ευρωπαϊκό χώρο. Παράλληλα υπάρχει έντονη κινητικότητα για τη διατύπωση νόμων και ρυθμιστικών παρεμβάσεων και η εμπλοκή του κράτους στην αστική ανάπτυξη είναι τώρα περισσότερο έμμεση
(π.χ. διευκόλυνση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας) παρά άμεση
( π.χ. παραγωγή κατοικίας). Όσον αφορά το θέμα της αποβιομηχάνισης, ενώ στην Ευρώπη η μεταβολή του προτύπου ανάπτυξης οδηγεί σε κρίση τις παραδοσιακές βιομηχανικές περιοχές, στην Ελλάδα η κατάσταση είναι διαφορετική. Κι αυτό γιατί δεν ανέπτυξε βαριά και μεγάλη βιομηχανία αλλά μικρές μονάδες με μεγάλο ποσοστό οικογενειακών επιχειρήσεων με αποτέλεσμα να βρεθεί, αν και ενσωματωμένη μέσω της ΕΟΚ στις διεθνείς εξελίξεις, σε πλεονεκτικότερη θέση για να αποφύγει τους κλυδωνισμούς.
Επίσης, σε ευρωπαϊκό επίπεδο τίθενται θέματα προστασίας φυσικού, δομημένου περιβάλλοντος και εξοικονόμησης ενέργειας. «Η χωρίς όρια οικονομική ανάπτυξη δεν αποτελεί πλέον μοναδικό στόχο. Η ανάπτυξη πρέπει να συντελείται με σεβασμό στον άνθρωπο και τα στοιχεία του περιβάλλοντος. Αυτή η μεταστροφή στην ιδεολογία που αποτυπώνεται και στις νομοθεσίες των κρατών και στους κανόνες δικαίου που αναφέρονται στη διευθέτηση του χώρου προδιαγράφει και την εξέλιξη της ελληνικής πολεοδομικής νομοθεσίας αυτής της περιόδου.»( Αθανασούλη, 1999) Η αρχή για το νέο θεσμικό πλαίσιο που αρχίζει να συγκροτείται γίνεται μέσω
του άρθρου24 του συντάγματος του 1975. Σ’ αυτό το άρθρο που συντάχθηκε από
τον Κ. Μπίρη: ‐Τονίζεται η υποχρέωση του κράτους για πολεοδομικό‐ χωροταξικό σχεδιασμό. ‐Ορίζεται η έννοια της οικιστικής περιοχής. ‐Γίνεται λόγος για συμμετοχή κατοίκων για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων. ‐Γίνεται λόγος για αναπλάσεις ήδη υπαρχόντων περιοχών. ‐Για πρώτη φορά διακηρύσσεται η υποχρέωση από το κράτος προστασίας και διατήρησης μνημείων και παραδοσιακών περιοχών.
‐Ως μέσο ελέγχου των παραπάνω ορίζεται το Υπουργείο Χωροταξίας και
Περιβάλλοντος. Το πρώτο νομοσχέδιο που στηρίζεται στο Σύνταγμα του 75 κατατίθεται από το Στέφανο Μάνο. Ο νόμος ορίζει την έννοια της οικιστικής περιοχής και εισάγει για πρώτη φορά το εργαλείο της εισφοράς σε γη και χρήμα, δηλαδή της συμμετοχής των οικοπεδούχων στη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων.
Γενικότερα, «πέρα από τις όποιες διευκολύνσεις
για τη συμμετοχή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στις διαδικασίες πολεοδόμησης
και οργανωμένης δόμησης, απηχεί τη διάθεση του ελληνικού κράτους για μια
“παρεμβατική” πολεοδομία, η οποία σαν μοντέλο είχε ξεπεραστεί
στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Η παρεμβατική πολεοδομία απαιτεί σημαντική οικονομική ενίσχυση από το κράτος, αλλά και οικονομική βούληση για παρέμβαση στη μικροϊδιοκτησία. Η ελληνική οικονομία όμως αντιμετώπιζε τεράστια προβλήματα (υψηλό πληθωρισμό ,
δημόσια ελλείμματα), η δε τάξη των μικροϊδιοκτητών αποτέλεσε
τον κύριο μοχλό αντίδρασης για την αναστολήτου νόμου, λόγω των πολύ υψηλών ποσοστών εισφοράς σε γη, ανεξάρτητα από το μέγεθος
της ιδιοκτησίας.»
(Ε. Μπαλλά 2000)
Ο νόμος αυτός αποτελεί, παρόλα αυτά, καινοτομία και θα καθιερωθεί.
Η πόλη του Ηρακλείου ανατολικά ασφυκτιά από το αεροδρόμιο και τους
στρατώνες, ενώ δυτικά και νότια συνεχίζεται η αυθαίρετη ανάπτυξη στους οδικούς άξονες 62 Μαρτύρων και Κνωσού
(Γιόφυρος, Καμίνια, Αϊ Γιάννης Χωστός, Μεσαμπελιές, Αϊ Γιάννης)
με εργαστήρια αποθήκες και πρόχειρες κατοικίες πίσω.
Στο κέντρο της πόλης συγκεντρώνονται χρήσεις όπως το εμπόριο, η διασκέδαση και οι δημόσιες υπηρεσίες, γεγονός που
προκαλεί περαιτέρω ρύπανση, υποβάθμιση της ποιότητας ζωής
και κυκλοφοριακά προβλήματα. Το 1979 συντάσσεται ρυθμιστικό σχέδιο για το Ηράκλειο από τον Π. Λουκάκη, βάση του Ν360/79 που είχε σκοπό την ενίσχυση δυναμικών επαρχιακών πόλεων.
Το ΡΥΣ αυτό δεν θεσμοθετείται αφού δυο χρόνια μετά η νέα κυβέρνηση θα αναθεωρήσει την ισχύουσα πολεοδομική και χωροταξική πολιτική.
του άρθρου24 του συντάγματος του 1975. Σ’ αυτό το άρθρο που συντάχθηκε από
τον Κ. Μπίρη: ‐Τονίζεται η υποχρέωση του κράτους για πολεοδομικό‐ χωροταξικό σχεδιασμό. ‐Ορίζεται η έννοια της οικιστικής περιοχής. ‐Γίνεται λόγος για συμμετοχή κατοίκων για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων. ‐Γίνεται λόγος για αναπλάσεις ήδη υπαρχόντων περιοχών. ‐Για πρώτη φορά διακηρύσσεται η υποχρέωση από το κράτος προστασίας και διατήρησης μνημείων και παραδοσιακών περιοχών.
‐Ως μέσο ελέγχου των παραπάνω ορίζεται το Υπουργείο Χωροταξίας και
Περιβάλλοντος. Το πρώτο νομοσχέδιο που στηρίζεται στο Σύνταγμα του 75 κατατίθεται από το Στέφανο Μάνο. Ο νόμος ορίζει την έννοια της οικιστικής περιοχής και εισάγει για πρώτη φορά το εργαλείο της εισφοράς σε γη και χρήμα, δηλαδή της συμμετοχής των οικοπεδούχων στη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων.
Γενικότερα, «πέρα από τις όποιες διευκολύνσεις
για τη συμμετοχή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στις διαδικασίες πολεοδόμησης
και οργανωμένης δόμησης, απηχεί τη διάθεση του ελληνικού κράτους για μια
“παρεμβατική” πολεοδομία, η οποία σαν μοντέλο είχε ξεπεραστεί
στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Η παρεμβατική πολεοδομία απαιτεί σημαντική οικονομική ενίσχυση από το κράτος, αλλά και οικονομική βούληση για παρέμβαση στη μικροϊδιοκτησία. Η ελληνική οικονομία όμως αντιμετώπιζε τεράστια προβλήματα (υψηλό πληθωρισμό ,
δημόσια ελλείμματα), η δε τάξη των μικροϊδιοκτητών αποτέλεσε
τον κύριο μοχλό αντίδρασης για την αναστολήτου νόμου, λόγω των πολύ υψηλών ποσοστών εισφοράς σε γη, ανεξάρτητα από το μέγεθος
της ιδιοκτησίας.»
(Ε. Μπαλλά 2000)
Ο νόμος αυτός αποτελεί, παρόλα αυτά, καινοτομία και θα καθιερωθεί.
Η πόλη του Ηρακλείου ανατολικά ασφυκτιά από το αεροδρόμιο και τους
στρατώνες, ενώ δυτικά και νότια συνεχίζεται η αυθαίρετη ανάπτυξη στους οδικούς άξονες 62 Μαρτύρων και Κνωσού
(Γιόφυρος, Καμίνια, Αϊ Γιάννης Χωστός, Μεσαμπελιές, Αϊ Γιάννης)
με εργαστήρια αποθήκες και πρόχειρες κατοικίες πίσω.
Στο κέντρο της πόλης συγκεντρώνονται χρήσεις όπως το εμπόριο, η διασκέδαση και οι δημόσιες υπηρεσίες, γεγονός που
προκαλεί περαιτέρω ρύπανση, υποβάθμιση της ποιότητας ζωής
και κυκλοφοριακά προβλήματα. Το 1979 συντάσσεται ρυθμιστικό σχέδιο για το Ηράκλειο από τον Π. Λουκάκη, βάση του Ν360/79 που είχε σκοπό την ενίσχυση δυναμικών επαρχιακών πόλεων.
Το ΡΥΣ αυτό δεν θεσμοθετείται αφού δυο χρόνια μετά η νέα κυβέρνηση θα αναθεωρήσει την ισχύουσα πολεοδομική και χωροταξική πολιτική.
Τουρισμός
Από την αρχή του 60 παρατηρείται ραγδαία αύξηση του τουρισμού.
Τα μέρη που μπορούν να προσελκύσουν επισκέπτες είναι η παραλία
της Αμμουδάρας και η ζώνη από το Καρτερό ως τα Μάλλια, η Κνωσός
και το μεγάλο ενετικό κάστρο γύρω από την παλιά πόλη, που είχε προ πολλού αλλοιωθεί ως ιστορικό μνημείο.
Ήδη από την περίοδο της Επταετίας, το Ηράκλειο έχει αποκτήσει άτυπα και χωρίς θεσμικά μέσα ελέγχου την τουριστική του ζωή (Αμμουδάρα
και ζώνη από το Καρτερό ως τα Μάλλια). Όλη αυτή η τουριστική βιομηχανία έχει
αναπτυχθεί μέσω της πριμοδότησης του ιδιωτικού κεφαλαίου, είτε με ανοχή
των νόμων, είτε με κατά περίπτωση ρυθμίσεις.
Επιπλέον, δραστηριότητες όπως ΔΕΗ, Τσιμέντα και πετροχημικά στη μια άκρη
και η εκβολή του ποταμού‐ «αγωγού» Γιόφυρου στην άλλη, είναι ρυπογόνες και υποβαθμίζουν την ποιότητα του χώρου. Η πρόσβαση στην Κνωσό γίνεται μέσω της οδού Κνωσού. Γύρω από την οδό έχουν συγκεντρωθεί αυθαίρετη δόμηση και δραστηριότητες παρυφών πόλης όπως μάντρες, συνεργεία και χονδρεμπόριο. Όσον αφορά την αρχαιολογική περιοχή, η πρόσφατη επέκταση του Βενιζελείου νοσοκομείου έγινε ουσιαστικά εντός της αρχαιολογικής
ζώνης. Σημαντικό γεγονός αποτελεί το ότι δε δόθηκε η πρέπουσα σημασία
στην προστασία και ανάδειξη του κάστρου και της παλιάς πόλης.
Η πόλη γέμισε νέες κατασκευές πάνω σε νέα ρυμοτομικά σχέδια και το τείχος θεωρήθηκε άχρηστο και αναχρονιστικό, δεχόμενο πλήθος επεμβάσεων και καταστροφές μερών του.
Την περίοδο την οποία αναφερόμαστε έγινε συντήρησή του.
Ποτέ όμως δεν έγινε προσπάθεια απόδοσης των ελεύθερων χώρων των τειχών στην πόλη ή της τουριστικής τους εκμετάλλευσης.
Τριτοβάθμια εκπαίδευση
Στις αρχές του 70 ιδρύεται το πανεπιστήμιο Κρήτης με έδρα το Ρέθυμνο.
Το 80 λειτουργούν σχολές θετικών επιστημών στο Ηράκλειο δίπλα στη
λεωφόρο Κνωσού ενώ το 84 ανοίγει η ιατρική σχολή στις Βούτες όπου γίνονται
και οι εγκαταστάσεις του ιδρύματος τεχνολογίας και έρευνας (ΙΤΕ).
Στον απέναντι λόφο από το 80 υπάρχουν τα ΤΕΙ. Όλα αυτά καθιστούν το Ηράκλειο πόλο έλξης φοιτητών. Όμως δεν υπάρχει η κατάλληλη
υποδομή για να τους δεχτεί. Οι χωροθετήσεις των εκπαιδευτικών εγκαταστάσεων είναι μακριά από τη ζωή της πόλης και από τα κέντρα εξυπηρέτησης των δραστηριοτήτων τους. Ανάμεσα σε αυτά και στην πόλη υπάρχουν τεράστιες εκτάσεις εκτός σχεδίου που γέμισαν αυθαίρετα για την ικανοποίηση της οικιστικής ανάπτυξης και τη στέγαση των φοιτητών. Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι πολιτικές για το Ηράκλειο από το 60 και μετά ήταν αποσπασματικές και βραχυπρόθεσμες
και είχαν ως κριτήριο την οικονομική ανάπτυξη και το επιχειρηματικό κέρδος.
Δε δόθηκε σημασία στην προστασία των φυσικών πόρων ενώ οι πρακτικές που εφαρμόστηκαν δεν συνυπήρξαν με πολεοδομικό σχεδιασμό στην κλίμακα της πόλης, της γειτονιάς και του ανθρώπου.
Τα αποτελέσματα είναι φανερά σήμερα.
Η Αμμουδάρα μολύνεται, το αεροδρόμιο βρίσκεται
σε κατοικημένη περιοχή και η εθνική οδός στο κέντρο της σημερινής πόλης ενώ
οι σχολές δεν έχουν υποδομή γύρω τους, είναι αποκομμένες
από τις λειτουργίες της πόλης και συνέβαλαν περεταίρω στην αυθαίρετη ανάπτυξη του Ηρακλείου. Τέλος ο αρχαιολογικός χώρος της Κνωσού καταπατήθηκε από την πολιτεία και το ενετικό τείχος αφέθηκε να ερημώσει
αναξιοποίητο.
Από την αρχή του 60 παρατηρείται ραγδαία αύξηση του τουρισμού.
Τα μέρη που μπορούν να προσελκύσουν επισκέπτες είναι η παραλία
της Αμμουδάρας και η ζώνη από το Καρτερό ως τα Μάλλια, η Κνωσός
και το μεγάλο ενετικό κάστρο γύρω από την παλιά πόλη, που είχε προ πολλού αλλοιωθεί ως ιστορικό μνημείο.
Ήδη από την περίοδο της Επταετίας, το Ηράκλειο έχει αποκτήσει άτυπα και χωρίς θεσμικά μέσα ελέγχου την τουριστική του ζωή (Αμμουδάρα
και ζώνη από το Καρτερό ως τα Μάλλια). Όλη αυτή η τουριστική βιομηχανία έχει
αναπτυχθεί μέσω της πριμοδότησης του ιδιωτικού κεφαλαίου, είτε με ανοχή
των νόμων, είτε με κατά περίπτωση ρυθμίσεις.
Επιπλέον, δραστηριότητες όπως ΔΕΗ, Τσιμέντα και πετροχημικά στη μια άκρη
και η εκβολή του ποταμού‐ «αγωγού» Γιόφυρου στην άλλη, είναι ρυπογόνες και υποβαθμίζουν την ποιότητα του χώρου. Η πρόσβαση στην Κνωσό γίνεται μέσω της οδού Κνωσού. Γύρω από την οδό έχουν συγκεντρωθεί αυθαίρετη δόμηση και δραστηριότητες παρυφών πόλης όπως μάντρες, συνεργεία και χονδρεμπόριο. Όσον αφορά την αρχαιολογική περιοχή, η πρόσφατη επέκταση του Βενιζελείου νοσοκομείου έγινε ουσιαστικά εντός της αρχαιολογικής
ζώνης. Σημαντικό γεγονός αποτελεί το ότι δε δόθηκε η πρέπουσα σημασία
στην προστασία και ανάδειξη του κάστρου και της παλιάς πόλης.
Η πόλη γέμισε νέες κατασκευές πάνω σε νέα ρυμοτομικά σχέδια και το τείχος θεωρήθηκε άχρηστο και αναχρονιστικό, δεχόμενο πλήθος επεμβάσεων και καταστροφές μερών του.
Την περίοδο την οποία αναφερόμαστε έγινε συντήρησή του.
Ποτέ όμως δεν έγινε προσπάθεια απόδοσης των ελεύθερων χώρων των τειχών στην πόλη ή της τουριστικής τους εκμετάλλευσης.
Τριτοβάθμια εκπαίδευση
Στις αρχές του 70 ιδρύεται το πανεπιστήμιο Κρήτης με έδρα το Ρέθυμνο.
Το 80 λειτουργούν σχολές θετικών επιστημών στο Ηράκλειο δίπλα στη
λεωφόρο Κνωσού ενώ το 84 ανοίγει η ιατρική σχολή στις Βούτες όπου γίνονται
και οι εγκαταστάσεις του ιδρύματος τεχνολογίας και έρευνας (ΙΤΕ).
Στον απέναντι λόφο από το 80 υπάρχουν τα ΤΕΙ. Όλα αυτά καθιστούν το Ηράκλειο πόλο έλξης φοιτητών. Όμως δεν υπάρχει η κατάλληλη
υποδομή για να τους δεχτεί. Οι χωροθετήσεις των εκπαιδευτικών εγκαταστάσεων είναι μακριά από τη ζωή της πόλης και από τα κέντρα εξυπηρέτησης των δραστηριοτήτων τους. Ανάμεσα σε αυτά και στην πόλη υπάρχουν τεράστιες εκτάσεις εκτός σχεδίου που γέμισαν αυθαίρετα για την ικανοποίηση της οικιστικής ανάπτυξης και τη στέγαση των φοιτητών. Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι πολιτικές για το Ηράκλειο από το 60 και μετά ήταν αποσπασματικές και βραχυπρόθεσμες
και είχαν ως κριτήριο την οικονομική ανάπτυξη και το επιχειρηματικό κέρδος.
Δε δόθηκε σημασία στην προστασία των φυσικών πόρων ενώ οι πρακτικές που εφαρμόστηκαν δεν συνυπήρξαν με πολεοδομικό σχεδιασμό στην κλίμακα της πόλης, της γειτονιάς και του ανθρώπου.
Τα αποτελέσματα είναι φανερά σήμερα.
Η Αμμουδάρα μολύνεται, το αεροδρόμιο βρίσκεται
σε κατοικημένη περιοχή και η εθνική οδός στο κέντρο της σημερινής πόλης ενώ
οι σχολές δεν έχουν υποδομή γύρω τους, είναι αποκομμένες
από τις λειτουργίες της πόλης και συνέβαλαν περεταίρω στην αυθαίρετη ανάπτυξη του Ηρακλείου. Τέλος ο αρχαιολογικός χώρος της Κνωσού καταπατήθηκε από την πολιτεία και το ενετικό τείχος αφέθηκε να ερημώσει
αναξιοποίητο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου