Το Καφενείον "Η Κρήτη" στην Όλυμπο της Καρπάθου

 Η Όλυμπος ή Έλυμπος είναι το βορειότερο και πιο ορεινό χωριό της Καρπάθου, χτισμένο αμφιθεατρικά σε μια πλαγιά του όρους Προφήτης Ηλίας. Το επίνειό του είναι το Διαφάνι. 


Η ευρύτερη περιοχή της Ολύμπου, που περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του βόρειου τμήματος του νησιού, καθώς και τη νήσο Σαρία, αποτελείται από ορεινές εκτάσεις περίπου 37 τ.χλμ., πολλές από τις οποίες καλύπτονται με δάση ή χρησιμοποιούνται ως βοσκοτόπια. 


Η παράδοση αναφέρει ότι η Όλυμπος αρχικά ήταν αθέατη από τη θάλασσα, οχυρωμένος οικισμός με μικρότερη από τη σημερινή έκταση, ο οποίος διέθετε κάστρο με πολλές εισόδους, τις καμάρες. 


Από τις τελευταίες θεωρείται ότι προέρχεται το όνομα μιας συνοικίας, της «Έξω Καμάρας», η οποία ονομάστηκε έτσι διότι βρισκόταν εκτός των τειχών. Το πιο πιθανό είναι ότι αποτελεί έναν από τους οικισμούς του Αιγαίου που δημιουργήθηκαν σε ασφαλείς θέσεις στο εσωτερικό των νησιών, προκειμένου να αποφύγουν οι κάτοικοι τις πειρατικές επιδρομές. 




Πάντως το 18ο - 19ο αιώνα, μολονότι το Απέρι ήταν το διοικητικό κέντρο του νησιού ως το 1892, οι Μενετές και η Όλυμπος ήταν οι μεγαλύτεροι οικισμοί σε μέγεθος. 


Ακόλουθο κείμενο και φωτογραφίες - Παναγιώτης Μουτσακης

 
Στο μεταξύ, ο ίδιος ο Φιλιππής σηκώθηκε να φέρει τη πρώτη ρακή, η οποία σερβίρεται σε…λάμπες φωτισμού ένα τρικ για « να σε φωτίσει ή να σου αλλάξουν τα φώτα» όπως χαρακτηριστικά λένε και οι ίδιοι.


​Στο μεσοδιάστημα, στάθηκε και ρώτησε τη «Ρουλιό» το παρανόμι της Αρχοντούλας για τις…ελιές.

​Στο καφενείο «η Κρήτη» πήγατε;


Με είχε ρωτήσει την τελευταία μέρα της παραμονής μου στη Κάρπαθο, η Μαρίνα η Φαρμακίδη, μια νέα,  αλλά χαρακτηριστική μορφή Ολυμπίτισσας, τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου που είχα βρεθεί στο νησί, για να εξερευνήσω  τη πάνω και κάτω Κάρπαθο.


– Όχι, γιατί ρωτάς;
– Γιατί εκεί μαζεύονται όλοι οι «κανακαρέοι» της Ελύμπου. Με τον όρο «κανακαρέοι» εννοούμε τα πρωτοπαλίκαρα του χωριού. Συνήθως είναι και καλοί γλεντιστάδες, πρώτοι στα πανηγύρια και στις λαογραφικές εκδηλώσεις του τόπου τούτου.



Λίγες γυναικείες μορφές συνάντησα στο διάβα μου, καθώς το χειμώνα στο χωριό δεν μένουν πάνω από 200 ψυχές, οι περισσότερες γυναίκες, με το «Καβάϊ» πάντα – την χαρακτηριστική παραδοσιακή «στολή» τους αιώνες τώρα – όλες με καλημέρισαν.



 Τι σπίτια, τι καθήκοντα, τι Αγάπες είχαν αφήσει αυτοί οι άνθρωποι, ούτε και μεις δεν ξέραμε τι να πούμε. Δεν ήμασταν εκείνη τη στιγμή τίποτα περισσότερο από οδοιπόροι που περπατούσαμε ανάμεσα σε αυτό που είχαν και είχαμε ξεχάσει και αυτό που δεν ξέραμε, πεζοί καβαλάρηδες του εγκαταλειμμένου ιδανικού. 



Αλλά σε αυτό, όπως και στον ακατάπαυστο ήχο των πατημένων φύλλων και στον διαρκώς βίαιο ήχο του ακαθόριστου ανέμου που δέρνει τα βουνά της Καρπάθου, βρισκόταν ο λόγος ύπαρξης του πηγαιμού μας ή του ερχομού μας, γιατί μην ξέροντας το γιατί του δρόμου και της αιτίας, δεν ξέραμε αν φεύγαμε ή ερχόμασταν



​Αργότερα και αφού έγινε η απαραίτητη στάση στην Ριγόπουλα Παυλίδη Μπαλάνου, η ίδια μας άνοιξε μια καταπακτή, ανεβήκαμε μια «μυστική» σκάλα μπαντήξαμε τα ξύλινα σανίδια του καφενείου.
Φτάσαμε στην “Κρήτη”!


Πιο πριν, οδηγώντας μέσα σε ένα πλήρως νεφελώδες τοπίο, άγριας ομορφιάς, σε στροφές που θα τις χαρακτήριζα μια αναζήτηση της αλήθειας, καταλαβαίνεις γιατί το τόπο αυτόν τον είπαν Όλυμπο.


Αν έχεις βρεθεί στο βουνό των θεών, εδώ σε αυτό το μέρος, το μυθιστόρημα συνεχίζεται..Και γιατί το λέτε Κρήτη το καφενείο; ρώτησα τον Φιλιππή Φιλιππίδη, έναν 83χρόνο άρχοντα θα έλεγα,  με το νεανικά γερασμένο χαμόγελο του μόνιμα καρφωμένο στο πρόσωπο του.


​Πλάι του, η κυρά ντου, η Αρχοντούλα, παρέα και παρηγοριά του, κουβέντες και καλοσύνη, ατσάλι δυνατό.
– Εξαιτίας αυτού! Αποκρίθηκε ο Φιλιππής δείχνοντας μου μια φωτογραφία του  Ελευθέριου Βενιζέλου. 


Ο πατέρας μου ήταν πολλά χρόνια στο πλάι του. Δίπλα από την εικόνα του μεγάλου κρητικού, εικόνες με τον «γέρο» Παπανδρέου, τον Ζίγδη, τον Αντρέα, είχα πλέον, μπει στο νόημα..


Στο μεταξύ, ο ίδιος ο Φιλιππής σηκώθηκε να φέρει τη πρώτη ρακή, η οποία σερβίρεται σε…λάμπες φωτισμού ένα τρικ για « να σε φωτίσει ή να σου αλλάξουν τα φώτα» όπως χαρακτηριστικά λένε και οι ίδιοι. Στο μεσοδιάστημα, στάθηκε και ρώτησε τη «Ρουλιό» το παρανόμι της Αρχοντούλας για τις…ελιές.


– Να τους βάλω ελιές; ρώταγε με τα μάτια την γυναίκα του, να πάρει έγκριση, καθώς, σε τούτο το τόπο της Ελλάδας, κουμάντο κάνουν οι γυναίκες σε όλα. Η Όλυμπος είναι η τελευταία μητριαρχική κοινωνία της Ευρώπης.


Αργότερα, πλήθυναν οι ρακές, ήρθε και μια μερίδα από το μεσημεριανό τους, ροβύθια με Δάφνη και κανέλα, και μια κουταλιά πελτέ, δεν είχε μεγαλεία και μεζέδες το καφενείο, μα είχε το κυριότερο και αυτό που είχαν. Την αγκαλιά τους.

Συγκρινόμενες με τους απλούς και αυθεντικούς ανθρώπους που περνούν από τους δρόμους της ζωής με ένα θα έλεγα φυσικό πεπρωμένο, αυτές οι φιγούρες των καφενείων έχουν μια μορφή  που δεν μπορώ να την ορίσω παρά μόνο συγκρίνοντας την με ορισμένα στοιχεία των ονείρων, μορφές που δεν είναι θλίψη αλλά που η ανάμνηση τους, όταν φύγουμε μακριά τους, μας αφήνει μια γεύση επιμονής. 


Σε αυτή τη αλουμινένια εποχή των βαρβάρων μόνο μια υπερβολικά μεθοδική καλλιέργεια των ικανοτήτων μας να ονειρευόμαστε, να αναλύουμε και να ελκύουμε μπορεί να μας βοηθήσει να διαφυλάξουμε την προσωπικότητα μας, ώστε να μην διαλυθεί είτε αναιρούμενη είτε εξομοιούμενη με τις άλλες..


Και εδώ, σε αυτό το καφενείο, ο χρόνος βοηθάει και μιλά γι αυτό.

​Εικόνες από την πολύ παλιά ιστορία του χωριού, λυράρηδες, γλεντηστάδες, πολιτικοί, όλοι πέρασαν από δω.
– Εδώ ήταν το πατριαρχείο. Εδώ επαίρνουντο όλες οι μεγάλες αποφάσεις του χωριού. Κάτι σαν Βουλή και δικαστήριο,  κάθε παράβαση ηθικού νόμου γίνονταν υπακούοντας σ´ ένα ανώτερο ηθικό νόμο. 


Και όταν δεν είχαν πλέον λύση…άρχιζαν, «εβγαίνανε στις μαντινάες».  Καθώς η Κάρπαθος μαζί με τη Κάσο και τη Σητεία ήταν επαρχία των Κορνάρων, και κρατώντας την Ελληνική – με βαθιά αρχαίες δωρικές λέξεις- η συνήθεια του ομηλείν δια του δεκαπεντασύλλαβου με ομοιοκαταληξία διατηρήθηκε, και η συνήθεια της μαντινάδας άνθισε θα έλεγα σε αυτό το τόπο περισσότερο και από την ίδια τη Κρήτη -όσον αφορά το σήμερα – προφανώς λόγω της απομόνωσης τους.


Εδώ ο πόνος, η χαρά, η πρόσκληση, το παράπονο, ο θάνατος και ο Έρωτας, εξιστορούνται επιτόπου –  γιατί τότε μόνο έχει αξία η μαντινάδα, όταν γεννιέται επί τόπου – και μάλιστα σε μια στιχομυθία που αποτελεί «υποχρέωση» και καταλήγει σε άμιλλα.

Και αφού μου είπε και του είπα αρκετές μαντινά(δ)ες  του Φιλιππή, σηκώθηκα να φύγω, να χαιρετήσω, είχα πλέον γίνει ένα μαζί τους, τους ξάνοιξα και τους δυο και τους είπα :

«Ήκαμε ο Θεός την ομορφιά
ήκαμε και τα νιάτα

μα ήκαμε και τα γηρατειά
και τα κάνε σαλάτα»

Συνοφρυώθηκε η Αρχοντούλα, τινάχτηκε απ τη καρέκλα, σηκώθηκε και κοίταξε στα μάτια τον άντρα της ρωτώντας τον:

« Βρε συ Φίλιππα, ετούτος να εδώ, μήπως είναι Ολυμπίτης και δεν μας το λέει» ;

Πηγή: www.tastelocalegreece.weebly.com




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου