Πάνω από τις κινηματογραφικές μηχανές, σε ένα μικρό δωματιάκι με την αγωνία οι υπότιτλοι να πέσουν σωστά, να μην πάρει φωτιά το φιλμ, και με την ετοιμότητα να αντιμετωπιστούν άμεσα όποια προβλήματα προκύψουν. Αυτή ήταν η δουλειά του μηχανικού-τεχνικού κινηματογράφου.
Από το χειροκίνητο γύρισμα των φιλμ στη σημερινή ψηφιακή εποχή, δύο από τους παλιότερους ανθρώπους του κινηματογράφου στα Χανιά μιλούν στις “διαδρομές” για τη δουλειά πίσω από το καρέ.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ: Από ταξιθέτης… πίσω από την μηχανή
«Η πρώτη μου εργασιακή επαφή με τον κινηματογράφο ήταν όταν ήμουν ακόμα παιδι. Το 1953 εργαζόμουν τότε στην αίθουσα “Ορφέας” στον Χρυσόστομο ως απλός ταξιθέτης» μας λέει ο κ. Δημήτρης Κασιμάτης που εργάστηκε για περισσότερα από 20 χρόνια στις σινέ αίθουσες. Το αρχείο του είναι πλούσιο και οι φωτογραφίες και η ιστορία του καταγράφονται στο “Σινέ Σαντάν” το ξεχωριστό έργο του Γιώργου Φθενάκη. Ενθουσιασμένος που έβγαζε χαρτζιλίκι ενώ έβλεπε και ταινίες δωρεάν ο κ. Δημήτρης δεν άργησε να μπει και “πιο βαθιά στα νερά της 7ης τέχνης”.
«Ημουν πολύ χαρούμενος για ό,τι έκανα εκείνη την εποχή. Τα χρήματα που έπαιρνα και το πουρμπουάρ το χρησιμοποιούσα για να πάω στη “Ρέμβη” και να αγοράσω μπισκότα σπασμένα που δίνονταν στη μισή τιμή! Με είδαν λοιπόν εκεί οι άνθρωποι του σινεμά πως μου άρεσε πολύ και είχα ενδιαφέρον και μου λένε κάποια στιγμή “θέλεις να γυρίζεις τις ταινίες στις μπομπίνες;”. Ηταν μια επίπονη δουλειά γιατί χρειαζόταν να γυρίζεται με το χέρι και ήθελε και προσοχή γιατί οι πρώτες ταινίες ήταν “μπαρούτι”, ήταν πολύ εύφλεκτες.
Το αποδέχθηκα με μεγάλη χαρά και έτσι ξεκίνησα ως βοηθός. Είχα πάθος πραγματικό με τον κινηματογράφο.
Mέσα σε μια εβδομάδα θυμάμαι είχα δει 11 ταινίες και ήλθε μέρα που είδα και 4 ταινίες γιατί ο κινηματογράφος τότε ήταν η μόνη ψυχαγωγία στην πόλη» θυμάται o συνομιλητής μας.
Mέσα σε μια εβδομάδα θυμάμαι είχα δει 11 ταινίες και ήλθε μέρα που είδα και 4 ταινίες γιατί ο κινηματογράφος τότε ήταν η μόνη ψυχαγωγία στην πόλη» θυμάται o συνομιλητής μας.
ΑΛΛΕΣ ΕΠΟΧΕΣ – ΑΛΛΑ ΗΘΗ
Χαρακτηριστικό της εποχής τα πολύ… αυστηρά ήθη που δεν θα μπορούσαν να μην ισχύουν στον κινηματογράφο. «Στις ταινίες έμπαινε πολύ εύκολα το “ακατάλληλο” και το “αυστηρά ακατάλληλο”. Θυμάμαι τότε ότι στον Κήπο είχε παίξει το “Ωραιότερο κορίτσι του κόσμου” και είχε χαρακτηριστεί “αυστηρώς ακατάλληλο”. Γιατί; Γιατί είχε την πρωταγωνίστρια με μαγιό. Παίχτηκε μετά από κάποια χρόνια και πάλι η ίδια η ταινία και τότε βέβαια ήταν κατάλληλη. Αλλαζαν τα χρόνια, άλλαζαν και τα ήθη» αναφέρει.
Χαρακτηριστικό της εποχής τα πολύ… αυστηρά ήθη που δεν θα μπορούσαν να μην ισχύουν στον κινηματογράφο. «Στις ταινίες έμπαινε πολύ εύκολα το “ακατάλληλο” και το “αυστηρά ακατάλληλο”. Θυμάμαι τότε ότι στον Κήπο είχε παίξει το “Ωραιότερο κορίτσι του κόσμου” και είχε χαρακτηριστεί “αυστηρώς ακατάλληλο”. Γιατί; Γιατί είχε την πρωταγωνίστρια με μαγιό. Παίχτηκε μετά από κάποια χρόνια και πάλι η ίδια η ταινία και τότε βέβαια ήταν κατάλληλη. Αλλαζαν τα χρόνια, άλλαζαν και τα ήθη» αναφέρει.
Στη συνέχεια ήλθε η εποχή να υπηρετήσει στο Ναυτικό ο κ. Κασιμάτης. Ομως ο κινηματογράφος δεν τον άφηνε. Τον Απρίλη του 1959 ο Ναύσταθμος Κρήτης όπου βρισκόταν αγόρασε μια υδρόψυκτη Mikrotechnika, και χρειαζόταν μηχανικό κινηματογράφου. Ο κ. Κασιμάτης ανέλαβε τη συγκεκριμένη εργασία που τη συνέχισε και μετά την απόλυση του ως ναύτης.
«Η διαδικασία της προβολής… δεν τη λες και απλή! Χρήση του κάρβουνου για να γίνει ο σπινθήρας, υδρόψυκτη λειτουργία και ο τεχνίτης συνέχεια πάνω από τη μηχανή ώστε ο σπινθήρας να μην προκαλέσει άλλα προβλήματα. Αλλά και οι υπότιτλοι δεν ήταν πάνω στην ταινία τότε αλλά έπρεπε να τους προσθέσεις! Η πρώτη ταινία που μας ήλθε κανονικά με υπότιτλους ήταν “Η Βασίλισσα του Σαβά”. Να πω ότι έγινε πανηγύρι θα είναι λίγο. Γλιτώσαμε το να βάζουμε τους υπότιτλους που ήταν πολύ δύσκολη και επίπονη εργασία» λέει.
Ηταν η εποχή που όταν τα γράμματα έβγαιναν εκτός της οθόνης, όταν ήταν θολή η ταινία ή κάτι πήγαινε στραβά ο κόσμος από κάτω συνήθιζε να φωνάζει “χασάπη γράμματα!”… μια χαρακτηριστική έκφραση που κινητοποιούσε το μηχανικό για να επιδιορθώσει τη ζημιά!
Στο σινεμά του Ναυστάθμου πέρα από τους στρατιωτικούς και τις οικογένειές τους πήγαιναν τότε και οικογένειες από την περιοχή μετά την εξασφάλιση της σχετικής άδειας.
Εκεί ο κ. Κασιμάτης παρέμεινε μέχρι το 1970 και έπειτα κατόπιν ειδικής άδειας εργάστηκε σε κινηματογράφους όπως ο “Ορφέας” στον Κουμπέ, το “Ρεξ” και άλλους.
«Τώρα αν μου πεις να δω κινηματογράφο… ούτε δεμένος, το ίδιο και στην τηλεόραση, έχω άλλα ενδιαφέροντα. Ομως την εποχή εκείνη δεν είναι δυνατόν να την ξεχάσω γιατί ήταν πολύ έντονη. Τα ζήσαμε όλα πολύ έντονα» καταλήγει
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΖΟΚΟΠΑΚΗΣ: Στον κινηματογράφο δεν υπάρχουν τίτλοι τέλους
«Αληθινά πιστεύω ότι ο κινηματογράφος είναι το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο. Ασχολείται με το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον του ανθρώπου. Για όσους έχουν δει την ταινία “Σινεμά ο Παράδεισος” του Τορνατόρε μπορώ να πω ότι μου θυμίζει τη ζωή μου» μας εξηγεί ο Γιάννης Μαζοκοπάκης.
«Αληθινά πιστεύω ότι ο κινηματογράφος είναι το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο. Ασχολείται με το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον του ανθρώπου. Για όσους έχουν δει την ταινία “Σινεμά ο Παράδεισος” του Τορνατόρε μπορώ να πω ότι μου θυμίζει τη ζωή μου» μας εξηγεί ο Γιάννης Μαζοκοπάκης.
Παλιός τεχνικός και ηλεκτρολόγος κινηματογράφου, αλλά και ιδιοκτήτης σινεμά εδώ και δεκαετίες. Η πρώτη επαφή με την μεγάλη οθόνη έγινε για τον κ. Γιάννη όταν ήταν 9-10 ετών στο Καστέλι Κισάμου όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε.
ΟΡΓΑΝΟ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ
«Ερχόταν δύο φορές το μήνα το κινηματογραφικό συνεργείο της Μεραρχίας στο Καστέλι και έπαιζε ταινίες. Παρόλο που ο πατέρας μου μού απαγόρευσε να πάω γιατί τότε κυκλοφορούσε η φήμη ότι ο κινηματογράφος ήταν… όργανο του διαβόλου, εγώ πήγα γιατί ήμουν περίεργος να δω τι ήταν αυτό το πράγμα που έλεγαν όλοι ότι έδειχνε ανθρώπους να κινούνται. Επαιζε λοιπόν ένα καουμπόικο τότε και επειδή ήταν τρίωρο, έπαιξαν το πρώτο μέρος και το δεύτερο μέρος θα το έπαιζαν σε 15 ημέρες. Βλέποντας αυτές τις εικόνες κάτι δημιουργήθηκε μέσα μου, κάτι γεννήθηκε» θυμάται ο κ. Γιάννης.
«Ερχόταν δύο φορές το μήνα το κινηματογραφικό συνεργείο της Μεραρχίας στο Καστέλι και έπαιζε ταινίες. Παρόλο που ο πατέρας μου μού απαγόρευσε να πάω γιατί τότε κυκλοφορούσε η φήμη ότι ο κινηματογράφος ήταν… όργανο του διαβόλου, εγώ πήγα γιατί ήμουν περίεργος να δω τι ήταν αυτό το πράγμα που έλεγαν όλοι ότι έδειχνε ανθρώπους να κινούνται. Επαιζε λοιπόν ένα καουμπόικο τότε και επειδή ήταν τρίωρο, έπαιξαν το πρώτο μέρος και το δεύτερο μέρος θα το έπαιζαν σε 15 ημέρες. Βλέποντας αυτές τις εικόνες κάτι δημιουργήθηκε μέσα μου, κάτι γεννήθηκε» θυμάται ο κ. Γιάννης.
Η ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΒΟΛΗ ΗΤΑΝ… ΧΑΛΙΑ
Η πρώτη επαφή του ίδιου με την τεχνική της προβολής ταινιών ήλθε λίγα χρόνια αργότερα… όχι όμως με τόσο μεγάλη επιτυχία. «Ήταν Πάσχα του ’57 ήμουν 17 χρονών και επειδή ο χειριστής του σινεμά στο Καστέλι ήταν Ρεθυμνιώτης και πήγε στα μέρη του για κάνει τις γιορτές είχαν πει ότι Μεγάλο Σάββατο δεν θα γίνει προβολή ταινίας. Βρήκε ο ιδιοκτήτης ένα γουέστερν, το “Μονομαχία Γιγάντων” δεν μπορούσα να το ξεχάσω, και με κάλεσε να δω αν μπορώ να τη μοντάρω και να την παίξω γιατί ως νεαρός παρακολουθούσα τον μηχανικό και είχα “ψιλομάθει” τη δουλειά.
Η πρώτη επαφή του ίδιου με την τεχνική της προβολής ταινιών ήλθε λίγα χρόνια αργότερα… όχι όμως με τόσο μεγάλη επιτυχία. «Ήταν Πάσχα του ’57 ήμουν 17 χρονών και επειδή ο χειριστής του σινεμά στο Καστέλι ήταν Ρεθυμνιώτης και πήγε στα μέρη του για κάνει τις γιορτές είχαν πει ότι Μεγάλο Σάββατο δεν θα γίνει προβολή ταινίας. Βρήκε ο ιδιοκτήτης ένα γουέστερν, το “Μονομαχία Γιγάντων” δεν μπορούσα να το ξεχάσω, και με κάλεσε να δω αν μπορώ να τη μοντάρω και να την παίξω γιατί ως νεαρός παρακολουθούσα τον μηχανικό και είχα “ψιλομάθει” τη δουλειά.
Ηταν δύσκολο να μάθεις τότε γιατί οι παλιοί τεχνικοί δεν έδειχναν στους νεότερους για να μην μπουν πολλοί στη δουλειά. Κατάφερα λοιπόν και τη μόνταρα και ετοιμάστηκα να παίξω την ταινία.
Ομως εκεί που απέτυχα τελείως ήταν οι υπότιτλοι που έρχονταν ξεχωριστά και έπρεπε να τους βάλεις σωστά πάνω στα λόγια των πρωταγωνιστών. Μια πολύ επίπονη δουλειά, που ήθελε πείρα, να είσαι συνέχεια από πάνω και βέβαια να… ξέρεις αγγλικά ώστε να συμβαδίζουν οι υπότιτλοι με αυτά που έλεγαν οι πρωταγωνιστές. Ξεκίνησε το έργο, άρχισα λοιπόν και εγώ να βάζω τους υποτίτλους.
Ομως εκεί που απέτυχα τελείως ήταν οι υπότιτλοι που έρχονταν ξεχωριστά και έπρεπε να τους βάλεις σωστά πάνω στα λόγια των πρωταγωνιστών. Μια πολύ επίπονη δουλειά, που ήθελε πείρα, να είσαι συνέχεια από πάνω και βέβαια να… ξέρεις αγγλικά ώστε να συμβαδίζουν οι υπότιτλοι με αυτά που έλεγαν οι πρωταγωνιστές. Ξεκίνησε το έργο, άρχισα λοιπόν και εγώ να βάζω τους υποτίτλους.
Είχε κάποια στιγμή η ταινία μια μάχη των καουμπόυδων με τους Ινδιάνους και οι υπότιτλοι που έβαζα ήταν ερωτόλογα ανάμεσα σε ένα ζευγάρι από μια σκηνή πολύ πιο πριν! Γύρισα τους υπότιτλους πιο γρήγορα για να φτάσω στο σημείο της μάχης και να έχουν κάποια σχέση με την εικόνα αλλά και πάλι δεν τα κατάφερα! Ακόμα και στο “ΤΕΛΟΣ” που γράφεται όταν ολοκληρωθεί η ταινία, εγώ έδειχνα και πάλι υπότιτλους! Τα έκανα όλα μαντάρα! Ο κόσμος όμως χειροκρότησε γιατί αν δεν ήμουν εγώ δεν θα παιζόταν η ταινία Μεγάλο Σάββατο.
Εξάλλου στα 1957 ο περισσότερος κόσμος ήταν αναλφάβητος και δεν μπορούσε να διαβάσει και τους υπότιτλους! Και πρέπει να πω ότι ο κινηματογράφος βοήθησε αρκετό κόσμο να μάθει τουλάχιστον να διαβάζει ώστε να καταλαβαίνει τις ταινίες και σε αυτό βοήθησε και ο κινηματογράφος, στο να μάθουν γράμματα.
Στα θερινά σινεμά ο κόσμος σκαρφάλωνε στα δέντρα καθώς… δεν υπήρχαν χρήματα.
Μόλις ξεκινούσε η προβολή τούς έλεγα να μπουν μέσα μην πέσει και κανείς. Υπήρχαν και οι πονηροί που στέκονταν στην ουρά και προσπαθούσαν να “ξεγλιστρήσουν” στον χώρο του σινεμά. Ηταν όμορφα χρόνια. Ο κόσμος όταν είχε ένα φαγητό να φάει και 4-5 δρχ. για να πάει στο σινεμά ήταν ευτυχισμένος» αναφέρει ο παλιός μηχανικός.
ΟΤΑΝ ΒΓΗΚΕ Η ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ
Ακολούθως o κ. Γιάννης εργάστηκε σε όλα σχεδόν τα σινεμά της εποχής, θερινά και χειμερινά και το 1970 έκανε το δικό του γραφείο που νοίκιαζε ταινίες σε κινηματογράφους και στρατιωτικές υπηρεσίες. «Εκείνη την εποχή υπήρχαν 26 φορητές κινηματογραφικές μηχανές στα Χανιά που έκαναν περιοδεία και έπαιζαν ταινίες στα χωριά.
Ακολούθως o κ. Γιάννης εργάστηκε σε όλα σχεδόν τα σινεμά της εποχής, θερινά και χειμερινά και το 1970 έκανε το δικό του γραφείο που νοίκιαζε ταινίες σε κινηματογράφους και στρατιωτικές υπηρεσίες. «Εκείνη την εποχή υπήρχαν 26 φορητές κινηματογραφικές μηχανές στα Χανιά που έκαναν περιοδεία και έπαιζαν ταινίες στα χωριά.
Οταν όμως μπήκε η τηλεόραση, μέσα σε 6 μήνες έκλεισαν! Εξαφανίσθηκαν! Το ίδιο έγινε και με τους θερινούς κινηματογράφους, περιορίσθηκαν πάρα πολύ.
Ο Κώστας Βενιανάκης που ήταν και ο μεγαλύτερος κινηματογραφιστής στα Χανιά μου πρότεινε να εργαστώ στο παλιό “Αττικόν” στον χώρο που βρίσκεται και τώρα. Ηταν βέβαια θερινός. Μου τον έδωσε λοιπόν ώστε να υπάρχει και ένας δεύτερος θερινός κινηματογράφος στα Χανιά εκτός από τον “Κήπο” και έτσι ξεκίνησα. Επειτα είχα το χειμερινό “Αστέρι” μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90, και από 1996 ξεκίνησα και το χειμερινό “Αττικόν” και το 2001 προσέθεσα σε αυτό και μια δεύτερη αίθουσα.
ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Μέσα στο σινεμά δεν θα μπορούσε να μην ζήσει διάφορα απίθανα συμβάντα. Πολλά από αυτά δεν θα σβήσουν ποτέ από την μνήμη του κ. Μαζοκοπάκη.
«Παίζαμε μια ταινία για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ημουν στην καμπίνα λοιπόν και ακούω φασαρία από κάτω από την αίθουσα, φωνές. Κατεβαίνω λοιπόν και εκείνη την ώρα ήταν σε εξέλιξη μια μάχη μεταξύ Γερμανών και Αμερικάνων. Ενας Αμερικάνος λοχαγός ήταν όρθιος και πίσω από ένα βράχο ένας Γερμανός τον σημάδευε.
Μέσα στο σινεμά δεν θα μπορούσε να μην ζήσει διάφορα απίθανα συμβάντα. Πολλά από αυτά δεν θα σβήσουν ποτέ από την μνήμη του κ. Μαζοκοπάκη.
«Παίζαμε μια ταινία για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ημουν στην καμπίνα λοιπόν και ακούω φασαρία από κάτω από την αίθουσα, φωνές. Κατεβαίνω λοιπόν και εκείνη την ώρα ήταν σε εξέλιξη μια μάχη μεταξύ Γερμανών και Αμερικάνων. Ενας Αμερικάνος λοχαγός ήταν όρθιος και πίσω από ένα βράχο ένας Γερμανός τον σημάδευε.
Ενας θεατής φώναζε συνέχεια “κρύψου ρε, θα σε σκοτώσει. Κοιτάτε τον που δεν με ακούει, δεν με ακούει”. Κάποια στιγμή τον πυροβόλησε και τον σκότωσε ο Γερμανός. Λέει ο θεατής στον διπλανό του “εγώ του φώναζα αλλά δεν με άκουσε”, και του λέει και ο διπλανός “έχεις δίκιο, εσύ του το ’πες αυτός έκανε του κεφαλιού του”. Δηλαδή ο κόσμος τη “ζούσε” την ταινία, νόμιζε ότι όλα γίνονταν εκείνη την ώρα ζωντανά» τονίζει.
«Μια άλλη ιστορία έρχεται από την εποχή που σταμάτησαν οι υπαίθριοι κινηματογράφοι που διέτρεχαν την ύπαιθρο. Τότε σε ορισμένα απομακρυσμένα χωριά των Χανίων κάποιοι κάτοικοι πήραν μηχανές και γεννήτριες για να κάνουν προβολές στο καφενείο του χωριού.
Ηλθε κάποιος από το Βλάτος στην Κίσαμο και αγόρασε μια φορητή μηχανή προβολής και μια γεννήτρια. Του έδειξα πώς λειτουργεί και έφυγε. Εκείνη την εποχή βέβαια τα τηλέφωνα ήταν ελάχιστα και πολλά χωριά είχαν μόνο το κοινοτικό. Εκείνος λοιπόν έβαλε την ταινία να παίξει και μόλις ξεκίνησε να γυρίζει είδε τα πρόσωπα να είναι ανάποδα. Πίστεψε ότι η ταινία ήταν ανάποδα και σταμάτησε την προβολή και άρχισε να την γυρίζει πίσω. Θα έκανε 50 λεπτά, ο κόσμος από κάτω είχε αγανακτήσει.
Βάζει λοιπόν πάλι την ταινία, ξεκινάει να παίζει και η ταινία ήταν πάλι ανάποδα, αφού πριν ήταν σωστή. Οι θεατές δεν είχαν υπομονή να περιμένουν να ξαναγυρίσει πίσω η ταινία και η προβολή έγινε με την ταινία ανάποδα. Οπως μου είπε όλοι το καταχάρηκαν και έσκασαν από τα γέλια» αφηγείται ο κ. Μαζοκοπάκης.
ΤΑΙΝΙΕΣ ΚΑΙ “ΤΑΙΝΙΕΣ”
Το ’50 και το ’60 οι κινηματογραφικές αίθουσες ήταν κατάμεστες και το ενδιαφέρον του κοινού τεράστιο. «Οι ταινίες του Ξανθόπουλου αλλά κυρίως της Βουγιουκλάκη και του Κούρκουλου ήταν ανάρπαστες. Κάθε Σάββατο για να πάρεις εισιτήριο έπρεπε να πας μια ώρα πιο μπροστά και παρόλο που γίνονταν 3-4 προβολές την ημέρα, ποτέ δεν ήταν αρκετές για να φιλοξενήσουν τον κόσμο. Τώρα αν κάνεις 20.000 εισιτήρια το χρόνο θα πρέπει να είσαι και χαρούμενος» τονίζει ο κ. Μαζοκοπάκης.
Το ’50 και το ’60 οι κινηματογραφικές αίθουσες ήταν κατάμεστες και το ενδιαφέρον του κοινού τεράστιο. «Οι ταινίες του Ξανθόπουλου αλλά κυρίως της Βουγιουκλάκη και του Κούρκουλου ήταν ανάρπαστες. Κάθε Σάββατο για να πάρεις εισιτήριο έπρεπε να πας μια ώρα πιο μπροστά και παρόλο που γίνονταν 3-4 προβολές την ημέρα, ποτέ δεν ήταν αρκετές για να φιλοξενήσουν τον κόσμο. Τώρα αν κάνεις 20.000 εισιτήρια το χρόνο θα πρέπει να είσαι και χαρούμενος» τονίζει ο κ. Μαζοκοπάκης.
Στα χρόνια που εργάστηκε δεν έπαιξε ποτέ ταινίες πορνό και δεν δίστασε να μην προβάλλει ταινίες που είχαν πολύ άσχημο περιεχόμενο. «Ημουν στο “Αστέρι” και είχαμε μια ταινία που δεν θυμάμαι τον τίτλο της, είχε να κάνει με “καθάρματα” ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Ηταν εντελώς ανόητη και αηδιαστική και την τράβηξα πίσω. Πορνό δεν έπαιξα ποτέ από πεποίθηση. Θυμάμαι επίσης μια εποχή θα έπαιζε στο “Αστέρι” ο Βενιανάκης τον “Αγιο Πρεβέζης” και τον κάλεσε τότε ο Δεσπότης του είπε ότι “είσαι καλός Χριστιανός και δεν πρέπει να την προβάλεις” και έτσι έκανε», λέει ο συνομιλητής μας.
Οι ταινίες που ο παλαίμαχος τεχνικός κινηματογράφου δεν θα ξεχάσει… πάμπολλές. Από αυτές θυμάται έντονα την “Τελευταία έξοδος Ρίτα Χέηγουρθ” και όπως χαρακτηριστικά λέει «γενικά μου αρέσουν οι ταινίες που περνάνε ανθρώπινα συναισθήματα. Γι’ αυτό και λυπάμαι πολύ για τις ταινίες που βλέπει η νεολαία σήμερα. Δυστυχώς δεν έχουν να τους προσφέρουν τίποτα πολλές φορές. Και όμως η νεολαία τις προτιμάει.
Βέβαια η κινηματογραφική παιδεία που έχει ένα νέο παιδί δεν είναι ανάλογη με αυτή που έχει ένας 60άρης».
Πλέον στο “Αττικόν” εδώ και μερικούς μήνες οι παλιές μηχανές προβολής έχουν καταργηθεί και διατηρούνται μόνο για το μουσειακό τους χαρακτήρα.
Πλέον στο “Αττικόν” εδώ και μερικούς μήνες οι παλιές μηχανές προβολής έχουν καταργηθεί και διατηρούνται μόνο για το μουσειακό τους χαρακτήρα.
Η προβολή γίνεται με ψηφιακά μέσα και σύγχρονο εξοπλισμό. Πλέον η δουλειά του τεχνικού κινηματογράφου είναι πιο τυποποιημένη. Δεν έχει σχέση με το παρελθόν. Η αγάπη όμως των ανθρώπων αυτών για την 7η τέχνη δεν έχει τίτλους τέλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου