Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν Ελιά.
Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της, έβλεπε τον κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη.
Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω, σκεφτόταν. Κι από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε. Βγήκε στη γειτονιά, κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά της λίγο φαΐ.
Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη, της μαγείρεψε, της σκούπισε το σπίτι, την έπλυνε, την τάισε. Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα, για να πάρει αέρα και ήλιο.
Τα βράδια γύριζε κατάκοπη, μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους.
Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε, όσο αδυνάτιζε. Μα έβλεπε πως ό,τι κι αν έκανε, ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένος.
Αυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν.
– Τι να κάνω, τι να κάνω. Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία.
Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη – και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα – δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος. Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε:
– Τρέξε, καλή νεράιδα, η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη, χλωμή κι αδύνατη.
Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε:
– Τι έχεις, Ελιά μου, κι είσαι τόσο λυπημένη;
– Αχ, καλή μου νεράιδα. Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου.
– Και τι θέλεις, δηλαδή;
– Θέλω να τους γίνω χρήσιμη. Θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά.
– Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ;
– Και βέβαια το θέλω, δε βλέπεις πως έλιωσα από τη στενοχώρια μου;
– Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι. Θα σε κάνω αυτό που θέλεις. Και τσουπ! την άγγιξε με το ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα μεγάλο δέντρο, που έβγαλε φύλλα, λουλουδάκια άσπρα, που έγιναν ελιές πράσινες, μωβ, μαύρες. Έπεσαν στη γη, τα κουκούτσια φύτρωσαν, έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο ελαιώνα.
Ήρθαν οι γείτονες, μάζεψαν τις ελιές, έβγαλαν λάδι, έφαγαν, χόρτασαν, ρόδισαν τα μάγουλά τους, ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και να ζουν ευτυχισμένοι.
Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της δείξουν την αγάπη τους, πήραν το λάδι τους, το έβαλαν στο καντήλι, για να θυμίζουν στην Παναγιά και στο Χριστό, την καλοσύνη της ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο.
Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε. Κι ο Χριστός κάτω απ’ την ελιά ήρθε και ξεκουράστηκε.
Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση στον ελαιώνα και φρόντιζε, όταν έρχονται οι άνθρωποι να τη μαζέψουν νά ’ναι γεμάτη ελιές, να χορταίνουν οι φτωχοί, και να φωτίζονται απ’ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές.
ΑΜΠΕΛΙ
Η ιστορία του αµπελιού χάνεται στα βάθη των αιώνων. Αρκεί να αναλογιστούµε ότι κουκούτσια αγριοστάφυλων έχουν βρεθεί ακόµη και σε σπηλιές που κατοικήθηκαν από νοµαδικά προϊστορικά φύλα...
Πριν από την εποχή των παγετώνων η άµπελος ευδοκιµούσε στην πολική ζώνη. Οι παγετώνες όµως περιόρισαν την εξάπλωσή της, ωθώντας διάφορα είδη άγριων αµπέλων προς θερµότερες ζώνες, όπως η κεντρική και ανατολική Ασία, η κεντρική και νότια Ευρώπη, αλλά και η ευρύτερη περιοχή του νότιου Καυκάσου.
Εκεί γεννήθηκε το είδος «Άµπελος η Οινοφόρος» (Vitis vinifera), που σήµερα σε διάφορες ποικιλίες του καλλιεργείται σχεδόν αποκλειστικά.
Η τέχνη της αµπελουργίας εικάζεται ότι ξεκίνησε µε την αγροτική επανάσταση γύρω στο 5000 π.Χ. Από τους πρώτους γνωστούς αµπελοκαλλιεργητές θεωρούνται οι Άριοι (πρόγονοι των Περσών και των Ινδών που ζούσαν στην περιοχή Καυκάσου-Κασπίας), οι σηµιτικοί λαοί και οι Ασσύριοι.
Το κρασί µάλιστα εκείνη την εποχή ήταν γνωστό ακόµη και στην αρχαία Κίνα! Κατόπιν οι τέχνες της αµπελουργίας και της οινοποιίας πέρασαν στους Αιγύπτιους, στους λαούς της Παλαιστίνης, της Φοινίκης και στους Έλληνες.
Η Αίγυπτος είχε µακρά παράδοση στην οινοποιία, η οποία ξεκινά πριν από το 4000 π.Χ.: οι αρχαίοι Αιγύπτιοι διέθεταν ακόµη και µηχανικά πιεστήρια, ενώ έχουν βρεθεί αµφορείς της Νέας ∆υναστείας (1600-1100 π.Χ.) στους οποίους αναγράφονται η προέλευση, η σοδειά και ο οινοποιός...
Στη Μεσοποταµία γύρω στο 1700 π.Χ. ο Βαβυλώνιος βασιλιάς Χαµουραµπί είχε θεσπίσει νοµοθεσία για την τιµή του κρασιού, αλλά και για το ότι αυτό έπρεπε να καταναλώνεται µόνο το διάστηµα µετά τον τρύγο (η παλαίωση προφανώς ήταν κάτι άγνωστο για την εποχή...).
Παρά τη µακρά παράδοσή τους, οι λαοί αυτοί γρήγορα έχασαν τη φήµη των σπουδαίων οινοποιών, πράγµα που πιθανότατα οφείλεται στο ότι το αµπέλι έδινε καλύτερες ποικιλίες σε µεσογειακά κλίµατα, όπως της Φοινίκης και της Ελλάδας.
Οι σηµιτικοί λαοί της ανατολικής Μεσογείου γνώρισαν το κρασί από τα πρώτα χρόνια, αν κρίνουµε από τις πολυάριθµες αναφορές της Παλαιάς ∆ιαθήκης σε αυτό. Η σηµασία του µάλιστα ήταν τόσο µεγάλη για την κοινωνική ζωή, αν αναλογιστούµε ότι ο Ιησούς Χριστός πραγµατοποίησε το πρώτο θαύµα του στην Κανά της Γαλιλαίας, µετατρέποντας το νερό σε κρασί, ώστε να µπορέσει να συνεχιστεί ο γάµος στον οποίο ήταν προσκεκληµένος.
Οι Φοίνικες ήταν ξακουστοί οινοποιοί, αλλά και έµποροι: φοινικικοί αµφορείς για κρασί έχουν βρεθεί σχεδόν σε κάθε περιοχή της ανατολικής και της κεντρικής Μεσογείου. Ένα από τα πρώτα µεγάλα κέντρα θαλάσσιου οινεµπορίου ήταν η Τύρος.
Οι Έλληνες ανέπτυξαν ιδιαίτερα την οινοποιία, σχεδόν µονοπωλώντας την αγορά για αιώνες. Γνώρισαν το κρασί πιθανότατα από την αρχή της εγκατάστασής τους στο σηµερινό τους τόπο.
∆εν είµαστε ακόµη βέβαιοι από πού διδάχτηκαν την τέχνη της οινοποιίας, σύµφωνα όµως µε µια από τις επικρατέστερες θεωρίες, την έµαθαν από τους ανατολικούς λαούς (Φοίνικες ή Αιγύπτιους) µε τους οποίους είχαν ανεπτυγµένες εµπορικές σχέσεις, ιδίως οι Μινωίτες.
Το κρασί στο επίκεντρο του πρώτου ευρωπαϊκού πολιτισµού
Κρήτη... «Η γη στη µέση της θάλασσας που έχει το χρώµα του κρασιού...», κατά τον Όµηρο.
Όµως, η ιστορία του κρασιού στην Κρήτη και οι δεσµοί του µε το νησί έχουν τις ρίζες τους πολύ πιο παλιά, πριν ακόµη και από τα οµηρικά έπη.
Εδώ και περίπου έναν αιώνα οι ανασκαφές στην Κρήτη του διεθνούς φήµης αρχαιολόγου sir Arthur Evans έφεραν στο φως το θαύµα του Μινωικού Πολιτισµού. Στο παλάτι της Κνωσού, το αρχαιότερο αρχιτεκτονικό µνηµείο στην Ευρώπη, ανακαλύφθηκαν πολυτελή τετραώροφα κτίρια µε παροχές τέτοιες, που η υπόλοιπη Ευρώπη θα αποκτούσε αρκετές χιλιετίες αργότερα...
Ο Έβανς εντυπωσιάστηκε τόσο από το επίπεδο διαβίωσης των αρχαίων Κρητών, που τους εκθίαζε πολύ συχνά σε πρωτοσέλιδα άρθρα του στα δηµοφιλέστερα έντυπα του κόσµου.
Στις πολύχρωµες τοιχογραφίες των µινωικών παλατιών απεικονίζεται µια ζωή γεµάτη δηµιουργικότητα, καλαισθησία, αλλά και σε απόλυτη αρµονία µε το φυσικό περιβάλλον.
ΟΙ Μινωίτες καλλιεργούσαν τη γη τους και γεύονταν αυτά που απλόχερα τους προσέφερε. Στις εκατοντάδες πινακίδες που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη βλέπουµε µια ακµάζουσα οικονοµία µε γεωργικές, κτηνοτροφικές και εµπορικές δραστηριότητες. Μεταξύ των προϊόντων που καλλιεργούσαν µε επιτυχία και εµπορεύονταν οι αρχαίοι Κρήτες ξεχωρίζουµε το λάδι, τα σιτηρά, αλλά και το κρασί.
Το αµπέλι καλλιεργείται συστηµατικά στην Κρήτη εδώ και περίπου 4.000 χρόνια! ∆εν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το αρχαιότερο πατητήρι σταφυλιών, ηλικίας µεγαλύτερης των 3.500 ετών, έχει ανακαλυφθεί στην περιοχή του Βαθύπετρου.
Από τον Όµηρο γνωρίζουµε πως τα κρητικά κρασιά ήταν ξακουστά σε όλο τον τότε γνωστό κόσµο. Πέρα από το ηλικίας 3.500 ετών πατητήρι, εντυπωσιακοί αµφορείς, τεράστιοι υπόγειοι χώροι αποθήκευσης, σχετικές απεικονίσεις σε όλα τα µινωικά ανάκτορα, αλλά και αναρίθµητες καταχωρίσεις για µεγάλες ποσότητες κρασιού στα µινωικά αρχεία σηµατοδοτούν όχι µόνο τον κεντρικό ρόλο που έπαιζε το κρασί στη ζωή του νησιού, αλλά και το υψηλό επίπεδο γνώσης των Μινωιτών για αυτό.
Όµως το κρητικό κρασί δεν µένει αυστηρά στο νησί. Ταξιδεύει... Οι Μινωίτες, µε τα πλοία τους γεµάτα µε τα προϊόντα της κρητικής γης, γυρίζουν όλη τη Μεσόγειο. Έτσι, φθάνουν στην αυλή του ισχυρότερου άνδρα του αρχαίου κόσµου, του Αιγύπτιου φαραώ: σε αιγυπτιακές τοιχογραφίες βλέπουµε Κρήτες να καταφθάνουν µε τα πλοία τους στα αιγυπτιακά λιµάνια.
Ανάµεσα στα εµπορεύµατα διακρίνονται και αµφορείς, που πιθανότατα ήταν γεµάτοι κρητικό κρασί. Στο ναυάγιο ενός τέτοιου πλοίου, το οποίο ανακάλυψαν οι αρχαιολόγοι στα ανοιχτά της Τουρκίας, βρέθηκε ένας τέτοιος αµφορέας, ακόµη σφραγισµένος και γεµάτος µε κρασί, ηλικίας πάνω από 3.000 ετών.
Η καλλιέργεια του αµπελιού και η παραγωγή κρασιού στην Κρήτη συνεχίζονται ασταµάτητα στη διάρκεια των αιώνων. Στον «Κώδικα της Γόρτυνας», το αρχαιότερο νοµικό κείµενο στην Ευρώπη, βλέπουµε πρώτη φόρα µια σειρά από κανόνες για την καλλιέργεια του αµπελιού.
ΣΤΑΦΙΔΑ
Μπορεί η Κρήτη στο σύνολό της, όσον αφορά τις καλλιέργειες, για τον περισσότερο κόσμο να ταυτίζεται με το ελαιόλαδο, ωστόσο για τον Νομό Ηρακλείου και όσους γνωρίζουν καλά την ιστορία του, η σταφίδα είναι το σήμα κατατεθέν, ως το βασικό προϊόν στο οποίο στηρίχθηκε η αγροτική οικονομία, αλλά και γενικότερα η οικονομία του νομού.
Η σταφίδα ήταν κινητήρια δύναμη για την οικονομία του νησιού. Μεγάλα Σταφιδεργοστάσια υπήρχαν. Παραλάμβαναν , τυποποιούσαν και εξήγαγαν τόνους το χρυσάφι της κρητικής γης. Τώρα...έμειναν οι αναμνήσεις και τα κουφάρια των κτιρίων. Τότε (1978 περίπου) που με ένα κιλό σταφίδα αγόραζες 5 πακέτα Marlboro (αναφέρεται ως εισαγώμενο είδος)
σταφιδεργοστάσιο των αδελφών Κωνσταντινίδη.
Σταφίδα ονομάζεται το αποξηραμένο σταφύλι. Η σταφίδα διακρίνεται σε δύο είδη, τη μαύρη και την άσπρη. Η άσπρη λέγεται και σουλτανίνα. Τρώγεται σκέτη ως γλυκό και προστίθεται συνήθως σε κέικ και διάφορα γλυκά.
Η κύρια διεργασία παραγωγής έχει να κάνει με την ξήρανση του καρπού, κυρίως της μαύρης σταφίδας, στον ήλιο για μερικές ημέρες (περίπου 10), ενώ ύστερα μπορεί να χρησιμοποιηθούν ορισμένα πρόσθετα προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητα και να επεκταθεί ο χρόνος αποθήκευσης.
Η πιο γνωστή ποικιλία μαύρης σταφίδας είναι η κορινθιακή, η οποία παράγεται κατά 80% στην Ελλάδα. Είναι το μοναδικό είδος σταφίδας σε παγκόσμια κλίμακα για το οποίο έχουν γίνει κλινικές μελέτες σε εθελοντές, που αποδεικνύουν ότι από την ένταξή της στην καθημερινή διατροφή.
Οι παραγωγοί συλλέγουν τον καρπό της μαύρης σταφίδας συνήθως τον μήνα Αύγουστο, τον αποξηραίνουν σε ειδικά διαμορφωμένους υπαίθριους χώρους που ονομάζονται αλώνια. Έπειτα από οκτώ ημέρες (εξαρτάται και από τον καιρό) την γυρίζουν για να αποξηρανθεί και από την άλλη όψη και έπειτα από 2-3 ημέρες (πάλι εξαρτάται από τον καιρό) τον "λαγανίζουν" βγάζοντας τη ρόγα από το κοτσάνι και στη συνέχεια την μαζεύουν και την πηγαίνουν για επεξεργασία.
Η επεξεργασία αυτή είναι γνωστή ως "μακινάρισμα". Εκεί απορρίπτονται τα περιττά σώματα και τα "τσίγγανα" που ενδεχομένως έχει και ξεχωρίζουν την χοντρή από την ψιλή ρόγα. Έπειτα την πουλούν στους σταφιδέμπορους και στις ενώσεις συνεταιρισμών και αυτοί αναλαμβάνουν την περαιτέρω επεξεργασία, την συσκευασία της και την διάθεσή της στην εγχώρια και παγκόσμια αγορά.
Στο παρελθόν οι σταφίδες αποτελούσαν βασικό στοιχείο της διατροφής των προγόνων μας, οι οποίοι πίστευαν ότι περιείχε μαγικές και ιδιαίτερα ευεργετικές ιδιότητες. Στην Κρήτη η σταφίδα και ο μούστος αποτελούν, μαζί με το μέλι, τις πιο σημαντικές παραδοσιακές γλυκαντικές ύλες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου