Αίσθηση προκάλεσε η παρουσίαση του βιβλίου της Άννας Τακάκη – Μαρκάκη και της Σβούρας εκδοτικής «Αροδαμοί κι αγκαραθιές» στην κατάμεστη αίθουσα του Πολύκεντρου του Δήμου Ηρακλείου.
Την παρουσίαση της εκδήλωσης έκανε η γνωστή και καταξιωμένη λογοτέχνιδα Μαρία Καλογεράκη η οποία έδωσε το δικό της ξεχωριστό στίγμα στην εκδήλωση.
Η παρουσίαση ξεκίνησε από την κ. Βαρβάρα Τερζάκη Παλήκαρη, μελετήτρια του Νήματος και της Υφαντικής Τέχνης της Κρήτης, που αναφερόμενη στο έργο της Άννας σημείωσε ότι οι ήρωές της είναι «άνθρωποι με αγνή ψυχή, μέσα στην οποία βρίσκεται συγκεντρωμένη όλη η σοφία χιλιετηρίδων της κρητικής ζωής.
Είναι συχνά ρομαντικοί, καλοπροαίρετοι, δίκαιοι ή ακόμη και αφελείς, αλλά τοπικοί, συχνά μυθικοί ήρωες που αποδίδουν ιερή τελετουργική αλλά και κοινωνική ψυχαγωγία, όπως συμβαίνει στα επίσημα κλασικά έπη του Ομήρου. Άνθρωποι που ζούσαν στα χνάρια μιας δοκιμασμένης παράδοσης, με πίστη στην ομαδική ψυχή, δηλ. στο ύφος της ζωής του λαού, στο πέρασμά του από μια εποχή όπου, «Η κίνηση του χρόνου ήταν αργή».»
Ακολούθως τον λόγο πήρε ο αρθρογράφος και μελετητής της Κρητικής Διαλέκτου Νίκος Λουκαδάκης που συνεπήρε με την ποιητικότητα του τους παρευρισκόμενους και σημείωσε ότι διαβάζοντας το βιβλίο είδε «ξιπαστερές κοπελοπούλες με τση νιότης τα πυρομάγουλα αναμμένα κι άλλες με τον ίδρο του ιερού κάματου να τρέχει στα μαρμαρένια στήθια τους. Ντελικανιδάκια ξεμπέτωτα, κάτω από το μπαλκόνι του έρωτα να ξεταλαγιάζουνε τσι γειτονιές κι άλλα, παραχωστά να παίρνουν τ’ ασημοκουκούλωτο φιλί από χείλη αφίλητα. Ήκουσα τα άχι τση μάνας και τσι σιδερένιες αρμηνιές τση να σκαλίζουνε τ’ άγονα κορμιά των κοπελιών.
Τη βαθιά φωνή τση γιαγιάς που ανασταίνει δράκους, νεράιδες και ήρωες ‘ποξεχασμένους. Το βροντερό γέλιο του πατέρα, ως ήσφιγγε στη μια του χέρα την ανέχεια και στην άλλη την πίστη. Ήκουσα κοντραριστικές μαντινιάδες, πειράγματα, τραγούδια κι ανάμεσά τους η καμπάνα τσ’ εκκλησάς, αποδιαφώτιστα, να μεταξυπνά το ήθος, την τιμιότητα, τη άδολη αγάπη.
Τρύπωσε στα ρουθούνια μου η μυρωδιά του ξεφουρνισμένου ψωμιού, του κρίνου, του ζουμπουλιού, της αμπερόζας στους γαζοντενεκέδες και τσ’ αφούσας του έρωτα ως αγκαλιάζει τα καιόμενα κορμιά.»
Στη συνέχεια ο φιλόλογος και επιμελητής του βιβλίου Δημοσθένης Καραγιάννης που έκανε μια μακρόπνοη και εκλεπτυσμένη ανάλυση του έργου αφού παιδεύτηκε όπως τόνισε πολύ καθώς και στα 22 διηγήματα που περιέχει το βιβλίο αφέθηκε «έκπληκτος να απολαύσει το περιεχόμενο, την ουσία των πραγματευομένων του, αλλά και τη εξαιρετικά δοσμένη ιδιωματική γλώσσα του χωριού της κ. Τακάκη, της Ζήρου Σητείας» και συνέχισε:
«Ρίχτηκα με τα μούτρα, που λέμε, στο διάβασμα των διηγημάτων, και ήρθαν στη μνήμη μου όλα όσα είχα «συναντήσει» στα χωριά που προανέφερα, άρχισαν να ζωγραφίζονται οι μορφές των ηρώων της κ. Άννας ολοζώντανες από ένα παρελθόν μακρινό και να με περιστοιχίζουν, όπως σ΄ ένα ομηρικό νεκρόδειπνο όπου οι σκιές ξανακερδίζουν τις ζωές τους, έστω και μόνο για να πουν τη δική τους ιστορία.
Δραματική, τρυφερή, κωμική, σατιρική, ρομαντική, περιπαιχτική, εκδικητική, ντροπιαστική, λυτρωτική, προσβλητική, αυτοκαταστροφική, συμπονετική, πάντα όμως ανθρώπινη και πάντα μέσα στα πλαίσια της ανοχής, της ειλικρίνειας, της τιμιότητας και της ευγένειας, στοιχεία που διακρίνουν τη δημιουργό, στον τρόπο που πραγματεύεται το αφηγηματικό υλικό της. Κάτι ιδιαίτερα σημαντικό σε μια εποχή που αναζητά το έντονο και επιδεικτικό, απλώς για να εντυπωσιάσει, μακριά από την ουσιαστική ομορφιά της απλότητας.»
Τέλος, τον λόγο πήρε η Άννα Τακάκη που αφού ευχαρίστησε έναν έναν τους συντελεστές της εκδήλωσης και τους παρευρισκόμενους ανέφερε:
Ξεκίνησα να γράφω αυτά τα διηγήματα, πρώτα από την αγάπη μου προς τη γλώσσα του τόπου μου και ύστερα για την ηθογραφία, τη λαογραφία και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων μιας άλλης εποχής» και συνέχισε:
«Από μικρή μου άρεσε να ακούω παλιές, ιστορίες γιατί έβλεπα κάτι το διαφορετικό, το μαγικό, ή το εξωφρενικό πολλές φορές αλλά και το πολύ αστείο που με διασκέδαζε. Όμως με έκανε να προβληματιστώ και να καταλάβω αργότερα πως ακόμη και το χωρατό που έκαναν είχε μια τραγικότητα που οι άνθρωποι προσπαθούσαν να την κάνουν πιο χαλαρή. Την εποχή αυτή που ζούσα στο χωριό ως παιδί ή ως έφηβη κι ακόμη λίγο πιο μεγάλη δεν ήξερα πως ήμουν θεατής που παρακολουθούσε συνεχόμενες παραστάσεις.
Όπως η τελετουργία του γάμου, το ζύμωμα του ψωμιού, ένα πανηγύρι κι ένα γλέντι, το στήσιμο του ανυφαντικού, οι καντάδες, οι σουφερίστρες, οι προξενητάδες, οι βεγγέρες τα βράδια, η συμμετοχή μου στο θέρος, στο αλώνισμα, στον κήπο με τον νερόμυλο, ή στο αμπέλι στο τρύγος και γενικά σε όλη τη ζωή της υπαίθρου. Όλες αυτές οι εικόνες είχαν καταγραφεί στο υποσυνείδητό μου, και κάποια στιγμή άρχισαν να βγαίνουν. Οι εικόνες ήταν ακόμη ζωντανές μέσα μου, όπως και οι ήχοι των λέξεων και των φράσεων.
Τώρα ήταν σα να έβλεπα τους ήρωές μου να παίζουν επί σκηνής και το μόνο που έκανα ήταν να τους καταγράψω. Γιαυτό και νομίζω πως τα κείμενά μου έχουν μια θεατρικότητα και μια αμεσότητα. Οι ήρωες είναι γνήσιοι, αλλά και αληθινοί γιατί βασίζονται σε αληθινά γεγονότα του περασμένου αιώνα.»
Αποσπάσματα από το βιβλίο ανάγνωσε η Αθηνά – Ιωάννα Λειβαδάρα με την μουσική συνοδεία του συγκροτήματος «Άθος» που απαρτίζουν οι μουσικοί Στεφανία Χατζάκη και Νεκτάριος Μαρίνος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου