1η δημοσίευση Αυγουστος 2013
Ήταν νωρίς το μεσημέρι, που έφτασα στα Ανώγεια, στα βορινά της Κρήτης. Μια τρομερή ανοιξιάτικη λιακάδα σκέπαζε το πασίγνωστο χωριό, ο Ψηλορείτης κατέβαζε ένα λεπτό δροσερό αεράκι και στη γειτονιά του Περαχωρίου άντρες με μαύρα πουκάμισα κάθονταν σταυροπόδι γύρω από μικρά τραπεζάκια και μέτραγαν στις χοντρές τους κομπολόγες τα βάσανα το πρόσκαιρου αυτού βίου.
Εγώ ψάχνω ένα μουσείο. Λαϊκής τέχνης μου είπανε. Του μπαρμπα Γρυλιού μου είπανε.
Όσο και να ρώταγα δεν βρήκα φως. Μέχρι που μια κυρούλα που βγήκε στη αυλή της που μύριζε κρεμμύδι άγρια τσιγαρισμένο μου είπε «Α μωρέ, τον Σακούλα γυρεύεις…».
Δεν γύρευα το Σακούλα. Γύρευα ένα μουσείο.
Όπως σύντομα διαπίστωσα για να το δω έπρεπε οπωσδήποτε να βρω το Σακούλα.
Ο άνθρωπος μου τελικά φάνηκε όταν τον φώναξαν. Ο Σακούλας είναι ο κυρ Γιώργης Σκουλάς (ίσως το δημοφιλέστερο επώνυμο στα Ανώγεια) γιος του μπαρμπα Γρυλιού. Βαρύς Ανωγειανός, με ένα λευκό κρητικό μαντήλι στο κεφάλι.
Μου άνοιξε, άναψε ένα τσιγάρο και μου είπε για τον δημιουργό το μουσείου. Εννοείται ότι πρώτα τον άκουσα και μετά είδα το χώρο. Στους Ανωγειανούς δεν φέρνεις εύκολα αντίρρηση
«Ξέρεις μωρέ γιατί τον έλεγαν Γρυλιό;»
Που να ξέρω; σκέφτηκα από μέσα μου.
«Γιατί άμαν ήτονε μικρός, στη φασκιά, γρούλωνε τα μάτια του. Γι αυτό τόνε βγάλανε Γρυλιό…». Γρούλωνε δηλαδή γούρλωνε. Κατάλαβα.
Ο μπαρμπα Γρυλιός δεν ζει πια. Αλκιβιάδης Σκουλάς ήταν το όνομά του. Ήταν παλιά βοσκός, αγρότης και καφετζής στα Ανώγεια. «’Ηκανε όλες τσι δουλειές…» λέει ο κυρ Γιώργης. Θυμόσοφος και πνευματώδης, ο μπαρμπα Γρυλιός, έχοντας ρουφήξει την βαθιά σοφία της ζωής αποφάσισε σε μεγάλη ηλικία να αποτυπώσει την ομορφιά όπως αυτός την καταλάβαινε. Όπως την έβλεπε με τα γουρλωμένα μάτια της ψυχής του.
Άρχισε στα 68 του χρόνια να ζωγραφίζει! Πρωτάκουστο! Και στα 70 να άρχισε να σκαλίζει το ξύλο και την πέτρα. Μέχρι τα 94 του χρόνια – που έφυγε για το μεγάλο ταξίδι πάνω από τις κορφές του Ψηλορείτη – έφτιαξε ένα σωρό έργα εμπνευσμένα από τη ζωή του στο χωριό και από την προσωπική του αντίληψη για την κρητική ιστορία.
Ώρα να δω το μικρό μουσείο. Το οποίο είναι μια μικρή δόξα του ναϊφ, μια τρυφερή συλλογή λαϊκής τέχνης. Είναι ένα σύνολο από λίθινα γλυπτά από ντόπια πέτρα και ξυλόγλυπτα λαϊκά, απλοϊκά και πολύ αθώα, που απεικονίζουν ζευγάρια, βοσκούς, πάμπολλα ζώα και λουλούδια, πρόσωπα γυναικών, πολλά πορτρέτα τουΒενιζέλου.
Ακόμη υπάρχουν λαϊκές ζωγραφιές με σκηνές από τη ζωή στα Ανώγεια, μάχες από την κρητική ιστορία, οπλαρχηγοί, λυράρηδες. «Είναι από σφεντάμι, καρυδιά, μουσμουλιά, μουρνιά (μουριά) και από άλλα ξύλα» φωνάζει ο κυρ Γιώργης. «Όλα τα έκαμε με τη φαντασία του… Άμα του λεγες «κάμε αυτό» δεν μπορούσε…».
Κοιτάζω τις σκηνές από τη μάχη του Αρκαδίου, από τη λειτουργία στο χωριό, αγγίζω τις αδρά λαξεμένες μορφές των βοσκών και των ζώων. Κοιτάζω τις γυναικείες φιγούρες, όλες αδρές και τραχιές σαν τις πέτρες του θεϊκού Ψηλορείτη.
Και σκέπτομαι ότι τελικά το ραντεβού των ανθρώπων με την ομορφιά στην ζωή μπορεί να αργεί αλλά τελικά συμβαίνει. Λίγο πριν το τέλος ο μπαρμπα Γρυλιός θέλησε να αφήσει το χνάρι του. Και άφησε ένα μικρό απίστευτα ειλικρινές προσκύνημα στον λαϊκό πολιτισμό της ορεινής Κρήτης.
Και τα κατάφερε. Πόσο συγκινητικό όλο αυτό…
Χαιρετάω τον ασπρομαντηλοδεμένο Ανωγειανό που κλειδώνει το μουσείο.
«Άιντε έλα να σε κεράσω μια ρακή βρε…» φωνάζει μέσα από τις μουστάκες του.
Θα ήταν αμαρτία να πω όχι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου