Τα Ακούμια είναι χτισμένα στο νότιο και κεντρικό μέρος του νομού Ρεθύμνης σε απόσταση 35 χλμ από την πρωτεύουσα στις βορειοανατολικές υπώρειες του όρους Σιδέρωτας από τη μια σε υψόμετρο 520 μέτρων και με επιβλητικό τον ορεινό όγκο του Κέδρους απέναντί τους. Αποτελούν σημαντικό κομμάτι του Δήμου Λάμπης στην πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου και συνιστούσαν κοινότητα από το 1925.
Σύμφωνα με το σχέδιο σχέδιο Καλλικράτης, μαζί με τις Βρύσες και την Τριόπετρα αποτελούν την τοπική κοινότητα Ακουμίων που ανήκει στη δημοτική ενότητα Λάμπης του Δήμου Αγίου Βασιλείου και σύμφωνα με την απογραφή 2011 ως κοινότητα έχει πληθυσμό 509 κατοίκους, ενώ ως οικισμός 344.
Η ίδρυση του χωριού προσδιορίζεται στην ακμή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας περί το 1000 και πιο συγκεκριμένα όταν ο Νικηφόρος Φωκάς ελευθέρωσε την Κρήτη από τους Άραβες και εγκατέστησε χριστιανικές οικογένειες για την ενίσχυση του πληθυσμού, γεγονός που επιβεβαιώνουν οι τοιχογραφίες στον Χριστό (εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα) που χρονολογούνται από τον 10ο - 11ο αιώνα
Η παρουσία του στους ιστορικούς αγώνες υπήρξε συνεχής τόσο στην κρητική επανάσταση με την ιστορικά μαρτυρημένη συμμετοχή του καπετάνιου Αναγνώστη Μαρινάκη και τη σύναξη των καπεταναίων κάτω από τον πλάτανο όσο και στους Βαλκανικούς πολέμους αλλά και στη Μικρασιατική εκστρατεία ως και την Κατοχή.
Η ονομασία ανάγεται σε παραφθορά της λέξης Κομνηνός από τη μεγάλη Βυζαντινή οικογένεια γόνοι της οποίας μεταφέρθηκαν στην Κρήτη ή κατ’ άλλη άποψη ο ιδρυτής του ονομαζόταν Κουμής σύμφωνα και με το Βυζαντινολόγο επιστήμονα Νικόλαο Παπαδάκη από τις Βρύσες. Τρίτη εκδοχή θέλει την ονομασία από τη λέξη κουμί = κούμος = μικρός πρόχειρος καταυλισμός > τα Κούμια > τ’ Ακούμια > τα Ακούμια
Κατεξοχήν γεωργική περιοχή με μοιρασμένους πάντοτε τους κατοίκους στον κύριο αστικό οικισμό και στις αγροικίες της Γιαλιάς. Η ενασχόληση με τη γεωργία και την κτηνοτροφία βοήθησε στη διαμόρφωση μιας κλειστής οικονομικής κοινότητας με περιορισμένα ανοίγματα έκανε την επιβίωση δύσκολη κάτω από αντίξοες συχνά συνθήκες.
Γι αυτό ίσως εκτιμούσαν ιδιαίτερα τα γράμματα και τη μόρφωση που έδινε τη δυνατότητα στους νεότερους να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής τους κι έτσι εξηγείται ο μεγάλος αριθμός των μορφωμένων αλλά και η –εσωτερική κυρίως- μετανάστευση.
Ομοιογενής πάντοτε και ευάριθμη κοινότητα αυτάρκης, με πλούσια λαϊκή παράδοση οριοθετημένη από τις ανάγκες της καθημερινότητας, παρουσιάζει ιδιαίτερο λαογραφικό ενδιαφέρον για το μελετητή.
Αυτάρκης και ιεραρχημένη κοινωνία με αυστηρές αρχές και θρησκευτικούς κανόνες, με αλληλεγγύη μεταξύ των κατοίκων και συναίνεση σε σημαντικά θέματα - σ’ αυτό οφείλει ίσως τη χαμηλή εγκληματικότητα - έχει ως σημείο αναφοράς την κοινή θρησκευτική ζωή που προσδιορίζει και την κοινωνική και εκφράζεται πάντα με σημείο αναφοράς την πλατεία όπου και η κεντρική εκκλησία της Παναγίας με το ομώνυμο πανηγύρι.
Σήμερα, δημογραφικά συρρικνωμένη η κοινότητα επιβιώνει σταθερά με βελτιωμένες τις συνθήκες ζωής και με έντονη κινητικότητα κυρίως στη διάρκεια του καλοκαιριού οπότε η συγκέντρωση του ντόπιου πληθυσμού με σημείο αναφοράς το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου και τη ζωηρή κίνηση της παραλίας ενισχύουν την παρουσία της και διαμορφώνουν ένα νέο πρόσωπο που συνδυάζει την παράδοση με το σύγχρονο τρόπο ζωής.
Η ενοριακή εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένη, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, στη Κοίμηση της Θεοτόκου. Εκκλησιαστικά υπάγεται στην Α΄ Αρχιερατική περιφέρεια της Ιεράς Μητροπόλεως Λάμπης, Συβρίτου και Σφακίων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου