Γράφει ο Γιώργος Καλογεράκης*
Κουρομιχελάκης Γεώργιος του Νικολάου και της Ειρήνης. Εκ Νίπους Αποκορώνου Χανίων, κλάσεως 1928. Υπενωματάρχης χωρ/κής. Πατήρ τριών τέκνων. Όνομα συζύγου Ελένη Κουρομιχελάκη το γένος Κουντάκη ή Σουλουξάκη. Εκτελέσθη υπό των Γερμανών την 14 Ιουνίου 1942. Την ιδία ημέρα που εκτελέσθησαν οι 62 εξ Ηρακλείου Μηνάς Γεωργιάδης κ.τ.λ.
ΦΩΤ - CANDIANEWS.GR |
(Αρχείο Β. Δ. Β. Ηρακλείου)
Μ’αυτές τις εφτά προτάσεις περιγράφεται ο Κουρομιχελάκης Γεώργιος σε χειρόγραφο αγνώστου συντάκτη των αρχείων της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου. Ο Κουρομιχελάκης Γεώργιος ήταν ένας από τους 50 Ηρακλειώτες που εκτελέστηκαν μετά το σαμποτάζ του αεροδρομίου Ηρακλείου στις 14 Ιουνίου 1942.
Ενωμοτάρχης Χωροφυλακής, υπηρετούσε στο Καστέλλι Πεδιάδος όταν γνώρισε την Ελένη που έγινε η μετέπειτα σύζυγός του. Η Ελένη ήταν κόρη του Γεωργίου Κουντάκη ή Σουλουξή, από την μεγάλη και ιστορική Καστελλιανή οικογένεια των Κουντήδων. Οι Κουντήδες του Καστελλίου μετρούν πέντε θύματα στους απελευθερωτικούς πολέμους του τόπου μας και ποτέ δεν έλειψαν από τους αγώνες μέλη της οικογένειάς τους.
Ο Γεώργιος Κουρομιχελάκης με την Ελένη απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Τρία απ’αυτά πέθαναν σε μικρή ηλικία από ατυχήματα και αρρώστιες. Τον Μάιο του 1941 στην Μάχη της Κρήτης ο Κουρομιχελάκης Γεώργιος ή Κουρομιχελής πολέμησε τους Γερμανούς στην πόλη του Ηρακλείου. Εκεί είχε μεταφερθεί πριν τον πόλεμο η οικογένειά του από το Καστέλλι Πεδιάδος. Για την δράση του Κουρομιχελάκη Γεωργίου πολλές πληροφορίες αντλούμε από την Έκθεση του ανθυπομοιράρχου Παπαδογιάννη Ευαγγέλου του Νικολάου, μια έκθεση που δημοσιεύεται για πρώτη φορά και βρίσκεται στα Αρχεία της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου.
Εν Χώρα Σφακίων τη 10 Ιουλίου 1945
Ε Κ Θ Ε Σ Ι Σ
Ανθυπομοιράρχου Παπαδογιάννη Ευαγγέλου του Νικολάου
Περί
της δράσεως της Χωροφυλακής εν Ηρακλείω κατά την περίοδον της πτώσεως των αλεξιπτωτιστών (20-5-1941)
Λαμβάνω την τιμήν ν’αναφέρω σχετικώς με την περίληψιν τα εξής.
Την 20ην Μαΐου 1941 προϊστάμενοι των εν Ηρακλείω υπηρεσιών της χωρ/κής ήτο
1) Μοίραρχος κ. Πιτυκάκης Εμμανουήλ Διοικητής της Δ/κήσεως
2) Μοίραρχος κ. Αδαμάκης Γρηγόριος Διοικητής Αστυνομ. Τμήματος
3) Υπομ/χος κ. Τζαγκαράκης Μύρων Διοικητής Υποδ/σεως χωρ/κής
4) Ανθ/στής κ. Χλειουνάκης Σπ. Διοικητής Τμήματος Ασφαλείας
5) Ανθ/στής κ. Παπαδογιάννης Ευάγγελος Προϊστάμενος Αγορανομικής Υπηρεσίας Ηρακλείου και Κέντρου Πληροφοριών χωρ/κής και Συρίνος.
Πολύ προ της ανωτέρω χρονολογίας ανεμένεντο η επίθεσις και ούτω ελαμβάνοντο άπαντα τα δυνάμενα να ληφθώσιν μέτρα (διότι και οπλισμού και ανδρών εστερείτο τόσον ο στρατός όσον και η χωρ/κή) και της γενικής ακαταστασίας και νευρικότητος του κόσμου.
Ούτω την 10ην Μαΐου διετάχθην ο Ανθυπασπιστής Παπαδογιάννης και εμερίμνησε και επιστάτησε δια την εξεύρεσιν 20 εργατών και αυτοκινήτων και μετεφέρθη εκ του Υ/τος Τραπέζης Ελλάδος εις την παραλίαν και εφορτώθη εις το υπ. αριθμ. 99 Αγγλικόν πολεμικόν ο εν Ηρακλείου εναποθηκευμένος χρυσός του Κράτους (600 κυβωτίδια των 60 κιλών και περί τας 20 βαλίτσας χρεώγραφα) μεταξύ των ληφθέντων μέτρων ασφαλείας ήτο και η σήμανσις συναγερμού πολλοί όμως εργάται εκλαβόντες τούτον ως πραγματικόν εγκατέληψαν την εργασίαν.
Την 20ην Μαΐου από πρωίας διετάχθην και εμερίμνουν δια την εκφόρτωσιν των εν τω λιμένι Ηρακλείου αφιχθέντων 2 πετρελαιοκινήτων με φορτίον 8.000 σάκκων οσπρίων, σιτηρών αλεύρων ζαχάρεως και ορύζης βοηθούμενος και υπό των χωρ/κων Φασουλάκη, Δασκαλάκη Γεωργίου, Μπαρκούτση Βασ. κ.αλ. Ο αρξάμενος όμως βομβαρδισμός ήτο σχεδόν συνεχής και ούτω οι πλείστοι των εργατών εγκατέληψαν την εργασίαν ως και τα αυτοκίνητα πλην του εγκαταληφθέντος αυτοκινήτου υπό του σωφέρ των Αδελφών Καστρινάκη οίτινες παρεχώρησαν τούτο και ετοποθετήθη επ’αυτού χωρ/κας σωφφέρ και μετέφερε τα είδη εκ της προβλήτας εις τας αποθήκας του τελωνείου. Επειδή δε ο συναγερμός ήτο συνεχής ετοποθέτησα εις τον Κούλε 2 χωρ/κας τον Μπαρκούτσην και ένα άλλον οίτινες παρηκολούθουν τα αεροπλάνα και όταν αντιλαμβάνοντο ότι κατηυθύνντο προς τον λιμένα μας ειδοποίουν και καταφεύγαμεν εις τα ορύγματα διότι εις την παραλίαν δεν υπήρχον καταφύγια.
Ενώ υπό τας ανωτέρω συνθήκας εσυνεχίζετο η εκφόρτωσις περί 4ην απογευματινήν περίπου ενεφανίσθησαν ανοικτά της Ρογδιάς μεγάλα κύματα αεροπλάνων εκ των οποίων τα περισσότερα με κατεύθυνσιν προς Ρουσσές. Μόλις δε έφτασαν άνωθεν Γιοφύρου και Ρουσσές ήρχησαν να ρίπτουν ομβρέλες λευκές και άλλων χρωμάτων (αλεξιπτωτιστάς) συγχρόνως δε διεξήγετο σφοδρότατος πολυβολισμός υπό αεροπλάνων εκ χαμηλού ύψους με ένα ιδιόρυθμον κρότον ως να ερρίπτοντο βόμβαι (παραγόμενος τεχνικώς υπό πολυβολούντων αεροπλάνων).
Μόλις έγινεν αντιληπτόν η πτώσις των αλεξιπτωτιστών άπαντες οι άνδρες της πόλεως οι δυνάμενοι να φέρωσι όπλα έσπευσαν να οπλισθώσιν από τας διαφόρους στρατιωτικάς υπηρεσίας. Αλλά δυστυχώς δεν υπήρχον. Τα ιδιωτικά ως γνωστόν είχον περισυλεχθή και είχον αποσταλή εις το Αλβανικόν μέτωπον. Ο δημιουργηθείς πανικός ήτο απερίγραπτος. Οι εν τη πόλει άνδρες της χωρ/κής άλλοι έσπευδον να καταλάβωσιν τας προκαθορισθείσας θέσεις των και άλλοι οίτινες δεν είχον λάβη συγκεκριμένας εντολάς έσπευσαν να ταχθώσιν εις ομάδας και να πολεμήσωσιν.
Από της πρώτης στιγμής διεκρίθησαν μεταξύ όλων οι άξιοι παντός θαυμασμού Ενωμοτάρχαι ΒΟΥΤΥΡΑΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ νυν ανθυπασπιστής, ΠΥΡΟΒΟΛΑΚΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ και υπενωμοτάρχης ΚΟΥΡΟΜΙΧΕΛΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ. Συγκροτήσαντες ομάδας εκ πολιτών και χωρ/κων έσπευσαν προς ανεύρεσιν και εξόντωσιν αλεξιπτωτιστών.
Ο ΗΡΩΙΚΟΣ Βουτυράς κατά την αναχώρησίν του εκ των φυλακών ένθα ετύγχανε αρχιφύλαξ και ενώ διήρχετο την Παλαιάν Νομαρχίαν διήρχετο άνωθεν εις πολύ χαμηλόν ύψος μέγα γερμανικόν αεροπλάνον αμέσως και με την διακρίνουσαν αυτόν ψυχραιμίαν έστρεψε κατ’αυτό το ταχυβόλον και του έριψε μίαν ριπήν ήτις το επέτυχε εις την αποθήκην βενζίνης και ανεφλέγη και έπεσεν εις την θάλασσαν ανοικτά του κούλε.
Ο αλησμόνητος κι ηρωικώς Ενωμοτάρχης και έφεδρος Ανθυπίλαρχος ΠΥΡΟΒΟΛΑΚΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ (όστις και κατά την έναρξιν του Αλβανικού πολέμου δι’επανηλειμένων αιτήσεών του εζήτησε να αποσταλή ως Ανθυπίλαρχος στο μέτωπο), υπηρετών ως σταθμάρχης Μασταμπά, συνεκρότησε απόσπασμα εξ ανδρών του Σταθμού του και πολιτών και έσπευσε προς τον Άγιον Κων/νον όπου αντελήφθην να έπεσαν αλεξιπτωτισταί. Κατόρθωσε να εξοντώσει πολλούς και να τους καταδιώξει πλην εν τω ενθουσιασμώ του τον μεγάλον δια τας επιτυχίας του κατεδίωκε χωρίς προφυλάξεις και την 7 περίπου μ.μ. της ιδίας ημέρας πλησίον του νεκροταφείου εδέχθη ριπήν πολυβόλου και έμεινε άπνους ετραυματίσθη επίσης ο χωρ/κας Βαβουλάκης Νικόλαος εις τον πόδα και εις χωρ/κας εκ Σητείας αγνώστου μου ονοματεπωνύμου (διαμπερές του θώρακος και ως εκ θαύματος διεσώθη).
Ο Υπενωμοτάρχης ΚΟΥΡΟΜΙΧΕΛΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ μετά ομάδος χωρ/κων επολέμησε την ημέρα εκείνην με την αυτήν τόλμην αυτοθυσίαν και αυταπάρνησιν.
Μετά των ανωτέρω αξιωματικών εξηκριβώθη απολύτως ότι έδρασαν οι χωρ/κες Μιχαλόπουλος Χρήστος, Μαυριγιαννάκης Εμμανουήλ, Διασάκος Ιωάννης, Σαρρής Αγησίλαος, Βασιλείου Ευθύμιος, Αρκαλάκης Γεώργιος Πλατήραχος Νικόλαος, Σπανουδάκης Ανδρέας, Μπρουτζάκης Ζαχαρίας, Καλογεράκης Ελευθέριος, Καραβελάκης Μιχαήλ, Απλαδάς Χρήστος, Κουρομιχελάκης Σταύρος, (σημ. ξάδερφος του υπενωμοτάρχη Γεωργίου Κουρομιχελάκη), Γιόκας Κων/νος, Σπιλίρης Βασίλειος και Καβρουλάκης Νικόλαος.
Επίσης επέδειξαν καλήν στάσιν οι Ενωμοτάρχαι Γαλανάκης Αντώνιος Κατσιρντάκης Αντώνιος ή Απόστολος, Υπενωμοτάρχαι Μοχιανάκης Νικόλαος, Πατεράκης Μιχαήλ και χωρ/κες Δασκαλάκης Γεώργιος, Φασουλάκης Δημήτριος, Μουστεράκης Στέφανος, Κατσούγκρης Τιμολέων, Καλαϊτζάκης Εμμανουήλ.
Ο Ανθυπασπιστής Παπαδογιάννης Ευάγγελος έσπευσεν αμέσως εις την προκαθορισμένην θέσιν του Αστυνομικόν Τμήμα Ηρακλείου ένθα εστεγάζετο και το Κ.Π. και χειρισμός συρίνος και έλαβε μέτρα αμύνης του Τμήματος, συγκέντρωσιν και διάθεσιν δυνάμεως κλπ.
Το εσπέρας εκείνο οι κ.κ. Πιτικάκης και Αδαμάκης συνεκέντρωσαν εν τω Τμήματι άπασαν την δύναμιν της Χωρ/κής της πόλεως και δια καταλλήλου προσλαλιάς και πατριωτικών λόγων ανέπτυξαν εν ολίγοις την Ιστορίαν της πατρίδος μας και ιδιαιτέρως της Κρήτης και προέτρεψαν με λόγια συγκινητικά και ενθουσιώδη να φανούμεν αντάξιοι της ιστορίας και των προγόνων μας αι σκιαί των οποίων περιίπτανται άνωθεν βέβαιοι ότι θα πράξωμεν το καθήκον μας έναντι των βαρβάρων κατακτητών που επέδραμαν κατά ύπουλον και προδοτικόν τρόπον να καταλάβουν την ηρωική πατρίδα μας και να μας στερήσουν το πολιτιμότερον δώρον την ε λ ε υ θ ε ρ ί α ν το δένδρον της οποίας με ποταμούς αίματος επότισαν και με τα κόκκαλά των εστερέωσαν.
Οι γερμανοί εν τούτοις κατόρθωσαν την νύκτα της 20ης προς την 21η να διϊσδύσουν εκ των δυτικών τοιχών της πόλεως και να εισέλθουν εντός καταλαβόντες τας σταφιδαποθήκας Κωνσταντινίδου, Σταφιδικής Ακράτου Ηλεκτρικόν εργοστάσιον, πλατεία Αγίας Αικατερίνης και Αγίου Μηνά. Την 8ην περίπου πρωινήν κατηυθύνοντο δια της Πλαθιάς στράτας προς το Μεϊντάνη με αντικειμενικόν ασφαλώς σκοπόν τους Στρατώνας και το Αστυνομικόν Τμήμα. Πληροφορηθείς τούτο παρά του αστυφύλακος Αστυν. Πόλεως Καρύδη εκ Κερκύρας την ανωτέρω πορείαν των γερμανών ειδοποίησα από τηλεφώνου τον εις το Εμπορικό Κατάστημα Τσικαλάκη εγκατεστημένον Διοικητήν της χωρ/κής σχετικώς διετάχθην να λάβω άπαντα τα αναγκαία μέτρα αμύνης του τμήματος και να θέτω εν επιφυλακή τους τυχόν επανερχόμενους άνδρας. Επίσης να ειδοποιηθώσι καταλλήλως οι Βουτυράς και Κουρομιχελάκης σχετικώς. Και ο μεν ΒΟΥΤΥΡΑΣ επολεμούσε παρά την πλατείαν Αγίου Μηνά ή Αγίας Αικατερίνης ο δε ΚΟΥΡΟΜΙΧΕΛΑΚΗΣ διερχόμενος εκ του τμήματος διετάχθην να σπεύση και να λάβη θέσιν Αμύνης παρά το Μεϊντάνι. Ούτος παραλαβών την Τσούρμα του ως χαρακτηριστικώς έλεγε τους υπ’αυτόν άνδρας έσπευσε δια των Πεπλετζίδικων. Καθ’ην στιγμήν διήρχετο παρά του Δεληγιάννη αντελήφθην να κατέρχεται εκ Μεϊντανίου τον Ταγματάρχην πεζικού ΤΖΟΥΛΑΚΗΝ Μιχαήλ ακολουθούμενος εκ 2 στρατιωτικών και μερικών ενόπλων πολιτών του εφώναξε κ. Ταγματάρχα προσοχή διότι στο κατάστημα Καβαλάκη-Νερατζούλη είναι ταμπουρωμένοι γερμανοί πιθανότατα δε και εις τους προ του καταστήματος σάκκους άμμου. Ο Τζουλάκης όμως του ομίλει σηκώνων την χείραν του. Μόλις δε επροχώρησε βήματα τινά εδέχθη ριπήν πολυβόλου και έμεινε επί τόπου. Ο ΚΟΥΡΟΜΙΧΕΛΑΚΗΣ μετά του ΒΟΥΤΥΡΑ των υπ’αυτών ανδρών και των προσδραμόντων πολιτών και στρατιωτών κατώρθωσαν να εξοντώσουν τους καταφυγόντας εις τα ανωτέρω καταστήματα, πλατείαν Αγίου Μηνά και Αικατερίνης καταδιώκοντες τούτους μέχρι Πύλης Χανίων.
Το απόγευμα της ιδίας ημέρας ο Ενωμοτάρχης ΒΟΥΤΥΡΑΣ μετά των λοιπών ανδρών κατόρθωσαν να συλάβουν παρά τα λαϊκά συσσίτια Καλοκαιρινού εν συνεργασία μετά του ΦΡΟΥΡΑΡΧΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ Ταγματάρχου Πεζικού κ. ΤΖΑΓΚΑΡΑΚΗ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ περί τους 40 γερμανούς, εκτύπησαν τους παρά την Ηλεκτρικήν συγκεντρωμένους γερμανούς και απηλευθέρωσαν τα παρ’αυτών αιχμαλωτισθέντα γυναικόπαιδα. Εις τούτο συνέτρεξε και το παρά την στάσην του Δημαρχείου (Ρεγγινάκη) παρατηρητήριον του Τμήματος υπό τον υπενωμοτάρχην Πατεράκην Μιχαήλ και χωρ/κας Απλαδάν και Δασκαλάκην Γεώργιον, οίτινες έβαλον συνεχώς σχεδόν κατά της Ηλεκτρικής.
Εν τέλει εκατορθώθη την ημέραν εκείνην και προ της δύσεως του Ηλίου η πλήρη εκκαθάρησις της πόλεως εκ των αλεξιπτωτιστών. Συνεκεντρώθησαν δε εν τω Τμήματα άφθονα λάφυρα γερμανικά ο προσελθείς εις το Τμήμα υπομοίραρχος κ. Τζαγκαράκης εθαύμασε τα λάφυρα και είπεν ότι θα εισηγηθή όπως γίνει Μουσείον κυριευθέντων γερμανικών λαφύρων υπό της Χωρ/κής.
Το εσπέρας της 21 προς την 22 διετάχθη η χωροφυλακή να αναλάβη την φρούρησιν των δυτικών τοιχών της πόλεως οπότε και δεν κατόρθωσαν να διϊσδύσουν και πάλιν γερμανοί. Διετάχθην τότε να μεριμνήσω δια την συνέχισιν της εκφορτώσεως των βενζινοπλοίων πράγμα το οποίον και εσυνεχίσθη μέχρι της μεσημβρίας οπότε εξερράγη εις τας παρά το μέγαρον Φυτάκη μελάσσας πυρκαϊά προκληθείσα εξ εμπρηστικής βόμβας και διεκόπη η εκφόρτωσις. Οπότε διετάχθην υπό του κ. Πιτικάκη να μεταβώ εις Αγίαν Ειρήνην ένθα διέμενε ο Νομάρχης και του αναφέρω τα της πόλεως προ δε προμηθευθώ κρέας δια το Νοσοκομείον Ηρακλείου το οποίον εστερείτο τοιούτου από ημερών. Παραλαβών όντως το αυτοκίνητον των Αδελ. Καστρινάκη και με οδηγόν τον έφ. Χωρ/κα Φραγκάκην και τίνας χωρ/κας ανεχωρήσαμεν. Μετά την Κνωσσόν επυροβολήθημεν εκ των έναντι υψωμάτων Προφ. Ηλία-Σκαλανίου πλην κατορθώσαμεν να φθάσωμεν εις το Υδραγωγείον και εκείθεν εις Αγία Ειρήνην όπου συναντήσας όντως τον κ. Νομάρχην του ανέφερον σχετικώς. Ούτος μου εξέφρασε τον θαυμασμόν του δια τον επιδειχθέντα παρά της χωρ/κής ηρωισμόν και αφήνει πλήρη πρωτοβουλίαν ενεργείας και από Διοικητικής πλευράς εις τον Διοικητήν χωρ/κής κ. ΠΙΤΙΚΑΚΗΝ. Αφού επρομηθεύθημεν από τον αλτρουϊστήν ιατρόν κ. ΜΑΝΔΑΛΕΝΑΚΗΝ 11 αρνιά και αμέσω πληρωμή παρελάβωμεν ταύτα και επανήλθομεν εις Ηράκλειον.
Και την νύκτα αυτήν ανέλαβε την φρούρησιν των τοιχών (δυτικών) η χωρ/κή. Εγώ και πάλιν διενυκτέρευσα εις το Τμήμα ως έπραττον από 15 Απριλίου 1941 και την επομένην λίαν πρωί επανελήφθη η εκφόρτωσις και η μεταφορά αλευρών εις τα αρτοποιεία προς παρασκευήν άρτου του οποίου εστερούντο όχι μόνον τα στρατιωτικά Τμήματα και η χωρ/κή αλλά και ο άμαχος πληθυσμός και αυτών των Άγγλων. Το πρώτον μάλιστα αυτοκίνητον όπερ μετεφέρθη έξωθι του Αστυνομικού Τμήματος παρελήφθη σχεδόν βιαίως παρά Άγγλου λοχαγού παρά τας διαμαρτυρίας του κ. Αδαμάκη.
Την ημέραν εκείνην (23-5-1941) τας προμεσημβρινάς ώρας εγένετο πρότασις εις τους γερμανούς παρά του ΦΡΟΥΡΑΡΧΟΥ και του ΒΟΥΤΥΡΑ πλην όμως οι γερμανοί όχι μόνον δεν εδέχθησαν να παραδωθώσιν αλλά και ηξίωσαν την παράδωσιν της πόλεως εντός ωρών άλλως θα την εβομβάρδιζαν. Όντως την 1.30 μ.μ. ήρχισε σφοδρός βομβαρδισμός της πόλεως και ερρίπτοντο βόμβαι εντός της πόλεως εις διάφορα σημεία. Την αυτήν δε ώραν έπεσε και η πρώτη βόμβα εντός του Αστυνομικού Τμήματος εις το παραπλεύρως των γραφείων του Τμήματος δωμάτιον. Εις το γραφείον δε ευρίσκετο ο υποφαινόμενος και η Φρουρά. Μετ’ολίγον έπεσε και δευτέρα βόμβα οπότε παρελάβομεν και τους κρατουμένους και καταφύγαμεν εις τα καταφύγια Λήμνιου άτινα είχον μετατραπή και εις θαλάμους ανδρών.
Οι κάτοικοι της πόλεως (οι ολίγοι εναπομείναντες) έσπευδον να εξέλθουν της πόλεως εν αλοφροσύνη και εντός μιας ώρας η πόλις ερημόθη τελείως οι ελάχιστοι δε παραμείναντες κατέφυγον εις τα θεωρούμενα ως ασφαλή καταφύγια (Πηγάδας, Καινούριας Πόρτας και Ζουράρη). Ο υποφαινόμενος ειδοποιήθην εν τω μεταξύ ότι έπεσε μία βόμβα παρά τας φυλακάς και απέκοψε και τους δύο πόδας του χωρ/κος Καστανάκη αμέσως έσπευσα επί τόπου με φορίον και παρελάβομρεν τούτον και τον μεταφέραμεν δια το νοσοκομείον. Ενώ διερχόμεθα όμως παρά τα καταστήματα Καπαρουνάκη κατελήφθημεν υπό διερχομένων άνωθεν αεροπλάνων και καταφύγαμεν εις πλησίον υπόγειον. Επειδή τότε ενεπρήσθη το κατάστημα Καπαρουνάκη εκ βόμβας τον μεν τραυματίαν απέστειλα εις το Νοσοκομείον εγώ δε εκάλεσα μετά του παρευρεθέντος εκείνην την στιγμήν λοχαγού Εμ. Δαμιανάκη την πυροσβεστική υπηρεσία προς κατάσβεσιν της πυρκαϊάς πράγμα που δεν εκατορθώθη λόγω και του συνεχιζομένου σφοδρού βομβαρδισμού. Κατερχόμενοι μετά του λοχαγού προς το Μεϊντάνι συναντήσαμεν ένα παραφρονήσαντα εκ του βομβαρδισμού στρατιώτην όστις είχε πέση χάμαι και εκτυπάτον και τον μεταφέραμεν εις το κάτωθι του Μεγάρου Διαλυνά καταφύγιον-Φρουραρχείον. Επειδή δε ουδένα στρατιωτικόν ή έστω πολίτην συναντήσαμεν ίνα του παραδόσωμεν τον παράφρονα προς συγκράτησιν παρέμεινε ο λοχαγός μέχρι ου μεταβή κανείς στρατιώτης. Εγώ δε ανεχώρησα δια την Διοίκησιν χωρ/κής (κατ. Τσικαλάκη). Μόλις όμως έφθασα την στοά Μπαλαμούτσου συνήντησα τον Βασίλειον Πορταλάκη εν παραφροσύνη διατελούντα και οδήγησα μεταφέρων τούτον εις την πλάτην μου εις το εστιατόριον Όλυμπος όπου παρελήφθη παρά των μαγείρων. Επιστρέψας δε εις την Διοίκησιν δεν ανεύρον κανένα. Διερχομένων δε και πάλιν αεροπλάνων ηναγκάσθην να καταφύγω εις το εκεί πλησίον καταφύγιον Μάνου Καβαλάκη. Εκεί συνήντησα τον Ανθυπασπιστήν κ. Χατζηδάκην Ευάγγελον όστις με επληροφόρησε ότι η δύναμις συμτύσετε προς Πατέλες και Φορτέτζα. Ως το προϋπάρχον σχετικόν Εμπιστευτικόν σχέδιον συμπτύξεως και μετά την λήξιν του βομβαρδισμού κατηυθήνθημεν προς Φορτέτζα ένθα και διανυκτερεύσαμεν ομού μετά του λοχαγού κ. Κοσμαδάκη Εμμανουήλ. Την επομένην δεν κατορθώσαμεν να συναντήσωμεν τον κ. Διοικητήν αναχωρήσαμεν δι άγιον Σύλλα και Τζαγκαράκη Μετόχι ένθα απεπειράθημεν να συγκεντρώσωμεν ομάδα και να κατέλθομεν προς μαλάδες πλην δεν κατωρθώσαμεν το τοιούτον και μετέβημεν εις Αρχάνες ένθα είχον καταφύγη η δύναμις της Διοικήσεως χωρ/κής Ηρακλείου μετά του Διοικητού κλπ. αξιωματικών όπου παραμείναμεν μέχρι 30 Μαΐου οπότε έκαστος ανεχώρησε κατά βούλησιν.
Κατά την αναχώρησίν μου εξ Αρχανών ουδείς Αξιωματικός της χωρ/κής ευρίσκετο εκεί δι’ο παρουσιάσθην εις τον Υποφρούραρχον Αρχανών εφ. Ανθυπολοχαγόν κ. Πετράκην και του εδήλωσα ότι αναχωρώ δια την Νότιον παραλίαν Κρήτης. Πράγματι την 31ην αφίχθην εις την Μεσσαράν ένθα συναντηθείς μετά του νυν Υπομοιράρχου κ. Φασομυτάκη επροσπαθήσαμεν ν’αναχωρήσωμεν δι’Αίγυπτον πλην δεν το εκατορθώσαμεν. Την 6ην Ιουνίου 1941 επανήλθον εις Ηράκλειον ειδοποιηθείς προς τούτο υπό του Υποδιοικητού Καινουρίου κ. Φαρσαδάκη. Ετοποθετήθην εις το Αστυνομικόν Τμήμα Ηρακλείου με Διοικητήν τον τότε Ανθυπασπιστήν κ. Χλειουνάκην, Διοικητήν της Αστυνομικής Δ/σεως Ηρακλείου τον υπομοίραρχον Πωλιουάκην Ιωάννην και Διοικητήν της Αγροτικής Διοικήσεως Υπομοίραρχον κ. Τζαγκαράκη.
Διοικητήν δε του τμήματος Ασφαλείας του τότε Ανθυπασπιστού κ. Μάντακα Ξεν. Υπό τας διαταγάς του κ. Χλειουνάκη παρέμεινα μέχρι 21 Αυγούστου 1941 οπότε μετετέθην εις Άγιον Μύρωνα.
(στην παρουσίαση της Έκθεσης του Ανθυπομοιράρχου Παπαδογιάννη Ευαγγέλου του Νικολάου διατήρησα την ορθογραφία και την σύνταξη του πρωτοτύπου. Τα στοιχεία του εγγράφου το οποίο βρίσκεται στο Αρχείο της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου είναι στη διάθεση της εφημερίδας).
Ο Γεώργιος Κουρομιχελάκης μετά την μάχη της Κρήτης και την κατάληψη του νησιού από τους Γερμανούς δεν επέστρεψε στην υπηρεσία του. Το μαρτυρούν τα συγγενικά του πρόσωπα (ο γιος του Κωστής που ζει στην Επισκοπή Πεδιάδος). Οι Γερμανοί τον αναζητούσαν και ο Κουρομιχελής κρυβόταν στο σπίτι του στην οδό Λουκά Πετράκη 2 (στην Λεωφόρο Κνωσού). Αρχές Ιουνίου 1942 αποφάσισε να φύγει με λεωφορείο για τα Χανιά και το χωριό του Νίππος Αποκορώνου. Το επιχείρησε μόνος χωρίς την οικογένειά του η οποία θα ακολουθούσε μετά από λίγες ημέρες. Στο Γενή Γκαβέ οι Γερμανοί σταμάτησαν το λεωφορείο και ο Κουρομιχελάκης Γεώργιος συνελήφθη από τον ίδιο τον Ιωάννη Πολιουδάκη. Κλείστηκε στις φυλακές. Από τις φυλακές οδηγήθηκε στο απόσπασμα μετά το σαμποτάζ του αεροδρομίου Ηρακλείου και εκτελέστηκε μαζί με τους 50 Ηρακλειώτες στις 14 Ιουνίου 1942 στην θέση Ξεροπόταμος.
Σε ένα δημοσίευμα του Γιάννη Σ. Χρονάκη (τ. Προέδρου του Δημ. Συμβουλίου Ηρακλείου) στην ίδια εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ» με ημερομηνία 21 Μαΐου 1991, ο συγγραφέας αποκαλεί τον Γεώργιο Κουρομιχελάκη «γιο της Κρήτης». Το σχετικό απόσπασμα από το δημοσίευμα είναι : …σχεδόν αμέσως καταφτάνει στο πρόχωμα κρατώντας ατομικό οπλοπολυβόλο ένας βεργολυγερός νέος και φωνάζει «Ενωμοτάρχης Κουρομιχελάκης, διατάζετε κ. Φρούραρχε». Φαινόταν πως ήταν από την Δυτ. Κρήτη, είχε μαζί του και κάποιο άλλο χωροφύλακα, νομίζω ήταν ο Καφετζάκης από το Λασίθι που τον γνώριζα. Τρέξτε του λέει ο Φρούραρχος, (σημ.: Μανόλης Τζαγκαράκης), να ανεβείτε στην ταράτσα της Λέσχης (απέναντι στ’Αχτάρικα) και να ελέγχετε το δρόμο από την 25 Αυγούστου και από το Μεϊντάνι. Όταν πολύ αργότερα, δηλ. τα τελευταία χρόνια πριν πεθάνει μιλούσαμε σχετικά, ξαφνικά με ρώτησε αν γνώριζα τι απόγινε εκείνος ο βεργολυγερός ενωμοτάρχης ο Κουρομιχελάκης. Πώς τον θυμήθηκες μετά τόσα χρόνια ; τον ρώτησα. Μα δεν τον ξέχασα ποτέ μου, απάντησε μόλις τον είδα τότε είπα πως αυτός θα πρέπει να’ταν ο γιος της Κρήτης…
Και η οικογένεια των Κουρομιχελήδων στο Νίπος Αποκορώνου είναι ιστορική. Με θυσίες αρκετών μελών της μα πιότερο απ’όλες τη θυσία του Κουρομιχελάκη Γιάννη (θείου του ενωμοτάρχη Γεωργίου Κουρομιχελάκη), στην Μικρά Ασία. Ο Γιάννης Κουρομιχελής, 32 χρονών, έφεδρος ανθυπολοχαγός, κυκλώθηκε από πολυάριθμους Τούρκους στις 8 Αυγούστου 1921. Αφού είδε όλους τους άντρες της ομάδας του να σκοτώνονται, άδειασε τις σφαίρες του περιστρόφου του πάνω τους, μα κράτησε μία για τον εαυτό του. Προτίμησε να σκοτωθεί παρά να πέσει ζωντανός στα χέρια τους.
Και η μοίρα έπαιξε ένα παιγνίδι στην μοναδική του κόρη την Άννα. Πέθανε κι αυτή στην ηλικία του πατέρα της, 32 χρονών, πάνω στην γέννα του 9ου παιδιού της. Και ο ενωμοτάρχης ανιψιός του Κουρομιχελάκης Γεώργιος εκτελέστηκε κι αυτός από τους Γερμανούς, όταν ήταν 32 χρονών.
Ο Γιώργης Κουρομιχελής.
Ο Καστελλιανός γαμπρός του Γιάννη Κουντή ή Σουλουξή.
Ο γιος της Κρήτης.
Ένας από τους 62 μάρτυρες του Ηρακλείου των χρόνων της Κατοχής.
Πιάστε με δυο να σηκωθώ, σιγά σιγά να κάτσω,
και δώστε μου λίγο χαρτί να γράψω εις την Κρήτη,
να γράψω εις την μάνα μου πρίχου να ξεψυχήσω :
«Μάνα μου, μη με καρτερείς και μη με περιμένεις,
γιατί από τον πόλεμο οπίσω δε γυρίζω.
Μην πικραθείς, μητέρα μου, και μη φορέσεις μαύρα,
μόνο να το’χεις παίνιο σου πως έχεις σκοτωμένο
(Σταμάτης Αποστολάκης, Ριζίτικα-τα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης, σελ. 225)
* Ο Γιώργος Καλογεράκης είναι δάσκαλος-ερευνητής
e-mail : gklg@otenet.gr
ΠΗΓΗ - ΠΑΤΡΙΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου