Το καφενείο του λυράρη, τραγουδιστή και αγρότη Αλέξανδρου Παπαδάκη στον Άρδακτο

 Ξέρετε τι είναι να έχεις περάσει ώρα μέσα στο αυτοκίνητο, μετά από χιλιόμετρα με ανεβοκατεβάσματα και στροφές μέσα στον καλοκαιριάτικο ήλιο, και ξαφνικά να βρεθείς σε ένα δροσερό καφενεδάκι και να σε υποδέχονται με ελληνικό καφέ και λουκούμι; Ευτυχία! 


Έτσι μας καλωσόρισε ο Αλέξανδρος Παπαδάκης, με πλατύ χαμόγελο, δυνατή χειραψία και φωνή βροντερή, ευγενική και εγκάρδια. Νέος άνθρωπος ο Αλέξανδρος, αλλά μερακλής και με ξεκάθαρη σκέψη, παράτησε πριν από χρόνια την Αθήνα, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, και επέστρεψε στα πατρικά του χώματα, στον Άρδακτο Ρεθύμνου. 


Εδώ έστησε τη φαμίλια του και μεγαλώνει τα τρία κοπέλια του, μαζί με τη γυναίκα του Μαρίνα.

Καφενείο του «Αλέξανδρου Παπαδάκη»

Κτηνοτρόφος και αγρότης στο επάγγελμα, λυράρης περίφημος και τραγουδιστής, αποφάσισε να ανοίξει ξανά ένα παλιό καφενείο στο χωριό του, ηλικίας 100 ετών, εγκαταλελειμμένο και έρημο. 


Και τον μακαρίζουν όλοι στον Άρδακτο των 37 κατοίκων, ένα από τα χωριά που ερημώνουν, αφού κατάφερε να του δώσει λίγη ζωή και ένα στέκι για κάθε ηλικία, όχι μόνο του χωριού του, αλλά και των γύρω χωριών. Μέχρι και παρέες από το Ρέθυμνο έρχονται.

Το βρήκε αποθήκη, αλλά έβαλε μπρος και το φρόντισε, δίνοντάς του την αρχική του μορφή, όταν πρωτολειτούργησε ως καφενείο και ζαχαροπλαστείο το 1924 από τον Βαγγέλη Πρεβελάκη τον «Κάρωνα», της οικογένειας του λογοτέχνη Παντελή Πρεβελάκη, που κατάγεται από τον Άρδακτο. 


Με τα χρόνια πέρασαν από το μαγαζάκι τούτο διάφοροι καφετζήδες, μεταξύ τους και ο εγγονός του Βαγγέλη Πρεβελάκη, ο «Δεκαρχονικολής». 


Τούτος ήταν ο τελευταίος ιδιοκτήτης του καφενείου, που έκλεισε το 2005 και έκτοτε έμεινε έρημο, μέχρι που το ζωντάνεψε ξανά ο Αλέξανδρος.


«Τούτο το χωριό είχε πολλές “μορφές”, των γραμμάτων, της τέχνης και των επιστημών», περιγράφει ο Αλέξανδρος την ώρα που μας ετοιμάζει μεζέδες και ρακή. «Το χωριό μας ήταν φτωχό και πολλοί στράφηκαν στα γράμματα για να ξεφύγουν από τη φτώχεια, όπως ο Παντελής Πρεβελάκης, ο Νίκος Παπαδάκης, νευροχειρουργός γνωστός, ή ο ζωγράφος Μανώλης Κουντουράκης, με τακτικές εκθέσεις των έργων του στην Αθήνα και στον Πειραιά», συμπληρώνει περήφανος. 


Ο ίδιος είναι τρανταχτή απόδειξη της καλλιτεχνικής φλέβας του τόπου του. Όταν ανέλαβε το καφενείο, κράτησε τις εκατόχρονες ξύλινες προθήκες, βαμμένες με σκουροπράσινο χρώμα, τα τραπέζια, τις καρέκλες, την τσέχικη σιδερένια ξυλόσομπα που στα μεγάλα κρύα τη φουντώνει και ψήνει οφτές πατάτες, αλλά και το παραγώνι, όπου καθημερινά πήζει τυροζούλι.

Καφενείο του «Αλέξανδρου Παπαδάκη»
Απλότητα και νοστιμιά

Καφενείο του «Αλέξανδρου Παπαδάκη»
Ο Αλέξανδρος Παπαδάκης με τη λύρα του

Αυτή ήταν η ζωή που του άρεσε να κάνει: να αρμέγει καθημερινά τις λίγες αίγες του τις «αλίμπερτες», ελεύθερης βοσκής δηλαδή, να βράζει το γάλα τους και να πήζει τυρί, που το σερβίρει ολόφρεσκο στους θαμώνες. 


Τον ακολουθήσαμε στο άρμεγμα, φέραμε μαζί του το γάλα πίσω στο καφενείο και περιμέναμε υπομονετικά να το βράσει με αλάτσι και να το ρίξει στα καλαθάκια για στράγγισμα και πήξιμο. 


Λίγο από αυτό το πυκνό τυροζούλι (το στερεό υλικό, το διαχωρισμένο από τον ορό, τον «χουμά»), μας το έβγαλε σε πιατελίτσα, ζεστό, αχνιστό και μυρωδάτο, πασπαλισμένο με αλάτι.


 Είχε την επίδραση μιας καταπραϋντικής κοτόσουπας αυτό το μαλακό τυράκι, σκέτο βάλσαμο. Κάθε μπουκιά ήταν μια βουτιά στον τόπο, στη φύση του, στα αρώματά του.

«Είχα πάντα στο μυαλό μου να διαθέτω ο ίδιος τα προϊόντα μου κι όχι να τα πουλώ. Τυροκομώ χρόνια τώρα το γάλα από τις αίγες μου. 


Κάπως έτσι ήρθε η σκέψη για το καφενείο, ήταν μια καλή ευκαιρία να σερβίρω τα δικά μου προϊόντα εδώ στους χωριανούς», εξηγεί ο Αλέξανδρος. «Οι αίγες τρώνε χορταράκι, τρώνε και κλαρί, όπως τρώνε τώρα τους αροδαμούς, τα νέα βλαστήματα στα “δεντρά”, τον πρίνο και την ελιά. 


Κι αυτή η γεύση βγαίνει στο γάλα και στο τυρί. Πρίνο τρώνε οι αίγες και σαν αντιπαρασιτικό, απλώς το βαριούνται και θέλουν και ελιά, θέλουν ποικιλία», λέει γελώντας. Από τυριά, μόνο τυροζούλι φτιάχνει ο Αλέξανδρος, σερβίρει όμως και ντόπιο γραβιεράκι – ο ίδιος δεν έχει τυροκέλια για να ωριμάσει τέτοιο τυρί.

Καφενείο του «Αλέξανδρου Παπαδάκη»

Είναι μερακλής και στη ρακή του, «φερμένη από χάλκινα καζάνια του χωριού και των γύρω, με στράφυλα Λιάτικα, Κοτσιφάλια, Λοΐσιμα, δηλαδή λοής λοής άσπρα, ή με Βιδιανά από τις Μέλαμπες.


 Πρόσφατα φυτέψαμε κι εδώ στο χωριό την ποικιλία, χάρη στην επιμονή της οινοποιού Ηλιάνας Μαλίχιν, που “μας έβγαλε στη σβούρα”. 


Είναι αγνή ρακή, από δικά μας σταφύλια, ιδιαίτερη, με μικρές παραγωγές. Από τα σταφύλια αυτά φτιάχνουμε και κρασί, μα και ωραίο αρωματικό ξίδι».

Καφενείο του «Αλέξανδρου Παπαδάκη»
Σφουγγάτο με χόρτα

Καφενείο του «Αλέξανδρου Παπαδάκη»

Δεν κάνει συχνά μαγειρέματα, αλλά μαζί με τη Μαρίνα ετοιμάζουν γρήγορους μεζέδες του τηγανιού, με τα βρισκούμενα της ημέρας από το μποστάνι ή μαζεμένα από τα πέριξ. 


Με τα αυγά από τις κότες του φτιάχνει σφουγγάτα, με τα κηπευτικά φτιάχνει σαλάτες, γρήγορα μεζεδάκια ή θερινά λαδερά, την άνοιξη φέρνει στα τραπέζια βραστά αγκιναροκούκια, το καλοκαίρι βλίτα, στρούφιγκα (στύφνο) με κολοκυθάκια ή ωμά ξυλάγγουρα, φτιάχνει όμως κι έναν ωραίο, απλό μεζέ με απάκι και φρέσκια ντομάτα.


 «Φέτος, με τη δουλειά στο καφενείο, δεν θα προλάβω να βάλω μποστανικά δικά μου, αλλά παίρνω από γύρω γύρω, από τους συγχωριανούς. 


Ντομάτες παίρνω βιολογικές, από χωριανάκι μου, όπως και παντζάρια, που βγαίνουν εδώ όλο το καλοκαίρι, παίρνω αγγούρια, ξυλάγγουρα, κολοκυθάκια και φασόλια “βουργάρια”, μποστανοφάσουλα (μαυρομάτικα), τσαουλιά, μπαρμπουνοφάσουλα και τα αζογυροφάσουλα με μαύρο φασόλι, όψιμο, που το βγάζουμε στο τέλος του καλοκαιριού. Τα μποστανικά τα κάνω στο τηγάνι, αλλά καμιά φορά τα ετοιμάζουμε στο σπίτι, στο τσικάλι. 


Πατάτες φέρνω από το Λασίθι, από το κτήμα του πεθερού μου στο οροπέδιο, όπως και λάδι από τα λιόφυτά του. Από κρεατικά σερβίρω μόνο κανένα τσικαλιαστό, από τα δικά μου κουνέλια, κάνα εριφάκι ή κάνα αρνί τσιγαριαστό ή τηγανητό. Θα βγάλω όμως σύντομα και κουνέλι στο τηγάνι, πανέ, όπως το κάνανε εδώ παλιά, αλευρωμένο και τηγανισμένο δηλαδή. Νοστιμιά που δεν περιγράφεται, απίθανη! Γενικά οι ποσότητες είναι μικρές, αλλά αφρός!».


Μαζεύει και χόρτα βέβαια, ό,τι βγάζει η κάθε εποχή. Οι γονείς του, που μένουν κι αυτοί στο χωριό, ξέρουν τα άγρια χόρτα απέξω κι ανακατωτά και μαζεύουν ποσότητες από όσα βγάζει ο τόπος για να φυλάξουν στην κατάψυξη. Δεκαεπτά κιλά βρουβάσταχα, βρουβοβλάσταρα, πριν ανθίσουν δηλαδή, μάζεψαν φέτος και ένα μέρος μπήκε στον καταψύκτη για σφουγγάτα αλλά και για βραστά. 


Του αρέσουν και τα άγρια μανιτάρια, αλλά δεν τα βγάζει στα τραπέζια του καφενείου. Δεν είναι να παίζεις μ’ αυτά, όπως λέει. Τηγανίζει όμως πλευρώτους αλευρωμένα και τα θεωρεί από τους καλύτερους μεζέδες για ρακή και κρασί.


Δεν θέλεις και πολλά να ευφρανθείς εδώ. Ο τόπος και ο άνθρωπος έχουν γίνει ένα. «Έτσι δεν θα έπρεπε να είναι τα καφενεία, ιδιαίτερα στα τουριστικά μέρη;» αναρωτιέται καθώς μας σερβίρει άλλο ένα ποτηράκι ρακή. «Γι’ αυτό έρχεται ο ξένος, όχι να καθίσει στην πλαστική καρέκλα. Έρχεται να δει τι έχει ο τόπος. 


Αλλιώς, θα έμενε στον δικό του». Τρανό δείγμα ενός άδολου νου, ο Αλέξανδρος σου συστήνει μέσα από το μικρό καφενεδάκι του περήφανα και πρόθυμα τον τόπο του, με όλα τα καλά του, με την ώρα τους, την εποχή τους και τους ρυθμούς τους, χωρίς βιάση και χωρίς επιτήδευση. 


Το ίδιο ήρεμα και απλά που θα βγάλει τη λύρα του, όπως τούτη την ημέρα που τον επισκεφτήκαμε, και στη στιγμή, αβίαστα, τραγουδά με την καθαρή και βροντερή φωνή τα τραγούδια του.

https://www.gastronomos.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου