Η μάνα μου ήτανε μοδίστρα, η μάλλον δασκάλα που δίδασκε κοπτική, είχε τελειώσει εδώ στου Τσοπανέλλη και εκεί στην Κρήτη τις πηγαίναν τα κορίτσια τους για να τα μάθει ράψιμο. Ετσι εκεί στη δεύτερη κάμαρα, που είχε κι ένα βορεινό παράθυρο, έβαλε ένα πάγκο και μιά ακέφαλη κούκλα και στριφογυρίζανε όλες γύρω της καρφιτσώνοντας απάνω της ψαλιδισμένα χαρτιά με μεγάλη προσοχή.
Σαυτή την κάμαρα γινότανε μεγάλο πηγαινέλα. Οι διαθέσεις αλλάζανε απο την μια στιγμή στην άλλη, πράγμα που έκανε δύσκολο να προσαρμόζω την παιδική μου συμπεριφορά παρά τα άγρια βλέμματα. Εφθανε σαν παράδειγμα η χήρα και βάραινε η ατμόσφαιρα. Κρύο νερό και λίγα λόγια, αναστεναγμοί και ψίθηροι, σιωπή και παρηγόριες, της βάζανε το μισοτελειωμένο μαύρο ρούχο και κάναν από σέβας πως πενθούσανε μαζί της όλες. Δεν πίστευα τα μάτια μου τι συμφορά μας βρήκε στα καλά καθούμενα. Για λίγο όμως.
Γιατί σε λίγο όλα αλλάζανε, αφού ερχότανε η νύφη, μαντινάδες και συγχαρητήρια, άνοιγαν και θαυμάζανε το αγοραστό πανί, τα τούλια, τα υπονοούμενα, οι ευχές, οι σουμάδες, τα πνιχτά γέλια, μια άλλη εικόνα, ένα άλλο ρούχο, μιά άλλη παράσταση. Ενα μονόπρακτο κάθε φορά. Ενα φουστάνι φόρεσε ένας άνθρωπος και άλλαξε ο κόσμος όλος!
Πιο μεσα, πριν απ την πίσω αυλή, ήταν η τρίτη κάμαρα, η πιο μικρή, που μένανε δύο θειάδες μου, που είχανε εκεί τους αργαλειούς τους και υφαίνανε παραγγελίες σε όλη την περιοχή, πατανίες κόκκινες και μαύρες σκέτες η με σγουρά τριαντάφυλλα , κουσκουσεδένιες, απο μαλλιά που στρίβανε και βάφαν μοναχές τους, αγορασμένα με το ζύγι απ τους βοσκούς, Τώρα, στις μέρες μας, αν πάει κανένας στα βουνά την εποχή της κουράς, θα δει γεμάτες τις πλαγιές από μαλλιά πεταμένα, που τα σέρνει ο αέρας δω και κει, γιατί στις μέρες μας κανένας δεν υφαίνει πιά και οι άνθρωποι δεν τα χρειάζονται.
Τότε όμως δεν ήταν έτσι! Στα δάχτυλα τους, είδα το βρώμικο μαλλί να μεταμορφώνεται σε λεπτότατη ίνα, και αμέτρητα , ζεματιστά μάτσα μαλλιών να κρέμονται στην πίσω αυλή και να στραγγίζουνε τα χρώματά τους, σαν μια απέραντη μάλλινη παλέτα , που θάπαιρναν και θα ζωγράφιζαν πάνω στις πατανίες, εκείνες τις λουλουδένιες τους γιρλάντες, που θα συντρόφευαν δοξαστικά τον έρωτα, στις φτωχές κάμαρες, τις γαμήλιες νύχτες.
Οι θείες μου δεν ήταν καλλιτέχνες, δεν πήγανε ποτέ σχολείο και δεν έκαναν τίποτα πιο πολύ από αυτό που έκαναν οι κρητικές αιώνες τώρα. Κανένας δεν τους μίλησε για χρώμα και για σχέδιο. Δασκάλες ήταν οι προγόνισσες τους. Κι έτσι έμειναν σαν μιά συνέχεια, για πάντα ευτυχισμένες στο περίκλειστο βασίλειο τους.
Το σπίτι μας δεν ήταν εργαστήριο. Ηταν το σπίτι που μέναμε, ολάνοιχτο χωρίς μυστικά. Ηταν ο τρόπος που ζούσαμε. Ετσι μεγάλωσα και έτσι νοιώθω ακόμα μέσα μου σαν να συνεχίζω κάτι, που ξεκινάει από αυτές τις παρωχημένες μνήμες και φτάνει ως τα θέατρα που μπαινοβγαίνω.
Συχνά, όταν θυμηθώ μιά λεπτομέρεια το ένα φέρνει το άλλο και ξαναέρχονται όλα μπροστά μου. Οι ήχοι, τα χρώματα, τα χέρια, τα γέλια, οι αποχωρισμοί, οι σιωπές, τα δάκρυα, τα φιλιά, τα πένθη, τα πρόσωπα, μέχρι που πέρασαν τα χρόνια και χάθηκαν όλα. Ανοιξε η πρώτη γούβα, μετά η άλλη, η άλλη, δεν έμεινε κανείς, πέθαναν όλοι με γαλήνη σε αγαπημένες αγκαλιές, βούλιαξε και το σπίτι, ερημιά, φτάσανε και οι τουρίστες, χτιστήκανε τα περιβόλια, γέμισε η Κρήτη ξενοδοχεία, αξιοποιηθήκαμε.
Χρόνια τώρα κάθε φορά που καταπιάνομαι με μια θεατρική παράσταση, ξέρω καλά που να τρέξω να ανασύρω ένα συναισθηματικά ουσιώδες στοιχείο σαν σημείο εκκίνησης αλλά και τρόπους, επεξεργασίες και τεχνικές που εφαρμόζω ακόμα. Νομίζω μέσα μου, σε μια σειρά εμπειριών και διδαγμάτων, που είναι για μένα τα ανεξίτηλα ίχνη μιας εξαιρετικά πλούσιας ζωής που έζησα κοντά σαυτούς τους ανθρώπους, έτσι όπως όλοι μας πρέπει να εννοούμε τον αληθινό πλούτο.
Νομίζω πως οι απέραντοι κύκλοι της ανθρώπινης σκέψης θα επανέρχονται και πάντα εμείς θα μένουμε εκστατικοί μπροστά στα μεγαλοπρεπή της επιτεύγματα. Γιατί μόνο μαυτή την έννοια, τίποτα δεν πεθαίνει και τίποτα δεν χάνεται. Απλώς συνεχίζουμε.
Η ομιλία που έγινε σχετικά με το θέατρο και τη λαϊκή παράδοση στο λύκειο των Ελληνίδων στις 13 Μαϊου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου