Από το Δημήτρη Σάββα
Επιμέλεια - φωτογραφικό αρχείο - Αντώνης Γενναράκης
Γενάρης του 1932. Η τοπική καθημερινή Ηρακλειώτικη εφημερίδα “Ελευθέρα σκέψις” στη στήλη της “Καθημερινή ζωή”. Σκέψεις της στιγμής είναι ο υπότιτλος, κάποιο άρθρο με τίτλο “Τι σιγάρο”, το περιεχόμενο του οποίου σας παραθέτω στη συνέχεια:
“Είνε περισσότερα από δέκα χρόνια που θέλω να κόψω το σιγάρο. Θέλω να το κόψω, διότι λόγοι υγείας μου επιβάλλουν να το κόψω. Με πειράζει στη μύτη, την οποία μου φράζει και δεν μπορώ ν’ αναπνεύσω, με πειράζει στον πνεύμονα που μου έχει κάνει εμφύσημα, με πειράζει στο στομάχι το οποίον πέρυσι έπαθε και εσώθη με μακράν δίαιταν (τότε έκαμα πέντε μήνες να καπνίσω και κόντεψα να ραμολίρω.
Μου έκαναν τον κόκορα κάτι ραμολιμέντα και τους ζητούσα και... συγνώμην! Ενώ εις κάθε άλλην εποχήν θα τους καρπαζοφόρτωνα!...), με πειράζει στα νεύρα τα οποία άμα καπνίζω... χορεύουν και άμα με πειράζει κανείς μπορώ να τον πνίξω με τα χέρια μου!, με πειράζει σαν τον διάβολο μέσα μου και εν τούτοις ακόμη δεν το κόβω ενώ βλέπω ότι καθημερινώς αυτό με “κόβει”.
Έχω δείξει εις την κοινωνικήν και υπηρεσιακήν μου ζωή θέλησιν που λίγοι άνθρωποι μπορούσαν να την δείξουν και πολλοί με εθαύμασαν και με θαυμάζουν δια την θέλησίν μου αυτήν, δίδοντες ως μόνην εξήγησιν της θελήσεώς μου αυτής το ότι... “έχω τον διάβολον μέσα μου!” και εν τούτοις το τσιγάρο δεν μπορώ να το κόψω! Τί είνε αυτό;, πώς το λένε αυτό;
Θα πήτε ίσως ότι η “εξις καθίσταται δευτέρα φύσις”. Καλά! Αλλά γιατί οι κύριοι - κύριοι επιστήμονες δεν βρίσκουν ένα τρόπο να μπορούμε να κόβουμε το τσιγάρο; ή να το καπνίζομε αλλά να μη μας πειράζει; Πήγα προ ετών στο Παρίσι και στη Βενετία να την ιδώ, που είχα μαράζι από μικρό παιδί να τα επισκεφθώ και επισκέφθηκα: “Μια που θα κάμω στον εαυτό μου αυτή τη χάρι, να εκπληρώσει ένα τόσο μεγάλο πόθο του, θα του κόψω το σιγάρο!”...
Ξεύρετε τι συνέβη; Πήγα καπνίζοντας σιγάρα ψιλά, ντάμες και γύρισα καπνίζοντας σιγάρα... χονδρά!... Μούντζωστα λοιπόν, δεν γίνεται τίποτε, θα αποθάνω καπνίζων σαν καμινάδα βαποριού και στην κηδεία μου θα παραγγείλω για τιμωρία μου, αντί λιβανιού, να έχουν όλοι να καπνίζουν... ναργιλέδες γιαβάσικους!”.
Και νάταν μόνον ο γράφων, τόσοι και τόσοι θεριακλήδες υπήρχαν και φυσικά υπάρχουν. Το ελληνικό σιγαρέττο και γενικά κάθε τσιγάρο, έχει ταχθεί να δίνει τάχα τη λήθη σε κάθε πίκρα και καημό στον κάθε καπνιστή, γίνεται το επιστέγασμα κάθε χαράς και ο πιστός σύντροφος του καθένα και φυσικά είναι και ένας από τους σπουδαιότερους παράγοντες του κρατικού μας προϋπολογισμού, αφού τον βοηθάει σε σημαντικό βαθμό στην ισοσκέλισή του.
Η εμφάνιση του έτοιμου τσιγάρου από το εμπόριο χρονολογείται από το 1885, εκείνη την περίοδο άρχισε η κατασκευή του καθώς και η ραγδαία εξέλιξή του. Πραγματικά, μακάρια εποχή!
Είναι όμως ανάγκη να οπισθοδρομήσουμε ακόμη δυο χρόνια, γιατί το 1883 ήταν η πιο συγκινητική, ή μάλλον δραματική εποχή δια τους Έλληνας θεργιακληδες. Μέχρι της μακαρίας εκείνης εποχής δεν επεβάλλετο ουδεμία κρατική φορολογία εις τον καπνόν παρά μόνον μία στρεμματική τοιαύτη, η 10η, επί της καπνοπαραγωγής και από την οποίαν εισέπραττε το κράτος 200-300.000 δρχ. το χρόνο όλας - όλας από τον καπνόν. Από το 1883 όμως άρχισε να βάζει και τα δυο του χέρια το κράτος εις τον καπνόν, από τότε δε χρονολογούνται αι αθεράπευται ερωτοτροπίαι του κάθε υπουργού των Οικονομικών με τον καπνόν και ιδίως εις στιγμάς που ατένιζε με δέος την ισοσκέλισιν του προϋπολογισμού του.
Από δω και μπρος όμως αρχίζουν τα βάσανα να μεγαλώνουν για τους θεργιακλήδες διότι καθ’ ην εποχήν με το “τέσσαρα και ένα” ήτοι με την μίαν πεντάραν, εθεράπευαν τας ημερησίας καπνιστικάς ανάγκας, ο τότε υπουργός των Οικονομικών επί κυβερνήσεως Χ. Τρικούπη, Π. Καλλιγάς, καταθέτων τον προϋπολογισμόν του 1883 και δια την ισοσκέλισιν τούτου, εισηγήθη μεταξύ άλλων τα εξής ιστορικά δια τον καπνόν.
“...Δια ταύτα η κυβέρνησις αναλαμβάνει την γενναίαν πρωτοβουλίαν, με κίνδυνον ίσως της δημοτικότητός της, να σας προτείνη πικρόν μεν, αλλ’ απαραίτητον και ουσιαστικώς ωφέλιμον μέτρον της ισορροπίας του προϋπολογισμού, δια της προσθήκης νέων φόρων κατά μικρόν βαρυνόντων τας παραγωγικάς πηγάς του τόπου και κατά το πλείστον τα αντικείμενα, ουχί της πρώτης ανάγκης, αλλλά της προαιρετικής χρήσεως των βουλομένων και των δυνάμενων εκ των ευπορωτέρων τάξεων των κατοίκων, ημεδαπών και ξένων. Σας προτείνομεν κυρίως πόρους εξ εκείνων δι’ ων άπαντα τα μάλλον ευνοούμενα κράτη απολαμβάνουν το τρίτον και πλέον του όλου των ετησίων εσόδων του προϋπολογισμού και τούτοις, εις όρους μετριωτάτους και κατά σύστημα ουδόλως παρενοχλούν την γεωργίαν ή παρακωλύουν την ελευθερίαν του εμπορίου και την εξάσκησιν της καπνοβιομηχανίας κτλ.”.
Αυτά περίπου εισηγούμενος ο τότε υπουργός των Οικονομικών επέβαλε μίαν φορολογίαν τεσσάρων δρχ. κατ’ οκάν επί της καταναλώσεως του καπνού και προσδοκών ένα ετήσιον έσοδον πέντε εκατομμυρίων περίπου δρχ., εθέσπισε την νέαν φορολογίαν του, αφού συγχρόνως εθεωρήθη και απαραίτητον να περιβληθή ο πωλούμενος καπνός δια δοχείων. Από τότε καθιερώθησαν τα πακέτα, άτινα, οι θεργιακλήδες, παρά την μεγάλην των δυσφορίαν, έκτοτε τα επρομηθεύοντο αντί 25 λεπτών μετά του αναλόγου τσιχαροχάρτου, το πακέτο βάρους δέκα δραμίων και αντιστοιχούντα για το στρίψιμο ιδιοχείρως 25-30 τσιγαρέττων.
Φυσικά το προαναφερόμενο αυτό φορολογικό καθεστώς το υποδέχθηκαν με δυσφορία όχι μόνο οι θεριακλήδες αλλά και οι καπνεμποροι εκείνης της εποχής.
Από της εποχής εκείνης ήρχισε να τοποθετείται ο καπνός εντός πακέτων και να γίνεται η επεξεργασία του διαφοροτρόπως. Αλλά η μετέπειτα κυβέρνησις Θ. Δεληγιάννη, περιορισθείσα εις ένα ετήσιον έσοδον μόνον δύο εκατομμυρίων δρχ. κατήργησε το σύστημα του πακέτου και άφησε τον καπνόν ελεύθερον, ως έλεγαν τότε, με την διαφοράν αντί των 25 λεπτών ή του “τέσσερα και ένα” λόγω της τεθείσης φορολογίας των δύο δρχ. κατ’ οκάν, επωλούντο τα δέκα δράμια “οκτώ και δύο”, δηλαδή μία δεκάρα.
Επανελθόντος όμως συντόμως του Χ. Τρικούπη και επιθυμούντος διπλασιασμόν του εκ του καπνού εσόδου, κατηργήθη πάλιν το σύστημα του Δεληγιάννη και καθιερώθη εκ νέου το πακέτο με τιμήν πωλήσεως 25 λεπτών τα δέκα δράμια μετά τσιγαροχάρτου. Έκτοτε δε το σύστημα τούτο εξακολουθεί ισχύον μέχρι σήμερον μετ’ αναριθμήτων νέων φορολογιών και τροποποιήσεων. Με το καθιερωθέν πακέτο και το νέον σύστημα της επεξεργασίας του καπνού, ήρχισε να κατασκευάζει το εμπόριον και έτοιμα τσιγαρέττα. Από της εποχής επομένως του 1885 ήρχισεν η κατασκευή των τσιγαρέττων παρά των τότε καπνεμπόρων, των οποίων η ραγδαία εξέλιξις αλματωδώς επροόδευσεν, από δε του έτους 1890 εσυστηματοποιήθη τελείως η κατασκευή των εις τρόπον ώστε πλέον της ημισείας καταναλώσεως του καπνού να γίνεται εις τσιγαρέττα, άτινα κατασκευαζόμενα πάντοτε δια της χειρός, έφθασαν, προϊόντος του χρόνου, εις το άκρον άωτον της καλλιτεχνικής των εμφανίσεως μέχρι του 1918 οπότε ήλθε και το τέλος των διότι ήρχισεν η λειτουργία των τσιγαροποιητικών μηχανημάτων και ταυτοχρόνως η υποχώρησις των χειροποιήτων τσιγαρέττων. Από του 1918 και εντεύθεν τα μηχανοποίητα τσιγαρέττα ομολογουμένως κατέκτησαν αλματωδώς το έδαφος της καταναλώσεως.
Όπως μας αναφέρει η προαναφερόμενη εφημερίδα, το κράτος το 1932 ανακοίνωσε την εξαγορά των αδιαθέτων καπνών εσοδείας 1930 και ο τότε Γενικός Διοικητής Κρήτης ήλπιζε ότι αυτή η ενέργεια θ’ άρχιζε σύντομα. Η τιμή την οποία θα καθόριζε η κυβέρνηση προκειμένου να παραλάβει τα καπνά από τους παραγωγούς επρόκειτο να είναι αρκετά ικανοποιητική και σκοπό είχε να τους ανακουφίσει. Δεν θα έλεγα ότι τις ίδιες προθέσεις έχει και η σημερινή κυβέρνηση για τους αγρότες και γενικά για τους παραγωγούς και το κυριότερο για τους ελαιοπαραγωγούς οι οποίοι είναι έτοιμοι να τα “βροντηξουν”. Μεγάλη βέβαια και η συμβολή της Αγροτικής Τράπεζας η οποία έλαβε εντολή να χορηγήσει δάνεια στους καπνοπαραγωγούς.
Η εφημερίδα “Ελευθέρα σκέψις” στις 23 Φεβρουαρίου 1932 μας ενημερώνει γι’ αυτό το γεγονός:
Η εφημερίδα “Ελευθέρα σκέψις” στις 23 Φεβρουαρίου 1932 μας ενημερώνει γι’ αυτό το γεγονός:
“Το ενταύθα υποκατάστημα εις απάντησιν ενεργειών του εις το Κέντρον δια την χορήγησιν πλασματικών δανείων επ’ ενεχύρω των καπνών έλαβε χθες την κάτωθι Διαταγήν:
“Επί εγγράφου σας 61 εγκρίνομεν προτεινομένην χορήγησιν πλασματικών”.
Κατόπιν τούτου θ’ αρχίση την χορήγησιν δανείων μέχρι 5 δρχ. κατ’ οκάν αναλόγως της ποιότητος.
Προς αποφυγήν συνωστισμού και αναμονής των ενδιαφερομένων ενταύθα επί ημέρας, το Υποκατάστημα μας εδήλωσε τα εξής:
Οι θέλοντες να λάβωσι δάνειον θα συμπληρώσουν μίαν αίτησιν εις την οποίαν θα γράφουν:
1) Το όνομά των, το όνομα του πατρός των, και το επώνυμόν των.
2) Πόσον καπνόν έχουν.
3) Πού τον έχουν αποθηκεύσει (σε ποίο σπίτι, αν είναι δικό των και με ποία σπίτια συνορεύει γύρω από τις τέσσερις μεριές).
4) Αν δίπλα και μέχρι αποστάσεως 20 μέτρων υπάρχουν άλλα καπνά αποθηκευμένα.
5) Το σπίτι που είναι αποθηκευμένα τα καπνά από τί είναι κατασκευασμένο, από λιθάρια ή από τσατμά, και
6) Το όνομα πατρός και επώνυμον δύο προσώπων που ο δανειζόμενος μπορεί να μας δώσει ως εγγυητάς.
Την αίτησιν μαζί με τας αδείας κατοχής καπνού (και τα δύο κομμάτια) θα παραδώσουν εις τον πρόεδρον της Κοινότητος, όστις θα βεβαιώσει υπευθύνως και εν γνώσει των συνεπειών του Νόμου περί ψευδούς δηλώσεως την ποιότητα και την ποσότητα των καπνών και θα τα στείλει αμέσως εις το Υποκ/μα, το οποίον θα ετοιμάσει τα σχετικά χαρτιά και θα καλέσει τους καπνοκαλλιεργητάς κατά χωρία, ώστε να μη αργοπορούν εδώ. Οι πρόεδροι των Κοινοτήτων να φροντίσουν να στείλουν τας αιτήσεις το ταχύτερον, διότι τα διάφορα χωρία θα πάρουν δάνειο με την σειρά αναλόγως της χρονολογίας της υποβολής της αιτήσεως. Εις ουδένα θα χορηγηθεί δάνειον αν θα έλθει απευθείας εις το Υποκ/μα, παρά μόνον όταν θα κληθεί το χωρίο του, και εφόσον θα έχει εγκαίρως υποβάλλει αίτησιν μέσω του προέδρου της Κοινότητος”.
Στην ίδια εφημερίδα λίγες μέρες αργότερα γίνεται ένας θετικός σχολιασμός ως προς την κίνηση αυτή της Αγροτικής Τράπεζας και οφείλουν οι πρόεδροι των Κοινοτήτων σύντομα να σπεύσουν!
“Οι κ.κ. πρόεδροι των Κοινοτήτων οφείλουν το ταχύτερον να κοινοποιήσουν την εγκύκλιον οι δε ενδιαφερόμενοι να σπεύσουν εις την ακριβώς εκτέλεσιν των οδηγιών όπως επισπευθή η χορήγησις προς αυτούς των εγκριθέντων δανείων τα οποία θα ανακουφίσουν οπωσδήποτε την δεινήν οικονομικήν κατάστασιν εις την οποίαν ευρίσκονται. Η Αγροτική Τράπεζα έρχεται δια του μέτρου της τούτου να συντρέξει τους δεινοπαθούντας καπνοπαραγωγούς οι οποίοι θα την ευγνωμονούν ασφαλώς”.
Το Ηράκλειο είχε το καπνοκοπτήριό του και εξαιτίας του πήρε αυτή την ονομασία ολόκληρη η περιοχή. Βρίσκεται στον οικισμό της Αγίας Τριάδας. Το κτίριο του Καπνοκοπτηρίου είναι δυόροφο κεραμοσκεπές κτίσμα αποτελούμενο από τρεις πτέρυγες. Οι πτέρυγες έχουν στέγες σε διαφορετικά επίπεδα και αυτό συντελεί στην κλιμάκωση των όγκων τους. Ο κύριος όγκος του κτιρίου προβάλλει υψηλότερα από τους άλλους και σε αυτόν υπάρχουν δύο μεγάλες αίθουσες μία σε κάθε όροφο. Η επικοινωνία του ισογείου με τον πρώτο όροφο επιτυγχάνεται με δύο ξύλινες σκάλες που βρίσκονται στις παράπλευρες πτέρυγες. Οι τοιχοποιίες είναι κατασκευασμένες από αργολιθοδομή ενώ στις γωνίες, με λαξευτά πελέκια διαμορφώνονται παραστάδες.
Έχουν περάσει 20 χρόνια όταν μαζί με τους συναδέλφους μου από την Βικελαία Βιβλιοθήκη, Ανδρέα Σαββάκη, Στέφανο Γρατσέα, Νίκο Φανουράκη, πήγαμε εκεί για να εντοπίσουμε κάποιο αρχειακό υλικό που θα μας ενδιέφερε, προκειμένου να το ενσωματώσουμε στο τμήμα των αρχείων της Βιβλιοθήκης.
Το πρώτο καπνοκοπτήριο του Ηρακλείου ήταν στην οδό Μονής Καρδιωτίσσης, λίγο παραπάνω από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Σύμφωνα με πληροφορίες του αείμνηστου Μηνά Βαρδαβά, στο καπνοκοπτήριο κόβανε τον καπνό ψιλό σαν χονδρές τρίχες σε ειδικά εργαλεία που τα έλεγαν χαβάνια. Τον κομμένο καπνό τον βάζανε σε χαρτένια κουτιά που είχανε τυπωμένο το όνομα του καπνέμπορου - καπνοπώλη και ένα φυλλάδιο τεφτεράκι τσιγαρόχαρτο κομμένα σε μάκρος και φάρδος ενός τσιγάρου, εκεί μέσα έβαζαν λίγο καπνό, το έστριβαν, το κολλούσαν με σάλιο και στη συνέχεια το άναβαν. Πολλοί βέβαια που δεν είχαν αυτή τη δυνατότητα του καπνού χρησιμοποιούσαν διάφορα υποκατάστατα, όπως ξηρά αμπελόφυλλα ή φασκομηλιά για να καπνίσουν.
Οι πιο παλιοί και γνωστοί καπνέμποροι της πόλης μας
Ηταν οι Τούρκοι αδελφοί Βολιωτάκη, ο Ρηζάς, ο Κασαπάκης και ο Φεϊμάκης που αργότερα έκανε και τα Χανουμίστικα τσιγάρα. Τα έλεγαν έτσι γιατί ήταν πιο λεπτά από τα ανδρικά.
Χριστιανοί τώρα καπνέμποροι ήταν
Ο Νικόλαος Δεληγιαννάκης, ο Μηνάς Παναγιωτάκης, ο Ανδρέας Ευγενής με τον αδελφό του Γιάννη, οι αδελφοί Κουργιαλίδη και ο Παϊζης, ο Αλέκος Σταγάκης και άλλοι που είχαν τα καταστήματά τους στο Μεϊντάνι κυρίως. Αυτοί προμήθευαν και τα μπακάλικα προκειμένου να πουλάνε τσιγάρα. Σιγά - σιγά στο καπνοκοπτήριο απασχολούνταν και γυναίκες που άλλες έκοβαν με ψαλίδια τα τσιγάρα σε ίσο μέγεθος και άλλες τα τοποθετούσαν στα χάρτινα συρταρωτά πακέτα από 22 στο καθένα, κολλώντας την ταινία του φόρου. Όμως εξακολουθούσαν να βγάζουν και πακέτα με καπνό, αφού ορισμένοι θεριακλήδες προτιμούσαν τα χειροποίητα από τα έτοιμα τσιγάρα.
Έχουν περάσει 20 χρόνια όταν μαζί με τους συναδέλφους μου από την Βικελαία Βιβλιοθήκη, Ανδρέα Σαββάκη, Στέφανο Γρατσέα, Νίκο Φανουράκη, πήγαμε εκεί για να εντοπίσουμε κάποιο αρχειακό υλικό που θα μας ενδιέφερε, προκειμένου να το ενσωματώσουμε στο τμήμα των αρχείων της Βιβλιοθήκης.
Το πρώτο καπνοκοπτήριο του Ηρακλείου ήταν στην οδό Μονής Καρδιωτίσσης, λίγο παραπάνω από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Σύμφωνα με πληροφορίες του αείμνηστου Μηνά Βαρδαβά, στο καπνοκοπτήριο κόβανε τον καπνό ψιλό σαν χονδρές τρίχες σε ειδικά εργαλεία που τα έλεγαν χαβάνια. Τον κομμένο καπνό τον βάζανε σε χαρτένια κουτιά που είχανε τυπωμένο το όνομα του καπνέμπορου - καπνοπώλη και ένα φυλλάδιο τεφτεράκι τσιγαρόχαρτο κομμένα σε μάκρος και φάρδος ενός τσιγάρου, εκεί μέσα έβαζαν λίγο καπνό, το έστριβαν, το κολλούσαν με σάλιο και στη συνέχεια το άναβαν. Πολλοί βέβαια που δεν είχαν αυτή τη δυνατότητα του καπνού χρησιμοποιούσαν διάφορα υποκατάστατα, όπως ξηρά αμπελόφυλλα ή φασκομηλιά για να καπνίσουν.
Οι πιο παλιοί και γνωστοί καπνέμποροι της πόλης μας
Ηταν οι Τούρκοι αδελφοί Βολιωτάκη, ο Ρηζάς, ο Κασαπάκης και ο Φεϊμάκης που αργότερα έκανε και τα Χανουμίστικα τσιγάρα. Τα έλεγαν έτσι γιατί ήταν πιο λεπτά από τα ανδρικά.
Χριστιανοί τώρα καπνέμποροι ήταν
Ο Νικόλαος Δεληγιαννάκης, ο Μηνάς Παναγιωτάκης, ο Ανδρέας Ευγενής με τον αδελφό του Γιάννη, οι αδελφοί Κουργιαλίδη και ο Παϊζης, ο Αλέκος Σταγάκης και άλλοι που είχαν τα καταστήματά τους στο Μεϊντάνι κυρίως. Αυτοί προμήθευαν και τα μπακάλικα προκειμένου να πουλάνε τσιγάρα. Σιγά - σιγά στο καπνοκοπτήριο απασχολούνταν και γυναίκες που άλλες έκοβαν με ψαλίδια τα τσιγάρα σε ίσο μέγεθος και άλλες τα τοποθετούσαν στα χάρτινα συρταρωτά πακέτα από 22 στο καθένα, κολλώντας την ταινία του φόρου. Όμως εξακολουθούσαν να βγάζουν και πακέτα με καπνό, αφού ορισμένοι θεριακλήδες προτιμούσαν τα χειροποίητα από τα έτοιμα τσιγάρα.
Ποιές ήταν όμως οι καπνοβιομηχανικές εταιρείες στο παλιό Ηράκλειο;
Οι καπνέμποροι που προαναφέραμε Νικόλαος Δεληγιαννάκης, Μηνάς Παναγιωτάκης, Ανδρέας και Γιάννης Ευγενής, οι αδελφοί Κουργιαλίδη με τον Παϊζη, ίδρυσαν την καπνοβιομηχανία “Κνωσός”. Στις 24 Ιανουαρίου 1932, η εφημερίδα “Ελευθέρα σκέψις” φιλοξενεί μια ανακοίνωση της καπνοβιομηχανίας αυτής την οποία και παραθέτω:
Οι καπνέμποροι που προαναφέραμε Νικόλαος Δεληγιαννάκης, Μηνάς Παναγιωτάκης, Ανδρέας και Γιάννης Ευγενής, οι αδελφοί Κουργιαλίδη με τον Παϊζη, ίδρυσαν την καπνοβιομηχανία “Κνωσός”. Στις 24 Ιανουαρίου 1932, η εφημερίδα “Ελευθέρα σκέψις” φιλοξενεί μια ανακοίνωση της καπνοβιομηχανίας αυτής την οποία και παραθέτω:
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ
Της Καπνοβιομηχανικής
Εταιρείας ΚΝΩΣΟΣ
Εις το προχθεσινόν της φύλλον της 22ας τρέχοντος η εφημερίς “Ανόρθωσις” εδημοσίευσε είδησιν καθ’ ην ο οίκος Παπαστράτου ηγόρασεν δήθεν ολόκληρον την παραγωγήν καπνών Αγρινίου. Η είδησις αύτη δεν είναι μόνον ψευδεστάτη αλλά και κακόβουλος καθ’ όσον δια ταύτης σκοπείται η εξουδετέρωσις της ευμενούς εντυπώσεως ήν παρήγαγε υπέρ ημών η υπό της “Ελευθέρας Σκέψεως” δημοσιευθείσα την προηγουμένην επίσημος είδησις περί προμηθείας εκ μέρους της εταιρείας “Κνωσός” διακοσίων δεμάτων καπνού Αγρινίου προορισμένου δια την παραγωγήν εκλεκτοτάτων σιγαρέττων”.
Περί της αληθείας του γεγονότος ότι επρομηθεύθημεν την ως άνω ποσότητα καπνών Αγρινίου μαρτυρούν τα υπ’ αριθμ. 49 και 50 έγγραφα της 14ης Ιανουαρίου ε.ε. του Δ/ντού του καπνεργοστασίου Αγρινίου περί δε της σοβαρότητος της ειδήσεως της “Ανορθώσεως” περί αγοράς τάχα ολοκλήρου της παραγωγής του Αγρινίου υπό ενός μόνον καπνοβιομηχάνου θα μαρτυρήσει η κρίσις και η νοημοσύνη του κοινού ήτις ενίοτε υποτιμάται εις βαθμόν λίαν προσβλητικόν. Εάν υπήρχε και η ελαχίστη υπόνοια ότι η ως άνω ψευδής είδησις ενεπνεύσθη υπό του οίκου Παπαστράτου θα προσκαλούμεν αυτούς να μας διαψεύσουν εις ό,τι λέγομεν ανωτέρω. Όπωσδήποτε η έντιμος σιωπή των κ.κ. Αδελφών Γεωργιάδου ήτις θα επακολούθηση την δημοσίευσιν του παρόντος θα είναι μία επί πλέον επικύρωσις των λεγομένων μας και ένας κόλαφος κατά της δημοσιευσάσης εν γνώσει της την ψευδή είδησιν εφημερίδος.
Εταιρία ΚΝΩΣΟΣ”.
Εκείνην την περίοδο με διάταγμα που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, μειώνεται η τιμή των εις τους καπνοπαραγωγούς πωλουμένων φυλλαδίων, σιχαρόχαρτον του δημοσίου από τέσσερες δραχμές σε τρεις, για κάθε ένα φυλλάδιο των πενήντα φύλλων. Αργότερα οι αδελφοί Κοζυράκη μαζί με τους αδελφούς Γρυφιζα και άλλους, δημιούργησαν την καπνοβιομηχανική εταιρεία “ΦΑΙΣΤΟΣ” η οποία έβγαζε συρταρωτά πακέτα με 22 τσιγάρα τα οποία ονόμαζαν “ΦΑΙΣΤΟΣ”. Αυτή η εταιρεία κατά την περίοδο της Κατοχής έβγαζε τσιγάρα σε κούτες των 100 τσιγαρέττων. Τα μισά έπαιρναν οι Γερμανοί και τα άλλα μισά η προαναφερόμενη εταιρεία τα πουλούσε. Επειδή αυτά τα τσιγάρα ήταν τόσο βαριά στο χαρμάνι τους, οι περισσότεροι τα αποκαλούσαν στούκας.
Στην Ηρακλειώτικη προπολεμική εφημερίδα “Ελευθέρα σκέψις” υπάρχει αντίστοιχη καταχώρηση της καπνοβιομηχανίας “Φαιστός” του Ηρακλείου την οποία και παραθέτω:
Ψωμί Δωρεάν με τα σιγαρέττα “ΕΛΛΑΣ”. Δύσκολα χρόνια... φτώχεια μεγάλη!
Δια να διευκολύνωμεν τον λαόν της πατρίδας μας Κρήτης, τώρα εις την εξαιρετικά δύσκολη εποχή, απεφασίσαμεν με μεγάλην θυσίαν μας να δίδωμεν δωρεάν ένα ψωμί σταρένιο εργοστασίου Τζωρτζάκη εις όποιον φέρνη 40 δελτία σιγαρέττων μας Ελλάς”. Τα 40 δελτία έδωσε οδηγίας ο κ. Τζωρτζάκης να τα πέρνουν ευχαρίστως όλα τα παντοπωλεία που πουλούν το ψωμί του και να δίδουν αμέσως δια λογαριασμόν μας το ψωμί εντελώς δωρεάν σε κάθε 40 δελτία. Όλα τα πακέττα (μικρά) “Ελλάς” έχουν εις την άκρη το δελτίο για τα ωρολόγια. Αυτά τα ίδια τα δελτία όποιος δεν θέλει ωρολόγιον ή βιάζεται, θα τα μαζεύη και σε κάθε 40 θα πέρνη το ψωμί, πράγμα που είναι εύκολο και πολύ γρήγορο. Εννοείται ότι όποιος θέλει ωρολόγιον θα το παίρνη όπως και μέχρι σήμερον μαζεύοντας όσα δελτία απαιτούνται δηλαδή 200 δελτία εν ωρολόγιον, 400 έτερον κλπ. Να που η εταιρεία μας “Φαιστός” είναι ντόπια και αντιλαμβάνεται την ανάγκην του κοσμάκη και θέλομε να ζήση ο λαός για να ζήσωμε μαζί του και εμείς καθώς και όλες οι φτωχές οικογένειες που εργάζονται μέσα εις την εταιρείαν μας.
(Καπνοβιομηχανική εταιρεία “ΦΑΙΣΤΟΣ” Ηρακλείου).
Σε εφημερίδες της εποχής εκείνης, προπολεμικά δηλαδή, κυκλοφορούν διάφορες μάρκες τσιγάρων όπως:
‘Ανθος Ζίχνης, με 11 δραχμές του Κρητικού Καπνοβιομηχανικού Οργανισμού Φαιστού, Σιγαρέττα “Φαιστός” τα οποία σύμφωνα με τη διαφήμιση απέσπασαν το Χρυσό Βραβείον της VI Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης 1931, Σιγαρέττα “Creta” πολυτελείας - εκανονίσθησαν μόνον δραχμάς 11.50 χάριν συναγωνισμού, “EGO” σιγαρέττα ημίπακα πλακέ πολυτελέστατα, με μεταξωτόν επιστόμιον δια κυρίας (13 σιγαρέττα). Επίσης σας παραθέτω μια καταχώρηση των αδελφών Γρύφιζα που ήταν συνέταιροι της καπνοβιομηχανίας “Φαιστός”.
‘Ανθος Ζίχνης, με 11 δραχμές του Κρητικού Καπνοβιομηχανικού Οργανισμού Φαιστού, Σιγαρέττα “Φαιστός” τα οποία σύμφωνα με τη διαφήμιση απέσπασαν το Χρυσό Βραβείον της VI Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης 1931, Σιγαρέττα “Creta” πολυτελείας - εκανονίσθησαν μόνον δραχμάς 11.50 χάριν συναγωνισμού, “EGO” σιγαρέττα ημίπακα πλακέ πολυτελέστατα, με μεταξωτόν επιστόμιον δια κυρίας (13 σιγαρέττα). Επίσης σας παραθέτω μια καταχώρηση των αδελφών Γρύφιζα που ήταν συνέταιροι της καπνοβιομηχανίας “Φαιστός”.
ΚΑΠΝΟΠΩΛΑΙ Εδοποιούμεν όλους τους αγαπητούς κ.κ. καπνοπώλας της πόλεως και των χωρίων ότι εις το κατάστημά μας (γωνία Μεϊντάνι, Ηράκλειον) πωλούμεν όλα ανεξαιρέτως τα είδη των σιγαρέττων αρκούμενοι εις ελάχιστον, σχεδόν ασήμαντον, κέρδος λόγω των περιστάσεων:
Τιμοκατάλογος μερικών ειδών σιγαρέττων:
“Φαιστός” Α’ χονδρά μεγάλα δρχ. 9.80. “Φαιστός” Α’ χονρά μικρά δρχ. 5. “Φαιστός” Α’ βτάμες μεγάλες 10.80. “Φαιστός” Α’ ντάμες μικρές 5.40. “Φαιστός” Α’ συρταρωτές μικρές 5.20. “Φαιστός” Β’ μικρά 4.55.
Ματσάγγου Α’ χονδρά μεγάλα 9.90. Ματσάγγου Α’ χονδρά μικρά 5. Ματσάγγου Α’ Ντάμες μεγάλες 10.90. Ματσάγγου Α’ Ντάμες μικρές 5.45. Ματσάγγου Α’ Ντάμες συρταρωτές μικρές 5.25. Ματσάγγου Β’ μικρά 4.60.
Άνθος Ζίχνης Α’ χονδρά μεγάλα δρχ. 10. (τα νέα της Φαιστού) χονδρά μικρά 5.10. (Τα νέα της Φαιστού) Ντάμες μεγάλες 11. (Τα νέα της Φαιστού) Ντάμες μικρές 5.50.
ΕΛΛΑΣ με δελτία (δι’ ωρολόγια και ψωμί) δρχ. 4.60.
Εις το κατάστημά μας ευρίσκονται εις μεγάλην παρακαταθήκην όλα ανεξαιρέτως τα άλλα σιγαρέττα εντοπίων και ξένων εταιρειών, πωλούμεν δε πάντοτε και αυτά με τας εφθηνοτέρας τιμάς. Προ το συμφέρον σας πρέπει να μας ερωτάτε προτού αγοράσητε.
Οι δύο εταιρείες καπνοβιομηχανίας διαλύθηκαν, η πρώτη πριν από τον πόλεμο και η δεύτερη μετά την Κατοχή, αφού δεν μπόρεσαν να αντέξουν στον συναγωνισμό της ποιότητας των σιγαρέττων των μεγάλων Αθηναϊκών και άλλων καπνοβιομηχανιών. Μάρτυρας αυτής της κατάστασις η διαφήμιση τοπικής εφημερίδας τη δεκαετία του 1930
Με το σιγαρέττο Παπαστράτου Νο 9, δίδονται πολύτιμα και πρακτικά δώρα. Φυλάσσετε την έντυπον βάσιν του κουτιού.
Με 200 απ’ αυτές παίρνεται ένα ωρολόγιον επιτραπέζιον.
Με 400 απ’ αυτές παίρνεται ένα ωρολόγιον τσέπης ή επιτραπέζιον.
Με 800 απ’ αυτές παίρνεται ένα ωρολόγιον πολυτελείας τσέπης, ή χειρός, ή επιτραπέζιον.
Από 110-200 διάφορα πρακτικά για κάθε οικογένεια Δώρα (κάλτσες, εσώρουχα, Κάμποτ, Λινά, Τόκους και άλλα).
Τιμαί: Το κουτί των 22 σιγαρέττων δρχ. 10. Το κουτί των 11 σιγαρέττων δρχ. 5.
Ανταλλάσσονται στα Πρατήρια: Ευαγ. Μαρτάκη (Γενί Τζαμί), Εμμ. Παρλαμά (Κ¨εντρον) Αδελφοί Σεφεριάδου (Βαλιδέ Τζαμί).
Σήμερα οι καλά - καλά θεριακλήδες θέλουν 5-6 ευρώ για να διασκεδάσουν τους καημούς τους και μπορεί ως χώρα να μην έχουμε πολλές πρωτιές εκτός από τα ντοπαρίσματα, τη χρήση αλκοόλ, διεκδικούμε βραβεία και στο κάπνισμα και μάλιστα και για τα δύο φύλα. Έτσι μ’ αυτό τον τρόπο ενισχύουμε τον κρατικό προϋπολογισμό και παρηγορούμε κατά τον καλύτερο τρόπο τον κάθε γκρινιάρη υπουργό Εθνικής Οικονομίας ότι έχει περιορισμένα έσοδα! Όσο για τους καπνιστές μας, είναι η χαρά τους να καπνίζουν μέσα σε κλειστούς χώρους, αδιαφορώντας για τους διπλανούς τους παθητικούς καπνιστές και για εκείνη τη γνώριμη επιγραφή που θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια: “Απαγορεύεται το κάπνισμα παρά της Αστυνομίας”. Από τα δημοσιεύματα του Μηνά Βαρδαβά του γνωστού Μήβα, από τοπικές εφημερίδες και ιδιαίτερα από την εφημερίδα “Ελευθέρα σκέψις” καθώς από το περιοδικό “Αθήναι” περιόδου 1935, άντλησα τις πληροφορίες μου για το κείμενό μου αυτό!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου