Το μυστηριακό στοιχείο της λαϊκής παράδοσης από τα χωριά του νησιού αποκτά το δικό του κοινό στο TikTok
Ένα εκπληκτικό οδοιπορικό στην ενδοχώρα της Κρήτης όπου επιβιώνουν οι γητεύτρες της λαϊκής παράδοσης με τα μυστηριακά τους αρχέγονα "όπλα" ενάντια στο κακό, καταγράφει η Ισαβέλλα Ζαμπετάκη στην kathimerini.gr. Ακολουθώντας τη Μαρία Λιουδάκη η οποία εδώ και τρία χρόνια καταγράφει μαρτυρίες και αναμνήσεις των κατοίκων της υπαίθρου, διαφυλάσσει τα λαογραφικά αυτά στοιχεία, διοχετεύοντας τα στη συνέχεια στα social media.
Το πολύ ενδιαφέρον αυτό οδοιπορικό είναι το ακόλουθο:
"Νωρίς το πρωί μιας συννεφιασμένης Κυριακής, επισκεπτόμαστε την Εθιά, ένα μικρό χωριό στα Αστερούσια όρη, για να συναντήσουμε την κ. Στέλλα Βελεγάκη στο καφενείο που διατηρεί εκεί. Τα μάλλινα υφαντά στους τοίχους και η μυρωδιά του κατσικιού με άγρια αγκινάρα που σιγομαγειρεύεται στην ξυλόσομπα δημιουργούν μια γήινη, χειμωνιάτικη θαλπωρή. Καθόμαστε σε ένα τραπέζι και η κυρία Στέλλα μάς προσφέρει τσάι με βότανα μαζεμένα από το βουνό. Τις γητειές, μας λέει, τις έμαθε από τη μητέρα της.
Τη λέξη «γητειά» την άκουσα πρόσφατα για πρώτη φορά και δεν ήμουν σίγουρη για τη σημασία της. Όπως εξηγεί η δρ Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη, ομότιμη ερευνήτρια και τέως διευθύντρια του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, πρόκειται για ξόρκια που βασίζονται στη δύναμη του λόγου και συχνά πλαισιώνονται από συγκεκριμένα αντικείμενα, ενέργειες ή και τελετουργίες. Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι οι γητειές εφαρμόζονται ακόμα. Για να μάθω περισσότερα, ακολούθησα για μία μέρα τη Μαρία Λιουδάκη, η οποία εδώ και τρία χρόνια καταγράφει συστηματικά τις σχετικές μαρτυρίες κατοίκων της κρητικής υπαίθρου, θέλοντας να αναδείξει τη λαογραφική αξία των γητειών.
Ακολουθώντας τη λοιπόν, έφτασα στο σπίτι της κυρίας Στέλλας. Βγάζει το κινητό της και καταγράφει, όπως αντίστοιχα έχει κάνει σε πολλά άλλα χωριά της Κρήτης, εντοπίζοντας αρκετές παραλλαγές ανάλογα με την περιοχή. «Μπορεί να αλλάζουν λίγες λέξεις ή και το σύνολο της γητειάς», μου εξηγεί. «Από την αρχαιότητα, οι επωδές ήταν το βασικό μέσο που είχαν στη διάθεσή τους οι άνθρωποι για να αντιμετωπίζουν τις ασθένειες και άλλες προβλήματα της καθημερινότητας».
Ποίηση και θεατρικότητα
Η κυρία Στέλλα μάς ρωτά αν γνωρίζουμε τη γητειά για τη ζουρίδα, όπως αποκαλούν στην Κρήτη την νυφίτσα. Εξαφανίζεται για λίγα λεπτά και επιστρέφει με μια κουβαρίστρα μαλλιού στα χέρια. Την παρακολουθώ να τυλίγει το κόκκινο νήμα γύρω από μια καρέκλα του καφενείου και να λέει: «Ε, κυρά, νοικοκυρά, ίντα ζυγώνεις επαέ;». Η ντοπιολαλιά κάνει ακόμα και το απλό «τι κάνεις εδώ;» να ακούγεται ιδιαίτερο, ενώ τη γοητεία της έχει και η λεπτή ειρωνεία με την οποία αντιμετωπίζει ο στίχος την αλεπού.
Αφού επαναλάβει την ερώτηση αυτή τρεις φορές, η κυρία Στέλλα καταλήγει με θεατρικότητα στην τελική αποτροπή: «Να φύγεις από δω, ε, κυρά, νοικοκυρά». Και σπεύδει να προσθέσει: «Αυτό έπιανε, ξέρετε. Δεν πλησίαζαν μετά οι αλεπούδες το κοτέτσι».
Εξορκισμοί όπως ο παραπάνω ζωγραφίζουν την εικόνα της ζωής στην ύπαιθρο τους περασμένους αιώνες. «Ο πλούτος των γητειών και η σημασία τους ως στοιχείου λαϊκής παράδοσης αποτυπώνονται και στα αρχεία του Ιστορικού Αρχείου της Κρήτης», μου λέει η Μαρία Λιουδάκη, δείχνοντάς μου στο κινητό της φωτογραφίες από βιβλία του 17ου αιώνα.
Διαβάζω στις υποβλητικές τους σελίδες τίτλους όπως: «Γοητεία ψύλλου όταν εισέλθει εντός του ωτός», «Εν βρέφος κλαίον» και «Όταν δεν δύναται η γυνή να γεννήση». Συνεχίζοντας την καταγραφή γητειών της Εθιάς, ανακαλύπτουμε αυτή για την ηλίαση, συχνό πρόβλημα των αγροτικών πληθυσμών της Κρήτης κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο.
Η κυρία Στέλλα σκεπάζει την επιφάνεια ενός ποτηριού γεμάτου με νερό με μια πετσέτα, την οποία και τυλίγει γύρω του πριν το αναποδογυρίσει πάνω από το κεφάλι του πάσχοντος, και απαγγέλλει ένα δίστιχο που καλεί τον ήλιο να γυρίσει πίσω και να γιατρέψει τον πάσχοντα: «Ήλιε, πού πας; Πού θες να πας; Πού πας να βασιλέψεις; / Την κεφαλή που λάβωσες, γιάγυρε να γιατρέψεις».
Γητεύοντας τον φταρμό
Μία από τις δημοφιλέστερες και πιο διαχρονικές γητειές στην Ελλάδα είναι αυτή του φταρμού, όπως αποκαλούν στην Κρήτη το μάτιασμα. Έχοντας πια αποκτήσει οικειότητα, ρωτάω την κυρία Στέλλα αν θα μπορούσε να πει τη συγκεκριμένη γητειά σε εμένα. Καθόμαστε στο τραπέζι και ακουμπά τον πήχη του χεριού της κατά μήκος της άκρης μιας πετσέτας κουζίνας, με τον αγκώνα να αγγίζει τη μία γωνία. Στην άλλη άκρη της πετσέτας τυλίγει λίγο αλάτι και μου δείχνει την απόσταση μισής παλάμης που μένει κενή ανάμεσα στα ακροδάχτυλά της και στο αλάτι. «Αν έχεις μάτι, όταν τελειώσει η γητειά, θα εξαφανιστεί η απόσταση», μου εξηγεί και ξεκινά να λέει τα λόγια.
Την ακούω προσεκτικά, αλλά και πάλι πιάνω μόνο λέξεις από ένα σύνθετο σύνολο ευχών και παρομοιώσεων. Η αίσθηση της φροντίδας σίγουρα είναι ευχάριστη. Και η χαλάρωσή μου τόσο απόλυτη, που σταδιακά αντιλαμβάνομαι ακόμα και το απαλό τιτίβισμα των πουλιών έξω. Όταν τελειώσει η επωδός, η απόσταση ανάμεσα στα δάχτυλα της κυρίας Στέλλας και στη διπλωμένη άκρη της πετσέτας έχει μυστηριωδώς εξαφανιστεί. «Έχεις», διαπιστώνει και με κοιτά με νόημα πριν προχωρήσει στο δεύτερο μέρος της γητειάς.
Ευθύς, βυθίζει το αλάτι σε ένα ποτήρι νερού και λέει τις αντίστοιχες ευχές. Αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία, στο καφενείο επικρατεί σιωπή. Ρωτάω την κυρία Στέλλα τι νιώθει η ίδια όταν ξεματιάζει και με εκπλήσσει η ευγένεια και η ταπεινότητα με την οποία μου απαντά χαμηλόφωνα: «Χαίρομαι αν κάποιον μπορώ να βοηθήσω».
Στα ριζά του Κόφινα
Αφού αποχαιρετιστούμε με μια εγκάρδια αγκαλιά, συνεχίζουμε για τα Άνω Καπετανιανά, μερικά χιλιόμετρα δυτικά. Το μικρό αυτό χωριό έχει ελάχιστους κατοίκους τον χειμώνα και οι ριπές του βοριά είναι τόσο δυνατές, που νομίζεις ότι θα σε πάρουν μαζί τους. Στο τέλος του πλακόστρωτου δρόμου βρίσκεται το μικρό λευκό σπίτι της κ. Αννίκας Σταματάκη, ενώ στο φόντο ορθώνεται επιβλητική η απότομη βουνοκορφή του Κόφινα. Η κυρία Αννίκα έχει τον τίτλο της ειδικού στο θέμα της ψωρίασης. Όπως εξηγεί ο Γιώργος Σταματάκης, ένας από τους σημαντικότερους ερευνητές και καταγραφείς των παραδόσεων της Κρήτης, οι γυναίκες του χωριού αναλάμβαναν στο παρελθόν την ευθύνη της γιατρειάς κάθε νόσου. Μάλιστα, κάθε μία ήταν υπεύθυνη για μία συγκεκριμένη ασθένεια.
O ίδιος έχει καταγράψει «γιατρικουλιές», όπως αποκαλεί τα γιατροσόφια, για 80 αρρώστιες και ξεχωριστή ανάμεσά τους είναι αυτή που αφορά την Αγία Τράπεζα της εκκλησίας του Μιχαήλ Αρχάγγελου. «Η Τράπεζα αυτή είναι φτιαγμένη από πωρόλιθο και όποιος είχε πονόλαιμο έξυνε λίγο από το πέτρωμά της και το έπινε μαζί με το νερό που κυλά πίσω από την εκκλησία. Ήταν τόσο έντονη η χρήση, που τα κενά που δημιουργήθηκαν στην Τράπεζα χρειάστηκε να συμπληρωθούν με τσιμέντο», καταλήγει με το ιδιαίτερο χιούμορ του.
Το ερώτημα που παραμένει είναι εάν κάποιες από τις ιδιότητες του συγκεκριμένου πετρώματος μπορεί να έχουν και φαρμακευτική αξία –όπως συμβαίνει με πολλά από τα βότανα που χρησιμοποιούνται όχι μόνο από πρακτικούς, αλλά και από τις φαρμακευτικές εταιρείες– ή αν πρόκειται για μια απλή προκατάληψη. Σίγουρα οι καταγραφές των μελετητών είναι πλούσιες σε γλαφυρές δεισιδαιμονίες. Για πολλές δεκαετίες, ο κόσμος της υπαίθρου αντιλαμβανόταν τις ασθένειες σαν άσχημες γριές γυναίκες που περιφέρονταν τη νύχτα ανάμεσα στους χωριανούς και τους αρρώσταιναν.
Οι δε θεραπείες περιλάμβαναν την αντιμετώπιση του παιδικού βήχα με το γλείψιμο του χερουλιού της πόρτας. Ή, σε μια άλλη παραλλαγή που μας εξηγεί η κυρία Αννίκα, τη θεραπεία του με την εναπόθεση ενός νεκρού σπουργιτιού στο στήθος του πάσχοντος. «Βάρβαρα πράγματα», σχολιάζει η ίδια, «αλλά εκείνες τις εποχές η καθημερινότητα ήταν δύσκολη και οι άνθρωποι σκληροί».
Κουνώ σιωπηλά το κεφάλι μου, συμφωνώντας μαζί της. Δεν είναι δίκαιο να κρίνουμε με βάση τα σημερινά δεδομένα τις πρακτικές και την ψυχολογία ανθρώπων που έζησαν όλη τους τη ζωή χωρίς πρόσβαση σε γιατρούς και φάρμακα.
‘Ολο το χωριό γύρω από το τραπέζι
Η κυρία Αννίκα κάθεται πλάι στη σόμπα και το φως από το παράθυρο κάνει τις σκιές των φύλλων του δέντρου να χορεύουν επάνω στο χέρι της. Αφού μοιράστηκε μαζί μας γητειές και γιατροσόφια για τον πόνο του ματιού, του αυτιού και του λαιμού, η Μαρία τη ρωτά για το σκεύασμα που την έχει κάνει διάσημη στον νομό Ηρακλείου. «Μόνο στο Ηράκλειο;» της απαντά με παιχνιδιάρικη διάθεση η ηλικιωμένη γυναίκα. «Και από την Αμερική ήρθαν να μου το γυρέψουν!» Πρόκειται για το απόσταγμα κλαδιών ενός είδους κυπαρισσιού που φύεται στον Κόφινα, το οποίο φτιάχνει μέσα σε πήλινο πιθάρι θαμμένο στο έδαφος. Η κατριά, όπως λέγεται το υγρό που προκύπτει, θεωρείται γιατρικό της ψώρας. Η κυρία Αννίκα έχει, ωστόσο, σταματήσει να το φτιάχνει, αφού δεν έχει πια το κουράγιο να ανεβεί στην κορυφή των Αστερουσίων.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η καθημερινότητά της είναι καθιστική. Περιποιείται το μποστάνι της, μαζεύει άγρια χόρτα, φροντίζει τις κατσίκες και τα μελίσσια της και υφαίνει στον αργαλειό. Ακόμα κι αν χαζεύει στην τηλεόραση το βράδυ, παράλληλα απασχολεί τα χέρια της με ένα πλεκτό. Η επίσκεψή μας της γεννά την επιθυμία να μας προσφέρει το τυρί και το μέλι που φτιάχνει μόνη της, αλλά και τα χορτοπιτάκια και τη ρακή της.
Καθώς το τραπέζι γεμίζει με σπιτικά καλούδια, σκέφτομαι ότι η ενασχόληση με τις γητειές είναι άλλη μία αφορμή για να νιώσουν σύνδεση μεταξύ τους οι άνθρωποι που μοιράζονται την αγάπη για έναν τρόπο ζωής που χάνεται. Έρχεται στον νου μου μια αντίστοιχη εμπειρία που έζησα κάποιες μέρες πριν, όταν επισκεφτήκαμε την κ. Μαρία Ρουσάκη για να μας μιλήσει για το χόρτο που θεραπεύει τις μυρμηγκιές. Όταν ξεκινήσαμε να μιλάμε και για άλλα γιατροσόφια, η κυρία Μαρία μάς ανέφερε το λιόκουρνο, όπως ονομάζεται το «κέρατο» ενός φιδιού που υπήρχε στην Κρήτη στο παρελθόν. Κι έσπευσε να φωνάξει τον ανιψιό της, για να μας δείξει το λιόκουρνο που του άφησε η μητέρα του και το οποίο κρατάει καλά φυλαγμένο. Ακουμπήσαμε στο τραπέζι το δυσεύρετο αυτό μυτερό λευκό αντικείμενο που λέγεται ότι θεραπεύει άφθες και αναφυλαξίες και το περιεργαστήκαμε από κάθε πλευρά. Έπειτα το βυθίσαμε σε ένα ποτήρι νερού και το αφήσαμε να βγάλει φυσαλίδες για αρκετή ώρα. Σταδιακά, μαζεύτηκαν στο σαλόνι της κυρίας Μαρίας και άλλοι χωριανοί, πρόθυμοι να μοιραστούν μαζί μας τους μικρούς θησαυρούς που κληρονόμησαν από τους παλαιότερους και, κυρίως, τις ιστορίες και τα συναισθήματά τους για τα αντικείμενα αυτά.
Επιστροφή στο παρόν
Η δρ Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη επισημαίνει ότι οι περισσότερες γητειές δεν έχουν πλέον πρακτική χρήση, αφού η επιστήμη και η εξέλιξη της τεχνολογίας έχουν δώσει αποτελεσματικότερες λύσεις. Όπως εξηγεί η τέως διευθύντρια του Κέντρου Λαογραφίας, «η σχέση μας με τη φύση και τις φυσικές δυνάμεις είναι εντελώς διαφορετική σήμερα απ’ ό,τι ήταν τους περασμένους αιώνες. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν εξακολουθούν να υπάρχουν δυνάμεις που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε και τις οποίες προσπαθούμε να κατευνάσουμε. Ή ότι έχουμε εξαλείψει τον φόβο, τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες. Κι επειδή ακριβώς οι γητειές αφορούν έναν πολύ ευαίσθητο τομέα στο μεταίχμιο της θρησκείας και της μαγείας, θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί όταν ασχολούμαστε με αυτές». Διαβεβαιώνει επίσης ότι οι γητειές δεν κινδυνεύουν να χαθούν, αφού το Κέντρο Λαογραφίας έχει εργαστεί συστηματικά από τις αρχές του 20ού αιώνα και τις έχει καταγράψει σχεδόν στο σύνολό τους.
Ολοκληρώνοντας το οδοιπορικό μας στα Αστερούσια, αποχαιρετάμε την κυρία Αννίκα την ώρα που ο ήλιος βασιλεύει μεγαλοπρεπώς πίσω από το βουνό. Αφού κατεβήκαμε τον φιδογυριστό δρόμο, η νύχτα μας βρίσκει να διασχίζουμε την ευθεία του κάμπου της Μεσαράς. Μέσα στο σκοτάδι, η οθόνη του κινητού της Μαρίας φέγγει κάθε τόσο με μηνύματα που μας υπενθυμίζουν ότι επιστρέφουμε στον σύγχρονο πολιτισμό. «Ανέβασα πριν από δύο ώρες τα πρώτα βίντεο από την Εθιά και η κυρία Στέλλα έχει φτάσει ήδη τα 25.000 views στο TikTok», μου λέει σε ουδέτερο τόνο, εξοικειωμένη με τη μεγάλη απήχηση που έχουν οι αναρτήσεις της.
Προσπαθώ να φανταστώ τι σημαίνουν αυτά τα βίντεο για τα διαφορετικά είδη κοινού που θα τα δουν στην οθόνη του κινητού τους. Αναρωτιέμαι αν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να αποδώσουν το συναίσθημα και την ατμόσφαιρα που περιβάλλει ένα θέμα τόσο ιδιαίτερο όσο οι γητειές. Σίγουρα όμως είναι σημαντικό το να συνεχίζεται η καταγραφή τους, όπως είναι και το να μπορούμε να μιλάμε γι’ αυτές χωρίς να αποτελούν ταμπού. Κλείνω τα μάτια μου και μέσα στο απόλυτο σκοτάδι προσπαθώ να αναπαραγάγω στο μυαλό μου τη μαγευτική γοητεία που έχουν οι ιστορίες των ανθρώπων της υπαίθρου.
Φωτογραφίες: Γεωργία Κοντοδήμου, Μανώλης Μαθιουδάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου