Ανεμοβρόχι, από το πρωί,
σπλαχνικά έβλεπε τα λιόδεντρα
να γέρνουν
τα κλαδιά φορτωμένα, στο χώμα.
Κάπου κάπου, ένας πένθιμος ήλιος
άφηνε τις αχτίδες του
πάνω στα πυκνά φυλλώματα
για λίγο, μετά πάλι σκοτείνιαζε,
όμοια και η σκέψη της Καλλιόπης,
έπεφτε φωτεινή,
πάνω στις κιτρινισμένες σελίδες,
και όσο να διαβάσει την πρώτη γραμμή,
θαρρείς το μελάνι ξεχείλιζε από τα γράμματα,
όλα μπροστά της, ένα μπλάβο πέλαγος.
Η Καλλιόπη, της άπειρης υπομονής,
δεν ξεμύτισε εκείνη την ημέρα
από το πέτρινο λιοτρίβι
που είχε μετατρέψει σε κατοικία,
σίγουρη πως μόνο έτσι μπορούσε
να ζήσει πια,
κρατώντας ζωντανές τις αναμνήσεις,
κι ας είχαν σταματήσει
να γυρίζουν οι μυλόπετρες.
Απόψε, καθώς έκλεινε το παλιό ημερολόγιο,
κουρασμένη,
το άφησε ευλαβικά στο τραπέζι,
πλάι στο κουτί με τα ενθύμια.
Φόρεσε τα γυαλιά της,
αντιμιλώντας στον ίσκιο
που χρόνια τη συντρόφευε,
σηκώθηκε από τον καναπέ,
μια δίψα, για νερό, για ζωή,
ούτε η ίδια ήξερε,
η ψυχή της, μια γέρικη ανθισμένη ελιά
μαύλιζε ακόμη την αγάπη.
Τρεκλίζοντας,
άναψε το φυτίλι στο Γιαννιώτικο μπακίρι,
συνήθεια, τόσο παλιά, όσο και η ίδια,
τακτοποίησε τις κορνίζες,
άλλαξε το νερό στο ανθοδοχείο,
μύρισε το τριαντάφυλλο,
έλιωνε η νύχτα, έτσι της φάνηκε.
Σταμάτησε μπροστά στον καθρέφτη
πρόσεξε τις ξεθωριασμένες μάλλινες παντόφλες,
τα παραμορφωμένα της πόδια,
τα πλεγμένα μαλλιά,
τη μικρή ελιά στην πήλινη γλάστρα,
το φεγγάρι στο θόλο τ’ ουρανού
χλωμό μέσα από τις κουρτίνες,
άγγιξε στο κόκκινο βελούδο της ρόμπας
την ασημένια καρφίτσα,
δυο κεντημένα φύλλα ανθισμένης ελιάς
σε χρυσή παραμάνα,
πάντα στο αριστερό πέτο.
Ίσιωσε την πλάτη, στηρίχτηκε στο μπαστούνι της,
πλησίασε πιο κοντά,
τώρα πάσκιζε να δει τις ρυτίδες στο πρόσωπο,
να τις διαβάσει άλλη μια φορά
σα να διάβαζε τη ζωή της,
εκεί, ανάμεσα στις βαθιές αυλακιές,
τώρα που είχε περάσει η μπόρα,
να συλλαβίσει όσα δεν πρόλαβε,
από την αρχή.
Η ελλειμματική όραση την εμπόδιζε,
δε βαριέσαι, συλλογίστηκε,
από τη διωγμένη ομορφιά αυτές απόμειναν,
δικές μου είναι,
άγγιξε ξανά την καρφίτσα,
ο αέρας σάματις άνθρωπος,
χτύπησε τα παραθυρόφυλλα, απαλά,
ένα αβέβαιο αίσθημα την κυρίευσε,
ούτε φόβος, ούτε προσμονή,
άνοιξε το ραδιόφωνο,
«ας ερχόσουν για λίγο…»
Ακόμη μια φορά δίδοντας άφεση
στην καρδιά της,
αυτή την τρελή με τους πλανόδιους χτύπους,
που δεν είχε ηλικία,
που όλα τ’ αγαπούσε,
και όλα τα μπέρδευε,
στη ζητιανιά μιας παρήγορης εικόνας,
έτρεξε στο λιοστάσι,
βρήκε,
στη φαντασία της,
το καλύβι, το πηγάδι,
τ’ άσπρα χαλίκια, βρήκε,
εκείνη την πανάρχαια ελιά,
φιλιά, υποσχέσεις, αγκαλιές,
το χνούδι απαλό στα μάγουλα,
έρωτας,
της ανάμνησης είχε μείνει
πετρωμένος στις άκριες των ματιών,
δυο σταγόνες ρετσίνι.
Μέσα της,
είπε θαρρετά, όχι,
κι όχι πως λογάριαζε να πεθάνει, όχι,
θέμα αξιοπρέπειας,
«ο καιρός κρίνει και κρίνεται,
κάθε εποχή,
έχει τους αφοσιωμένους της,
Καλλιόπη».
Έφερε τα χέρια, αγκάλιασε τους ώμους,
το σώμα της,
ως να ήθελε να το υπερασπιστεί,
από τ’ αναίτια της θύμησης,
να κλειδώσει απ’ έξω
τις παλιές φωνές στον ελαιώνα.
Δίχως να ρωτά, τίνος λάθος,
ο νους,
ξαναγύριζε στο ημερολόγιο,
στην τελευταία σελίδα,
ας μπορούσε ν’ αγγίξει τα χείλη του,
μια σκέψη ήταν μόνο,
φευγαλέα,
η ψυχή, η ψυχή της,
μια ελιά σε χρεωμένο χρόνο.
Μα, αν μοναχά, τον προσκαλούσε
μια στιγμή,
πάνω σ’ εκείνη τη σελίδα
που είχε γράψει,
«ποτέ για πάντα, μα για πάντα εσύ…»
Γέλασε,
μετρώντας στη δική του αφθονία
τη δική της στέρηση,
ως να είχε ξεμείνει,
εκεί, στα αζήτητα μιας άλλης εποχής,
μέσα στην τυφλή της μοναξιά,
σκέφτηκε να του στείλει
μια ασπρόμαυρη φωτογραφία,
το φάντασμα μιας νιότης ατρύγητης,
ένα παιχνίδι θα ήταν,
θα ήταν, αν εκείνος
συνέχιζε να παίζει στο παιχνίδι της.
Στις εσχατιές μιας ανάμνησης
ο αέρας περνούσε
ξανά από τις φοινικιές του Νότου,
σφυρίζοντας,
όσο κι αν φεύγεις,
του χτες, η ξεφτισμένη εικόνα
θλιμμένη,
θα σε φέρνει εδώ,
εδώ η ψυχή σου,
μια ελιά σε χρεωμένο χρόνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου