Σπίτι με θέα - της Άννας Τακάκη

 ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΘΕΑ Είναι άνοιξη…

Ένα σπίτι ερημωμένο σε σημείο κορφής με απέραντη θέα στέκει στο φως. Ερμητικά κλειστό με τα χορτάρια και τα αγριολούλουδα να ριζώνουν ακόμη και στα ξύλινα παράθυρά του. Ένα σπίτι προς πώληση αναζητά τον αγοραστή του. 


Πωλείται μαζί με τα έπιπλα αντίκες, μαζί με τα αντικείμενα, με τις φωτογραφίες των προγόνων, τα ενδύματα των ιδιοκτητών του, αποβιώσαντες εδώ και πολλά χρόνια. Στο τραπέζι αφημένα ακόμη τα ποτήρια του νερού που ήπιαν την τελευταία τους στάλα. Το βάζο στον μπουφέ μεσάτο από το γλυκό κυδώνι ζαχαριασμένο. 


Στα κιούπια οι ελιές, το λάδι στο πιθάρι, η ρακή στην ταμετζάνα, το κρασί σε ξύλινο βαρέλι κι αυτά πωλούνται. Δελεαστικό κίνητρο για τον αγοραστή, προ πάντων αν είναι ξένος. 


Ένα σπίτι με θέα, παλιάς αρχιτεκτονικής, με την αυλή του και τον μεγάλο πλάτανο, τα βοτάνια του, λουίζα, αβάσαρμο κι αρισμαρί, τη ρίγανη ανθοφορούσα δίπλα στο πέτρινο περβάζι, την κληματαριά που έχει βγάλει φύλλα και βλαστούς παρότι ακλάδευτη…Ένα σπίτι μεταβαίνει από μια ζωή σε μια άλλη ζωή.


Η απόγονος του σπιτιού ριζωμένη χρόνια σε μεγαλούπολη, εύπορη, καλής κοινωνίας, ουδεμία σχέση έχει πια με το πατρογονικό αν και γεννήθηκε και μεγάλωσε σ’ αυτό το πέτρινο ύψωμα. Στην ουσία βάρος της καθόταν στο σβέρκο. 


Μια παρελθοντολογία χωρίς σκοπό. Βρήκε αγοραστή για το σπίτι με θέα και με όλα τα αντικείμενά του σε καλή κατάσταση. Έτσι για να ανοίξουν ξανά οι πόρτες και τα παραθύρια, να μη βγαίνουν πια τα χορτάρια και τα ζιζάνια από τους πέτρινους τοίχους και τις σχισμάδες.

Αφού συμφώνησε με τον αγοραστή η απόγονος, παίρνει τα κλειδιά ν’ ανοίξει το πατρογονικό της. Μια τελευταία ματιά να βεβαιωθεί πως είναι όλα στη θέση τους, αυτά που συμφώνησαν στο πωλητήριο. Σκέφτηκε να βγάλει από τους τοίχους τα κάδρα με τις φωτογραφίες των προγόνων και να τα πετάξει. 


Οι καινούριοι ιδιοκτήτες έτσι κι αλλιώς θα έβαζαν τα δικά τους κάδρα. Απέθεσε στο τραπέζι τους προγόνους της, ψάχνοντας για σακούλα απορριμμάτων. Ξαφνικά ένιωσε να χάνεται ανάμεσα στο χρόνο και στις παλιές συγγενικές μορφές. Ώσπου εκείνες ζωντάνεψαν. Είδε την προγιαγιά, τη γιαγιά με τον παππού της, πιο κει τους γονείς της. 


Τους είδε όλους μαζί να κάθονται στο τραπέζι σκυφτοί και παραπονεμένοι. Κι ύστερα να τρέχουν ποταμός τα δάκρυά τους κι ύστερα να βγαίνει η φωνή τους μέσα από τους πέτρινους τοίχους. Η φωνή τους μαχαιριά στην καρδιά από ακονισμένο μαχαίρι.

-Μαζί με το σπίτι πουλάς κι εμάς, παιδί μου. Εδώ γεννηθήκαμε, εδώ κάναμε το βιό μας, εδώ γεννήθηκες κι εσύ, εδώ περπάτησες. Μα έφυγες και άλλαξες δρόμο, άλλαξες ζωή.


Η γυναίκα έκανε πως δεν άκουσε. Ίσως να ’ταν η φαντασία της. Ίσως ο αέρας που έμπαζε. Αλλάζει δωμάτιο. Πάει στην ντουλάπα, που ήταν ακόμη κρεμασμένα τα ρούχα των γονέων της. Κοστούμια και ταγιέρ περιποιημένα στις κρεμάστρες, μοσκομύριζαν ακόμη λουίζα και λεβάντα. 


Ξαφνικά είδε να βγαίνουν από μέσα η μάνα με τον πατέρα της ντυμένοι με τα γιορτινά τους. Τους είδε να την βαστούν από το χέρι, παιδάκι που ήταν, να πηγαίνουν στην εκκλησιά. Μέρα μεγάλης γιορτής σαν να ’τανε. Την ίδια στιγμή ένιωσε πάνω της ένα φτερούγισμα. Ένα πουλί μπήκε μέσα, ένα σπουργίτι πέρασε από την ανοιχτή πόρτα. Έκανε τρεις κύκλους γύρω της κι έφυγε. Τότε θυμήθηκε τη γιαγιά της που της έλεγε πως αν μπει μέσα στο σπίτι πουλί είναι μια ψυχή που έχει φύγει.


Πήγε στο δωμάτιο που είχε το σάκο απορριμμάτων με τα κάδρα. Κρέμασε πάλι τις φωτογραφίες των προγόνων της στον τοίχο. Βγήκε έξω. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Μύρισε η αναπνοή της ρίγανη, δυόσμο και θυμάρι. Κοίταξε γύρω της, κοίταξε μακριά. Άπλωσε πάνω τα χέρια. 


Είχε μια απέραντη θέα. Ήταν η πρώτη φορά που την απόλαυσε. Κι η άνοιξη ήταν στα άνθη της. Κι η φύση στα κάλλη της. Τα πουλιά κελάηδαγαν. Είχε καιρό ν’ακούσει αυτό το ξέφρενο ομαδικό κελάηδημα. Ένα κοτσύφι πέρασε από πάνω της και κάθισε σ’ ένα κλαρί του πλατάνου. 


Η γυναίκα άλλαξε γνώμη. Όχι, δεν θα έδινε το σπίτι. Γιατί η σκέψη αλλάζει από ώρα σε ώρα, από στιγμή σε στιγμή. Κάποτε εδώ πάλι θα ήθελε να επιστρέψει.

Άννα Τακάκη- Μαρκάκη, Μάης 2022



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου