Ποιός είπε ότι οι πολιτικοί ή οι οικονομικοί παράγοντες δεν λένε την αλήθεια; Μπορεί καμμιά φορά να τους ξεφεύγει κανένα μικροψεμματάκι, για ευνόητους λόγους, αλλά όταν πια δεν εξαρτώνται ή δεν έχουν συμφέροντα, σε αδειάζουν μάνι - μάνι.
Έτσι συμπεφέρθηκε και ο κ. Νίκος Γκαργκάνας, ο οποίος τοποθετήθηκε Διοικητής επί Κυβερνήσεων Σημίτη, δεν εθίγη κατά την αλλαγή της κυβέρνησης το 2004 και πολλές φορές έκανε προτάσεις προς τους αρμοδίους να πάρουν όλο και πιο σκληρά μέτρα, οσό αφορά στο ασφαλιστικό, αλλά και στα εισοδήματα των εργαζομένων. Για τους μισθούς των Αρειοπαγιτών ή για κάποια καθυστερούμενα που τους αφορούσαν, μάρτυς μου ο Θεός, ποτέ δεν τον άκουσα να πει κάτι.
Ας είναι, έστω και τώρα που έφυγε από την Τράπεζα της Ελλάδος, τόλμησε και είπε την αλήθεια, αφήνοντας στα κρύα του λουτρού τον σημερινό τσάρο της Οικονομίας: “Ο υψηλότερος πληθωρισμός στην Ελλάδα, σε σύγκριση μ’ αυτόν της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οφείλεται κατ’ αρχήν στα υπερβολικά περιθώρια κέρδους επιχειρήσεων, που κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην αγορά”.
Πράγματι, ζούμε σε μια χώρα που οι διάφορες επιχειρήσεις, αλλά και οι πολυεθνικές, ελέγχουν τα ράφια, αφού ύστερα από στατιστικές, η αύξηση των κερδών τους τα τελευταία χρόνια, σε πολλές απ’ αυτές, ανέρχεται στο 40% και πολλά είναι τα είδη διατροφής τα δυο τελευταία χρόνια, που έχουν ανεβεί από 50% μέχρι και 70%. Καθηλωμένες είναι μόνο οι τιμές των αγροτικών προϊόντων, μέχρι και εξευτελιστικές και οι μισθοί των εργαζομένων. Πάντως τα μηνύματα που έρχονται, δεν φαίνεται να είναι και τόσο αισιόδοξα και πρέπει να το πάρουμε απόφαση κι αυτό. Θα συνηθίζουμε να ζούμε και με την ακρίβεια! Ας μην αγχωνόμαστε όμως με όλα αυτά και ας ζήσουμε με κάποιες αναμνήσεις του παρελθόντος, σ’ εκείνες τις περασμένες εποχές, τις σκληρές, αλλά πιο ανθρώπινες, τότε που δεν υπήρχε σε τέτοιο βαθμό αυτή η κατάσταση. Βέβαια θα μου πείτε πως, δεν υπήρχαν και οι σημερινές ανέσεις. Συμφωνώ απόλυτα. Όμως... Ας γυρίσω κάμποσες δεκαετίες πίσω. Στην τότε οικονομική κατάσταση και στις αγορές του Ηρακλείου, στην εμπορική του κίνηση, αλλά και στις διάφορες γειτονιές του, που ανάλογα με την ασχολία των μαστόρων είχαν και τις ονομασίες τους. Κι εκεί, μαζεμένοι οι τεχνίτες στα εργαστήριά τους, μαζί με τους καλφάδες τους και τους παραγιούς τους, περνούσαν το μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας τους. Οι πελάτες, Καστρινοί και επαρχιώτες, καθημερινά επισκέπτονταν αυτές τις αγορές ή τα τσαρσιά, όπως τα αποκαλούσαν. Ποιές ήταν όμως αυτές οι αγορές, ποιά η κίνησή τους, σε ποιό σημείο της πόλης μας βρίσκονταν;
Η πιο ονομαστή αγορά ήταν η “Βεζύρ Τσαρσί” που ξεκινούσε από την πλατεία 18 Άγγλων στο λιμάνι και έφθανε μέχρι την πλατεία των Λιονταριών. Η περίφημη οδός “Πλάνης” όπως την αποκαλούσαν, με ωραία διώροφα και τριόροφα σπίτια, δείγματα εξαίρετης αρχιτεκτονικής, που έδιναν στον κάθε επισκέπτη όψη μεγαλόπολης. Σ’ αυτή την αγορά δραστηριοποιούνταν έμποροι και πραματευτές και των δυο εθνών, Έλληνες και Τούρκοι δηλαδή, από τους πιο πλούσιους. Άλλη αγορά ήταν αυτή που άρχιζε από την Χανιώπορτα και έφθανε μέχρι την οδό Ταγματάρχου Τζουλάκη, καταλαμβάνουσα όλη την “Πλατειά Στράτα” όπως ονομαζόταν ο δρόμος Ανδρέου και Μαρίας Καλοκαιρινού. Αυτή η αγορά ήταν γνωστή ως “Κεχαγιά - Μπέη Τσαρσί” και αυτό το όνομα προήλθε από το Τέμενος που υπήρχε στην πλατεία της Αγίας Αικατερίνης, κοντά στην εκκλησία. Στο Καμαράκι υπήρχε Λαχαναγορά που την ονόμαζαν οι Τούρκοι “Ουλού Τσαρσί”, δηλαδή μεγάλη αγορά. Φυσικά μη φανταστείτε πως είχε το μέγεθος κάποιας σημερινής αγοράς, αφενός στην ποικιλία των λαχανικών και των φρούτων και αφετέρου στις τιμές τους. Δεν υπήρχαν τότε, βανίλιες Αργεντινής των πέντε (5) ευρώ, ούτε σταφύλια Χιλής έξι (6) ή επτά (7) ευρώ, ούτε λαχανικά κάποιας άλλης χώρας σίγουρα όχι ελληνικά. Τότε, υπήρχαν φρούτα και λαχανικά της εποχής.
Υπήρχαν βέβαια και μικρότερες αγορές, όπως αυτή στη σημερινή οδό Ντεντιδάκηδων, γνωστή και σαν “Μικρό Τσαρσάκι”, στα τουρκικά λεγόταν “Κιουτσούκ Τσαρσί”. Με το δικό του χαρακτηριστικό τρόπο ο Μανόλης Δερμιτζάκης μας περιγράφει την κίνηση της αγοράς:
“Η κίνηση στην αγορά ετούτη, καθημερινά ήτανε διαρκής. Το πλήθος από τα τριγύρω χωριά και τα μακρινότερα ακόμη από τούτη την αγορά έκανε τσοι πουσουνιές του. Η κίνηση όμως τούτη ακόμη εγίνουνταν ζωηρότερη τσοι παραμονές των μεγάλων εορτών των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Εκεί ο κάθε μαγαζάτορας ορθός, μπροστά στις ορθάνοιχτες πόρτες του ντουκιανιού του, εκαλούσε τους περαστικούς διαφημίζοντας τσοι πραμάθειές του. Ο τζίρος σε τούτη την αγορά εκρατούσε από ξαυγούστου κάθε χρόνο, ίσαμε τα Λαμπρόσκολα”. Βέβαια τα μαγαζιά τότε - της αγοράς - δεν έκλειναν παρά μόνο τρεις φορές το χρόνο. Χριστούγεννα, Φώτα και Λαμπρή. Τις Κυριακές οι πρωτομάστοροι είχαν αργία, αντίθετα όμως οι υπόλοιποι τεχνίτες, καλφάδες και παραγιοί, έπρεπε πάντοτε να βρίσκονται στο χώρο της εργασίας τους. Η κάθε Δευτέρα έπρεπε να βρει τα μαγαζιά στην τάξη τους και τον καθένα στο χώρο της δουλειάς του, από τα ξημερώματα.
Στο κέντρο του Ηρακλείου, πολλές ήταν οι περιοχές που πήραν τα ονόματά τους από τα διάφορα εργαστήρια που βρίσκονταν εκεί, καθώς και από τις δραστηριότητες των τεχνιτών και των βοηθών τους, οι οποίοι επιτελούσαν αυτές τις εργασίες. Ακόμα και σήμερα, αυτά τα σημεία της πόλης μας, αυτές οι γειτονιές, έχουν παραμείνει μ’ αυτά τα ονόματα. Μια τέτοια ολόκληρη γειτονιά, γύρω από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, αλλά και μέχρι το Μπεντενάκι, ήταν τα Βαρελάδικα ή Βαγενάδικα. Οι βαρελοποιοί τότε, ήταν μια πολυπληθής τάξη και τα βαρέλια είχαν πέραση. Αφενός έπρεπε λοιπόν να κατασκευασθούν καινούργια και αφετέρου να γίνει επιδιόρθωση στα παλιά. Τα βαρέλια ήταν περιζήτητα και δεν υπήρχαν τα σημερινά πλαστικά ή σιδερένια δοχεία. Οι βαρελάδες ή βαγενάδες λεγόταν και βουτσάδες. Στην οδό Ψαρομηλίγκων ήταν τα Μπεμπλεμτζίδικα ή Λεμπλετζίδικα. Εδώ βρισκόταν διάφορα καταστήματα και γενικότερα ήταν ο χώρος που πουλούσαν τους ξηρούς καρπούς αλλά και άλλα ζαχαρώδη προϊόντα. Η εβδομαδιαία, τότε, εφημερίδα “ΙΔΗ” του Ηρακλείου, όπως φαίνεται και στο πρωτοσέλιδό της, είχε τα γραφεία της στα Λεμπλεμτζίδικα.
Στην πάροδο της Καλοκαιρινού και συγκεκριμένα στην οδό Γραμβούσης, ήταν τα στιβανάδικα. Χαρακτηριστική ήταν η εικόνα, να κάθονται γύρω από το τραπέζι ο πρωτομάστορας με τους μαστόρους και όρθιους, συνήθως, τους καλφάδες, για να φτιάξουν ύστερα από παραγγελία, στιβάνια ή παπούτσια. Επρόκειτο για ένα επάγγελμα, σύμφωνα με μαρτυρίες παλιών μαστόρων, διακίνησης ιδεών. Βόλευε δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο γινόταν η εργασία, να γίνει παράλληλα και κάποια συζήτηση. Από την οδό Ίδης, μέχρι την οδό του Αγίου Μηνά, στην Πλατιά Στράτα, ήταν τα Τερζίδικα. Στην σημερινή Καλοκαιρινού κι αυτά. Τερζής, στα Τουρκικά σημαίνει ράπτης ανδρικών ενδυμάτων. Σήμερα έχουμε τα έτοιμα ενδύματα, όπως σωστά το είχε προβλέψει και ο αγαπητός Μαρίνος Ιδομενέως στο σπουδαίο του βιβλίο με τίτλο: “Κρητικό γλωσσάριο”, μια από τις σπάνιες εκδόσεις της Βικελαίας Βιβλιοθήκης:
“Τερζήδες δε μαθαίνουνε
και σε πέντ’ έξι χρόνια
ούλοι μας δα φορέσουμε
φράγκικα παντελόνια”.
“Γράμματα σα δεν ήμαθα,
μικρότερος σαν ήμουν
τέχνη καλή να μάθω σκιας,
να βγάζω το ψωμί μου.
Ράφτης, τσαγκάρης, μαραγκός,
ταμπάκης ή σγουράφος (ζωγράφος)
μα αλλιώς η τύχη τόφερε
κι έγινα τυπογράφος”.
“Πέρασε από τα ντερμιτζίδικα, θα βρεις αυτό που ζητάς”, ακόμα και σήμερα αυτή η γειτονιά έχει διασωθεί αλλά και ακμάζει μπορούμε να πούμε, όσον αφορά στη δραστηριότητά της. Ντερμιτζίδικα σήμαινε, χώρος εργασίας των σιδεράδων. Στην πόλη μας υπήρχαν τα πάνω Ντερμιτζίδικα στην οδό Κόσμων, τα μεσακά στην περιοχή Μονής Οδηγητρίας και Αργυράκη, και τα κάτω Ντερμιτζίδικα στην οδό Βουρβάχων. Εκεί, καθημερινά ακούγονταν οι χτύποι των μαστόρων και των παραγιών τους:
“Μη με φωνάζεις ντενεκέ,
γιατί δα σε μισήσω
κι ύστερα δε δα το μπορώ
να σε ξαναγαπήσω”
και ακόμα:
“Ίδιο ντενεκετζίδικο
μοιάζει η κάμαρή σου
ζητάς το κολλητήρι σου
και βρίσκεις το σφυρί σου”.
“Μουτάφιδες δεν έχει μπλιο
αλμπάντες, ντερμιτζήδες
και ξημερώνουνε οι βραδιές
χωρίς αποσπερίδες”.
Δίπλα τους και κυρίως στο μέσον της οδού 1821, ήταν τα Μπιτσαξίδικα, εργαστήρια δηλαδή μαχαιριών, από την Τουρκική λέξη μπιτσάκ, που θα πει μαχαίρι. Εκεί κοντά τέλειωναν και τα γιαλάδικα, τα καταστήματα που πουλούσαν λαμπόγιαλα, γιάλινες λάμπες και κάθε είδους σερβίτσια για το νοικοκυριό. Άρχιζαν κυρίως από την πλατεία Νικηφόρου Φωκά και εκεί βρισκόταν και τα περισσότερα. Οι πιο πολλοί τα ξέρουν ως καταστήματα με είδη Κιγκαλερίας. Στην ίδια γειτονιά, από το σημερινό ξενοδοχείο “Ελ Γκρέκο” μέχρι και την οδό Μονής Οδηγητρίας, υπήρχαν τα Γιατράδικα, αφενός, στα οποία συναντούσες τους πρακτικούς γιατρούς με τα μπλάστριά τους, τα χάπια τους, τις αλοιφές τους κι εφετέρου τα Μπακιρτζίδικα όπου οι τεχνίτες έφτιαχναν ή συντηρούσαν τα μπακιρένια οικιακά σκεύη. Ήταν οι λεγόμενοι γανωτζήδες. Πολλοί από αυτούς ήταν αθίγγανοι και μικροί τους θυμόμαστε να γυρίζουν στα χωριά. Από τους ντόπιους γανωτζήδες πολλοί καταγόταν από την Ήπειρο. Επίσης η περιοχή των Ψαράδικων που όπως θυμούνται οι παλιότεροι, ήταν στον ίδιο σημερινό χώρο, στην οδό Καρτερού. Από τους πιο παλιούς ψαράδες ήταν ο Μιχάλης Ρωμάνος ή γέρο Βούης, ο Στεφανάρας και σήμερα είναι ο Δημήτρης Χαραμής, ο Παντερμαράκης ή Παντερμάρος και άλλοι.
Όμορφες στιγμές, αλλά και βαθιά τυπωμένες εικόνες και παραστάσεις, εκείνου του παλιού καιρού, που όσο και να θέλουμε εμείς σήμερα να τις ξεχάσουμε, βλέποντας τη μεγάλη πολυτέλεια, τις ατέλιωτες βιτρίνες και τα έντονα και εντυπωσιακά φώτα των μεγάλων πολυκαταστημάτων, αυτές γίνονται όλο κια πιο έντονες! Αναβιώνουν στη σκέψη μας, προσδίδοντάς μας μια ιδιαίτερη νοσταλγία και μια ξεχωριστή ομορφιά, κάτι που λείπει από την εποχή μας.
Πέραν των πληροφοριών που άντλησα από τα κείμενα του Μηνά Βαρδαβά, του Μανόλη Δερμιτζάκη και από τη Χωρογραφία της Κρήτης του Ζαχαρία Πρακτικίδη, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους τόσο ευαισθητοποιημένους και προθυμότατους συμπολίτες μας αλλά και τακτικούς μου συνεργάτες στη σειρά αυτή, τους κυρίους: Ξενοφώντα Λήμνιο, Γιάννη Δασκαλάκη, Μανόλη Μακράκη, όπως και τους κυρίους Δημήτρη Χαραμή για τις πληροφορίες του και Μαρίνο Ιδομενέως για τις ξεχωριστές του και πάντα επίκαιρες μαντινάδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου