Ο Νίκος Κιτσίκης (Ναύπλιο, 14 Αυγούστου 1887, Αθήνα, 26 Ιουλίου 1978), ήταν Έλληνας πολιτικός μηχανικός, γερουσιαστής, βουλευτής, καθηγητής και πρύτανης του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, σύζυγος της Μπεάτας Κιτσίκη. Θεωρείται ως ο πατέρας της ελληνικής στατικής. Ο υιός του, Δημήτρης Κιτσίκης, είναι σήμερα καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο της Οττάβας.
Ο Νίκος είναι αδελφός του αρχιτέκτονα Κώστα Κιτσίκη, 1893-1969, μέλους της επιτροπής Σύνταξης Νέου Πολεοδομικού Σχεδίου Θεσσαλονίκης μετά την μεγάλη πυρκαγιά του 1917. Είχε και μία αδελφὴ, την Μαρίκα (1890-1987), σύζυγο Σταμάτη Γυαλίστρα.
Ο Νίκος Κιτσίκης γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Ήταν υιός του προέδρου Εφετών Ναυπλίου Δημήτρη Κιτσίκη (1850-1898) και της Κασσάνδρας Χατσοπούλου, αδελφής του βουλευτή Εὐρυτανίας Δημήτρη Χατσόπουλο. Η Οικογένεια Κιτσίκη προήρχετο από το χωριό Σκόπελος της Λέσβου απ' όπου έφυγαν το 1865 για να εγκατασταθούν στην Αθήνα. Ο Δημήτρης Κιτσίκης έκτισε το 1887 τριώροφη ιδιόκτητη οικία στην Αθήνα όπου ζούσε η οικογένειά του.
Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο απ'όπου απεφοίτησε το 1907, πρώτος στην τάξη του. Πήρε την μοναδική υποτροφία του Αβερωφείου κληροδοτήματος, κατόπιν διαγωνισμού και συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Πολυτεχνείο του Βερολίνου, το Technische Hochschule, Charlottenburg.
Στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, στο Παρίσι, παρηκολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και μαθηματικών του μεγάλου γάλλου μαθηματικού Henri Poincaré. Το 1936 αναγορεύθηκε doctor honoris causa του Πολυτεχνείου του Βερολίνου, "για τις πολυάριθμες εξαίρετες επιστημονικές εργασίες του", όπως αναγράφει το διδακτορικό του.
Μετά το τέλος των σπουδών του, εργάστηκε ως μηχανικός σε γερμανική εταιρεία στο Βερολίνο (1911-1913) και το 1913 επέστρεψε στην Ελλάδα εθελοντικά για να πάρει μέρος ως απλός στρατιώτης στον Β' Βαλκανικό Πόλεμο. Το 1916, σε ηλικία 29 ετών, εξελέγη τακτικός καθηγητής σιδηρών γεφυρών και έργων εκ σιδηροπαγούς σκυροδέματος του ΕΜΠ. Είναι ο δημιουργός του κλάδου της Στατικής. Εγκαινίασε τις νεώτερες μεθόδους, όπως η φωτοδιαγνωστική.
Διορίσθηκε Γενικός Διευθυντής Δημοσίων Έργων το 1917-1920 με υπουργό τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου και βοήθησε στην μετάκληση στην Ελλάδα γνωστών Ελλήνων μηχανικών του εξωτερικού, συνέβαλε δε στην ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης. Το 1921-1928, ως τεχνικός διευθυντής της βρετανικής εταιρείας Μακ Αλπάιν (1921-1928) κατασκεύασε το λιμάνι του Ηρακλείου.Προς τιμήν του, το 2003, ανηγέρθη στο λιμάνι το άγαλμά του. Στην πόλη αυτή γνώρισε την γυναίκα του, την Ηρακλειώτισσα Μπεάτα Πετυχάκη, την μελλοντική Μπεάτα Κιτσίκη (1907-1986), που αργότερα έγινε γνωστή στην Αντίσταση ως αγωνίστρια του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) και στον Εμφύλιο στον Δημοκρατικό Στρατό (ΔΣΕ) και καταδικάσθηκε σε θάνατο το 1948 ως μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος (ΚΚΕ).
Τὸ 1931 και πάλι το 1935 εξελέγη παμψηφεί πρόεδρος του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος και ξεκίνησε πρόγραμμα για την βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας. Οι διαλέξεις του στην Αρχαιολογική Εταιρεία έμειναν ιστορικές επειδή έθεσαν τις βάσεις για όλα τα μετέπειτα ελληνικά αναπτυξιακά προγράμματα.Εξεδόθηκαν σε βιβλίο 2.000 σελίδων, με τον γενικό τίτλο Η οικονομική έρευνα των μεγάλων τεχνικών ζητημάτων", και τις είχαν παρακολουθήσει ανελλιπώς ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος και μέλη του υπουργικού συμβουλίου.Την ίδια εποχή εξελέγη παμψηφεί γερουσιαστής του τεχνικού κόσμου (1929-1935) και μετά, για οκτώ χρόνια (1937-1945) υπήρξε τεχνικός διευθυντής του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ). Υπήρξε από το 1937 μέχρι το 1945, εκλεγμένος παμψηφεί, αντιπρύτανης και πρύτανης του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου
Την εποχή που σπούδαζε στο Βερολίνο εντάχθηκε στην κίνηση των Γερμανών σοσιαλιστών και στην ελλαδική κίνηση των Κοινωνιολόγων, δίπλα στους Δελμούζο, Παπαναστασίου, Γληνό. Μέχρι την γερμανική κατοχή το 1941, παρέμεινε πιστός στον Ελευθέριο Βενιζέλο και το 1935 συμμετείχε στο βενιζελικό κίνημα του 1935. Στην κατοχή φυλακίσθηκε δύο φορές για την αντιστασιακή του δράση στον φοιτητικό χώρο προσχωρώντας στο ΕΑΜ. Στα τέλη του 1944 έγινε μέλος του ΚΚΕ και το 1946 απελύθη από την έδρα του ως κομμουνιστής.
Από το 1945 ως το 1949 ο Νίκος Κιτσίκης ήταν πρόεδρος του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου και το 1956 μέχρι το 1967, υπήρξε βουλευτής της Α' Αθηνών, εκλεγμένος επανειλημμένως με το κόμμα της ΕΔΑ. Στις δημοτικές ἐκλογές στην Αθήνα κατέλαβε την πρώτη θέση αλλά λόγω του εκλογικού νόμου δήμαρχος εξελέγη ο Γ. Πλυτάς. Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου εξορίσθηκε στην Γυάρο.
Τον Ιούλιο του 1978 κηδεύτηκε στο Πρώτο Νεκροταφείο της Αθήνας με έξοδα της Πολιτείας. Το 2003, στο λιμάνι του Ηρακλείου ανεγέρθη η προτομή του Νίκου Κιτσίκη ως κατασκευαστής του λιμανιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου