Εβδομάδα των παθών με θρησκευτικά έθιμα - της Αννας Τακάκη

 ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ- ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ

«Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…»

«Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…»

«Ω, γλυκύ μου Έαρ, γλυκύτατό μου τέκνον…»

… Τροπάρια που ακούμε τη Μεγάλη Εβδομάδα και μας γεμίζουν κατάνυξη, μας φέρνουν περισυλλογή, μας προτρέπουν να ψάξομε βαθιά μέσα μας, να «αφουγκραστούμε» τα δικά μας πάθη, να παρηγορηθούμε μπροστά στο Θείο μαρτύριο και μαζί με την Ανάσταση του Κυρίου να αναστήσομε τα νεκρά πιστεύω και τις ελπίδες μας σαν τα νιογέννητα ολοζώντανα λουλούδια της Άνοιξης.


Πριν μερικές δεκαετίες η Μεγάλη Εβδομάδα είχε ένα διαφορετικό χρώμα και ένα άλλο άγγιγμα στις καρδιές των ανθρώπων. Από τις προετοιμασίες και το ασβέστωμα των σπιτιών των γραφικών χωριών μας, το άναμμα των ξυλόφουρνων για το ψήσιμο των καλιτσουνιών, των τσουρεκιών (λαζαράκια) και των κουκνίκων, (λαμροκουλούρες), τα κάλαντα του Λαζάρου και τα Πάθη του Χριστού, μέχρι το στόλισμα του Τιμίου Σταυρού και του Επιτάφιου με ζουμπούλια, κρινάκια, άνθη λεμονιάς και τριαντάφυλλα, κομμένα από τις αυλές των σπιτιών.


Στις μέρες μας πολλά έθιμα της Μεγάλης Εβδομάδας έχουν παραποιηθεί ή καταργηθεί, όπως τα κάλαντα του Λαζάρου που τα έλεγαν παιδιά του σχολείου μετά την πρωινή λειτουργία, το Σάββατο. «Κρατούσαν το εικόνισμα της Ανάστασης του Λαζάρου και ένα κλώνο βαγιάς όπου είχαν τοποθετήσει ένα σταυρό και δυο μεγάλα ρόδα.


 Άλλοι πάλι κρατούσαν ένα σταυρό και πάνω είχαν κρεμάσει το εικόνισμα της Ανάστασης του Λαζάρου και στεφάνι από ήμερα και άγρια λουλούδια. Τα παιδιά γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι κι έλεγαν τη φράση: να σας πούμε το Λάζαρο;


Σήμερον ήρθεν ο Χριστός, ο επουράνιος Θεός

εν πόλιν Βηθανία, κλαίει η Μάρθα και η Μαρία

Λάζαρο τον αδελφό τους τον γλυκύ τον καρδιακό τους.

Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν και τον εμοιρολογούσαν.

Την ημέρα την Τετάρτη Κίνησ’ ο Χριστός για να ΄ρθει

και εβγήκε κι η Μαρία Έξω από την Βηθανία..

Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου δε θα πόθαινε αδελφός μου»…


Κάθε νοικοκυρά έδιδε δυο-τρία ή περισσότερα αυγά και έπαιρνε ένα φύλλο από τη βαγιά ή ένα λουλούδι από το στεφάνι».


Το Πρωί της Mεγάλης Παρασκευής τα παιδιά (μόνο αγόρια) τραγουδούσαν τα Πάθη του Χριστού κρατώντας την εικόνα της Σταύρωσης στολισμένη με αγριολούλουδα:


«Σήμερο μαύρος ουρανός, σήμερο μαύρη μέρα,

σήμερο όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,

σήμερο έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,

για να σταυρώσουν το Χριστό των πάντων βασιλέα.

Κι ο Κύριος εθέλησε να μπει σε περιβόλι

να κάμει Δείπνο Μυστικό για να το μάθουν όλοι.

Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της.



Την προσευχή της έκανε για τον Μονογενή της…»

Το βράδυ του επιταφίου τα εγκώμια τα λέγανε παιδιά του σχολείου ή νέοι και νέες του χωριού που στέκονταν γύρω από τον στολισμένο και γεμάτο μυρωδιές από τα ανθολούλουδα επιτάφιο, ενώ τα μύρα από το ανθόνερο έραιναν γυναίκες.


Τα παλιά χρόνια συνήθιζαν επίσης τη Μεγάλη Εβδομάδα να λένε «τα μοιρολόγια της Παναγιάς». Τα μοιρολόγια ψάλλονταν κυρίως τη Μεγάλη Παρασκευή το πρωί περισσότερο από γυναίκες και παιδιά.

Ο λαός της Κρήτης υποκλινόμενος στο θείο δράμα, ευσπλαχνίζεται τη μάνα Παναγιά και βγάζει μοιρολόι:


(Μου το απήγγειλε η θεία μου Αδαμαντία Γιακουμάκη από τη Ζήρο).

Κάτω στα Γεροσόλυμα εις του Χριστού τον Τάφο

εκεί δεντρό δεν ήτονε, δεντρόν εφανερώθη.

Η ρίζα του’ταν ο Χριστός, οι κλώνοι η Παναγία

ως και τα παρακλώναρα οι Δώδεκα Αποστόλοι.

Τα φύλλα που ραντίζανε ήταν οι μάρτυρές του

που μαρτυρούσαν κι ήλεγαν για του Χριστού τα Πάθη.


Μαρία μου, Μαρία μου κι επιάσαν τον υγιό σου,

καρφιά βαστούν στα χέρια ντως, να πα τονε καρφώσουν.

Η Παναγιά ως τα’κουσε ήπεσε λιγωμένη,

σταμνί νερό τση χύσανε ώσπου να συνηφέρει.

Κι απήτις εσυνήφερε και ήρθενε ο νους τση

διαλέγει τρεις γειτόνισσες τσι πλια καλύτερές τση

και παίρνει η μια το θυμιατό, η γι-άλλη το λιβάνι

κι η τρίτη η Μαγδαλινή παίρνει τον Άι-Γιάννη.


Και παίρνουν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι,

το μονοπάτι τσι’βγαλε στου Γολγοθά την πόρτα.

Βλέπουν τον κέρκελο κλειστό και το λαό κλαημένο,

τον όφι τον τρικέφαλο στον κέρκελο δεμένο.

Παίζουν τση πόρτας μια σπρωξά, μέσα και όξω πάει,

θωρούν κουτσούς, θωρούν στραβούς, θωρούν μονοποδάρους,

κιανένα δεν εγνώρισαν μόνο τον Άι-Γιάννη.


-Άϊ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαφτιστή του γιού μου,

δείξε μου που τον γέννησα και δεν τόνε γνωρίζω.

-Μάνα που τόνε γέννησες και δεν τόνε γνωρίζεις

κι εγώ που τόνε βάφτισα, πώς θα σου τόνε δείξω;

Θωρείς εκείνον τον χλωμό, τον πιο χλωμό’πο τσ’άλλους;

Εκείνος είν’η γέννα σου κι εμένα Βαφτιστής μου.


-Πού’ναι μαχαίρια να σφαώ, πού’ναι γκρεμοί να δώσω,

πού’ναι αδικοθάνατος ν’αδικοθανατώσω;

Χριστός απηλοήθηκε ‘πο το Σταυρόν απάνω:

-Μάνα, μη δώσεις το σφαμό να σφάζουντ’οι μανάδες

και δείξε την παρηγοριά να τηνε κάνουν κι άλλες.

Βάλε κρασί στο μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι

και δείξε την παρηγοριά να τήνε κάνουν κι άλλοι.


Αγιά Ελένη πέρασε και τηνε κοροϊδεύγει:

-Ποιος είδε γιο εις το Σταυρό και μάνα στο τραπέζι;

-Άψαλτη αλητρούητη να’σαι Αγιά Ελένη

που δεν επαρηγόρησες τη μάνα την καημένη.


Χριστός απηλοήθηκε απ’το Σταυρόν απάνω:

-Αγιά Ελένη να γενείς, Αγιά Ελένη να’σαι,

Αγιά Ελένη να γενείς, μα να μη λειτουργάσαι!

Άννα Τακάκη-Μαρκάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου