Πάσχα που ζήσαμε στα χωριά μας - της Άννας Τακάκη
Η Άννα Τακάκη γεννήθηκε στο χωριό Ζήρος, Σητείας και ζει μόνιμα στη Σητεία της Κρήτης. Ταξίδεψε επί χρόνια ως συνοδός του συζύγου της πλοιάρχου του Εμπορικού Ναυτικού. Τις εμπειρίες της από τη ζωή της ναυτοσύνης έχει καταγράψει σε ποιήματα και διηγήματα. Τα θέματά της αντλεί από την παράδοση, από βιωματικές εμπειρίες, και από την ίδια τη ζωή.
Ποιήματα και Μαντινάδες της περιλαμβάνονται στο CD «Ριζοχάρακο» με τους μουσικούς, Καλλιόπη Βασιλείου, Νεκτάριο Μαρίνο και Γιάννη Λεθιωτάκη. Το ποίημά της «Είσαι μια θάλασσα» έχει μελοποιηθεί από τον παγκοσμίου φήμης μουσουργό Νίκο Αστρινίδη. Συμμετέχει σε ποιητικές ανθολογίες και κρητικά λευκώματα.
Τα έργα της έχουν προβληθεί σε Κρήτη, Αθήνα, Πειραιά Θεσσαλονίκη και Βόρεια Ελλάδα, μέσω Κρητικών Πολιτιστικών Συλλόγων και μέσα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και το διαδίκτυο. Ποιήματά, διηγήματα και άρθρα της δημοσιεύονται σε λογοτεχνικά περιοδικά και τοπικές εφημερίδες.
Είναι μέλος του «Πανεπιστημίου των Ορέων» και μέλος τοπικών πολιτιστικών συλλόγων, σε κάποιους από τους οποίους έχει βραβευτεί για την προσφορά της στην τοπική παράδοση.
Η ηθογραφία της «Ο Κουμαρτζής» έχει διασκευαστεί σε θεατρική παράσταση και έχει παρουσιαστεί με επιτυχία, από τα παιδιά του 1ου ΕΠΑΛ Χανίων στην Τεχνική Σχολή Αυγόρου, Αμμοχώστου στα πλαίσια των εκδηλώσεων για την αδελφοποίηση των δυο σχολείων. Αρκετά έργα παραμένουν ανέκδοτα.
Εκδομένα έργα:
«Χρώμα Θαλασσινό», ποίηση, «Δαρδανός» 2004, επανέκδοση «Ιωλκός», 2016.
«Αλλιώς φυσά τ’αέρι» ποίηση, «Μουσικό Εργαστήρι Αεράκη», 2007.
«Υγιέ μου, το τραγούδι της μάνας», ποίηση, «Αμφικτιονία Ελληνισμού», 2010.
«Ο Κουμαρτζής» κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2011
«Τα σκαρφίσματα του Σηφαλιού»,κρητική ηθογραφία, «Βεργίνα», 2013.
«Στσι γειτονιές του Ρώκριτου», ποίηση, «Ιδέα Διαφημιστική», 2013.
«Μαίανδρος ο Έρωτας», ποίηση, «Βεργίνα», 2015.
«Η αναφορά μου στο Ν. Καζαντζάκη», ποίηση, «Ιωλκός», 2016.
«Η κρίση θέλει τερτίπι», θεατρικό, «Βεργίνα», 2017.
«Αροδαμοί κι Αγκαραθιές» κρητικά διηγήματα, «Σβούρα Εκδοτική», 2023.
(Πηγή: "Σβούρα Εκδοτική", 2023)
Να γυρνάς τις σελίδες πίσω,
να διαβάζεις τα ξαναδιαβασμένα…
Να γυρνάς τα χρόνια σου πίσω
να θυμάσαι τα περασμένα…
Νομός Λασιθίου, οροπέδιο Αρμενοχαντράδων. Ας πάμε ένα ταξίδι στα χωριά μας με ένα λεωφορείο της γραμμής, όπως και τότε. Μας λένε όμως ότι κάποια δρομολόγια δεν υπάρχουν. Μαράζωσαν τα χωριά και κόπηκαν οι γραμμές. Έτσι παίρνεις όποιο μέσο μπορείς για να φθάσεις στον τόπο που έζησες και αγάπησες.
Μια ακόμη στροφή ανάμεσα στα βουνά και βγαίνεις στον τόπο που λαχτάρησε ο νους και η ψυχή σου. Μοιάζει λίγο έρημος, κι αλλιώτικος. Στους κάμπους ξηλώθηκαν ή αποκεφαλήστηκαν οι φτερωτοί νερόμυλοι με τα άσπρα πανιά και φύτρωσαν στις κορφές των βουνών τεράστια άγρια τέρατα ανεμογεννητριών. Προσπερνάς το βλέμμα σου από αυτές και εστιάζεις στο άλλο τοπίο.
Ο τόπος σου φαίνεται τόσο οικείος και χρωματιστός μπρος στην ασπρόμαυρη φωτογραφία του σήμερα. Το χωριό σου, είχε όλα τα χρώματα. Λευκά ασβεστωμένα σπίτια με λουλακί περβάζια, λουλούδια στις αυλές, είχε αρώματα, ανθισμένους κήπους, ανθισμένα λιβάδια, ανθισμένες πλαγιές, παντού άνθη!
Ξέρεις τώρα όλα τα λουλούδια τ’ απριλιάτικα, γιατί τα μάζευες ένα ένα για τον Επιτάφιο. Έπιανες τα βουνά και τα λαγκάδια να κόψεις τις λευκές μαργαρίτες που τις μπελόνιαζες με κλωστή και βελόνα για να γίνουν οι κολαΐνες, τα ωραία περιδέραια του Επιταφίου.
Τα χρωματιστά ζουμπούλια με το εξαίσιο άρωμα, τα τριαντάφυλλα, τα κρίνα, τα λεμονάνθη, τα έβαζες ένα προς ένα για να ντύσεις το γυμνό ξύλο, να στολίσεις το άγιο φέρετρο, κείνη τη θλιμμένη μέρα της Μεγάλης Παρασκευής. Και το βράδυ με πένθιμες καμπάνες να πας να προσκυνήσεις και να ακολουθήσεις την περιφορά του Επιταφίου στο χωριό σου κι ύστερα να περάσεις από κάτω, κάνοντας μιαν ευχή.
Ξημερώνοντας το Μέγα Σάββατο, προετοιμαζόσουν για τη μεγάλη ώρα της Ανάστασης. Εδώ τα λευκά κεριά εκεί τα φαναράκια για τη μεταφορά του Αγίου Φωτός, πιο μέσα η τάβλα με τα μυρωδάτα καλιτσούνια του προζυμιού, τα τσουρέκια κι οι λαμπροκουλούρες (κουκνίκοι) με τα κόκκινα αυγά, που περίμενες μετά το ΧΡΙΣΤΌΣ ΑΝΕΣΤΗ να τα γευτείς με ανυπομονησία, αφού νήστευες όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα.
Η μάνα προετοίμαζε το αναστάσιμο δείπνο, εντόσθια αρνιού αυγολέμονο. (τότε δεν το λέγαμε μαγειρίτσα). Από νωρίς τα τράκα και τρουκ στα σοκάκια του χωριού αντιλαλούσαν στις πλαγιές των βουνών. Οι νεαροί εξασκούνταν στις κροτίδες (τρακατρούκες) που δίνανε και παίρνανε την Αναστάσιμη νύχτα με το Δεύτε Λάβετε Φως και το Χριστός Ανέστη!
Μύριζε μπαρούτι ο περίβολος της εκκλησιάς μύριζε μπαρούτι όλο το χωριό! Πανζουρλισμός, κρότοι, φωνές, χαράς ευαγγέλιο, και ευχές, πολλές ευχές! Το κάψιμο του Ιούδα με τη φωτιά να ανεβαίνει ως τον ουρανό και ο κόσμος σιγά σιγά να διαλύεται με τα αναμμένα κεριά στα χέρια για να πάει το Άγιο Φως της χαράς και της ελπίδας στο σπίτι του.
Την Κυριακή του Πάσχα λίγο πριν το μεσημέρι νεαροί και νεαρές με τα γιορτινά μας, με τα πρωτογκινιασμένα πατούμενα, με τις λαμπάδες στα χέρια τρέχαμε με τον πρώτο ήχο της καμπάνας για τη Δεύτερη Ανάσταση. Αναστάσιμη λειτουργία και ύστερα περιφορά με τα αναμμένα κεριά μας σ’ όλες τις εκκλησίες του χωριού, και το Χριστός Ανέστη εκ νεκρών… των ψαλτάδων να ηχεί σε κάθε σοκάκι. Πολλές ευχές, βεγγαλικά, ασπασμοί, πολλά χαμόγελα και αγάπη!
Ύστερα το γιορτινό πασχαλινό τραπέζι στο σπίτι με όλη την οικογένεια με η χωρίς σούβλα, αλλά πάντως πάντοτε με ψητό αρνί ή κατσίκι στον ξυλόφουρνο. Το μόνιασμα, οι παρέες, το γλέντι το βράδυ με λύρα ή βιολί σε κεντρικό καφενείο , οι μυρωδιές των ψητών από τους ξυλόφουρνους μαζί με την ανθοφορούσα φύση, οι λεμονανθοί, τα λουλούδια στις αυλές, οι χαρούμενες γειτονιές, όλα μια αγκαλιά μεγάλη ήταν που χωρούσαν όλοι και όλα… Γυρνώντας τις σελίδες πίσω, είναι εδώ ακόμη νωπό και νοσταλγικό εκείνο το Πάσχα στα χωριά μας, δίπλα στη φύση, στις μυρωδιές της άνοιξης, στην αληθινή χαρά της ζωής και της αγάπης..
Περιήγηση στην Κρήτη
Σαν πεταλούδι που πετά κι απού στρουφογυρίζει
πάνω σε δέντρι καρπερό, σε δέντρι ανθισμένο
ετσά λοής γυροβολιά σε φέρνω μάνα Κρήτη!
Απ’ άκρα σ’ άκρα σε περνώ κι από πελάγου στράτες
κι ακόμη μιαν απόφαση δεν πήρα πού να κάτσω.
Μα το Θεό, πού να σταθώ, να κάμω πού κονάκι;
Στη Σούγια σου γή στα Χανιά, στσι Σφακιανές Μαδάρες;
Να κάτσω μες στο Ρέθεμνος, στην Πρέβελη, στ’ Ανώγεια;
Στον Κούλε πάνω ν’ αραχτώ και στο Μεγάλο Κάστρο
γή στο Λασίθι ν’ ανεβώ, μες στο Ψυχρό να μείνω
κι από του Δία τη σπηλιά να σ’ αγναντεύγω, Κρήτη;
Θαρρώ στον Αϊ-Νικόλα σου θα ’ρθώ με τρεχαντήρι
και μες στσ’ Ελούντας τα νερά θα δώσω ν’ ανεπάρω
στση Σπιναλόγκας το νησί να βγω αφρολουσμένη
κι απά’ στσ’ αναστενάρηδες τσι βράχους να βιγλίζω…
Μα βοργιαδάκι με φυσά και νοτικά με πάει
στου Λιβυκού τσ’ακρογιαλιές και στση Χρυσής τσοι κέδρους
εκειά που λίβας καψερός πνέει και μ’ αντιντέρνει
σ’ εξωτικά περάσματα, σε μαγεμένους τόπους
σε Κουφονήσια πορφυρά, με τα χρυσά περγιάλια.
Μα ως να ρεμεντιαριστώ, ξεταλαγιάζ’ η σκέψη
κι ο λογισμός μου με τραβά στης Στείας το λιμάνι.
Στη Στεία θα αναπαώ, στη Στεία θα κονέψω
κι απά’ στσοι Διονυσάδες τση, πύργο ψηλό θα χτίσω,
βαγιές στα χέρια να βαστώ, στο Βάι ν’ ανεδιάζω
να σ’ αγναντεύγω, Κρήτη μου, και να σε χαιρετίζω!
Κρήτη, καράβι καλοτάξιδο
Όμορφη που ’ναι η ζωή, γλυκιά απού ’ν’ η ζήση
πληγή μεγάλη η θάλασσα γι’ αυτούς που την παλεύγου’
γενναία, καλοπρόσδεχτη, βράχος γερός η Κρήτη!
Καράβι καλοτάξιδο θαρρώ πως θα την κάμω
να βάλω ξάρτια τα βουνά, τσι Κρητικές Μαδάρες
κατάρτι τον περήφανο, λεβέντη Ψηλορείτη
άσπρα πανιά τα κάστρα τζη και πλώρη τα Χανιά τζη
πρύμη την καμαρόφρυδη, θαλασσομάτα Στεία!
Καταμεσής στη γέφυρα το Ρέθεμνος να στέκει
στην αψηλότερη κορφή του Μίνω το παλάτι
με την πανάρχαια Κνωσσό στης Μεσσαράς τον κάμπο!
Να βάλω θέλει πλήρωμα αμούστακους λεβέντες
τζαναβαράκια μια σταλιά με τα γερά ντως μπράτσα,
καπεταναίους Κρητικούς που την πατούν και τρίζει
τούτη τη γης που σήκωσε γομάργια τω βάρβάρω!
Κι απείς τελέψω το σκαρί και το μορφολοήσω
θα βγούν απάνω Κρητικοί με τσι Κρητικοπούλες
ταξιδευτάδες νιας γενιάς που χοχλακά το αίμα.
Θ’ ανάψουν λύρες και βιολιά στο άσπρο κύμα πάνω
σαν πιάσουν όλοι στο συρτό, σούστα γή πεντοζάλη
τσ’ ομπρός μεράς τσι πασπαλιές θα δίδουν οι λεβέντες
γλάροι και θαλασσόπουλα θα σύρνου την κουντούρα.
- Ώρα καλή, καράβι μου, καλό σου καταυόδιο,
ώρα καλή, άσπρο πουλί, γαλάζιο πετροπούλι
στης θάλασσας τα κύματα, στα πέλαγα του κόσμου!
Δε σε φοβούμαι στους καιρούς και στα κρυγιά μπογάζια…
Δε σε φοβούμαι στο Βορρά, στο Γρέγο, στους τυφώνες,
θαλασσομάνας βύζασμα, σώμα γερό π’ αντέχεις.
Λεβέντρα, Θαλασσόκορμη, εις τους αιώνες Κρήτη!
Άννα Τακάκη-Μαρκάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου