Χρονο-γράφοντας - της Αννας Τακάκη

 ΧΡΟΝΟ-ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ

Παροδική κάτοικος στο Ηράκλειο, λίγα χρόνια πριν…

Περνώντας από το καφενεδάκι της γειτονιάς, πρωί ακόμη, λέω ας πω μια καλημέρα! Μια καλημέρα είναι αυτή, πες τη δεν πέφτει κάτω…αντιθέτως τραβάει την ανηφοριά και δεν ξέρεις πού θα σε βγάλει… 


Τι κι αν δε γνωρίζεις κανένα τι κι αν δεν είναι η πόλη που μεγάλωσες και που λίγο πολύ εκεί σε γνωρίζουν;Πες την καλημέρα, ελληνική λέξη είναι, όμορφη, εύηχη, καλοσυνάτη και αισιόδοξη. Άνδρες της εργατιάς, άνδρες στη σύνταξη, έχουν πάρει τα καφεδάκια τους, τα νεράκια τους και λένε, λένε... Και η κυρία Μαρία με το δίσκο στο χέρι παίρνει μέρος στη συζήτηση, άλλοτε σιωπά, άλλοτε γελά, κάποτε ελαφρώς μειδιά.. 


Απέναντι ο δρόμος φαρδύς, πλατύς, λίγο ανηφορικός, λίγο δενδροφυτεμένος, λίγο η βοή των αυτοκινήτων, λίγο η σκόνη του νοτιά… Σταμάτησα να πάρω νερό, καλοκαίρι ήταν και μια ζέστη από αυτές τις πνιγερές που φέρνει ο νότος κι μ’ ένα αεράκι ολίγον ασφυκτικό. Έτσι με τρεις λέξεις… «είντα καιρός είναι αυτός» σάμπως και ετσι δε γίνεται για ν' ανοίξει κανείς μια κουβέντα κι η μια κουβέντα θα φέρει την άλλη… 


Σάμπως κι έτσι δε γίνεται σύμφωνα με το ελληνικό, στην προκειμένη περίπτωση με το κρητικό φιλότιμο, «θα κάτσεις να σε κεράσομε ένα καφέ;» -Ω, ευχαριστώ πολύ λέω, καλοσύνη σας. Ο κύριος Δημήτρης, καθημερινός θαμώνας, μου δίνει την εφημερίδα που διάβαζε. -Άσχημα νέα…σκοτώθηκε μικρό παιδί, οδηγούσε ο πατέρας (αλλοδαπός). Κρίμα…αν φορούσε ζώνη, αν είχε το παιδί στο πίσω κάθισμα… -Δυστυχώς η άσφαλτος είναι σκοτώστρα, φόνισσα, εκτελέστρια… -Τι φταίει αυτή, το ούργιο το μυαλό τα φταίει. -Τι φταίει κι ένα παιδί…να σταματήσει η ζωή του στα εφτά… 


Πόσο άδικος είναι ο κόσμος! Κρίσεις και επικρίσεις γύρω από τα δυστυχήματα, την επιπολαιότητα των οδηγών και ειδικά όταν πρόκειται για μικρά παιδιά. -Εμείς ζήσαμε του λέω…Έχομε περάσει από στοές, γέφυρες σήραγγες, ανηφόρες, τσούρλες και παπούρες, θάλασσες και αέρες, κρεμαστές γέφυρες, λεωφόρους, δρόμους και παράδρομους, σοκάκια και παράστρατα.Έχομε δει αυγές και δειλινά, ξανά και ξανά.


Μα εκείνο το παντέρμο ήσβησε πριν το μεσημέρι… Ύστερα αλλάζει η κουβέντα, «απού’χει πίκρα έχει τη» κι από το ένα θέμα στο ‘άλλο θέμα… -Να …ήφερα μια ντομάτα, η πρώτη που βγήκε από τον κήπο μου, να και δυο αγγουράκια, βάλε μας μια ρακή, μπρε Μαργιώ, λέει ο Μύρος. -Καλό υπόλοιπο της μέρας τους λέω και φεύγω… Αυτό ήτανε… Κάθε πρωί ή απόγεμα που θα περάσω, η κυρία Μαρία, θέλει να με κεράσει καφέ. Η καλημέρα δεν εκόστησε τίποτε… Ένας καφές όμως κοστίζει…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου