Δεν έχει καιρό για γλέντια - της Άννας Τακάκη


ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΚΑΙΡΟ ΓΙΑ ΓΛΕΝΤΙΑ

Δεν της έμενε, λέει, καιρός για γλέντια και διασκεδάσεις. Ολημερίς τση μέρας κι οληνυχτίς τση νύχτας επάλευγε με τα θεργιά. Μα, τάξε, θεργιά δεν ήτονε, θεργιά τα βλέπουνε οι σημερνοί, που κάθονται αραχτοί κι ανημένουνε, «πέσε πίτα να σε φάω». Κι η πίτα δεν έρχεται εξ ουρανού. Και τότε κινούνε οι γρίνιες και τα παράπονα. 


Φταίει ο γεις τ’αλλού, φταίει η κοινωνία, φταίει το σύστημα, ο καιρός… Κι εκείνη η έρμη μάνα που την έχομε κάνει κάδρο στον τοίχο μας, το χειμώνα να παγώνει, να βρέχεται και ν’ανεμίζεται στα όρη και το καλοκαίρι να καίγεται στον ήλιο να καυδουκιάζουνε η μούρη και τα μπράτσα τζη στα χωράφια. Να πετούνε ρομποτσόλους τα δαχτύλια τζη από την πλύστρα, και τα πόδια τζη να βγάνουνε κάλους από την κακή καλίκωση. Να υποφέρει η αδρόσιστη, μα εκείνη δεν εχαμπάργιαζε, μόνο ήκανε ένα μέτρο την ασκελιά κι επήγαινε. 


Δεν εξάνοιγε χάμαι τα πονεμένα τζη πόδια παρά εξάνοιγε ψηλά τον ήλιο για να δει ανέ θα προλάβει τη μέρα να κάμει τσι δουλειές τση. Να ταΐσει τα ζα τζη, να βρει τσι βρούβες και τα ραδίκια να μεγερέψει, να ξετροχαλιάσει, να γυρέψει τσι χοχλιούς, να βγάλει δυο ομανίτους, να βγάλει τσι αγκινάρες με το γαντζάκι και τσ’ ασκολίμπρους. 


Ν’ αρμέξει τσι κατσίκες τση, να τυροκομήσει, να σφάξει αμοναχή τσι όρνιθες γή τα κουνέλια, να βάλει μπροστά την πετρολεκανίδα να κάμει τα κουλούρια τζη για τα κοπέλια. Να πλάξει ζύμη με το αλεύρι που κόπιασαν τα χέρια τζη στα θέρητα και στ’ αλωνέματα, και να κάμει τα σκιφομακάρουνα και τη χιλόφτα τζη.



Να ρθει ο κύρης τση απ’ οξω να του’χει έτοιμη την τσικαλιά. Να του βάλει να φάει, να του φέρει την μποτίλια με το κρασί. Να του βάλει μια κούπα, να βάλει κι αυτή στο μικρό ποτηράκι να του κάνει παρέα.


–Πάντα γεια κι έχει ο Θεός, έχει κι η γη μας να μασε θρέφει! Έχομε του κόσμου τα καλά, ήλεγε, αφού ’χομε την υγειά μας, κι έχομε και τούτανέ τα βλαστάργια, τα κοπέλια μας, να μασε δίδουνε χαρές. Κι αν είχε μια ώρα περισσευούμενη, ήθελε η καλομάνα να κάτσει στ’ αργαστήρι τζη να φάνει. Ας ήτανε και νύχτα ας ήτανε και πάραργα. Με τη λάμπα ή με το λύχνο τα μάτια τζη γινότανε δυο ήλιοι π’ ατράφτανε! Το αργαστήρι ήτανε το μεράκι τζη. Αυτή ήτανε η διασκέδασή τζη. Δεν είχε μόστρες από τη γειτονιά για να βγάνει τα σχέδια. Ήβανε κάτω το νου και την ψυχή τζη κι ήκανε θάματα με τη μαγική σαΐτα τζη.


Τσι σκολάδες ήστρωνε τα πιο όμορφα φαντά τζη χιράμια και τσι ψιμυθευτές κεντητές πετσέτες τση. Μια εκρέμα στον καρφίχτη με το «καλημέρα και τσι τρεις χάρητες», και την άλλη ήστρωνε στο μπουφέ τζη. Κι ήπαιρνε χρώμα το σπίτι τζη και ζωντάνια κι ομορφιά και νιότη. Τα λούλουδα στα φαντά τζη σαν να μυρίζανε άνοιξη το καταχείμωνο, τα πλουμιστά πουλιά σαν να κελαηδούσανε, κι οι περαματιστές κοπελιές που κρατιώντανε χέρι χέρι λες κι επιάνανε το χορό. Ήκανε κι αυτή ένα τσαμπάκι στην κουζίνα τζη. Κι ύστερα σου λέει δεν είχε καιρό για διασκέδαση!


Ο κόσμος όλος ήτανε η φαμελιά τζη. Πέντε κοπέλια μικρομέγαλα, τέσσερα ασερνικά κι ένα στεροκούνι θηλυκουδάδκι, που’το χε για ασπεταντίβα. Οι ασερνικοί λέει θα φύγουνε. Ετούτο το θυγατέρι θα μου βάλει ένα ποτήρι νερό στα ύστερά μου. Κι ήβανέ το από μικιό στην πλύστρα να μαθαίνει, κι ήβανέ το στη ξύλινη σκάφη να ζυμώνει το ψωμί, κι εκάθιζέ το στο αργαστήρι να μάθει την τέχνη τ’ ανυφαντικού. Κι ήπαιρνέ το στα όρη και στσι κάμπους να μαθαίνει ν’ανεμίζεται, και να βρέχεται… μη βγει στσι ανεμικές τση ζωής άβρεχτο. 


Κι ήμαθέ ντου να μαγερεύγει νόστιμα. Να εδά τσιγαρίζομε πρώτα το κρομμύδι, μετά βάνομε τη ντομάτα, το σκορδάκι και λίγο πιπεράκι για τη νοστιμιά, το αλάτσι τόσο, όσο πρέπει. Κι ήμαθέ ντο ν’ανοίγει φύλλο για τα πιταράκια. Κι ακόμη σαν εμεγάλωσε μιαολιά το’μαθε να κάνει το φύλλο πια αγνό. Έτσα σαν την αγνή του ψυχή. Κι ύστερα να το τυλίγει με δυο πιρούνια σε καυτό λάδι και να κάνει τα ξεροτήγανα, το γκύκισμα, λέει, τση χαράς που γλυκαίνει τη ζωή τ’ αθρώπου. Του’ μαθε να κάνει τη χιλόφτα, το φιδέ, ψιχάλι, ψιχάλι, και τα σκιουφιχτά μακαρούνια. 


Όλα πλασμένα με τα χέρια, όλα με κόπο και περίσσο μεράκι. Μα τότε δε λογούντανε οι κόποι. Ήτανε καθημερνοί και συνηθισμένοι. Ο κόπος λογούντανε διασκέδαση. Η δουλειά λογούνταν διασκέδαση, η οικογένεια ήτανε χαρά. Το εργόχειρο ευχάριστη απασχόληση, που ταταξιδεύγει το νου κι αγαλλιάζει η ψυχή.


Δεν είχε, λέει, καιρό για γλέντια και διασκεδάσεις. Μα ήτανε λεύτερη!

Άννα Τακάκη Γενάρης 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου