Οι Κυριακές με τα μπλε παράθυρα
Μπλε γαλάζιο τ' ουρανού και της θάλασσας! Μπλε γαλάζιο των νησιών μας!
Λάτρεψα τις Κυριακές και το γαλάζιο. Έκανα ένα τις Κυριακές με τα γαλάζια ανοιχτά παράθυρα, κατευθείαν στο φως. Στο άπλετο φως της άνοιξης και του καλοκαιριού, μια σπιθαμή προς στην ελευθερία, στην ηρεμία, στη γαλήνη. Όχι πως τα φθινόπωρα και οι χειμώνες δεν είχαν τη δική τους γλύκα.
Γιατί κι αυτά τα άσπρα προβατάκια, ή «περδικούλια» όπως συνήθιζε να λέει η μάνα μου τα βαμβακερά σύννεφάκια που στριφογυρνούσανε στο μπλε τ’ ουρανού…Κάτι σαν να μου δημιουργούσαν μέσα μου…Κάτι μαγικές εικόνες. Ώσπου να γίνουν θολά και γκρίζα και σε λίγο να παιχνιδίζει η βροχή πάνω στις στέγες και στις σκάλες ή να τραγουδεί η κουτσουνάρα (υδρορροή) μέσα στο σαρνίτσι μας (υπόγεια δεξαμενή νερού).
Κι είχαν εκείνες οι μέρες τις δικές τους πολύχρωμες ώρες. Κι ήταν εκείνες οι Κυριακές που τις περιμέναμε αγωνιωδως μικροί και μεγάλοι.
Με την πρώτη καμπάνα πηγαίναμε στην εκκλησιά είτε με τους γονείς είτε μόνα μας. Όλα τα σχολειαρούδια σε μια σειρά. Με τη σειρά ανά Κυριακή λέγαμε το «Πιστεύω» και το «Πάτερ Ημών» εντολή του δασκάλου μας.
Το μεσημέρι στο τραπέζι είχαμε το Κυριακάτικο φαγητό, κρέας ψητό με πατάτες στον ξυλόφουρνο, ή κουνέλι κοκκινιστό με μακαρόνια και πατάτες τηγανιτές, που μας έκανε επιπλέον η μάνα μας. Οι πατάτες πάντα αρέσουν στα παιδιά. Μοσκοβολούσε η γειτονιά άρωμα γεύσης, κι οι φούρνοι έκαιγαν για τα ψητά, αφήνοντας αυτή τη χαρακτηριστική μυρωδιά από το φρέσκο ντόπιο βούτυρο..
Τα Κυριακάτικα απογεύματα μαζευόμαστε στις γειτονιές. Μέρες ξεκούρασης οι Κυριακές από τον καθημερινό κάματο. Σε γειτονικά σπίτια, στις αυλές ή στα σοκάκια, ακολουθούσαμε τις μανάδες μας. Καθόμαστε με ενδιαφέρον κι ακούγαμε ιστορίες καθημερινές και παλιές, γιατί μας άρεσε να ακούμε τους μεγάλους. Κι ύστερα τα παιδιά της γειτονιάς παίζαμε το κρυφτό μας, το κουτσό μας ή το κισκτίντι μας (πεντόβολα). Σαν ερχόταν το βραδάκι εκείνα τα όμορφα κυριακάτικα καλοκαίρια, η μάνα μας έντυνε με το μοναδικό ίσως
σκολινό φουστανάκι μας και πηγαίναμε τη βόλτα μας στην πιάτσα…έτσι λέγανε το κεντρικό σημείο του χωριού. Εκεί συναντούσαμε κι άλλα παιδιά, βολταίρναμε…γελούσαμε κι ονειρευόμαστε… Γιατί οι Κυριακές εκείνες είχαν το δικό τους όνειρο, όταν πρόβαιρνε η μέρα από τα ανοιχτά μπλε παράθυρα…
Άννα Τακάκη
ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΪΚΗ ΜΑΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
«Γιάντα θεριό με γελασες»
«Γιάντα θεργιό με γέλασες;» Με αυτό το στίχο τελειώνει ένα ριζίτικο τραγούδι της Κρήτης, το οποίο παραθέτω πιο κάτω ολόκληρο. Ένα από τα πάμπολλα
κληροδοτήματα της άυλης κληρονομιάς μας, τα οποία μένουν καταγεγραμμένα από λαογράφους και ανθρώπους που αγαπούν την παράδοση για να ενθυμίζουν τις ρίζες μας, την ταυτότητά μας, τις θυσίες και τα κατορθώματα του γένους, τα πάθη και τις αδυναμίες των ανθρώπων. Δεν ξέρω αλλά αυτό το συγκεκριμένο ποίημα μου προξένησε κάτι ενδόμυχα, πέρα από τις εικόνες που μου δημιούργησε. Και δεν είναι μονάχα αυτό. Είναι τόσα άλλα δημοτικά τραγούδια που διαβάζοντάς τα κάτι έντονο νιώθεις. Πέρα από το ότι ανακαλύπτεις τη ζωή, τα πάθη, τις δυσκολίες, τον αιώνιο αγώνα του ανθρώπου για ελευθερία, σου δίδουν από την άλλη τόσο έντονα το αίσθημα της διαχρονικότητας. Ο ανώνυμος ποιητής της Κρήτης, δεν έχει αφήσει τίποτε που να μην το κάμει τραγούδι. Μέσα από μια σοφία λαϊκή, ξετυλίγεται το κουβάρι του χρόνου, από τα Βυζαντινά χρόνια ακόμη, όπου έχομε τα λεγόμενα ακριτικά τραγούδια. Ο λαϊκός άγνωστος ποιητής συνθέτει το τραγούδι του, αρμονικά, με μέτρο, τσακίσματα ή επαναλήψεις, έτσι ώστε να συγκροτείται ένα θαυμάσιο μουσικό σύνολο. Εξυμνεί. ήρωες και ηρωικά κατορθώματα, κλαίει τις εθνικές συμφορές του, ή τραγουδάει τον πόνο, τον έρωτα, τον θάνατο, την ξενιτιά. Από στόμα σε στόμα πέρασαν από τη μια γενιά στην άλλη γενιά, έτσι σώθηκαν τα δημοτικά μας τραγούδια. Πέρα όμως από μια σοφία που ανακαλύπτομε μέσα σε αυτά, έχουν ακόμη μια γλαφυρότητα και μια αλληγορία που εξάπτει τη φαντασία και εξάρει το συναίσθημα. Το συγκεκριμένο τραγούδι ανήκει στην κατηγορία «παραλαγές» που το θέμα τους είναι μυθικό συνήθως και μάλιστα τραγικό.
Μεταμορφώνει το θεριό σε όμορφη κοπέλα, γιατί μόνο έτσι μπορεί να ξεγελάσει ή να ενεργήσει πετυχαίνοντας το στόχο του, αρπαχτικά και βίαια. Δίνοντας την εικόνα μιας λυγερής κοπέλας χωρίς υποψία πέφτει εύκολα στα μάτια του νεαρού
«Γιάντα θεριό με γέλασες;»... Εδώ η λαϊκή μούσα μεταμορφώνει τον άνθρωπο σε θεριό, γιατί μονάχα έτσι μπορεί να ενεργήσει, καταστροφικά, αρπαχτικά, βίαια, χωρίς συναίσθημα, αφήνοντας την ήπια ανθρώπινη φύση του. Πριν γίνει όμως θεριό δίνει την εικόνα μιας όμορφης λυγερής κοπέλας, χωρίς υποψία, που ανεμπόδιστα πέφτει στα μάτια του νεαρού, κι έτσι ο ερωτισμός παρακάμπτει όλα όσα μπορούν να κρύβονται πίσω από ένα όμορφο και γλυκό πρόσωπο. Με αυτόν τον τρόπο φαίνεται η θηριωδία του ανθρώπου και το ξεγέλασμα.Τα θύματα μέσα από μια πλάνη, πέφτουν ανεμπόδιστα στην άγνοιά τους. Από την άλλη, η μεταμόρφωση του ανθρώπου σε θεριό δείχνει την ανθρώπινη φύση που μεταβάλλεται και αλλάζει. Πολλές φορές άλλος δείχνει και ένας άλλος υποθάλπει μέσα του. Το λέει άλλωστε εκφραστικά ο λαός, «έγινε θηρίο». Και το θηρίο όταν βρει εύκολη λεία την κατασπαράσσει. Πολλά γεγονότα θηριώδη
και καταστροφικά γίνονται επί των ημερών μας. Στην καθημερινή ειδησιογραφία μα ακόμη και στη διπλανή μας πόρτα το νιώθουμε, το βλέπουμε, το κατακρίνουμε, ενώ η λαϊκή μας μούσα θα το κάνει τραγούδι:
Κάτω στου δράκο το χωριό, στου δράκο το πηγάδι
θεριό μεταμορφώθηκε κι εγίνηκε κοράσιο.
Σε χειλιοπήγαδό ’κατσε κι έκλαιγε κι εθρηνάτο,
κι ομορφονιός κατέβαινε από λαγού κυνήγι
βρίσκει την κόρη κι έκλαιγε κι ετζαγκουρνομαδιέτο.
«Τι έχεις κόρη και θλίβεσαι και τζαγκουρνομαδιέσαι;»
«Το δαχτυλίδι μου’πεσε στου πηγαδιού τον πάτο
κι απού βρεθεί και βγάλει το, γυναίκα να με πάρει
γυναίκα να με πάρει ο νιος κι εγώ εκείνον άντρα».
Και μπαίνει ο νιος κι εγδύνεντον και τ’ άρματά ντου βγάνει
και βρίσκ’ ανθρώπω κεφαλές και γυναικώ πλεξούδες.
Ανάσερνε κι ανάσερνε κι απάνω κάτω πλέει:
«Δεν είν’ επά αρραβώνιδες μηδέ και δαχτυλίδια
μόνο ’ν’ αθρώπω κεφαλές και γυναικώ πλεξούδες.
Γιάντα, θεριό, με γέλασες;
(Ριζίτικα, τα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης, καταγραφή Σταμάτη Αποστολάκη, Χανιά, 2010)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου