Ανάμεσα στις πολλές, σιωπηλές και αγνοημένες επετείους, είναι και τα 100χρονα του άλλοτε υψηλότερου κτιρίου της Αθήνας. Το βλέπουμε «κάθε μέρα», καθώς δεν θα μπορούσε να έχει κεντρικότερη θέση.
Στη συμβολή των οδών Οθωνος και Φιλελλήνων, στην πλατεία Συντάγματος, το Μέγαρο Γιάνναρου δεν εντυπωσιάζει πλέον ιδιαίτερα ανάμεσα στα άλλα κτίρια που το έχουν έκτοτε περικυκλώσει και η εντύπωση του ύψους που είχε προκαλέσει μεγάλη αίσθηση στους Αθηναίους πριν από έναν αιώνα έχει αναπόφευκτα μειωθεί.
Σήμερα, με την Αθήνα γεμάτη τουρίστες και με την πόλη να ξαναβρίσκει το βήμα της μετά το διάλειμμα του Αυγούστου, η άλλοτε «μοντέρνα» πόλη σαρώνεται από τον ρυθμό της καθημερινότητας.
Αρκεί όμως να υψώσει κανείς το βλέμμα και να δει τα κατάλοιπα ενός παρελθόντος που έδινε ενίοτε φωτεινές υποσχέσεις. Κάθε φορά που παρατηρώ το Μέγαρο Γιάνναρου προσπαθώ να δω τις αρετές του και κυρίως να φανταστώ την εντύπωση που έκανε στους Αθηναίους μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και μεσούντος εθνικού διχασμού.
Ηταν ένα πραγματικά μοντέρνο κτίριο, για τα μέτρα της Αθήνας εκείνης της εποχής, με ήπιο και συγκρατημένο διάκοσμο, επίπεδη στέγη, επαναλήψεις στα ανοίγματα και μεγάλο όγκο.
Δικαίως, και μέσα στον ενθουσιασμό ή τον αποτροπιασμό τους, οι Αθηναίοι πίστευαν ότι η Αθήνα ανοιγόταν στην εποχή των ουρανοξυστών. Αυτό βεβαίως δεν έγινε ποτέ, αλλά πολλά ψηλά κτίρια πριν από τον πόλεμο σαγήνευαν ή εξόργιζαν. Πάντως, το Μέγαρο Γιάνναρου, με τον σκελετό από οπλισμένο σκυρόδεμα, ήταν προάγγελος πολλών ψηλών κτιρίων στις επόμενες δύο δεκαετίες, του 1920 και του 1930.
Από τη μια επήλθε ο νόμος του 1929 περί οριζοντίου ιδιοκτησίας που επιτάχυνε την ανέγερση ψηλών κτιρίων (στην Αθήνα, που είχε ως επί το πλείστον διώροφα και τριώροφα) και από την άλλη, άνοιξε ο δρόμος για τα μητροπολιτικά μεγαθήρια όπως το Μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού (τον διαγωνισμό κέρδισαν οι νεότατοι Λεωνίδας Μπόνης και Βασίλης Κασσάνδρας) και αργότερα της Τραπέζης της Ελλάδος (του Δημήτρη Τριποδάκη με συνεργάτη τον Κίμωνα Λάσκαρι).
Αλλά το Μέγαρο Γιάνναρου δεν ήταν τόσο φιλόδοξο, καθώς ήταν ένα κτίριο που ερχόταν να προσφέρει στην πόλη μοντέρνες υποδομές. Δεν ήταν φυσικά ταπεινή αυτή η αποστολή, καθώς η προοπτική της πόλης ήταν θετική, ακόμη και μετά το σοκ της υποδοχής χιλιάδων προσφύγων από τη Μικρά Ασία.
Οταν, όμως, υψώθηκε ο σκελετός του Μεγάρου Γιάνναρου, η Αθήνα ήταν ακόμη «μαζεμένη» σε ένα μέγεθος μεσαίας πόλης και η Σμύρνη στην άλλη όχθη του Αιγαίου ήταν ακόμη εύρωστη με τον ελληνικό πληθυσμό της και με όλες τις κοινότητες ακμαίες.
Οι φωτογραφίες με το κτίριο υπό ανέγερση είναι αποκαλυπτικές, καθώς μας δείχνουν τη σχέση με την παλιά πόλη και μας επιτρέπουν να χρονολογήσουμε πολλά τεκμήρια την περίοδο γύρω στο 1920.
Το Μέγαρο Γιάνναρου, όταν χτιζόταν, ήταν ένα «κουτί» αλλά όταν αποπερατώθηκε απέκτησε μια κομψή πρόσοψη (τα κιγκλιδώματα είναι περίτεχνα). Ουδέποτε, όμως, υμνήθηκε ως κάτι ιδιαίτερο. Ισως αδίκως.
Σήμερα διατηρεί αυτή τη χρωματική ομοιομορφία, απαλό κίτρινο με λευκό, αλλά συχνά το σκέφτομαι με κρεμαστούς κήπους με χρωματιστά άνθη από κάθε μπαλκόνι. Θα ήταν ένα αξιοθέατο.
Αν υπάρχει κάτι που θα μπορούσε σήμερα να υπογραμμιστεί με αφορμή αυτήν την αφανή επέτειο των 100 χρόνων του άλλοτε ψηλότερου κτιρίου είναι η διαχρονική τάση των Ελλήνων να αντιδρούν απέναντι σε κάθε τι που παρεκκλίνει της πεπατημένης. Εστω και έτσι, όμως, το Μέγαρο Γιάνναρου πολιτογραφήθηκε στην ιστορία της πρωτεύουσας και σήμερα, έναν αιώνα μετά, αξιώνει μία ευχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου