Η αναφορά μου στο πρόσωπο του Μιχάλη Λαγουδάκη γίνεται για να τιμήσω τον μουσικό, πιστό εργάτη και βάρδο της μουσικής μας παράδοσης. Όμως στην περίπτωσή του συμπαρασύρει και πολλές άλλες αρετές μαζί με το μουσικό του ταλέντο. Σ’ αυτές δεν μπορώ να κλείσω την πόρτα, γιατί όλα μαζί συνθέτουν τον Μιχάλη Λαγουδάκη.
Επιστήμων, που διεκδίκησε τον τίτλο και την ιδιότητά του σε χρόνο ρεκόρ. Μουσικός και προπάντων άνθρωπος, με τα αυστηρά κριτήρια που συνθέτουν και προσδιορίζουν το νόημα της λέξης αυτής.
Ο Μιχάλης Λαγουδάκης γεννήθηκε στη Σκοπή Σητείας την 28-4-1904. Ο πατέρας του Ιωάννης ήταν δεξιοτέχνης της λύρας μα και του βιολιού στη συνέχεια. Φυσικό ήτο να εμφυσήσει το πνεύμα της θείας μουσικής στο γιο του Μιχάλη, που από ηλικία πέντε χρόνων έπαιζε ένα μικρό λυράκι και κάπου κάπου πήγαινε και μέχρι το απέναντι χωριό, το Παρασπόρι, και διασκέδαζε με το λυράκι του τις χανούμισσες (αναφέρομαι στους χρόνους της Τουρκοκρατίας). Εκείνες ευχαριστημένες του έριχναν μέσα στο λυράκι μικρά νομίσματα της εποχής, τα μετζίτια.
Στη συνέχεια έπιασε το βιολί και σ' αυτό πρακτικά διοχέτευσε το μουσικό του ταλέντο. Μετά το δημοτικό σχολείο πήγε στη Νεάπολη Λασηθίου, όπου εφοίτησε στο εκεί γυμνάσιο, διότι στη Σητεία δεν λειτουργούσε τότε πλήρες γυμνάσιο. Σε ηλικία 16 ετών αποφοίτησε από το γυμνάσιο και γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου φοίτησε πέντε χρόνια και αποφοίτησε πτυχιούχος Ιατρικής σε ηλικία 21 ετών.
Στα χρονικά περιθώρια των πανεπιστημιακών σπουδών παρακολουθούσε στο Ωδείο μαθήματα ευρωπαϊκής μουσικής με όργανο το βιολί, αλλά παράλληλα και μαθήματα βυζαντινής μουσικής.
Στη συνέχεια στρατεύεται και υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία ως ανθυπίατρος στα Χανιά, όπου εξ αιτίας του βιολιού του δημιουργεί πολλούς φίλους.
Πτυχιούχος Ιατρικής επιστρέφει και εγκαθίσταται στη Σητεία, όπου, εκτός της Ιατρικής, με τις ωραίες και γλυκύτατες κοντυλιές του θα κυριαρχήσει στην τοπική κοινωνία και θα γίνει πασίγνωστος στις καλές παρέες, που αποζητούσαν τα μελωδικά του ακούσματα, μα και την καλή του συντροφιά. Παράλληλα, θα ασχοληθεί και με τη σύνθεση σε διασκευή δικής του κρητικής μουσικής, που κατέγραψε σε παρτιτούρες και εκτυπώθηκαν από Μουσικό οίκο της Αθήνας από τον οποίο και εκδόθηκαν.
Η μουσική αυτή αποτελεί μια συλλογή με τον τίτλο «Κρητικοί Χοροί» και περιλαμβάνει Κοντυλιές, Μελωδία του Ερωτόκριτου, Μελωδία του Γάμου, Σούστα Ρεθεμνιώτικη, Συρτό Χανιώτικο, Αγκαλιαστό, Στειακό Πηδηχτό. Την ίδια περίοδο (1927-1930) ηχογραφεί στην Αθήνα και εκδίδει δίσκο με παραδοσιακή μουσική απ' όλη την Κρήτη, που η κυκλοφορία του συμπίπτει με την αρχή της τεχνικής της ηχογράφησης σε δίσκους στην Ελλάδα.
Ακουσα τη μουσική του από το δίσκο αυτό και διάβασα τις παρτιτούρες του. Έχει ένα δικό του τρόπο μουσικής έκφρασης, με βάση τη γνήσια παράδοση, πάνω στην οποία έχει βάλει την σφραγίδα του.
Η αγάπη του για τη μουσική μας παράδοση τον υποχρέωσε να απευθύνει επιστολή στο περιοδικό «Μύσων» το έτος 1933, όπου εκφράζει την αγανάκτησή του για την εισβολή των μοντέρνων τραγουδιών με συνεπεια τον παραγκωνισμό των παραδοσιακών. Γράφει σε κάποιο σημείο: «...Και τώρα ακόμη παρατηρεί κανείς ότι μουσικά τινά θέματα εξετοπίσθησαν από ορισμένα χωριά, αντικατασταθέντα από μοντερνισμούς συμφώνως προς το πνεύμα της εποχής» (Μύσων, 1933, Τόμος Β, τεύχ. 3, σελ. 236)
Το 1931 παίρνει μέρος στις εξετάσεις της Υγειονομικής Σχολής Αθηνών, όπου επρώτευσε. Μετά την εκπαίδευσή του διορίζεται Νομίατρος στο Ηράκλειο Κρήτης, όπου και γνωρίζεται με την ερίτιμον σύζυγόν του Ηλέκτρα Φορτσάκη, την οποίαν και θα μνηστευθεί αργότερα. Μετά το κίνημα του Ελευθ. Βενιζέλου το 1935 θα τεθεί σε διαθεσιμότητα και στη συνέχεια θα μετατεθεί στην Πρέβεζα. Το 1936, υπηρετώντας στην Πρέβεζα, μνηστεύεται την Ηλέκτρα και στη συνέχεια το 1937 πραγματοποιεί και τον γάμον του, οπότε και μετατίθεται στις Σέρρες, όπου και εγκαθίσταται οικογενειακώς.
Τον Μάιο του 1940, η σύζυγός του λόγω εγκυμοσύνης επέστρεψε με τον πρωτότοκο γιο τους Γιάννη στην Κρήτη και ο Μιχάλης παραμένει στις Σέρρες μέχρι της εισβολής των Γερμανών, οπότε και αναχωρεί για την Αθήνα. Λόγω αδυναμίας να προωθηθεί στην Κρήτη, θα παραμείνει στην Αθήνα μέχρι το τέλος του 1941. Το 1942 κενούται η θέση του Νομιάτρου στον Αγιο Νικόλαο Κρήτης και τοποθετείται σ' αυτήν. Στον Αγιο Νικόλαο εγκαθίσταται πλέον με την οικογένειά του και θα παραμείνει μέχρι το έτος 1950.
Ο Μιχάλης με την Ηλέκτρα εδημιούργησαν μια πολύ αξιόλογη οικογένεια. Είχαν την ευτυχία να δώσουν στην κοινωνία τρία αξιόλογα παιδιά, τον Γιάννη, πολιτικό μηχανικό, τον Μηνά, γιατρό, και τον Γιώργο, αρχιτέκτονα μηχανικό, όλοι διακεκριμένοι και λαμπροί επιστήμονες. [...]
Τώρα επί προσωπικού: τον αείμνηστο Μιχάλη εγνώρισα το έτος 1942 στον Αγιο Νικόλαο, σαν μαθητής του προγυμνασίου. Εκεί, κάποια μέρα, περνώντας από το Νομιατρείο, αυθόρμητα μπήκα μέσα και είχα την πρώτη προσωπική επαφή μαζί του. όμως η ιστορία λέει πως από το 1928-29 ο Μιχάλης είχε καλές γνωριμίες με τη οικογένεια του πατέρα μου στη Σητεία. Μετά την επαφή μας στον Αγιο Νικόλαο κατά διαστήματα τον συνήντησα πολλές φορές μέχρι τελευταία στην Αθήνα, στη γειτονιά του.
Ο Μιχάλης Λαγουδάκης, πέραν από την επιστημονική του ιδιότητα, είχε και δυο χαρισματικές προσφορές της φύσης:
1. Την μουσική που έρεε μέσα στις φλέβες του. Βιολιστής ονειροπόλος. Όταν έπαιζε, έδινε την εντύπωση πως προσπαθούσε να διοχετεύσει την ψυχή του στις χορδές του βιολιού του και έβγαζε ήχους γλυκύτατους, τον εσωτερικό του κόσμο. Στις εκκλησίες έδιδε διέξοδο στο άλλο μεγάλο του μεράκι, την βυζαντινή μουσική, που είχε καλά μελετήσει και αγαπήσει, θεωρώντας την μουσικό απόηχο του Ελληνισμού.
2. Το άλλο μεγάλο προικοδότημα της φύσης ήτο το μεγαλείο της ψυχής του. Αυτό έβγαινε από μόνο του στο πρόσωπό του, στην έκφρασή του, στην συμπεριφορά του, στις σχέσεις του με τους συνανθρώπους του. Καταδεκτικός, σεμνός, γαλήνιος, απέπνεε εκτίμηση και αγάπη σε γνωστούς και αγνώστους. Αιχμαλώτιζε κυριολεκτικά με την αυθόρμητη και πηγαία συμπεριφορά του. Τελειώνοντας, τι να ευχηθώ για το φίλο αείμνηστο Μιχάλη; Εκείνος έχει τις ευχές των αγίων που τους διακόνησε στην ενάρετη ζωή του και πάντα τους είχε κοντά του και τους έψαλλε με την ωραία φωνή του. Είναι αλήθεια πως η σεμνότητά του δεν θα μου επέτρεπε να γράψω όσα έγραψα. Ενήργησα αυθαίρετα μα κατ' επιταγήν δικής μου προσωπικής ανάγκης. Εκείνης που κρατά ζωντανή τη μνήμη του, ώστε να τον θυμάμαι, να τον θυμόμαστε πάντα.
Του Ηλία Γ. Οικονομάκη (από την εφημερίδα «Κρητική Γνώμη», Ιούνιος 2002), επιμέλεια : Θοδωρής Ρηγινιώτης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της cretan-music.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου