Το ερειπωμένο χωριό Κουτού απο το πρώτο μισό του 20ου αιώνα

 

Το ερειπωμένο χωριό Κουτού που μοιάζει με φρούριο!
Δεν έχει μνημειώδεις κατασκευές.
Δεν έχει καν μνημεία.
Δεν σημαδεύτηκε από κανένα ιστορικό γεγονός.
Δεν ανέδειξε κανένα ιστορικό πρόσωπο.
Ούτε μια γραμμή, ούτε μια λέξη δεν θα βρεθεί γι’ αυτή στην ιστορία.


Κι όμως η Κουτού είναι σπουδαία!
Και είναι σπουδαία, γιατί είναι «ασήμαντη».
Τόσο «ασήμαντη», όσο και οι άνθρωποι που την κατοίκησαν. Που ήλθαν, έζησαν και έφυγαν αθόρυβα, όπως και όλοι εκείνοι που τελικά διαμόρφωσαν την ιστορία.
Τόσο «ασήμαντη» που χάνει τη χρηστική της υπόσταση και μετατρέπεται σε έργο τέχνης.
Τόσο «ασήμαντη» που κερδίζει αυτομάτως τις καρδιές μας!



(Η συζήτηση διεξάγεται στο Βιντεο στο Λαράνι με τον Λευτέρη Ξυλούρη , του οποίου η οικογένεια έζησε όλη την κατοχή στη Κουτού)
Η Κουτού, είναι ένας εγκαταλελειμμένος οικισμός στο κέντρο της Κρήτης και γι’ αυτό άγνωστη. Το κέντρο του νομού Ηρακλείου που για περίπου 5.000 χρόνια αποτελούσε τον ζωτικό χώρο τού εκάστοτε διοικητικού, πνευματικού και οικονομικού κέντρου της μεγαλονήσου, δέχτηκε τις μεγαλύτερες πληθυσμιακές και θρησκευτικές αλλαγές και ανακατατάξεις.


Σήμερα δεν υπάρχει κανείς που να κατάγεται απ’ αυτό. Κανείς που να το αγαπά, γιατί κανείς δεν το θεωρεί πατρίδα του. Οι παλαιοί κάτοικοί του έφυγαν και οι νέοι ήλθαν από αλλού


Το ίδιο ισχύει και για την Κουτού που την εγκατέλειψαν οι κάτοικοί της το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Τα ερειπωμένα σήμερα σπίτια της δείχνουν ότι για την περιοχή και την εποχή που ήκμασε ήταν μεγάλο χωριό. Η ετυμολογία του περιέργου ονόματός της παραμένει άγνωστη, αν και κανείς δεν επιχείρησε να το ερμηνεύσει. Κάποιοι από εκείνους που έζησαν σ’ αυτήν ισχυρίζονται ότι οφείλεται στα πλούσια χώματά της, που είναι πολύ αποδοτικά.


Η ίδρυσή της θα πρέπει να αναζητηθεί τουλάχιστον τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο της Κρητικής ιστορίας, αφού αναφέρεται ήδη στις βενετσιάνικες απογραφές. Το φεουδαρχικό σύστημα, που εφάρμοσαν και στην Κρήτη οι Βενετοί, δεν επέτρεπε την ίδρυση νέων οικισμών. Επομένως, όσα χωριά απογράφηκαν τότε, θεωρείται δεδομένο ότι προϋπήρχαν. Αρχαιολογική ή άλλη έρευνα δεν έχει γίνει στην περιοχή. 


Η πληθώρα, όμως, των κεραμικών οστράκων που διακρίνονται στην επιφάνεια μάς οδηγούν πολύ βαθιά στον χρόνο και τεκμηριώνουν την ανθρώπινη παρουσία ήδη από την προϊστορική περίοδο, όταν ο νομός Ηρακλείου ήταν τόσο πυκνοκατοικημένος ώστε στα όρια κάθε ιστορικού οικισμού να αντιστοιχούν πολλές εγκαταστάσεις. Χωρίς αμφιβολία η Κουτού και η περιοχή της κατοικείται πολύ πριν την απογράψουν οι κατακτητές. Η δημογραφική εξέλιξή της, σύμφωνα με τις απογραφές αυτές και τον Στ. Σπανάκη που τις μελέτησε, είναι η ακόλουθη:


Το 1583 αναφέρεται πρώτη φορά από τον Καστροφύλακα ως Cutu, με 67 κατοίκους. Το 1630, κατά την τελευταία απογραφή των Βενετών, αναφέρεται πάλι ως Cutu, από τον Βασιλικάτα. Στην πρώτη τούρκικη απογραφή του 1671 αναφέρεται Kutu με 12 υπόχρεους σε φόρο (χαράτσα). Στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 αναφέρεται Kutu με δύο μουσουλμανικές οικογένειες. Το 1881 αναφέρεται ως Κουτού στον Δήμο Μεγάλης Βρύσης με 50 Τούρκους κατοίκους. Το 1900 αναφέρεται στον ίδιο Δήμο με τρεις κατοίκους. Το 1920 αναφέρεται στον αγροτικό Δήμο Λαρανίου με 42 κατοίκους. 


Τελευταία φορά αναφέρεται στην απογραφή του 1928 στην κοινότητα Άνω Ακρίων με 32 κατοίκους. Το διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την επόμενη απογραφή εγκαταλείφθηκε.
Τα ερείπια της Κουτού, ευρίσκονται σε μικρή απόσταση ανατολικά του Λαρανίου, πάνω σ’ ένα μικρό αλλά χαρακτηριστικό ύψωμα, δίπλα στον δρόμο που οδηγεί προς το Μελιδοχώρι. Η πρώτη εντύπωση που αποκομίζει κανείς στη θέα τους είναι ότι πρόκειται για φρούριο. Και αυτό δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα, αφού αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα οικισμού φρουριακής μορφής. 


Αυτή η μορφή, που είχαν τα περισσότερα χωριά όλων των προηγουμένων περιόδων της κρητικής ιστορίας, αλλοιώθηκε από μεταγενέστερες επεμβάσεις που απέφυγε η Κουτού, αφού εγκαταλείφθηκε τη στιγμή ακριβώς που «έπρεπε».



Η πρόσβαση είναι εφικτή από τη δυτική πλευρά, που η κλίση του εδάφους είναι ομαλότερη. Δίπλα στον οικισμό, αλλά όχι μέσα σ’ αυτόν, οδηγεί πρόχειρος χωματόδρομος. Από ανατολικά υπάρχει απότομος γκρεμός σμιλεμένος από ένα γραφικό ρυακάκι, με νερό που τρέχει όλο τον χρόνο και σχηματίζει μικρούς καταρράκτες και λιμνούλες. 


Ο γκρεμός αυτός, που καθιστά απροσπέλαστο το χωριό από την ανατολική πλευρά, είχε και τις συνέπειές του, όπως διηγούνται οι παροικούντες, καθώς τα σπίτια είναι κτισμένα στο φρούδι του και πολλά παιδιά είχαν γκρεμιστεί, όταν ακόμη κατοικούνταν. 


Φαίνεται, όμως, και από παραπλήσιες ιστορίες άλλων χωριών, ότι τέτοια γεγονότα δεν αποκτούσαν τις δραματικές διαστάσεις που θα έπαιρναν σήμερα, αλλιώς θα φρόντιζαν να κατασκευάσουν τουλάχιστον ένα τράφο. 


Οι υπόλοιπες πλευρές του χωριού, προστατεύονταν από τους ίδιους τους εξωτερικούς τοίχους των σπιτιών του, που ήταν συνεχόμενοι και κτισμένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζουν οχυρό τείχος χωρίς περάσματα και ανοίγματα, εκτός από κάποιες στενές θυρίδες που χρησίμευαν περισσότερο ως πολεμίστρες. Κάποια άλλα, ελάχιστα, ανοίγματα που υπάρχουν, δημιουργήθηκαν από τους τελευταίους κατοίκους και μετά την είσοδο του εικοστού αιώνα.


Όλα τα σπίτια είναι θεμελιωμένα πάνω στον βράχο από τον οποίο προέρχεται και η πρώτη ύλη τους. Η ίδια βραχώδης επιφάνεια που συνεχίζεται και γύρω από τα σπίτια, βρίθει απολιθωμένων οστράκων και άλλων θαλάσσιων οργανισμών εκατομμυρίων ετών, όταν ο βράχος που θα φιλοξενήσει πολύ αργότερα την Κουτού, βρισκόταν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. 


Η τεράστια ποσότητα των απολιθωμάτων αυτών προκαλεί εντύπωση και έκπληξη, καθώς δεν θα περίμενε κάποιος να τα συναντήσει σε ένα τόσο μεσόγειο μέρος με σεβαστό υψόμετρο και μάλιστα σε τέτοιο αριθμό και έκταση. Πάνω σ’ αυτήν τη μεγάλου παλαιοντολογικού ενδιαφέροντος βραχώδη επιφάνεια, είναι κτισμένο σαν ενιαίο κτίριο το χωριό. 



Τα σπίτια αποτελούν ένα σώμα κι εκτός από τον φρουριακό χαρακτήρα της εξωτερικής τους πλευράς, το ίδιο ισχύει και για την εσωτερική τους δόμηση. Το ένα σπίτι εισέρχεται στο άλλο με όρια ασαφή, με όλους τους μεσότοιχους κοινούς, με στενά δρομάκια, με ελάχιστα ανοίγματα, με μικρούς χώρους, αλλά κυρίως με μεσόπορτες που επέτρεπαν την επικοινωνία όλων των σπιτιών και σφραγίστηκαν πρόχειρα την τελευταία περίοδο της ζωής του - αρχές εικοστού αιώνα - όταν επιτέλους οι κάτοικοί του ένιωσαν σχετικά ασφαλείς. 


Έτσι κάποιος κυνηγημένος μπορούσε να μπει σ’ ένα σπίτι στην άκρη του οικισμού, να διανύσει όλα τα σπίτια και να βγει στην άλλη άκρη χωρίς να γίνει αντιληπτός. Παράλληλη διέξοδο φυγής παρείχαν και οι σκεπές των σπιτιών που ήταν επίπεδες - δώματα - στο ίδιο περίπου ύψος και εφάπτονταν μεταξύ τους. Οι κάτοικοι, επομένως, του οικισμού μπορούσαν να διαφύγουν είτε μέσα είτε πάνω από τα σπίτια χωρίς να χρειαστεί να βγουν στον δρόμο και να γίνουν αντιληπτοί.


 Η αρχιτεκτονική της Κουτού είναι γέννημα του φόβου, της ανασφάλειας και της ανάγκης. Δεν βασίστηκε σε ενιαίο και οργανωμένο σχέδιο, αλλά προέκυψε με την πάροδο των αιώνων. Εκτός όλων των άλλων φανερώνει και τους δεσμούς - κυρίως αίματος - που συνέδεαν τους κατοίκους. Σε οικισμούς όπως αυτός, το φαινόμενο της ενδογαμίας είχε λάβει τόσο ακραία μορφή ώστε όλοι οι κάτοικοι αποτελούσαν κυριολεκτικά μια οικογένεια
Όλα τα σπίτια του οικισμού, όπως ελέχθη ήδη, αποτελούν ένα σύνολο και μάλιστα πολύ σφιχτά δεμένο σαν να πρόκειται για ένα και μόνο κτίριο. 


Νότια απ’ αυτό και σε μικρή απόσταση ευρίσκεται ο ερειπωμένος ναός του. Ανάμεσα στα σπίτια του χωριού και το ναό μεσολαβεί ένα φυσικό και αδιαμόρφωτο πλάτωμα, το οποίο υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πλατεία. Ακόμα νοτιότερα ευρίσκεται η επιφανειακή πηγή που ύδρευε τον οικισμό διαμορφωμένη σε καβούσι και με νερό που θεωρείται πολύ καλό.


Το όνομα του Αγίου, στον οποίο ήταν αφιερωμένος ο ναός, δεν διασώθηκε εξαιτίας των θρησκευτικών και πληθυσμιακών μεταβολών που γνώρισε το χωριό, αλλά και του μακρού χρόνου ερείπωσής του. Σήμερα σώζεται μόνο το χαμηλότερο τμήμα των τοίχων του σε ύψος μικρότερου του μέτρου, καθώς και μεγάλα συμπαγή κομμάτια των υπολοίπων τοίχων και του θόλου πεσμένα κατά χώρα. Ο ναός ερημώθηκε την πρώιμη Τουρκοκρατία και στη συνέχεια λεηλατήθηκε και κατερειπώθηκε. Άλλος ναός, αφιερωμένος στον Άγιο Νικόλαο, υπήρχε βόρεια του οικισμού σε χαμηλότερο επίπεδο δίπλα στο ρυάκι και τον μεταγενέστερο αυτοκινητόδρομο. 



Από το ναό αυτό, που μάλλον υπήρξε κοιμητηριακός, σήμερα δεν απομένει ούτε ίχνος. Την ανάμνηση τής ύπαρξής του διέσωσε το τοπωνύμιο που ακούγεται ως σήμερα, «Άι Νικόλας». Για την καταστροφή των ναών αυτών - ίσως και άλλων - η αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί στον ολοκληρωτικό εξισλαμισμό της Κουτού κατά τον 18ο αι. και τον ζήλο των «νεοφώτιστων» κατοίκων της.
Και οι δύο ναοί είναι ασφαλώς κτίσματα παλαιότερα της Τουρκοκρατίας. Το πιθανότερο, αν και τίποτα δεν αποκλείει αρχαιότερη χρονολόγηση, είναι να ιδρύθηκαν την εποχή της Βενετοκρατίας, όταν το χωριό κατοικούνταν από χριστιανούς και παρουσιάζεται στις απογραφές και με βάση τα δεδομένα της εποχής ως ακμάζον. 


Αλλά και στην πρώτη τουρκική απογραφή του 1672, εξακολουθούσε να κατοικείται από Χριστιανούς, αφού παρουσιάζονται υπόχρεοι σε φόρο. Κατά τη διάρκεια του σκοτεινού 18ου αιώνα και όταν οι συνθήκες διαβίωσης των Κρητών είχαν γίνει ανυπόφορες, κάτι που επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο μετά την καταστολή της επανάστασης του Δασκαλογιάννη, όλοι οι κάτοικοι του χωριού αναγκάστηκαν να αρνηθούν την πατρώα πίστη τους, να εξισλαμισθούν και να τουρκέψουν. 


Το ίδιο συνέβη σε όλα τα πεδινά χωριά του νομού Ηρακλείου. Ιδιαίτερα δε στη ζώνη βόρεια του Μονοφατσίου, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η Κουτού δεν έμεινε ούτε ένα χωριό, ούτε ένας κάτοικος που να μην τουρκέψει.
Σ’ όλες τις υπόλοιπες απογραφές της Τουρκοκρατίας η Κουτού παρουσιάζεται να κατοικείται από αμιγώς μουσουλμανικό πληθυσμό. Η επανάσταση του 1821 οδήγησε πολλούς από τους κατοίκους της να την εγκαταλείψουν και να καταφύγουν σε πιο κεντρικά και ασφαλή μέρη. 


Έτσι, το 1834 απογράφεται μόνο με δύο τουρκικές οικογένειες, ενώ τα επόμενα χρόνια και όταν τα πράγματα έδειχναν να ηρεμούν πολλοί από τους κατοίκους που είχαν φύγει επέστρεψαν. Στην απογραφή του 1881 αναφέρεται με 50 Τούρκους κατοίκους. Εν τω μεταξύ οι Χριστιανοί που κυριαρχούσαν πλέον στην ύπαιθρο και επιδίωκαν την εκκαθάρισή της από κάθε μουσουλμανικό στοιχείο δεν άργησαν να στραφούν και κατά της απομονωμένης Κουτού. 


Έτσι το 1896 τα επίσημα έγγραφα της τουρκικής διοίκησης την συμπεριλαμβάνουν ανάμεσα στα κατεστραμμένα μουσουλμανικά χωριά. Παρά την καταστροφή αυτή οι κάτοικοί της επιμένουν και τέσσερα χρόνια αργότερα, κατά την απογραφή του 1900, αναφέρεται με τρεις μουσουλμάνους που επέστρεψαν και προσπαθούσαν να εγκατασταθούν και να επιβιώσουν, κάτι πλέον ανέφικτο. Αμέσως θα αναγκαστούν να ξαναφύγουν και το χωριό θα περάσει οριστικά στα χέρια των Χριστιανών που βρίσκονταν στην περιοχή ήδη από τα τέλη του 19o αιώνα, προερχόμενοι από την ορεινή Κρήτη, όπου μπόρεσαν να διατηρήσουν την πίστη και κατ’ επέκταση την εθνικότητά τους, όπως οι Σαμαρίτιδες από τα Σφακιά και οι Σουλτάτοι από τα Ανώγεια. 



Είτε με «αγορές» είτε με άλλους τρόπους απέκτησαν την κυριότητα της περιοχής και εγκαταστάθηκαν στο παλιό «τουρκοχώρι», που θα γνωρίσει σύντομη αναλαμπή. Στην απογραφή του 1920 είχε ήδη 42 κατοίκους και όλα προοιώνιζαν λαμπρό το μέλλον του οικισμού. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών εγκαταστάθηκαν και ελάχιστοι πρόσφυγες που πήραν τις αδιευκρίνιστες περιούσιες, όσες δεν μπόρεσαν να αποδείξουν και να κατοχυρώσουν οι, ήδη εγκατεστημένοι στην Κουτού, ντόπιοι. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς, που δεν διευκρινίστηκε ποτέ με σαφήνεια, θα οδηγήσει σύντομα στην εγκατάλειψη του χωριού και από τους νέους του κατοίκους. 


Τελευταία φορά αναφέρεται σε επίσημη απογραφή το 1928. Αρχικά οι κάτοικοί της εγκαταστάθηκαν σε διπλανά χωριά, αλλά εξακολουθούσαν να διατηρούν και να συντηρούν τα σπίτια τους στην Κουτού, όπου έρχονταν πλέον ως μετοχάρηδες.


Παρά το γεγονός ότι και οι νέοι Κουθιανοί συνδέθηκαν μεταξύ τους με γάμους και πολύ σύντομα έγιναν όλοι συγγενείς, οι κτηματικές διαφορές εξακολουθούσαν να τους ταλανίζουν, με αποκορύφωμα τη δολοφονία ενός εξ αυτών. Μετά το φονικό, άλλοι κάτοικοι έφυγαν, άλλοι πήγαν φυλακή και η Κουτού ερήμωσε οριστικώς και αμετακλήτως.


Όσοι έζησαν στην Κουτού την αναθιβάνουν με μεγάλη νοσταλγία. Δεν γνωρίζουν πολλά πράγματα για το παρελθόν της, αλλά όλοι θα σου μιλήσουν για τα πλούσια χώματά της. Το ίδιο και οι κάτοικοι των γειτονικών χωριών έχουν να πουν τα καλύτερα για τον «Κουθιανό τόπο», όπως αποκαλούν την κτηματική περιφέρειά της, που χαρακτηρίζεται από ένα ημιορεινό και ημιάγριο τοπίο, που αποδίδει κτηνοτροφικά και γεωργικά προϊόντα. Ευνοεί δε και τη χλωρίδα και την πανίδα. 


Από τις πλέον εντυπωσιακές διηγήσεις των παιδιών της Κουτού που βρίσκονται ήδη σε σεβαστή ηλικία και ζουν κυρίως στο Ηράκλειο είναι για τις αμέτρητες πέρδικες, που κάθε άνοιξη ξεπούλιαζαν τα αυγά τους και πλημμύριζαν τα πλάγια. Λένε, επίσης, ότι όποιος βρεθεί στην Κουτού δεν θα πεινάσει ποτέ, λόγω της πλούσιας βρώσιμης χλωρίδας της. Ολοχρονίς μπορεί να βρει χόρτα που μαγειρεύονται με κάθε τρόπο. Εξαιτίας αυτών φιλοξένησε τη γερμανική κατοχή πολλές αστικές οικογένειες και τις έσωσε από την πείνα.
Εκείνο, όμως, που καθιστά την Κουτού άκρως ενδιαφέρουσα είναι η φρουριακή μορφή της. 


Μια μορφή που έρχεται από πολύ μακριά, αφού όμοιους και απαράλλακτους οικισμούς συναντούμε από τη μινωική περίοδο, αλλά και τόσο κοντά, αφού ακόμα οι τελευταίοι κάτοικοί της βρίσκονται ανάμεσά μας. Βλέποντας την ερειπωμένη Κουτού μπορούμε να καταλάβουμε πώς θα ήταν ένα χωριό κάθε άλλης κρητικής περιόδου, αλλά και να αναλογιστούμε σε πόσο μικρό χρονικό διάστημα άλλαξαν τα πάντα.


Σήμερα τα ερειπωμένα σπίτια στέκουν ακόμη σε καλή κατάσταση. Σύντομα, όμως, δεν θα υπάρχουν. Κτισμένα με ευτελή υλικά, όπως το χώμα, η πέτρα και το ξύλο, αρχίζουν ήδη να επιστρέφουν στη γη απ’ όπου προήλθαν. Και όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όταν αρχίσει η φθορά, επιταχύνεται με γεωμετρική πρόοδο. Σκέψεις και προσπάθειες για αναστήλωση, όπως για παράδειγμα του δικηγόρου Στεφάνου Σαμαριτάκη, που έζησε τα παιδικά του χρόνια εδώ, για την ανοικοδόμηση τού ανώνυμου ναού και τη συντήρηση των πατρογονικών οικιών δεν ευοδώθηκαν. Η συνολικότερη αντιμετώπιση βρίσκει προσκόμματα στο ιδιοκτησιακό καθεστώς που είναι εμφανέστατο και τώρα, από τα ισχυρά συρματοπλέγματα που χωρίζουν και διαιρούν τα κτίσματα

 

Ίσως οι φωτογραφίες αυτές, να είναι σε λίγα χρόνια ό,τι θα έχει απομείνει από την Κουτού, μόνο που σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούν να μεταφέρουν την εικόνα της, πολύ δε περισσότερο την αίσθησή της. Προσαρμοσμένη απόλυτα στο τοπίο, γίνεται δύσκολα αντιληπτή. Μοιάζει και είναι η φυσική συνέχειά του, που δεν ξεχωρίζει από τα χώματα, τα βράχια και τους θάμνους. Η ανθρώπινη επέμβαση, που υπάρχει και μετράται σε δραστηριότητα αιώνων, είναι ανεπαίσθητη. 


Αντίθετα κυριαρχεί το «τα πάντα εν σοφία» διεταξάμενο χέρι του Θεού. Γι’ αυτό, και κατά την Κωνσταντινίδεια έκφραση, θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε ως «Κουτού η Θεόκτιστη».


(Το κείμενο αυτό Γεωργίου Γρηγορίου Σταματά η δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Κρητικό Πανόραμα» , τευχος 33 Αυγουστος Σεπτέμβριος 2009, σελ.120-139)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου