Ο Νίκος Ψιλάκης, ο επι 2,5 και κάτι, δεκαετίες συνεργάτης στο Ράδιο Κρήτη, η πρωινή φωνή όλης της Κρήτης, ο Άνθρωπος, συγγραφέας, δημοσιογράφος , μα πάνω απ όλα ο λάτρης της Κρήτης.
22 Μαΐου 1989 η πρώτη μέρα λειτουργίας του Ράδιο Κρήτη. Η πρώτη εκπομπή. Η πρώτη φωνή που ακούστηκε στις 07.30 το πρωί από τους 101,5.
Είχαν προηγηθεί και κάμποσα χρόνια ακόμη, σε ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, εφημερίδες, περιοδικά. Μια ζωή λέξεις... λέξεις... λέξεις.
Προτιμώ τη λέξη αυτή (συνεργάτες) γιατί έτσι τους ένιωσα όλους από την πρώτη μέρα: ιδιοκτήτες, δημοσιογράφους, τεχνικούς και, φυσικά, ακροατές. Αυτός ήταν, άλλωστε, ο στόχος: να είναι συνεργάτης κι ο άνθρωπος που ακούει. Συν-δημιουργός.
Να έχει λόγο. Να παρεμβαίνει.
Σήμερα ξεφυλλίζω τις σελίδες του χρόνου, ξαναδιαβάζω τις μέρες που πέρασαν, κοιτάζω μια - μια τις εικόνες που τυπώθηκαν στο μυαλό μου. Τίποτα δεν θέλω να ξεχάσω!
ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ
Ο λόγος, τα γραπτά, ένα βιβλίο και η φωτογραφία τα σύνεργα που τον ακολουθούν και βαδίζουν μαζί στην ζωή.
Τον Νίκο Ψιλάκη τον γνώρισα τον Οκτώβριο του 1993 όταν εντάχθηκα στο δυναμικό του ράδιο Κρήτη και συνεργάστηκα μαζί του μέχρι και την Παρασκευή 22 Μαίου 2015 που τον φωτογράφισα στην τελευταία του εκπομπή.
Οπως ακριβώς τον είδα τον είχα φανταστεί, με το μούσι του με την ραδιοφωνική του φωνή να ταιριάζει στο παρουσιαστικό του, στον βηματισμό του στο καθαρό του βλέμμα που μόνο εμείς που είμαστε μαζί του στο στούντιο βλέπαμε.
Στα παλιά κτήρια του Ράδιο Κρήτη στην περιοχή του Μασταμπά στο Ηράκλειο κάθε πρωί καταλαβαίναμε ότι η καλή μέρα απο το πρωί φαίνεται.
Αλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο έζησαν ραδιοφωνικά τον Νίκο Ψιλάκη στις ανθρώπινες στιγμές του στις καλές και κακές μέρες, στις ανησυχίες του, στις επιτυχίες, στο διάβα που κοντά του, πολλοί πορεύτηκαν, επηρεάστηκαν, δανείστηκαν, καπηλεύτηκα ν και ανδρώθηκαν.
Οικογενειάρχης, σύζυγός, πατέρας, Παππούς, δίκαιος , άνθρωπος, δημοσιογράφος, ρεπόρτερ, αγωνιστής, κρητικός, λάτρης του αγαπημένου του τόπου.
Μεγάλωσαν με την φωνή του πολλοί .
O Νίκος Ψιλάκης με καταγωγή απο την Κασταμονίτσα πεδιάδος τόπος μαρτυρικός αλλά και ποιός τόπος της Κρήτης δεν είναι, κατάφερε να γίνει χωριανός σε κάθε χωριό της Κρήτης, φίλος σε κάθε σπίτι του νησιού, παρέα σε κάθε ψυχή .
Κάθε πρωί η μουσική του Μάνου Χατζιδάκη ώς σήμα του στην πρωινή εκπομπή του Rάδιο Κρήτη έμελε να συνδιαστεί με την φωνή του, με τα πρωινά μας ξυπνήματα.
Το ποιήμα της ημέρας που γλύκαινε τις πρώτες πρωινές ώρες,
Oι ιστορικές αναφορές που μας θύμιζαν, μας προβλημάτιζαν μας ανησυχούσαν για το χθές μας και για την πορεία μας στο σήμερα.
Μου επέτρεψε και με τίμησε με την παρουσία του στο site ΚΡΗΤΗ ΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ ΧΩΡΙΑ να φιλοξενήσω άρθρα του - έρευνες και καταγραφές πολλών χρόνων και αρκετής δουλείας του που όταν την έπραττε όλοι εμείς οι νεώτεροι ακόμα μαθαίναμε ανακαλύπταμε και προσπαθούσαμε να κάνουμε το πρώτο μας βήμα .
Συνεχίζει στο ταξίδι της ζωής του και εκτός ραδιοφώνου, να γεννάει στιγμές, να μοιράζεται σκέψεις, να μαθαίνει, και να προσφέρει γνώσεις.
Τον ευχαριστώ που τον γνώρισα που του έχω σφίξει το χέρι, που μου έμαθε χωρίς να μου πεί πολλά πολλά, που τον είχα συνεργάτη 23 χρόνια, που κάτσαμε στο ίδιο τραπέζι και ήπιαμε ένα κρασί.
Τον ευχαριστώ που κοντά του με την αύρα του και την πορεία του κάπου εκεί δίπλα και εγώ έφαγα ψωμί.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΝΝΑΡΑΚΗΣ
Τι είναι η Κρήτη λοιπόν; Νησί ή καράβι τρικάταρτο που ταξιδεύει ανάμεσα σε τρεις ηπείρους, κατά πώς λέει ο μεγάλος ταξιδευτής της, ο Νίκος Καζαντζάκης; Τόπος πλασμένος με πέτρα και μνήμη; Ριζίτικο τραγούδι; Ή μήπως Ερωτόκριτος, που επιμένει πως από μια σπίθα γεννιέται το θαύμα;
Η φωνή του Βιτσέντζου στοιχειώνει στ’ αυτιά μου: ... κι από μια σπίθα ολόμικρη, φωτιά μεγάλη εγίνη. Ο Κορνάρος μιλούσε για τη σπίθα του έρωτα. Κι εγώ, που τον διαβάζω ύστερα από τόσους αιώνες, σαν διαχρονικό συναξάρι της κρητικής ψυχής, σκέφτομαι πως το κάθε μικρό κι ασήμαντο μπορεί να γίνει μεγάλο και να φουντώσει. Αυτή την σπίθα την «ολόμικρη», που μπορεί να λέγεται και πάθος κι υπέρβαση, κι αγώνας κι ανάσταση, αυτήν περιμένω.
Τι είναι η Κρήτη, λοιπόν; Κάθε πατουχιά της είναι και μια ιστορία. Κι ένας μύθος. Αυτόν τον μύθο, τον αιώνιο κι απέθαντο μύθο της Κρήτης, προσπαθώ χρόνια και χρόνια ν’ ανακαλύψω κι ομολογώ πως αισθάνομαι σαν μικρός μαθητής που κρατεί ακόμη την πλάκα και το κοντύλι του και μοχτεί να συλλαβίσει πολυσύλλαβες λέξεις.
Κάποτε τούτος ο τόπος, τούτος ο μύθος, χάριζε στην Ευρώπη τ’ όνομά της. Κάποτε, κάποιος γραφέας χάραζε στον πηλό τις πρώτες λέξεις, την πρώτη γνωστή γραφή της ελληνικής γλώσσας. Κι ήταν σα να τη χάραζε στις ψυχές των ανθρώπων. Εμεινε.
Μικρός, πριν το Δημοτικό, ήξερα το γάνος της μέρας (τη λαμπεράδα της – χιλιάδες χρόνια κι η λέξη δεν άλλαξε), άκουγα τους δουλευτάδες της γης ν’ ανταλλάσσουν τον πιο απλό χαιρετισμό, «σπολλάτη», και χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να καταλάβω πως ήταν ένας άλλος τρόπος, πιο σύντομος, για να ευχηθεί ο ένας στον άλλον «εις πολλά έτη»
Σκύβω στο χώμα το προγονικό, ανηφορίζει ο μύθος στην κλίμακα του χρόνου. Στ’ αυτιά μου αντηχεί συνεχώς η σπίθα, που, όπως λέει ο μεγάλος Κρητικός, ...κάνει «τον ανήμπορο, άντρα και παλικάρι, τον φοβητσιάρην άφοβο, πρόθυμο τον οκνάρη». Αυτή τη σπίθα -κάποιοι μπορεί να τη λένε και κουζουλάδα- αυτήν που θ’ ανάψει και θ’ αλλάξει τον κόσμο, αυτήν καρτερώ.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κρήτη, ρίζωσα. Δεν ξέρω γιατί ρίζωσα. Ποτέ δεν θα μάθω. Πώς να εξηγήσει κανείς το μυστήριο; Ο μύθος με συνεπαίρνει. Από κάθε γωνιά της ξεχύνεται και μια φωνή μυστική. Δεν μπορώ να τις ξεχωρίσω. Αλλοτε θαρρώ πως είναι του παππού μου, άλλοτε του ίδιου του τόπου, άλλοτε όλων των περασμένων γενεών, όλων των παλιών Κρητικών μαζί, ταπεινών κι επιφανών, Δασκαλογιάννηδων, Θεοτοκόπουλων, Κορνάρων, Καζαντζάκηδων, ψαράδων, ξωμάχων, πετροκόπων, ζευγάδων, όλων.
Κι άλλοτε θαρρώ πως είναι η φωνή εκείνου του γέρου βοσκού που πριν από χρόνια, όταν με είδε οδοιπόρο κουρασμένο στα μέρη του, με κάλεσε κοντά του με τούτα τα λόγια:
- Ελα, σίμωσε, να σου δώσω ένα μαστραπά δροσερό νερό. Να πιούμε μια κούπα κρασί. Κι εσύ να με κεράσεις δυο λέξεις ανθρωπινές.
Ανθρωπινές! Στην αρχή χαμογέλασα. Δεν είχα καταλάβει τα λόγια του. Σίμωσα. Μια κούπα κρασί, δεύτερη κούπα. Μια μαντινάδα, κι άλλη μαντινάδα. Κι αθότυρος ξεραμένος, πεντανόστιμος. Χρειάστηκε να μιλήσω μαζί του για να καταλάβω πως μέσα στην απέραντη μοναξιά του ο βοσκός είχε μάθει να μιλά κι άλλες γλώσσες.
Οχι τις «ανθρωπινές». Αυτές που εμείς, οι στοιχειωμένοι στις πόλεις, δεν θα καταλάβομε ποτέ. Είχε μάθει να μιλά με τον καιρό, με τα πράγματα, με τη φύση. Μπορεί και με τον Θεό. Τι είναι η Κρήτη, λοιπόν; Μήπως το ελάχιστο που μεγαλώνει και γιγαντώνεται; Μια σπίθα ήταν κι ο Μάης του Σαράντα ένα. Μια σπίθα και το Αρκάδι. Μια σπίθα κι ο Θεοτοκόπουλος... Μια σπίθα που... (το) πως θα κάμει αναλαμπή κιανείς δεν το λογιάζει.
Κι όμως! Γεννήθηκα σ’ ένα χωριό ριζίτικο, μεγάλωσα πλάι σε βράχους και πρίνους άγριους, πλάι στα ήρεμα αμπέλια και τις ελιές τις χιλιόχρονες. Περπάτησα πολύ, εφτά χιλιόμετρα το πρωί κι άλλα τόσα το μεσημέρι για να μάθω γράμματα. Μα τα πιο πολλά θαρρώ πως τα 'μαθα στις αποσπερίδες, στις βεγγέρες και στους καφενέδες.
Τότε, στα χρόνια της χούντας η Κρήτη ήταν αλλιώς. Η τηλεόραση δεν είχε ακόμη εκτοπίσει τον λόγο. Ο θρύλος μπερδευόταν γλυκά με την Ιστορία. Οι άνθρωποι μιλούσαν. Οι ξωμάχοι όργωναν ακόμη με το αλέτρι του Ησίοδου, τα τοπωνύμια ήταν ακόμη «επιγραφαί γεγλυμμέναι επί του εδάφους», όπως έγραψε κάποιος λόγιος του παλιού καιρού.
Ισως ένας Βυζαντινός Κρητικός, ίσως κι ένας Μινωίτης ακόμη να μην ένιωθε τόσο ξένος. Κάποια πράματα έμεναν ίδια κι από τις δικές τους τις εποχές. Πέρασαν τα χρόνια. Κι εγώ, ο μαθητής του 1970, που μάζευα τις λέξεις, τις ιστορίες και τις συνήθειες του τόπου στο δισάκι μου, νομίζω πως έχω ζήσει πολλούς αιώνες μαζί.
Πολλές φορές αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάτι από κείνη την Κρήτη. Και πάντα λέω πως ναι! Ισως αυτή η σπίθα που λέγαμε. Ισως το τοπίο, η γλώσσα, οι άνθρωποι. Οι μικρές και οι μεγάλες στιγμές, οι γιορτές, τα πανηγύρια, ο χόντρος με τους χοχλιούς, οι ομαθιές, τα πολυσπόρια ή πολυκάρπια (παλικάρια τα λένε σήμερα).
Ισως κι αυτός ο γερο-βοσκός που τώρα πια δεν μένει στα βουνά του, τώρα πια μπορεί να λιγόστεψαν κι οι μυστικές γλώσσες που μαθαίνει κανείς όταν αφουγκράζεται τις φωνές των πραγμάτων, αλλά θα σας καλέσει για μια κούπα νερό δροσερό. Και κρασί. Και κουβέντα. Αυτήν την Κρήτη σας καλώ να γνωρίσετε.
(Από την ποιητική συλλογή Οίνωψ Πόντος, του Νίκου Ψιλάκη)
Στην πολύχρονη καριέρα του τιμήθηκε με βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το έργο του «Μοναστήρια και Ερημητήρια της Κρήτης», με το βραβείο των δημοσιογραφικών ενώσεων της Ελλάδας και με το βραβείο «Νίκος Καζαντζάκης» για την προσφορά του στα Γράμματα. Επμελήθηκε το σενάριο και την έρευνα σε περισσότερα από 80 ντοκιμαντέρ στην κρατική τηλεόραση (1986-1993) με λαογραφικό ή και γενικότερο πολιτιστικό περιεχόμενο.
Ανάμεσα σ’ αυτά συγκαταλέγονται εισηγήσεις σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Γερμανία, Ελβετία, Φιλανδία, Βέλγιο κ.α.), στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και στην Ιαπωνία, σχετικά με το κρητικό – μεσογειακό διατροφικό πρότυπο, το ελαιόλαδο και άλλα θέματα πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Επίσης, υπήρξε εισηγητής σε ημερίδα για το Ελαιόλαδο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Έγραψε περισσότερα από 25 βιβλία ανάμεσα στα οποία είναι: Ο πολιτισμός της ελιάς. Το ελαιόλαδο (σε συνεργασία με τους Μαρία Ψιλάκη και Ηλία Καστανά), Το ψωμί των Ελλήνων, Κρητική Παραδοσιακή Κουζίνα, Ελαίας στέφανος. Η ελιά και τα στεφάνια της στον πολιτισμό των Ελλήνων, Τα βότανα στην κουζίνα, Μοναστήρια και Ερημητήρια της Κρήτης, Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη – Έθιμα στον κύκλο του χρόνου, Κρητική Μυθολογία, Οίνοψ Πόντος, Ταξίδια και έρευνες στην Κρήτη του 1850 (σχολιασμός της ελληνικής μετάφρασης του έργου του περιηγητή T.A.B. Spratt).
Τα βιβλία «Ελαιόλαδο», «Κρητική Παραδοσιακή Κουζίνα», «Το ψωμί και τα γλυκίσματα των Ελλήνων» και τα «Βότανα στην Κουζίνα» έχουν γραφτεί σε συνεργασία με την κ. Μαρία Ψιλάκη. Βιβλία του έχουν μεταφραστεί στην αγγλική, γαλλική, γερμανική, ιταλική, ολλανδική, ρωσική, κινέζικη και γιαπωνέζικη γλώσσα.
Διατέλεσε μέλος της Εταιρείας Κρητικών Ιστορικών Μελετών, της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας και υπήρξε για σειρά ετών Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας Γεύσης (1997-2007). Υπήρξε μέλος της επιτροπής του ΕΟΤ για την καθιέρωση της ελληνικής γαστρονομίας.
Διατέλεσε συντάκτης και συνεργάτης εφημερίδων, εκδότης περιοδικού, διευθυντής σύνταξης καθημερινής εφημερίδας, σύμβουλος έκδοσης περιοδικών, επιμελητής επιστημονικών εκδόσεων ενω περίπου τρεις δεκαετίες παρουσίαζε τρίωρη καθημερινή εκπομπή στο ράδιο Κρήτη.
Παράλληλα πραγματοποίησε δώδεκα εκθέσεις φωτογραφίας σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ.
Δίδαξε Ιστορία και Μοναστηριολογία σε Περιφερειακά Επιμορφωτικά Κέντρα Φιλολόγων, σε σεμινάρια Ξεναγών και πραγματοποίησε διαλέξεις για θέματα των ερευνητικών ενδιαφερόντων του σε Πανεπιστήμια στην Ελλάδα και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Υπήρξε επιστημονικός υπεύθυνος Κέντρου Επαγγελματικής Κατάρτισης με θέμα την ανάδειξη της τοπικής γαστρονομίας. Έλαβε μέρος ως εισηγητής σε περισσότερα από 200 συνέδρια και εκδηλώσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου