Αδημοσίευτα ποιήματα που έχω γράψει για την γυναίκα, τη μάνα, τη σύντροφό.
Η νοικοκυρά
Το ρολόι χτυπάει στις έξι,
πριν καλά – καλά να ‘χει φέξει,
Πρωινό να προφτάσω,
τα παιδιά να ετοιμάσω.
Στις οχτώ να τα πάω σχολείο,
μην περάσουν πειθαρχείο
και μετά να γυρίσω στο σπίτι,
πιάτα σίδερο, μην έχω ξενύχτι.
Βιαστικά να μαγειρέψω να φάμε,
ένας– ένας στο σπίτι γυρνάμε,
Κι ύστερα πάλι πιάτα στη μέση,
τη ζωή αυτή, πως ν’ αντέξεις;
Και μετά στους γονείς, στα Αμέα,
να φροντίσω σαν γυναίκα μοιραία...
Να βάλω τα έξοδα κάτω,
λίγο ακόμα και πιάσαμε πάτο!
Όλα σε πρόγραμμα σφικτό,
πολιτικό-οικονομικό
Μην βρούμε χρόνο ν’ αντιδράσουμε
και τη συνήθεια πετάξουμε,
Στα μούτρα των αφεντικών
με κίνημα ανατρεπτικό.
Το απόγευμα να πάμε για ψώνια,
χωρίς τέλος αυτά τα καψόνια
Και μετά να διαβάσω παιδιά,
με ένα πόνο σφάχτη στην κοιλιά
Και το βράδυ να φιλήσω τον άντρα,
μισογύνης έχει γίνει στη μάντρα,
Κι άντε επιτέλους να κάτσω,
στον καναπέ γιατί πάω να σκάσω.
Να δω καμία νέα ταινία,
να με πάρει ο ύπνος στα κρύα,
Ξαφνικά να ξυπνήσω μεσάνυχτα,
μην κρυώσω κι αφήσω ακάλυπτα,
εκκρεμότητες, ανάγκες και χρέη
να μας φάνε!! Είμαστε νοικοκυραίοι…
Όλα σε πρόγραμμα σφικτό,
πολιτικό-οικονομικό
Μην βρούμε χρόνο ν’ αντιδράσουμε
και τη συνήθεια πετάξουμε,
Στα μούτρα των αφεντικών
με κίνημα ανατρεπτικό.
Γοργόνα
Μία κοπελίτσα είκοσι χρονών,
σαν γοργόνα βούτηξε στον ωκεανό.
Βρήκε αστερίες, ψάρια και φιλιά,
δίπλα σε μια σμέρνα που ‘χενε φωλιά.
Είπε τι ωραία που ‘ναι στο βυθό,
τα δε και θαμπώθει, δίχως ουρανό.
Το ταξίδι ετούτο πως της άρεσε,
ομορφιά και πλούτη πως ξεθάρεψε.
Κι άρχισε τραγούδια και χρυσό χορό,
μα πιο κάτω η σμέρνα ξύπνησε θαρρώ.
Κι άνοιξε το στόμα και κινήθηκε
και στην κοπελιά μας πάνω ρίχτηκε.
Γρήγορα η γοργόνα έγινε κομμάτια
και την ψάχνουν ναύτες, πάνω στα κατάρτια.
……..
Να ‘τανε ο κόσμος μόνο ομορφιές,
θα ζένε η γοργόνα στις βουνοπλαγιές
Μα ναι ψεύτης κόσμος, άδικος πολύ
κι η γοργόνα τώρα, στη στεριά δεν ζει!
Η πεταλούδα
Κουράστηκες να περπατάς
ανάμεσα σε νεκρούς.
Το βλέμμα στο αύριο σήκωνες
αλλά η φωτεινή σου παρουσία
λίγο απασχολούσε τους περαστικούς.
Ύστερα ήρθαν τα γεράματα
και δεν μπορούσες να λευκάνεις πια τα ρούχα.
Ποταμοί δακρύων για όσα έζησες
κι είναι αυτά που σε έκαναν δυνατή.
Μα η ευαισθησία σου μεγάλωνε στροφή με τη στροφή, δρόμο το δρόμο.
Ύστερα ήρθε η ανημποριά
Με ένα αχ αποχαιρέτησες τα εγκόσμια
κι έμαθες να περπατάς στα σκοτάδια
για να κερδίσεις χρόνο.
Ύστερα ήρθε ο πόλεμος
και σου πήρε όσους δεν πρόφτασες να τους πεις σ’ αγαπώ.
Σκληρή γυναίκα έλεγαν… Πολλά τα βάσανά της.
Ύστερα ήρθε ο θάνατος
Στην κηδεία σου χόρευαν τα πουλιά και τα λαγκάδια.
Με ένα άσπρο πανί σε αποχαιρετούσαν.
Κι η κόρη σου εκεί, πρώτη έσερνε τον χορό.
Ύστερα πίστευες πως θα έρθει η Ανάσταση…
Αλλά δεν ήξερες ότι ήταν ένα παραμύθι
για να κρατά σιωπηλή
την κραυγάνουσά σου θλίψη.
Κι ύστερα όλα συνέχισαν το δρόμο τους, χωρίς εσένα.
Έλλειπες από την παρέλαση των ζωντανών.
Μια πεταλούδα πέταγε παραδίπλα.
Ήσουν εσύ που ποτέ δεν πήρες μέρος σε διαδήλωση…
Μέχρι που πέθανες
και διαδήλωνε η ψυχή σου!
Οι καθαρίστριες
Σε γραφεία εργολάβων έχουν όλες προσληφθεί
ή το κράτος, ή ιδιώτης, δεν αλλάζει η λογική.
Τους αλλάζουνε τα φώτα, με ελάχιστους μισθούς,
Κι είναι όλο απαιτήσεις, σαν θα βρουν υποτακτικούς.
Απ’ τα αφεντικά κατσάδες πως καθυστερούν πολύ
και η επιπλέον ώρα, έξω από την πληρωμή.
Τα απορρυπαντικά μετράνε τις σακούλες σκουπιδιών
κι αν ξοδέψεις παραπάνω, το χρεώνεσαι κι αυτό.
Μια ζωή χίλια κομμάτια, τσι αφέντες γίνονται
Κι εκουραστηκε το σώμα, όπως καταγίνονται.
…………………………
Στον αγώνα ειν’ η λύση, για να καθαρίσουμε
απ’ τους εργολάβους, τον κόμπο μας να λύσουμε.
Η μοναξιά της μάνας
Σαν μάνα που μοιρολογά στον κόσμο το παιδί της,
σαν ρόδο που μαραίνεται από την ανομβρία,
ειν’ η ζωή πολλές φορές,
μα ξέρω την αιτία.
Στη μοναξιά τσι αγάπης σου άναψα ένα καντήλι,
να φέγγει στα σκοτάδια μας τα αστεροστολισμένα.
Ποια μάνα έχασε παιδί χωρίς να βρέξει χείλι;
Ποια αγάπη πέταξε μακριά λίγο μετά το δείλι;
Σαν σπουργιτάκι άνοιξες, για λίγο, τα φτερά σου...
Σαν μέλισσα ρούφηξες λίγο απ’ το θυμάρι...
και ύστερα εμίσεψες,
μα ξέρω, θα ’ρθεις, πάλι!
Στη μοναξιά τσι αγάπης σου, φώτισα το σκοτάδι:
Να δεις το φως να αναστηθείς, βλαστέ μου, πονεμένε.
Ξέρω θα ’ρθεις στο όνειρο να μου ζητήσεις χάρη...
Άλλοι καημοί από αυτόν, δεν θέλω, να με καίνε!
Σαν Αλντεμπαράν θα κυνηγώ, μία ζωή, την πούλια...
Μα δεν θα φτάνω και συχνά θα χάνω την πυξίδα.
Άλλη ομορφιά από τα σε,
στη γη πάνω δεν είδα!!!
Στη μοναξιά τσι αγάπης σου, πλέκω, χρυσό μαντήλι.
Να το κρατάς να μ’ οδηγείς όρθια να βαδίζω!
Ξέρω θα γιάνει η πληγή,
δεν έπαψα να ελπίζω!
Μάνα
Με το χαμόγελο στα χείλι ζωγραφίζω
Ότι με πίκρανε στην άπονη ζωή
Και κεντητά της μαύρης μάνας μου σκαλίζω
Να νιώσω έστω μιας γλυκιά αναπνοή.
Σκυφτή βαδίζω με τα χέρια το τιμόνι
Βάζω αυτόματη ταχύτητα ριλάξ,
Από ψηλά να βλέπει και να καμαρώνει
Που στάθηκα στα πόδια μου ξανά.
Όπου κι αν είσαι μάνα εσένα θα ζητάω
Να με βυζάξεις να μου δώσεις αναπνιά
Τα βράδια κάθομαι μονάχη και πονάω
Χάδι δεν πήρα μες στη μαύρη καταχνιά
Θα ρθει ο χρόνος πάλι να σε ανταμώσω
Να σε κρατήσω νοερά στην αγκαλιά
Ότι σε πίκρανε πολύ βαθιά να νιώσω
Να ξαναρχόσουν ένα βράδυ σαν παιδιά.
Να το πατούσαμε το γκάζι της χαράς μας
Να ‘ταν Ανάσταση, Λαμπρή μια ταχινή
Τα όργανα να ‘παιζαν το σκοπό μας
Αυτόν που έδεσε αγάπη παντοτινή.
Πασχαλιά
Να ξημέρωνε μια μέρα, μια Λαμπρή, μια Πασχαλιά,
να ανθούσανε τα χέρια που με πήραν αγκαλιά.
Να ξημέρωνε και να ‘ταν, σαν να είχαμε γιορτή,
τη δική μας, της δική τους κι όλοι να ’χαμε κρυφτεί.
Να μας έψαχνε η μάνα που μας πήρε αγκαλιά.
Να ‘τανε λευκό το γράμμα από τα πολλά φιλιά!
Να με έπιανε στα πράσα, όταν κάνω σκανταλιές,
να τρέχα με μια ανάσα πίσω απ’ τις πασχαλιές.
Να χορεύαμε τον πόνο, την αλμύρα της ζωής,
που πέσε πολύ τ’ αλάτι και μας έψησε στη γης.
Να ‘ταν σαν να ταν δικοί μας, όλοι οι άνθρωποι στη γη,
να αρχινούσαμε τραγούδια σαν να ήτανε γιορτή.
Να πιανόμασταν στα χέρια, να χορεύαμε μαζί,
με χαμόγελα στο στόμα όλα τα παιδιά της γης.
Κι όταν θα ’ρχονταν το βράδυ, ψόφιοι από το χορό,
και να πέφταμε για ύπνο κι απ’ το χάδι πιο γλυκό.
Μα ναι μαύρη η ζωής μας, όλο βάσανο ο χορός
και προσμένουμε τη μέρα που θα γίνεις αετός.
Απαντοχή
Η αγάπη των ματιών σου,
καθρεπτίζει και το νου,
που συνειδητά παλεύει,
τους δαιμόνους του κακού.
Να ’τανε να αντικρίσεις,
μια ντελίνα της ζωής
και παιδιά να αποκτήσεις
μιας αντάρτισσας ψυχής.
Να ’τανε αλλιώς ο κόσμος,
πιο ανθρώπινη η ζωή,
να γεννούσαμε κοπέλια,
δίχως βάρος στην ψυχή!
Μα 'ναι άδικος ο κόσμος,
τους κανόνες καθορίζουν,
οι ισχυροί της Γης, του πλούτου,
που όλο τις καρδιές ραγίζουν.
Όλο μέτρα και σταθμά...
Της ζωής το παρακάτω
θέλει: σκέψη και πνοή!
Απ' τη μάνα που μας γέννα
παίρνουμε απαντοχή.
Η Σωτηρία μας
Γλυκό ψωμί ζυμώνουμε
στης θάλασσας την αγκαλιά
κι ύστερα μοιραζόμαστε
τ’ αγώνα τα φιλιά.
Πικρή ζωή, μουντή χαρά
αίμα στο μνήμα στάζει.
Το χρέος μας το κάναμε:
Ποια μάνα αναστενάζει;
Γλυκιά ζωή σε φάγαμε
στο χώμα, σε πλατείες
σαν το κεράκι λιώσαμε
σόλες σ’ αφετηρίες.
Πικρή ζωή στα σύρματα
σε δρόμους κι ανηφόρες,
της εξορίας νιώσαμε
τις φευγαλέες μπόρες.
Λιαστό ψωμί - μικρή ζωή
του Ιουλίου τάμα,
γλυκιά μας Σωτηρία μας
του ουρανού το κλάμα.
Πικρό ψωμί, γλυκιά ζωή,
θαρρώ πως μοιάζεις ψέμα...
Η ιδέα γίνεται οδηγός
και η καρδιά το δέμα
26/7/2019, Ψυχιατρική κλινική ΠΑΓΝΗ, αφιερωμένο στην Σωτηρία Βασιλακοπούλου (2 Ιουνίου 1959- 28 Ιουλίου 1980 που ήταν φοιτήτρια της Παντείου και μέλος της ΚΝΕ και έχασε τη ζωή της σε εξόρμηση έξω από την πύλη του εργοστασίου της ΕΤΜΑ.
Πένθιμος χορός
Για μακρινό εκκίνησες ταξίδι,
με τις σειρήνες να κρατάνε το ρυθμό
του ουρανού, της γης, χρυσό στολίδι
στο χωροχρόνο ήτανε γραφτό.
Γυμνός κι αλώβητος σηκώνεις το σταυρό σου
του Άδη τις κερκόπορτες χτυπάς,
στερνό σκοπό στελιώνεις στο χαμό σου
κι αγέρωχος ως πρώτα τραγουδάς.
Τα κάστρα του Άδη έριξες και μπήκες
δίχως να του γυρέψεις μερτικό
η μάνα σου ατσαλάκωτο σε βρήκε
μοιρολογάτε σε απτάλικο σκοπό.
Κόρες σε ραίνουν με αγιόκλημα και μύρα
βουβός ο πόνος λες και έχουμε γιορτή
κατεβασάρης ποταμός τα δάκρυά μας
και ξεκινάμε το χορό απ' την αρχή.
Ναυάγισα από τη χαρά
Ναυάγησα ‘που τη χαρά, φτερό 'γινα τ’ ανέμου, μα ρέγομαι τον ασκιανό πού κάνεις, κατηφέ μου. Στη σκέψη δα σε κουβαλώ, τη μέρα όπου γυρίζω και όντε θέτω, στ’ όνειρο σεμνά θα σε μυρίζω. Γιατί είσαι εσύ φως κι αναπνιά, του κόσμου όλα τα πλούτη, το μονοπάτι τσ’ ανθρωπιάς εις τη ζωή ετούτη.
Στην έρημο ’σαι η πηγή, στη θύελλα ο δρόμος, γράμμα φαντάρου που ‘δώσε στη μάνα ο ταχυδρόμος. Δάκρυ χαράς που πρόβαλε και κράτησα με κόπο πόνος-θεριό που μέρεψες με το δικό σου τρόπο. Άλλη δεν έχω πεθυμιά κι ως είσαι να ‘πομείνεις και να διαβαίνεις σιωπηλά τση λεβεντιάς τη κρήνη.
Η απάντησή μου στον Στάθη Μονιάκη τον Νοέμβρη του 2011 για το ποιημά του «Πες μου»· που μελοποίησε αργότερα ο Νίκος Στρατάκης και τραγούδησε ο Στεφανακης Μανωλης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου