Τα Κάλαντα της Πρωτοχρονιάς :Ζουμπουλιά Β.Χαιρέτη. Απαγγελία το 1970 ενώ ήταν 81 ετών:
Ταχιά ταχιά ν’ Αρχιμενιά, που ‘ν η αρχή του χρόνου,
απού γεννήθηκε ο Χριστός στη γην επεριπάτει
και βγήκεν και χαιρέτησεν όλους τσι ζευγολάτες
κι ο πρώτος που του ‘πάντηξε ήτον ο Άι Βασίλης.
-Καλά, ‘ντα κάνεις Βασιλιό, καλόν ζευγάρι έχεις;
-Καλό το λεν’ αφέντη μου, καλό κι ευλογημένο.
Η χάρη σου το βλόγησε με το δεξίν τση χέρι,
με το δεξί με το ζερβό με το μαλαματένιο
και με το χρυσοπράσινο και με το βελουδένιο.
-Να σε ρωτήξω Βασιλιό τι σπέρνεις την ημέρα;
-Σπέρνω κριθάρι δώδεκα, σιτάρι δεκαπέντε,
ταγή και ρόβι δεκοχτώ κι από νωρίς σκολάζω.
Το βούγι μου το μελισσί και το λαμπαδοκέρι
επόκαμε τ’απέτρωτα και βγήκε στα λιβάδια
κι έκεια το εμπλεχτήκανε περδίκια και λαγούδια
και στ’ αποπερδικίσματα αετοφωλιά χτισμένη
κι απάνω στην αετοφωλιά χώρα ξετελεμένη.
-Ασήμι να ‘ν το αλέτρι σου, χρυσάφι ο ζυγός σου
τ’απανωζεύλια του ζυγού ασημοκουκλωμένα,
το βουκεντράκι που βαστάς τ’Άι Γιωργιού κοντάρι
κι η χέρα άπου το βαστά σαφή μαργαριτάρι,
να στέκουν να σε προσκυνούν όλοι, μικροί μεγάλοι.
-Απόπαμε του ζευγαριού να πούμε του Βασίλη.
Άης Βασίλης έρχεται απού την Καισαρεία.
Βαστά τον ουρανό χαρτί, τη θάλασσα μελάνι
τον ήλιο τον αστάλαγο χαρτί και καλαμάρι.
Στη στράτα του παντήξανε οι σκύλ’ οι Αγουδαίοι.
-Βασίλη κι από που ‘ρχέσαι, πο πούθε κατεβαίνεις;
-Απού τση μάνας μ’έρχομαι και στο σκολειό πηγαίνω.
-Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, κάτσε να τραγουδήσεις.
-Μα ‘με δε με μαθαίνανε τραγούδια στο σκολειό μας.
Γράμματα με μαθαίνανε, γράμματα σας σε λέω.
-Κι αφού κατέχεις γράμματα, πε,ας την Αλφαβήτα.
Και το ραβδίν του ‘κούμπισε να πει την Αλφαβήτα
και το ραβδί ‘τόνε ξερό, χλωρούς βλαστούς και βγάνει
κι απάνω στους χλωρούς βλαστούς αετοφωλιά χτισμένη
κι απάνω στην αετοφωλιά χώρα ξετελεμένη.
Επόπαμε του Βασιλιό να πούμε και τ’αφέντη.
Μα’πα ‘ρθάμε να παίξομε στ’αφέντη μας την πόρτα,
απού ‘χει αυλές μαρμαρωτές και πόρτες ρουκουνάτες
και παραθυροκάμαρες που στάσουν το λογάρι.
Και στον αθό του λογαριού κοιμάται νιός κι αφέντης
και ποιος θα μπει και ποιος θα βγει να μας τόνε ξυπνήσει.
‘Ποκρίνεται η βάγιαν του, η ογλήγορην του βάγια.
-Δώτε μου κάποια κάστανα και κάποια λεφτοκάρια
κι ένα σταμνί ροδόσταμο να ραίνω τον αφέντη
και εγώ θα μπω και εγώ θα βγω να σας τόνε ξυπνήσω.
Πετάται η βάγια η ογλήγορη, η ογλήγορη του βάγια.
-“Ξύπνησ’ αφέντη, ξύπνησε κι οι εκκλησές σημαίνουν,
οι αρχαγγέλοι λειτρουργούν τη χάρη σ’ανημένουν.
Κι απής ‘πολειτρουγήσουνε θα κάτσεις στο τραπέζι,
να φας απ’ άκρια του λαγού κι απ’αγριμιού τη μέση,
να φας κι απού την πέρδικα την αηδονολαλούσα
που την επάιρναν τα πουλιά σκοπό και κελαηδούσαν.
Εσέν’αφέντη πρέπει σου καθέγκλα να καθίζεις,
το’να σου χέρι να σκορπά και τ’άλλο να χαρίζει
και πάλι ξαναπρέπει σου δαμασκηνό τραπέζι
κι όντε θα ‘ρθει η δαμασκηνιά να ‘ρθει και το τραπέζι”.
Μα ‘πόπαμε τ’αφέντη μας, να πούμε τση κερά μας.
-Κερά, μαρμαροτράχηλη κι αργυροπιγουνάτη
και κρουσταλλίδα του νερού και πάχνη ‘που το χιόνι.
Κερά, το φουστανάκι σου είναι κακοραμμένο
και στείλε μου το στο σκολειό να σου το καλοράψω
να βαλ’αιτούς και παραιτούς, πουλιά και χελιδόνια
να κελαηδούνε τα πουλιά να λεν τα χελιδόνια
“Επά που καλαντίσαμε καλά μας σε πλερώσαν
καλάν να παν τα τέλην τως και τα ‘ποδωματάν των
κι αν έχουν και μικρό παιδί στα περπυρά χωσμένο
κιανεν’ και μεγαλύτερο στη σέλα καθισμένο,
να σει το μανικάκιν του να πέφτει το λογάρι
να το μαζών’ η μάνα του, να ‘χει χαρά μεγάλη”.
Επόπαμενε τση κεράς να πούμε και τση κόρης.
-Επά ‘ναι κόρη ακριβή κι ακριβοναθρεμμένη.
Πέντε μικροί την αγαπούν και δεκοχτώ μεγάλοι
κι απού τσι πέντε τσι μικρούς ένας θα την επάρει.
Μ’απόπαμε τση κόρης μας να πούμε και τση βάγιας.
-Πιάσε βαγίτσα το κερί και άψε το διπλέρι
και κάτσε και ντουσούντισε είντα θα μας σε φέρεις.
Γι’ απάκι για λουκάνικο, γι’ από χοιρινό κομμάτι
κι απού τη μαύρην όρνιθα κιανέναν αυγουλάκι
κι αν εν’κιαπού τη γαλανή σκειάς ένα ζευγαράκι.
Κι απού τσι κοφινάδες σας που ‘χέτε τσι κουλούρες
να μας σε δώσετε και μας να βάλομε στσι βούργιες.
Κι απού το σακουλάκι σας που ‘χετε τα καρύδια
να μας σε δώσετε και μας πολλά καλοχερίδια.
Κι από τον πόρο του βουτσού να πιούμε μια γεμάτη
κι αν εν’ και περισσότερο βαστούμε μεις κι ασκάκι.
Κια ‘πού το σακουλάκι σας, που ‘χετε τσι παράδες
να μας σε δώσετε και μας να παίξομε τσ’αμάδες.
Κι αν εν’ κι απού το θέλημα, άσπρη μου περιστέρα
άνοιξε την πορτέλα σου να πούμε καλησπέρα.
Πηγή:βιβλίο “Ανώγεια:Η ιστορία μέσα από τα τραγούδια τους”, του εκπαιδευτικού και π.δημάρχου Ανωγείων Γεωργίου Σμπώκου
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου