Εκτός
από τα γλέντια, που γίνονταν στα μεγάλα πανηγύρια του χωριού, Προφήτη
Ηλία, Αφέντη Χριστού και της Παναγίας το Δεκαπενταύγουστο, χορούς
διοργανώναμε πολύ συχνά και ξαφνικά, χωρίς καθόλου προγραμματισμό.
Απόγευμα συνήθως Κυριακής ξεκινούσαμε μια παρέα στο καφενείο. Κάποια
καραφάκια ρακή, με το απαραίτητο φτωχό μεζεδάκι, ανέβαζε το κέφι στα
μέλη της παρέας. Κάποιοι έριχναν την ιδέα για χορό. Κι αμέσως άρχιζε η
κινητοποίηση για την επιτυχία του. Πήγαινε καθένας σε συγγενικά του
σπίτια και ζητούσε από τους γονείς να αφήσουν τις κοπελιές να έρθουν στο
καφενείο της Ανθούλας, συνήθως, για το χορό.
Το καφενείο δεν αργούσε να γεμίσει. Ο χορός είχε κιόλας στηθεί. Στη μέση ο βιολάτορας, ο Ζαφείρης ( ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή του), με το καταπληκτικά όμορφο παίξιμό, και κάποιος από εμάς να κρατά «κοπανιαμέντο» με την κιθάρα. Μερικές φορές έπαιζε βιολί στους χορούς μας, κυρίως στα ευρωπαϊκά, (ταγκό, βάλς) ο Ιωάννης Εμμ. Κουφάκης, του Χατζόπουλου.
Γύρω στο καφενείο είχαν πιάσει «θεωρείο» οι μητέρες και οι γιαγιάδες. Ήρθαν να καμαρώσουν τους ντελικανήδες και τις κοπελιές, τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Κι ανάμεσα σε όλους αυτούς η «μαρίδα», αγοράκια και κοριτσάκια, που τόσα πολλά υπήρχαν, τότε, στο χωριό, αφού οι περισσότερες οικογένειες ήταν πολύτεκνες!
Ο χορός άρχιζε πάντα με το Σητειακό πηδηχτό.
Στην «ομπρός μερά» χόρευαν συνήθως οι καλύτεροι
χορευτές και χορεύτριες. Ήταν υπέροχο το θέαμα από την ευκινησία, την
επιδεξιότητα, τα τσαλίμια (φιγούρες) όσων χόρευαν μπροστά. Ακολουθούσαν
συρτός χανιώτικος, πεντοζάλης, καλαματιανός. Περισσότερη όμως ώρα
διαρκούσαν τα ευρωπαϊκά, το ταγκό κυρίως , αλλά και το βάλς , καθώς και
το φόξ τροτ.
Αξέχαστες μελωδίες για ταγκό από τα τραγούδια της εποχής:
«Δυο πράσινα μάτια», «Τα μάτια, τα δικά σου τα μάτια», «Γύρισε, σε
περιμένω γύρισε», « Σκληρή καρδιά, γιατί να σ’ αγαπήσω», το ρυθμικό
«Κομπαρσίτα» και τόσα άλλα! Αλλά και για το βάλς το ρεπερτόριο του
βιολάτορα ήταν αξιόλογο! « Για μας κελαηδούν τα πουλιά», «Άστα τα
μαλλάκια σου ανακατωμένα», «Λες και ήταν χτες», «Το πρωί με ξυπνάς με
φιλιά», το κλασσικό «Τα κύματα του Δουνάβεως» και άλλα έβαναν φτερά στα
πόδια μας να στροβιλιζόμαστε με τη ντάμα μας στον υπέροχο ρυθμό του
χορού αυτού. Πιο παλιά χόρευαν το φοξ, με τα παράξενα για τα αυτιά μας
παραγγέλματα ενός χορευτή, «Σανζέ ντε νταμ», ώστε να εναλλάσσονται οι
ντάμες, μέχρι να ολοκληρωθεί ο κύκλος και να ακουστεί πάλι το παράγγελμα
του χορευτή: «νταμ α λα μπουφέ», με τον καβαλιέρο να οδηγεί τη ντάμα
του στο «τεζιάκι» -μπουφέ για κέρασμα.
Μερικές από τις κοπελιές είχαν
ιδιαίτερη πέραση στο χορό. Δε σταματούσαν όλη τη βραδιά. Σωστός
διαγκωνισμός ποιος νεαρός θα προλάβει να καλέσει τη ντάμα για χορό. Και
τα πρόσωπα μητέρας και γιαγιάς να λάμπουν από χαρά και ικανοποίηση.
Καμάρωναν γι αυτές!
Μερικές φορές, στο τέλος του κάθε χορού, μόλις ο βιολάτορας σταματούσε το παίξιμο, ακούαμε από τον ίδιο τη φράση: «ντάμα μπουφέ»! Ο κάθε καβαλιέρος οδηγούσε τη ντάμα του στο «τεζιάκι» και της πρόσφερε το καθιερωμένο κέρασμα. Ένα «υποβρύχιο» (βανίλια ή φιστίκι). Πιο συνηθισμένες ήταν οι «μαντόλες», καραμέλες, όπως οι γνωστές σήμερα καραμέλες υγείας. Εύκολο σερβίρισμα για τον καφετζή αλλά και για τις κοπελιές, που αμέσως τις παράδιδαν στη μητέρα ή τη γιαγιά.
Ήταν ένας
τρόπος, για να εισπράξει και ο καφετζής μερικά χρήματα.
Έτσι συνεχιζότανε το γλέντι και η διασκέδαση, μέσα σε υπέροχη ατμόσφαιρα χαράς και με το κέφι στο κατακόρυφο, μέχρι τις πρωινές ώρες. Κι όταν πια οι μητέρες, οι γιαγιάδες και οι κοπελιές έφευγαν για ύπνο, οι νεαροί, με τη συνοδεία βιολιού και κιθάρας, περνούσαμε τα σοκάκια του χωριού και έξω από τα σπίτια, κάτω από τα κλειστά παράθυρα, κάναμε καντάδα, με μαντινιάδες της νύχτας και της αγάπης.
Έτσι συνεχιζότανε το γλέντι και η διασκέδαση, μέσα σε υπέροχη ατμόσφαιρα χαράς και με το κέφι στο κατακόρυφο, μέχρι τις πρωινές ώρες. Κι όταν πια οι μητέρες, οι γιαγιάδες και οι κοπελιές έφευγαν για ύπνο, οι νεαροί, με τη συνοδεία βιολιού και κιθάρας, περνούσαμε τα σοκάκια του χωριού και έξω από τα σπίτια, κάτω από τα κλειστά παράθυρα, κάναμε καντάδα, με μαντινιάδες της νύχτας και της αγάπης.
Συνηθισμένες μαντινιάδες στο
κλείσιμο της καντάδας θυμούμαι ακόμη δύο: « Αφήνω σου καληνυχτιά, μηλιά
μου με τσοι κλώνους, πάω κι εγώ να κοιμηθώ με βάσανα και πόνους» και «
Αφήνω σου καληνυχτιά, πέσε, γλυκά κοιμήσου και στ’ όνειρό σου να με δεις
σκλάβο και δουλευτή σου». Θυμούμαι ακόμη μια μαντινιάδα, που είχα
ακούσει σε καντάδα έξω και κάτω από το μικρό παραθυράκι της
κρεβατοκάμαρας –σοφά της θείας Πιπίνας πριν από 65 περίπου χρόνια.
Την
τραγουδούσε ο νεαρός τότε και αείμνηστος σήμερα Μιχάλης Κοντογιαννάκης
στη θεία μου Ελένη, που νεαρή κοπέλα έμενε τα βράδια, όπως κι εγώ, κοντά
στη θεία Πιπίνα: « Ξύπνα λιβαδοπέρδικα, τώρα χαράζει η μέρα, να βγάλεις
το κορμάκι σου στον καθαρό αέρα».
Αξέχαστες εικόνες, που ήρθαν στη θύμησή μου, μετά από το βίντεο με τα υπέροχα ταγκό, που ανάρτησε η Μαρία Κριτσωτάκη στην ομάδα Απίδια Σητείας.
Αξέχαστες εικόνες, που ήρθαν στη θύμησή μου, μετά από το βίντεο με τα υπέροχα ταγκό, που ανάρτησε η Μαρία Κριτσωτάκη στην ομάδα Απίδια Σητείας.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΜΜ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΑΚΗΣ
συνταξιούχος δάσκαλος
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου