Στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο, πρώην, Νίκολσκι Ουσουρίσκι, μια επαρχιακή πόλη της περιοχής του Χαρμπίν, στην Βόρειοδυτική πρώην Μαντσουρία, (Manchuria - και όχι στην Μογγολία όπως αναφέρουν πολλοί βιογράφοι του).
Ο ποιητής έρχεται στον κόσμο από γονείς Κεφαλονίτες, το Χαρίλαο Καββαδία από το Φισκάρδο και τη Δωροθέα Αγγελάτου από την Άσσο. Στην ίδια μικρή κινεζική πόλη, γεννιούνται και άλλα δυο παιδιά, η Τζένια, (Ευγενία), και ο Μίκιας, (Δημήτρης). Ο πατέρας του διατηρεί ένα εύρωστο γραφείο γενικού εμπορίου και συγχρόνως ήταν προμηθευτής του τσαρικού στρατού.
*Σημείωση δική μου:
(… «Η πόλις του Χαρμπίν, (Harbin, επίσης Ha-erh-bin), ανήκει σήμερα στην αυτόνομη Κινεζική επαρχία του Heliongtziang.
Στο Χαρμπίν κατοικούσαν πάρα πολλές εθνικότητες, Ρώσοι, Εβραίοι, Γερμανοί, Κινέζοι και Έλληνες, (όπου ακόμα και τώρα κατοικούν πολλοί Έλληνες νεώτερων γενεών.
Στο, πρώην Νikolski Οsuriski ο Δήμαρχος είναι Κεφαλλονίτης, (τον οποίο και έχω συναντήσει μερικές φορες. Μη με ρωτήσετε τι κάνει, γι’ αυτό, το δικό μας, Υπ. Εξωτερικών, Πολιτισμού, Παιδείας κλπ. γιατί αν σας πώ θα στενοχωρηθείτε κι’ εσείς σαν κι’ εμένα, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία).
Ο πατέρας του έφθασε πρώτα στο Τιέν Τσίν, κοντά στο Πεκίνο και κατόπιν μετεκόμισε στο Νικόλσκι Ουσουρίσκι, κάτι που οι βιογράφοι του δεν το αναφέρουν»…,
Ο πατέρας του Νίκου Καββαδία, διατηρούσε ένα γραφείο γενικού εμπορίου, ενώ συγχρόνως ήταν τροφοδότης του τσαρικού στρατού.
Όπως διηγείται ο Νίκος καββαδίας, (Κόλλιας για τους φίλους του),… « Ό πατέρας μου, «το παιδί της Μαντσουρίας»…Όταν πρωτοπήγε, δεκαεφτά χρονώ, στο Τιέν Τσίν, οι Κινέζοι της περιοχής πάψανε να καπνίζουν όπιο μονομιάς, κι όμως ήταν χειρότερα μεθυσμένοι από πρίν. Τι τους πότιζε ο πονηρός Κεφαλλονίτης τροφοδότης…;
Μια νύχτα τον σύρανε, στο αντίσκηνό του Ρώσου διοικητή του Κουροπάτκιν . Πάνω στο κιβώτιο που 'χε για τραπέζι, ανάμεσα σ’ένα μεσοκομμένο ψωμί, βρισκόταν μια τεράστια κατσαρίδα, ένας τούμπανος.
-Θα σε τουφεκίσω πριν ξημερώσει.Τί είναι αυτό;
Ο πονηρός Καφαλλονίτης τροφοδότης πήρε το «πειστήριο» στο χέρι, το ζύγιασε με το μάτι, το ‘βαλε στο στόμα και το κατάπιε!
-Σταφίδα, εξοχώτατε. Του νησιού μου!!!
Ο Κουροπάτκιν κατάπιε το γέλιο του δυσκολότερα από ότι ο πατέρας μου το θεριό.
-Φύγε…Κι άλλη φορά δεν τη γλιτώνεις».
Αυτήν την ευημερία των πρώτων χρόνων του θα τη διαδεχτεί η έκρηξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όπου η πενταμελής οικογένεια αναγκάζεται να επιστρέψει στην Ελλάδα, για να καταλήξει στο Αργοστόλι.
(Τὸ 1914, στὴν ἀρχὴ τοῦ πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ὁ πατέρας ἀποφάσισε νὰ φέρει τὴν οἰκογένεια στὴν Ἑλλάδα, καθὼς πλανιόταν στὸν ἀέρα ἡ ἐπερχόμενη ἀνατροπή. Ταξίδεψαν μὲ τὸν Ὑπερσιβηρικὸ σιδηρόδρομο δεκαπέντε ὁλόκληρες μέρες διασχίζοντας τὰ Οὐράλια Ὄρη κι ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ἐνδοχώρας. Φτάσανε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου βρήκανε τ᾿ ἀδέρφια τῆς μάνας ποὺ εἶχαν ναυτικὲς ἐπιχειρήσεις καὶ μὲ κάποιο καράβι τους, τοὺς περάσανε στὸ ἑλληνικὸ ἔδαφος. Φτάσανε στὴν Ἀθήνα ὅπου ἔμειναν στὸ ξενοδοχεῖο «Διάνα».
Τὰ δύο μεγαλύτερα παιδιὰ εἶδαν γιὰ πρώτη φορὰ θέατρο - Τὰ «Παναθήναια» μὲ τὴ Μαρίκα Κοτοπούλη. Καταλήξανε στὴν Κεφαλονιὰ στὰ πατρικὰ σπίτια μὲ τὶς γιαγιάδες καὶ τοὺς παπποῦδες, τῆς μάνας στὴν Ἄσσο, τοῦ πατέρα στὸ Φισκάρδο. Δὲν ἔμειναν πολύ. Ἦρθαν στὸ Ἀργοστόλι ὅπου νοικίασαν ἕνα μεγάλο σπίτι μὲ περιβόλι στὸ δρόμο τῆς Λάσσης, καὶ γράψανε τὰ δύο μεγαλύτερα παιδιὰ στὸ Νηπιαγωγεῖο τῆς σχολῆς Ἑλένης Μαζαράκη, «Παρθεναγωγεῖο αἱ Μοῦσαι».
Ὁ πατέρας γύρισε στὴ Ρωσία γιὰ νὰ τακτοποιήσει τὶς ἐπιχειρήσεις του καὶ τὰ μικρὰ ἀπομεῖναν ξαφνιασμένα στὸ ἀνύποπτο ὡς τότε καὶ ἥσυχο Ἀργοστόλι, ποὺ ἄρχιζε νὰ τὸ τραντάζει ὁ ἀπόηχος τοῦ πολέμου. Ὑδροπλάνα, ὁπλιταγωγά, ἀτμάκατοι, συμμαχικὸς στρατός, Ἄγγλοι, Γάλλοι, Σενεγαλέζοι.
Τὰ παιδιὰ τῆς οἰκογένειας βρίσκονταν κάθε ἀπόγευμα μὲ τὴ νταντὰ στὴν πλατεία. Ὁ Νίκος Καββαδίας ξέφευγε κατὰ τὴ συνήθειά του γιὰ νὰ κάνει φιλίες μὲ στρατιῶτες τοῦ συμμαχικοῦ στρατοῦ, κατὰ προτίμηση τοὺς Σενεγαλέζους ποὺ τὸν ἐντυπωσίαζαν μὲ τὸ χρῶμα τους καὶ τὸ μπόι τους καθὼς τὸν σήκωναν ψηλὰ στὰ χέρια τους καὶ τοῦ χαρίζανε ταινίες ἀπὸ τὰ καπέλα τους καὶ ἄλλα ἀντικείμενα. Ἡ οἰκογένεια ἀποκλείστηκε στὴν Κεφαλονιὰ καὶ ὁ πατέρας ἀποκλείστηκε στὴ Ρωσία.
Ἑφτὰ ὁλόκληρα χρόνια χάθηκαν τὰ ἴχνη του. Διώχθηκε, φυλακίστηκε, ἔχασε ὡς τὸ τελευταῖο του ρούβλι. Γύρισε τὸ 1921, ταλαιπωρημένος, νευρασθενικὸς, ἄρρωστος -καὶ τὸ τραγικότερο, ξένος καὶ ἀνένταχτος.
Μετακομίσαμε στὸν Πειραιᾶ, ὅπου ὁ Καββαδίας τελείωσε τὸ Δημοτικὸ στὴ σχολὴ ἀδελφῶν Μπάρδη. Συμμαθητές του ὁ Γιάννης Τσαρούχης καὶ ὁ πάπα-Πυρουνάκης" (Τζένια Καββαδία -αδερφή του Νίκου Καββαδία- από το μπλογκ Υδροναύτες). Πηγή: www.lifo.gr )
Το παλιό Αργοστόλι. Το λιμάνι, το λιθόστρωτο και το Θέατρο. Βλ. Kostas Fragkias Photography Svoronata.
Με τους γονείς του και ένα από τα τρία αδέρφια του, πιθανόν την αδερφή του Τζένια. Πηγή: www.lifo.gr
Hδη, πάντως, από εκείνα τα δύσκολα χρόνια που ο μικρός Κόλιας -όπως αποκαλούσαν τον ποιητή οι φίλοι του- θα επιδείξει μια ιδιαίτερα χαρισματική προσωπικότητα. Στο σχολείο συντάσσει τα τεύχη ενός σατιρικού φυλλαδίου, διαβάζει Ιούλιο Βερν και μυθιστορήματα περιπέτειας και δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα. Oλα υπαινίσσονταν μια θεαματική εξέλιξη για το νεαρό αγόρι, που ετοιμαζόταν να σπουδάσει στην Ιατρική Σχολή.
Ο Καββαδίας την εποχή εκείνη περιγράφεται ως λιγομίλητος και απλός, χαριτωμένος και εγκάρδιος, κάπως ατημέλητος, με ανεξάντλητο χιούμορ και, πάνω απ' όλα, αγαπητός στους πάντες. Αλλά το 1929 ο πατέρας του πεθαίνει και εκείνος πιάνει δουλειά σε ναυτικό γραφείο, χωρίς να διακόψει τις συνεργασίες του με τα διάφορα φιλολογικά περιοδικά.
Δεν θα αργήσει, όμως, να συνειδητοποιήσει την επιτακτική ανάγκη του να ξεφύγει. Κάπως έτσι τα καράβια και η θάλασσα γίνονται το μέσον για να γυρίσει σελίδα και να δοκιμάσει τα όριά του:
Αρχικά μπαρκάρει ναύτης σε φορτηγό και για μερικά χρόνια συνεχίζει να ταξιδεύει συνεχώς και να αποκτάει ασυνήθιστες -για την ηλικία του- εμπειρίες, γυρίζοντας πάντοτε πίσω ταλαιπωρημένος και αδέκαρος.
Σε αυτήν την ανέχεια φαίνεται ότι οφείλεται η απόφασή του να πάρει το δίπλωμα του ασυρματιστή: «Δεν ξεκίνησα για τίποτα. Μονάχα για να ταξιδεύω. Εκείνοι που μαζί πρωτομπαρκάραμε τέσσερα χρόνια πήρανε το χαρτί τους.
Εμένα μ' άρεσε η πλώρη. Η ξενοιασιά.
Αυτή η έμφυτη επιθυμία του για περιπλάνηση μαζί με έναν αθεράπευτα συναισθηματικό ρομαντισμό και μια λεπτή διαπεραστική θλίψη θα αποτυπωθούν στα πρώτα του ποιήματα με μια ασυνήθιστη ωριμότητα.
Τα φορτηγά καράβια στα οποία δούλευε ήταν την εποχή εκείνη βραδυκίνητα, γεγονός που ευνοούσε την ανάπτυξη ουσιαστικών σχέσεων μέσα στο πλήρωμα. Επίσης, παρέμεναν αρκετό καιρό στα λιμάνια και υπήρχε απεριόριστος χρόνος για βόλτες και επισκέψεις στα διάφορα καπηλειά και πορνεία:
Oλα αυτά αποτελούσαν για τον ονειροπόλο ασυρματιστή τις βιωματικές και -κατ' επέκταση-ποιητικές του πρώτες ύλες.
Μόλις στα 23 του χρόνια, λοιπόν, θα εκδώσει με δικά του έξοδα την πρώτη ποιητική συλλογή του «Μαραμπού» -το όνομα ενός «καταραμένου» πουλιού των τροπικών χωρών: Η επιτυχία ήρθε χωρίς καθυστέρηση και ο Νίκος Καββαδίας γίνεται αμέσως γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους.
Hδη σε αυτά τα ποιήματα διαφαίνεται ο εξομολογητικός τόνος, το μελοδραματικό στοιχείο, η μοναξιά του ατελείωτου ταξιδιού, η έντονα νοσταλγική διάθεση και μια υπόγεια μελαγχολία.
Πίσω από αυτά βρίσκεται «μια αληθινή ποιητική προσωπικότητα». Πάντως, η υποβλητική σκηνογραφία με εικόνες της ναυτικής ζωής, της ανοιχτής θάλασσας και των μακρινών λιμανιών συμπληρώνεται μοναδικά από την ίδια την -παραδοσιακή κατά τα άλλα- στιχουργική του, με τον μουσικό κυματισμό και τις ευφάνταστες λύσεις που δίνει στην ομοιοκαταληξία του.
Οι θάλασσές του δεν είναι οι θάλασσες των τουριστικών φυλλαδίων. Οι δικές του είναι αγριεμένες και μοναχικές. Τα δικά του καράβια δεν ήταν πολυτελή κρουαζιερόπλοια, αλλά καρβουνιάρικα και πειρατικά που 'χαν τα φανάρια τους στην πρύμνη. Ο δικός του ήλιος δεν μαυρίζει αγαλματένια κορμιά…
Είναι σκληρός, ανελέητος…
Βυθιζόταν στην ψυχή ενός κόσμου όπου το σημαντικό στοιχείο είναι ότι είναι και ο ίδιος μέρος του: τα μπάρ των λιμανιών, τα κακόφημα σπίτια, οι κοινές γυναίκες, τα καταγώγια, το αλκοόλ, οι θερμαστές, οι μάγειροι, οι μηχανικοί, οι άνθρωποι που προσπαθούσαν όπως και ο ίδιος να καλλωπίσουν το βασανισμένο κορμί τους με τα ανεξίτηλα σημάδια του τατουάζ.
Το 1914, με την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, και μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, η οικογένεια Καββαδία ήλθε στην Ελλάδα και κατέληξε στην Κεφαλονιά, ενώ ο πατέρας επέστρεψε στην Ρωσία, από όπου επέστρεψε το 1921, έχοντας χάσει και το τελευταίο του ρούβλι, αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι στην Ελλάδα ένιωθε ξένος και ανένταχτος.
Η οικογένεια Καββαδία εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, όπου ο Νίκος τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο.
Λίγους μήνες αργότερα από την εγκατάσταση τους στο μεγάλο λιμάνι, άρχισαν να φθάνουν στην Ελλάδα τα πλήθη της προσφυγιάς από την Μικρά Ασία. Στις άκρες των πόλεων άρχισαν να σχηματίζονται προσφυγικοί συνοικισμοί από ξύλινες παράγκες όπου μέσα σε κολασμένες συνθήκες έμεναν έξι, επτά η οκτώ άτομα.
Η οικογένεια Καββαδία διατηρούσε στον Πειραιά, ένα σπίτι έξι δωματίων και νοίκιασαν ένα από αυτά σε μια οικογένεια προσφύγων. Η συμβίωση μαζί τους μετέδωσε στην ψυχή του Νίκου και των άλλων αδελφών του ένα αίσθημα αρμονίας, καρτερίας και πολιτισμού που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα νευρικά ξεσπάσματα του πατέρα Καββαδία ο οποίος δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες που βρήκε αφότου γύρισε από την Ρωσία.
Ήταν αυτά τα νευρικά ξεσπάσματα που σκίαζαν την εφηβεία των παιδιών αυτών, καθώς από την άλλη, όταν ο πατέρας τους είχε λίγα χρήματα έπαιρνε τα παιδιά του στο βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκη στην Αθήνα και γέμιζε την αγκαλιά τους βιβλία.
Ο Χαρίλαος Καββαδίας προσπάθησε να βρει δουλειά στα βαπόρια των συγγενών του, αλλά δεν τον βοήθησαν να σταθεί και έτσι ήρθε μια εποχή που πούλησαν ό,τι ακριβό υπήρχε στο σπίτι. Αργότερα, άνοιξε ένα μικρό παντοπωλείο στο Πασαλιμάνι, το οποίο ήταν επίσης στέκι των ρώσων εμιγκρέδων, ωστόσο η ταλαιπωρία σιγά-σιγά τον κατέβαλε και πέθανε το 1929.
Ο Καββαδίας πήρε το βάπτισμα της θάλασσας σε ηλικία 11 ετών με το επιβατηγό καράβι «Πολικός» των αδελφών της μητέρας του, και στο οποίο ο πατέρας του ήταν τροφοδότης. Τον έπαιρνε μαζί του τα καλοκαίρια στα ταξίδια στην Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη.
Με τον θάνατο του πατέρα του, ο Νίκος Καββαδίας, 19 χρονών, μπαρκάρει ως ναύτης στο φορτηγό «Άγιος Νικόλαος», αφού οι οικονομικές δυσχέρειες τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τα όνειρά του να σπουδάσει Ιατρική.
Προτού μπαρκάρει είχε εργαστεί ως υπάλληλος στο ναυτιλιακό γραφείο του Ζωγράφου που πρακτόρευε τα καράβια των θείων του Γιαννουλάτων, εξαδέλφων της μητέρας του.
Δεν ταξιδεύει όμως μόνο στην θάλασσα, αλλά και στα πελάγη της γραφής, ένα ταξίδι που είχε ξεκινήσει από το Δημοτικό Σχολείο.
Ο Νίκος Καββαδίας παρουσίασε τα πρώτα δείγματα του λογοτεχνικού του ταλέντου το 1922, όταν εξέδωσε ένα τετρασέλιδο φυλλάδιο με τον τίτλο Σχολικός Σάτιρος, όπου έγραφε σατιρικούς στίχους για τους συμμαθητές του.
Το 1928, στο «Περιοδικό» της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας (τεύχος 114) του Παύλου Δρανδάκη, δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα με τον τίτλο «Πόθος», το οποίο υπέγραφε ως Πέτρος Βαλχάλας, ψευδώνυμο που του χάρισε ο λογοτέχνης Παύλος Νιρβάνας με τον γιο του οποίου ο Καββαδίας ήταν συμμαθητής στο Γυμνάσιο.
Ο Παύλος Νιρβάνας ήταν ο πρώτος δάσκαλος του Καββαδία, καθώς όχι μόνο διάβαζε τα ποιήματα που έγραφε, αλλά του φερόταν και σαν ίσος προς ίσο, ενώ οι δυο τους συχνά έκαναν μακρινές βόλτες και συζητούσαν.
Το 1929, ο Νίκος Καββαδίας, συνέχισε να δημοσιεύει ποιήματα του στο «Περιοδικό» της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας μέχρι την διακοπή της έκδοσης της, στις 10 Μαρτίου αυτού του έτους, ενώ ποιήματα του δημοσίευσε και στο περιοδικό Διανοούμενος.
Το 1930, δημοσίευσε το τελευταίο του ποίημα που υπέγραψε με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας.
Το 1931 ο Νίκος Καββαδίας ταξιδεύει με το φορτηγό «Νίκη», ενώ το 1932 δημοσιεύει στην εβδομαδιαία εφημερίδα «Πειραϊκό Βήμα» εντυπώσεις του από ταξίδια στην Μασσαλία και την Αλεξάνδρεια, παράλληλα με το εξωτικό μυθιστόρημα του «Η απίστευτη περιπέτεια του λοστρόμου Νακαχαναμόκο», ένα μυθιστόρημα γραμμένο με το στυλ του Ιουλίου Βέρν.
Το 1933, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ο Κύκλος» η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Μαραμπού», η οποία προκάλεσε αίσθηση για την ασυνήθιστη και εξωτική ατμόσφαιρα των ποιημάτων. Το βιβλίο τυπώθηκε σε 245 αντίτυπα με έξοδα του ποιητή. Ταυτόχρονα η οικογένεια Καββαδία εγκαθίσταται στην Αθήνα.
Το 1939, ο Νίκος Καββαδίας μετά από εξετάσεις πήρε το δίπλωμα του Ραδιοτηλεγραφητή Β Τάξεως, εγκαταλείποντας τις αρχικές του βλέψεις για σταδιοδρομία πλοιάρχου στο Εμπορικό Ναυτικό. Μαζί με την μητέρα του, τους αδελφούς του και την παντρεμένη αδελφή του νοικιάζουν ένα μεγάλο σπίτι στην οδό Αγίου Μελετίου, στην Αθήνα. Θα μείνουν μαζί για 23 ολόκληρα χρόνια.
Με την κήρυξη του πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου του 1940, ο Νίκος Καββαδίας, στρατεύεται και φεύγει για το αλβανικό μέτωπο, όπου αρχικά υπηρετεί ως τραυματιοφορέας και αργότερα στο σταθμό υποκλοπής της Γ' Μεραρχίας.
Από αυτήν την οδυνηρή εμπειρία θα προκύψουν δύο μικρά κομψοτεχνήματα σε πεζό λόγο: «Του πολέμου» και «Στο άλογό μου». Με τη λήξη του Εμφυλίου μπαρκάρει και πάλι, αφού προηγουμένως εξασφαλίζει την άδεια της Ασφάλειας, που τον θεωρεί «κομμουνιστή άνευ δράσεως» και του χορηγεί ειδικά διαβατήρια περιορισμένης χρονικής ισχύος.
Από το 1954 μέχρι και το 1974 ταξιδεύει συνεχώς με πολύ μικρά διαλείμματα και συνεχίζει να γράφει προβάλλοντας τη δική του ποιητική εκδοχή του ατέρμονου ταξιδιού. Θα ακολουθήσει η δεύτερη συλλογή ποιημάτων του, το «Πούσι» (1947), το μοναδικό μυθιστόρημα του «Βάρδια» (1954) και το τελευταίο βιβλίο με ποιήματά του, το «Τραβέρσο», που θα κυκλοφορήσει τον Απρίλιο του 1975, δύο μήνες μετά τον θάνατό του.
Με το «Πούσι», όμως, ουσιαστικά εγκαταλείπει τον παραδοσιακό ομαλό χρόνο της αφήγησης, ενώ το προσωπικό βίωμα δίδεται, πλέον, μέσα από μια ελλειπτικότητα: «Φωτιές ανάβουνε στην άμμο ιθαγενείς/κι αχός μας φτάνει καθώς παίζουν τα όργανά τους,/Της θάλασσας κατανικώντας τους θανάτους/ στην ανεμόσκαλα σε θέλω να φανείς».
Στη «Βάρδια», πάλι, οι ναυτικές ιστορίες που παρατίθενται -άλλοτε ρεαλιστικές και άλλοτε σχεδόν παραισθητικές- αποδίδουν δεξιοτεχνικά τα ανθρώπινα ψυχικά τοπία σε συνθήκες τυχοδιωκτισμού, μέθης, πορνείας, σύφιλης και θανάτου.
Τέλος, στο «Τραβέρσο» ο Καββαδίας κινείται στο ίδιο κλίμα, αλλά γίνεται καθολικότερος, πιο βαθύς, με την εξομολόγηση να συναντά την κραυγή: «Μια βάρκα θέλω, ποταμέ, να ρίξω από χαρτόνι,/ όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές./ Σκοτώνει, πες μου ο χωρισμός; -Ματώνει, δε σκοτώνει./ Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές». Σίγουρα πρόκειται για μια ποίηση η οποία όλα αυτά τα χρόνια υπνωτίζει και σαγηνεύει τους αναγνώστες:
Η προστυχιά των λιμανιών, η ζαλιστική μυρωδιά των μπορντέλων, η βασανιστική υγρασία, οι σκοτεινές διαδρομές των περιθωριακών και καταδικασμένων, η ενοχή, η περιπλάνηση, το αξεδιάλυτο μείγμα αλήθειας και μύθου, η φθορά κι ο θάνατος. Πίσω ωστόσο από την επίφαση της παρακμής και της φυγής, για τον Καββαδία υπάρχει ο άνθρωπος, η μεγάλη περιπέτεια της ύπαρξης και εδώ ακριβώς είναι που πρωτοτύπησε:
Κατάφερε να σκιαγραφήσει με αδρές γραμμές μοναχικές ανθρώπινες μορφές σε ακραίες καταστάσεις απελπισίας, απομόνωσης, μελαγχολίας, παροξυσμού και, εντέλει, ενός πάθους έξω από τα όρια του πολιτισμού, εκεί που κυριαρχούν οι φυσικές δυνάμεις και τα ένστικτα.
Ο Νίκος Καββαδίας συνέχισε να ταξιδεύει μέχρι και λίγους μήνες πριν από το θάνατό του- το 1975, στην Αθήνα, στην κλινική «Aγιοι Απόστολοι»- αποτυπώνοντας ως την ύστατη ώρα ιστορίες συναρπαστικές, συχνά σκοτεινές, κάποτε σκανδαλιστικές για την εποχή τους, οι οποίες πάντοτε -ακόμη και σήμερα- αναδίδουν το άρωμα μιας ζωής κομψής και βασανιστικής, γεμάτης με πολλούς μικρούς θανάτους, απογοητεύσεις, περιπέτειες και αληθινές φιλίες.
Αλλά, φυσικά, και μια μοναδική, τραγική επίγνωση της πραγματικότητας, χωρίς υπεκφυγές, όπως τότε που έγραφε με μια πικρή ειρωνεία και μια αλάνθαστη -όπως αποδείχθηκε- διαίσθηση: «Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής/ των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων/ και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές/ χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων»...
Μετά την είσοδο των Ναζί στην Αθήνα, ο Νίκος Καββαδίας βρέθηκε στις γραμμές του ΚΚΕ. Μέσα στην Κατοχή, το 1943, έγινε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, παρότι είχε τυπώσει μόνο ένα βιβλίο, το «Μαραμπού», ενώ ο απαιτούμενος αριθμός ήταν τουλάχιστον τρία βιβλία. Δραστηριοποιείται στο ΕΑΜ και μάλιστα, την περίοδο 45-46, ήταν επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών, θέση στην οποία τον πρότεινε ο μέχρι τότε Γραμματέας της Εταιρείας Λογοτεχνών Θέμος Κορνάρος, ο οποίος είχε φυλακιστεί για το βιβλίο του «Αγύρτες και Κλέφτες στην Εξουσία».
Σε αυτό το πόστο, τον Νίκο Καββαδία διαδέχθηκε ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, καθώς ο Καββαδίας μπάρκαρε με το πλοίο «Κορίνθια» στις 6 Οκτωβρίου 1945.
Στην περίοδο της Κατοχής ο Νίκος Καββαδίας δημοσίευσε και τα αντιστασιακά του ποιήματα με πρώτο το «Αθήνα 1943», ενώ το 1944 δημοσίευσε το ποίημα «Στον τάφο του ΕΠΟΝίτη». Το 1945 δημοσίευσε το «Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα», και το ποίημα «Αντίσταση».
Τα ποιήματα αυτά δεν συμπεριελήφθησαν σε καμία ποιητική του συλλογή, ωστόσο διασώθηκαν και είναι καταγεγραμμένα στο βιβλίο του Φίλιππου Φιλίππου, «Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας», εκδόσεις Άγρα.
Το 1947, κυκλοφόρησε η δεύτερη ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία, το «Πούσι», ενώ επανεκδόθηκε, 14 ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση, το εξαντλημένο «Μαραμπού».
Το 1953, ο Καββαδίας πήρε το δίπλωμα Ραδιοτηλεγραφητή Α Τάξεως και το 1954 κυκλοφόρησε το πρώτο του πεζογραφικό βιβλίο «Η Βάρδια», η οποία μεταφράστηκε το 1959 στα γαλλικά. Το 1961, από τις εκδόσεις Γαλαξίας της Ελένης Βλάχου επανεκδόθηκαν οι συλλογές «Μαραμπού» και «Πούσι».
Το 1954 εκδόθηκε το πεζογράφημα «Βάρδια», ενώ η αυτοκτονία του αδελφού του Αργύρη, το 1957 τον βύθισε σε μεγάλο πένθος.
Λίγο πριν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 έδωσε μια μεγάλη συνέντευξη στο περιοδικό «Πανσπουδαστική» όπου αφιέρωσε και το ποίημα του «Σπουδαστές».
Στη διάρκεια της δικτατορίας, ο Νίκος Καββαδίας χρησιμοποιήθηκε ως σύνδεσμος ανάμεσα σε αντιστασιακές οργανώσεις, ενώ το 1972, στην Έφεσο, έγραψε το ποίημα του «Γκουεβάρα».
Το 1968, ο Νίκος Καββαδίας και η αδελφή του Τζένη επισκέφθηκαν την Κεφαλονιά μετά από τριανταπέντε χρόνια απουσία. Την Κεφαλονιά, την επισκέφθηκε και πάλι το 1970, ενώ το τελευταίο του ταξίδι σε αυτήν το πραγματοποίησε το 1972.
Το 1973, το Λογοτεχνικό Εργαστήρι του Σπουδαστηρίου της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης παρουσίασε το ποιητικό του έργο σε πανηγυρική βραδιά.
Το 1974, ενόψει του δημοψηφίσματος της 8ης Δεκεμβρίου με το οποίο θα κρινόταν η τύχη της μοναρχίας στην Ελλάδα, ο Νίκος Καββαδίας μαζί με άλλους διανοούμενους υπέγραψε αντιμοναρχική διακήρυξη. Η υπογραφή του δημοσιεύθηκε στην «Αυγή» της 3ης Δεκεμβρίου 1974.
Ο Νίκος Καββαδίας, ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης και ο (μετέπειτα) παπα-Γιώργης Πυρουνάκης ήταν συμμαθητές στο δημοτικό. Τελειώνοντας το γυμνασιο ο Νίκος Καββαδίας έχει δείξει ήδη ένα δείγμα γραφής: ο "Σχολικός Σάτιρος" με σατιρικούς στίχους για τους συμμαθητές τους, τα ποίηματα "ο θάνατος της παιδούλας", ο "Πόθος", "Αγαπάω" και το πεζό "Το ημερολόγιο του τιμονιέρη" που υπογράφει ως Παύλος Βαλχάλας (ή Βαλχάλλας), αλλά και δημοσιεύσεις στη "Διάπλαση των Παίδων" ως "Ο Μικρός Ποιητής". Ο Παύλος Νιρβάνας και ο Κώστας Καρθαίος ήταν αυτοί που τον
βοήθησαν στα πρώτα του βήματα στον κόσμο της λογοτεχνίας.
Αυτό που δεν ήθελε να του συμβεί, ο θάνατος στην στεριά, τον βρήκε ξέμπαρκο στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 1975 στην κλινική Άγιοι Απόστολοι. Δύο μήνες μετά, τυπώθηκε η τρίτη ποιητική του συλλογή, το «Τραβέρσο». Το 1987 κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά και τα άλλα δύο πεζογραφήματα του η «Λι» και το «Του Πολέμου - Στο άλογο μου».
Ένα από τα σημαντικά στοιχεία της ποίησής του, είναι η γλώσσα των ποιημάτων του, ένα μωσαϊκό γλωσσικών τύπων, όπου κυριαρχούν λέξεις του ναυτικού κώδικα. Αυτό όμως δεν αποθαρρύνει τον αναγνώστη από την απόλαυση του κειμένου, του ποιήματος. Ίσα-ίσα τον παρακινεί να ψάξει να βρει τι σημαίνουν οι λέξεις. Αυτό το τελευταίο δείχνει και την δύναμη της ποίησης του, αλλά και την αμεσότητα των ποιημάτων του.
Πράγματι, ο Καββαδίας όχι μόνο διαβάζεται εύκολα, αλλά το κυριότερο, η ποίηση του καταγράφεται στην μνήμη του αναγνώστη. Ο ίδιος δεν θέλησε ποτέ να γίνει ο ποιητής των σαλονιών, της λυρικής φυγής και των φαντασιώσεων.
«Λατρεύω τους γλάρους - μου 'πε κάποτε ένα ωραίο κορίτσι.
- Περήφανα πουλιά.
-Τι λές μωρή…Στεριανά σαν και σένα. Τραβούν ανοιχτά για να φάνε. Μόλις νιώσουνε καταιγίδα, κουρνιάζουνε στα λιμάνια. Παίζει το δελφίνι τις πλώρες. Τότε, σαλτάρουνε πολλοί μαζί, χυμάνε να του βγάνουν τα μάτια, το κομματιάζουνε και το τρώνε…Πουλιά του προλιμένα.
Ξέρω κάτι πετούμενα ίσα με το μικρό σου δάχτυλο, που τα βλέπεις στον ωκεανό και δεν καταδέχονται να ξεκουραστούν στο κατάρτι.
Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το ‘καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια. Εχω ξεράσει πάνω στο Λίβανο, όπως οι στεριανοί σε μελτέμι. Μας λυπάστε γιατί δεν έχουμε σπίτι, γιατί περπατάμε μ’ ανοιχτά πόδια, γιατί φοράμε τσαλακωμένα πουκάμισα κι ασιδέρωτα ρούχα στο πόρτο. Εγώ σας χαίρομαι. Σίγουρο κρεβάτι, ήρεμος ύπνος. Καφέ στο κομοδίνο κι εφημερίδες. Εκδρομή το Σαββατοκύριακο με κεφτέδες. Όμως δεν αλλάζω τη δουλειά μου με τη δική σας, ούτε για μια μέρα».
Γι’ αυτόν η ποίηση είναι τα ρούχα που μυρίζουν ψαρόλαδο, είναι αρμοί που τρίζουν και σφυρίχτρα καραβιού που σφυρίζει μες την ομίχλη.
Ο «Μαραμπού», έφυγε πριν προλάβει να ακούσει τα ποιήματα του μελοποιημένα, κάτι που τα έκανε ακόμα πιο δημοφιλή, ειδικά ανάμεσα στην νεολαία.
Όπως όμως είχε τονίσει ο συνθέτης Θάνος Μικρούτσικος, δημιουργός του δίσκου «Σταυρός του Νότου», η επιτυχία του δίσκου δεν οφειλόταν τόσο στην δική του μουσική, όσο στην αξία της ίδιας της ποίησης του Καββαδία.
Και τι να είναι άραγε η ποίηση του πέρα από όλες τις αναλύσεις; Ίσως την καλύτερη «ανάλυση» την δίνει ο ίδιος μέσα στις σελίδες της «Βάρδιας»:
«…Σίδερα. Χαρά στο πράμα! Να βάλεις μια δεκάρα στην μπάντα και να τα μουτζώσεις για πάντα. Να μην κατεβαίνεις στο γιαλό. Να μην τα θυμάσαι…
Όμως ποιος είδε πιο ανοιχτές πληγές απ’ αυτές της σκουριάς στα πλευρά τους, ή της παλιωμένης μοράβιας; Ποιος άκουσε πιο ανθρώπινο κλάμα από τούτο της τσιμινιέρας που μαρκαλίζει την ομίχλη, ή από κείνο που λαχαίνει σε θύελλα, χωρίς κανένα χέρι να σύρει το σύρμα της σφυρίχτρας; Να σκούζει μονάχη της, καθώς παντρεύεται με τον άνεμο"…
Δυο μάτια. Πράσινο το ‘να, σμαράγδι. Τ’ άλλο κόκκινο, ρουμπίνι. Τα λένε πλευρικά. Φώτα γραμμής. Είναι μάτια. Τα καράβια δεν τα πάμε. Μας πάνε.»
Eνας διαφορετικός «συλλέκτης»
«Αγαπούσε όλες τις εγκόσμιες απολαύσεις και, βέβαια, εκτός από την ποίηση λάτρευε το καλό φαΐ, το καλό πιοτό και τις γυναίκες. Συνήθιζε να λέει, μάλιστα, ότι «για δυο πράγματα δε γελιέμαι εγώ: Για τα ποτά και τις γυναίκες». Kαι στην ερώτηση εάν αληθεύει ότι πλάγιασε με γυναίκες από όλα τα μέρη του κόσμου απαντά: «Aλήθεια είναι.
Tο κυνηγούσα. Tο ‘κανα για γούστο. M’ άρεσε. Oπως άλλοι μαζεύουν πεταλούδες, κοχύλια, γραμματόσημα... Πλήρωνα όπως πληρώνουν οι συλλέκτες. Oσο πιο σπάνια η σειρά, τόσο πιο ακριβή. Mε μία διαφορά: Aυτές που δεν πλήρωσα, είναι αυτές που μου κόστισαν πιο ακριβά!» Περιπέτεια στη Mύκονο Tαξίδευε κάποτε συντροφιά με αγαπημένους φίλους, και το «Aπολλώνια» έκανε στάση στη Mύκονο.
Bγήκαν να τους περιποιηθεί -περίπατος στα αξιοθέατα, γνωριμίες με τους «δικούς» του, δείπνο με φρέσκα ψάρια. Στην επιστροφή το αυτοκίνητό τους κάνοντας όπισθεν κινδύνεψε να πέσει σε μια ξεσκέπαστη υπόγεια δεξαμενή που δεν φαινόταν. Kιτρίνισαν όλοι, τα ‘χασαν για ώρα πολλή, εκτός από εκείνον. Tελικά τον ρώτησαν: «Kαλά, εσύ δεν φοβήθηκες;». «Γιατί να φοβηθώ;», απάντησε ατάραχος. «Yπάρχει καλύτερος θάνατος; Nα πεθάνεις μαζί με τ’ αδέλφια σου;»
Η Βάρδια, το μοναδικό του μυθιστόρημα, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1954. Η ποιητική συλλογή Μαραμπού κυκλοφόρησε το 1933, το Πούσι το 1947, και το Τραβέρσο το 1975. Τα μικρά πεζά Λι, και Του πολέμου / Στο άλογό μου κυκλοφόρησαν το 1987. Το "Λι" γυρίστηκε σε κινηματογραφική ταινία το 1995 με τίτλο "Between the Devil and the Deep Blue Sea".
Οι τελευταίες και μοναδικές λέξεις που είπε στην αδερφή του ο Καββαδίας όταν τον χτύπησε το αστροπελέκι του εγκεφαλικού ήταν: “Αυτό που φοβόμουνα έγινε”. Πέθανε στη στεριά. Ενώ ήθελε, μια ζωή, να πεθάνει και να ταφεί στη θάλασσα….
Αξίζει να παραθέσω παρακάτω μία πολύ όμορφη, αλλά και πολύ χαρακτηριστική συνομιλία του Νίκου Καββαδία με τον συγγραφέα Στρατή Τσίρκα:
- Νίκο, από όλες τις γυναίκες που συνάντησες στα λιμάνια είναι καμιά που να τη θυμάσαι ιδιαίτερα;
- Οχι, οι περισσότερες δεν είχαν το καρχηδόνιο επίχρισμα, ένα επίχρισμα που υπάρχει πάντα μέσα στον γυναικείο κόλπο…Θυμίζει τα βάζα των Καρχηδόνιων που τα βάφανε αυτοί μόνο από μέσα, μ’ ένα ειδικό επίχρισμα. Και το γυναικείο επίχρισμα, πως να το πω, είναι η χλωρίδα, ας πούμε. Είναι πολύ ερεθιστική.
Οι πόρνες δεν έχουν αυτό το επίχρισμα, σπάνια το έχουν. Από την πολλή χρήση, δεν έχουν. Σπάνια να ‘χουνε αυτές την “άγια σκουριά”, που λέω. Κάτι σαν αυτή την κόκκινη, πυρόχρωμη, σκουριά των λατομείων, που τη φορτώναμε στα καράβια από το Στρατόνι, τη γερακινή κλπ. Αυτό το επίχρισμα έχει απόχρωση σκουριάς.
Ο Καββαδίας μένει για λίγο τώρα αφηρημένος, για λίγο απόμακρος και κοιτάει στο μπράτσο του ένα τατουάζ, μια γοργόνα. Μια γοργόνα μπλέ και κόκκινη, που ένας μάστορης των τατουάζ του είχε σταμπάρει στα μαλακά του μπράτσου του. Οταν τεντώνει το χέρι και ανοιγοκλείνει την παλάμη, αυτή χορεύει έναν υποβλητικό χορό της κοιλιάς.
- Αυτή δε θα μέ αφήσει ποτέ. Μ’ αυτή θα πάω. Δε θα με προδώσει.
Τώρα αυτή είναι σαράντα χρονών κορίτσι. Μου την έφτιαξαν στο Χονγκ-Κονγκ, εκεί πέρα νομίζω, τόσα χρόνια που να θυμάμαι. Μερικές φορές, μερικές νύχτες που ξυπνάω, κοιτάζω τη χορεύτρια με αγωνία και μου φαίνεται πως εξαφανίζεται!…νομίζω πως πηδάει στη θάλασσα και κάνει έρωτα μέσα στο νερό….βιάζομαι να ξημερώσει να δω πως είναι ακόμα πάνω στο μπράτσο μου.
- Εχεις κι αλλού στάμπες;
-Μα δεν υπάρχει και μέρος που να μην έχω, τι να σου πρωτοδείξω? Οταν πεθάνω θέλω αυτές οι ζωγραφιές να μην σαπίσουν. Να γίνουν αμπαζούρ να φωτίζουν τα όνειρα των στερημένων…
Τα λέει αυτά και λαμποκοπά ολόκληρος, βρίσκεται στο στοιχείο του ο θαλασσινός Σεβάχ, ο παραμυθάς.
- Εκτός από την ποιητικη συλλογή που θα τυπώσεις προετοιμάζεις και τίποτα άλλο;
- Οχι, όλα αυτά τα χρόνια έχω μόνο τα δώδεκα ποιήματα που θα βγάλω. Δεν μπορώ να γράψω. Οσο ήμουν νέος, στα φορτηγά, μπορούσα. Τώρα δεν μπορώ, βασανίζομαι. Βασανίζομαι και με τα μηχανήματα του ασυρμάτου. Βουίζουν; Δεν βουίζουν? Δίνουν ήχο καλό? Δεν δίνουν;
Με ρωτάς γιατί δεν γράφω πια ποίηση.
Με ρωτούν κι άλλοι. Δεν το ‘χω πει σε κανένα μα τώρα θα το πω. Το 1957 η θάλασσα πήρε τον αδερφό μου. Δεν του ‘γραψα ούτε στίχο. Ηταν ο πιο χαρούμενος, ο πιο καλωσυνάτος άνθρωπος στον κόσμο. Αφού δεν έγραψα για αυτή την αγάπη, τι να γράψω?
- Για το θάνατο τι σκέφτεσαι Νίκο;
- Ω, το μόνο πράγμα που δε με ενδιαφέρει καθόλου. Ενα αυγό μελάτο!…
- Και τον κόσμο, πως τον βλέπεις τον κόσμο;
- Ανάποδα…
- Ο Σεφέρης έχω ακούσει, ήταν φίλος σου.
- Ηταν δικός μου, μα δεν ξερω αν ήμουν κι εγώ δικός του. Τον εξενεύριζα συχνά. Δεν είχε πολλά πάρε-δώσε με τον κόσμο. Μια μέρα, στη Βηρυττό που ήταν πρεσβευτής και εγώ είχα ξεμπαρκάρει, θα πήγαινε στην εκκλησία για κάποια από τις εθνικές μας γιορτές. “Ασε με να σε πάω εγώ”, του λέω. Και τον πήγα από ένα δρόμο που ήταν πήχτρα οι ελληνικές σημαίες απο ‘δω και από ‘κει. “Εδώ είναι Ελλάδα” μου λεει, “δεν τον ήξερα αυτο το δρόμο!”. “Εδώ είναι τα ελληνικά μπορντέλα”, του λέω…Θύμωσε: “Κύριε”, μου λέει, “ή εσείς θα κατεβείτε απ’ το αμάξι, ή εγώ”. Κατέβηκα.
-Τον εαυτό σου τον εκτιμούσες;
-Εγώ ήμουν άσκημος, κοντός, το κόμπλεξ αυτό του κοντού το είχα από πάντα. Ποιός ξέρει, μπορεί, αν ήμουν ψηλότερος, να έγραφα και υψηλότερα ποιήματα…Μια φορά, μια κυρία που έιχε διαβάσει ποιήματα μου ή της είχαν μιλήσει για μένα, στο κατάστρωμα ενός πλοίου που ταξίδευε, με πλησίασε.
Με κοίταξε, αλλά προφανώς δεν της καλοφάνηκα ότι εγώ μπορεί να ‘μαι ο Καββαδίας, και με ρώτησε: “Εναν ποιητή Καββαδία, ασυρματιστή, ξέρετε αν δουλεύει εδώ?”. “Δουλευει, πως…”. “Και πως μπορώ να τον δώ;”. “Δεν ξέρω, ρωτήστε και θα σας πούνε” “Μα ρώτησα κάποιον και μου έδειξε εσάς. Τον έχετε τίποτα αυτόν τον Καββαδία;”. “Ναι, χεσμένον…”
Να με πάρει ο διάολος και να με σηκώσει…Γιατί κατέβηκα πάλι χωρίς λόγο στους αντίποδες?…Η Σαλάγια στο Κολόμπο έχει πεθάνει. Πνίγηκε – λέει – στη μεγάλη βροχή. Πόσα πλήρωσα να το μάθω…Τούτη, η καινούργια, ένα κορίτσι άσχημο από την φυλή των Ταμίλ δεν έχει στόμα…Να γινόταν κάτι καινούργιο. Μιαν αμαρτία που να μη λέγεται, που να μην έχει συχώριο…
Πόσα ταξιδια θα κάνω ακόμα εδώ κατω?…Θέλω να ταξιδέψω στο Βορρά. Θυμάμαι εκείνο το ξενοδοχείο στο Μπέργκεν, όταν ήμουνα δεκαεννιά χρονώ. Το κορίτσι που μου ‘στρωσε το κρεββάτι. Η ξανθή Χούλδη…Γιατί μπερδεύονται γυναίκες και μας χαλάν όλαν τα παραμύθια? Οχι, μας τα φτιάχνουνε οι άτιμες…
Σημείωση:
(To παραπάνω κείμενο, της συνομιλίας του Νίκου Καββαδία με τον Στρατή Τσίρκα, είναι μια επιλεκτική «σύνθεση» από τα λόγια του ποιητή που περιέχονται στα βιβλία“Νίκος Καββαδίας - Γυναίκα, Θάλασσα, Ζωή” του Μήτσου Κασόλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη και “Επτά κείμενα για τον Νίκο Καββαδία” (κομμάτια από το κείμενο του Στρατή Τσίρκα) από τις εκδόσεις Πολύτυπο)
Ξέρετε γιατί κόπηκε ο Νίκος Καββαδίας όταν έδωσε εξετάσεις στη σχολή εμποροπλοιάρχων; Γιατί ένας εξεταστής τον ρώτησε:
-Τον Καββαδία, το ναύαρχο του βασιλικού ναυτικού, τι τον έχετε;
-Χεσμένο!!!
Είναι γνωστό άλλωστε το ανέκδοτο του Καββαδία με το Σεφέρη στη Βηρυτό, όταν ο δεύτερος ήταν εκεί πρεσβευτής. Βρέθηκαν σε κάποια εθνική γιορτή μας μαζί και, καθώς με το ίδιο αυτοκίνητο πήγαιναν στην πρεσβεία για τα σχετικά, ο Σεφέρης παρατήρησε σ’ ένα σημείο του λιμανιού ελληνικές σημαίες. “Δεν ήξερα”, είπε στον Καββαδία, “πως έχουμε τόσο μεγάλη παροικία”.
“Δεν κατάλαβες”, του είπε ο Καββαδίας.
“Είναι οι πουτάνες των λιμανιών και πανηγυρίζουν που έπιασε ελληνικό πλοίο”. Σοκαρισμένος ο Σεφέρης, ούτε ξανακοίταξε τον Καββαδία σ’ όλη τη διαδρομή.[...]
Ο Νίκος Καββαδίας αποτύπωσε στο έργο του τη θαλασσινή φύση του Έλληνα. Την επιθυμία του να τιθασεύσει το υγρό στοιχείο, το πάθος του να χαράξει εξωτικές ρότες, αλλά που όσο και αν ταξιδεύει, η ψυχή του έχει ένα και μοναδικό αγκυροβόλιο, την Ελλάδα.
Για τον κύκλο του ο Καββαδίας ήταν ένας αγαπητός φίλος. Ένας άνθρωπος απλός, που λάτρευε τα παιδιά και του άρεσε να λέει ανέκδοτα με τη γιαγιά και τη μητέρα του στους πιο στενούς του φίλους. Όσοι τον γνώρισαν προσωπικά διαπίστωσαν ότι, όπως ακριβώς τα γραπτά του, η διήγησή του ήταν απλή και γεμάτη ζεστά, εξωτικά χρώματα. Γύρω στα 1933 πρωτοδημοσιεύθηκαν το «Πούσι» και το «Μαραμπού» και είχαν μεγαλύτερη επιτυχία από τα ποιήματα του Σεφέρη.
Οι «άνθρωποι των σαλονιών» γοητεύθηκαν, διαβάζοντας για τον «Γουίλλη, το μαύρο θερμαστή» και αυτό ήταν σίγουρα κάτι ασυνήθιστο. Τα ταξίδια σε απέραντα πέλαγα ή οι σελίδες ενός βιβλίου δεν είναι ποτέ αρκετά για να γνωρίσει κανείς τον Καββαδία. Ήμουν τυχερή που συνάντησα έναν προσωπικό του φίλο, ο οποίος θυμάται και νοσταλγεί. Θίγει μάλιστα και ένα αμφιλεγόμενο σημείο στη ζωή του ποιητή της θάλασσας:
Ο Καββαδίας ερωτεύθηκε μία γυναίκα και αυτή ήταν η μοναδική. Πάντοτε συνήθιζε να έχει σχέσεις μόνο με γυναίκες του λιμανιού. Πηγαίναμε, θυμάμαι, μ’ ένα κοινό μας φίλο, την εποχή εκείνη, σ’ ένα ταβερνάκι στην οδό Κυψέλης κι εκεί κάποια φορά ο Νίκος μου εξομολογήθηκε:
…«Δεν θέλω τίποτε άλλο, παρά να έχω δίπλα μου αυτή την κοπέλα. Έτσι νοιώθω ευτυχισμένος»…
Στο μοναδικό έρωτα της ζωής του είναι αφιερωμένο και το ποίημα «Fata Morgana». Και όμως, η γυναίκα που κατάφερε ν’ αγγίξει τις πιο ευαίσθητες χορδές της ψυχής του, δεν του φέρθηκε καλά».
Το «Μαραμπού», αυτοβιογραφικό, προβλέπει το θάνατό του με ουίσκι, τζιν και μπύρα σε κάποιο λιμάνι των τροπικών. Στην πραγματικότητα ήταν στον Πειραιά. Αποκαρδιωμένος ερωτικά, πήγε να πιει, δοκιμάζοντας το προφητικό «ελιξίριο». Λίγο αργότερα πέθανε. Όμως οι άνθρωποι της θάλασσας έχουν ανοιχτό μυαλό και έντονη αίσθηση του χιούμορ.
Ο αγαπημένος φίλος του Νίκου Καββαδία έχει και πιο εύθυμα επεισόδια να θυμηθεί: «Είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να διηγείται ανέκδοτα και αστεία. Κάποτε η Παξινού τον είχε παροτρύνει να κάνει, σε όλη την παρέα, το τραπέζι, αποκαλώντας τον μάλιστα με το παρατσούκλι του, που ήταν «Κόλλιας».
Μόλις είχε γυρίσει ο Νίκος από κάποιο ταξίδι του, όταν επήγαμε τελικά όλοι στη Βασίλαινα, μια ταβέρνα στον Πειραιά, που σερβίριζε τότε 30- 40 πιάτα. Στο μέσον του γεύματος, όμως, ζήτησε συγνώμη κι έφυγε, λέγοντας ότι θα επέστρεφε σύντομα, αφού τακτοποιούσε κάτι επείγον.
Ο Καββαδίας δεν είχε χρήματα και εκείνη τη στιγμή αποφάσισε να πάει να ζητήσει ένα ποσόν από κάποιον θείο του εφοπλιστή, που είχε το γραφείο του στην περιοχή, δηλώνοντάς του ότι πέθανε η μητέρα του και είχε ανάγκη τα χρήματα αυτά για την κηδεία. Μετά από λίγη ώρα, πραγματικά, επέστρεψε στην ταβέρνα, πλήρωσε αξιοπρεπέστατα, αλλά όταν - στο μεταξύ - ο θείος του απελπισμένος από το ξαφνικό πένθος πήγε στο σπίτι του ποιητή και του άνοιξε η μητέρα του - και δική του αδερφή - κόντεψε να τρελαθεί».
Στη στεριά τον αγαπούσαν οι φίλοι του και οι γνωστοί. Εκείνος, όμως, απογοητευμένος από τον έρωτά του, ένοιωθε την ανάγκη, να ριχτεί στη δροσερή, γαλανή αγκαλιά της πλανεύτρας θάλασσας, που κατάφερε να συνδέσει με το όνομα του, τα έργα του, τα όνειρά του. Εξομολογείτο στο φίλο του: «Θέλω να κάνω ένα μεγάλο ταξίδι. Δεν μπορώ να μείνω άλλο στην Αθήνα». Δεν
πρόλαβε όμως.
Τη λαχτάρα του αυτή μπορούν να την καταλάβουν οι φίλοι του. Και είχε πολλούς. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται πολύ μεγάλα ονόματα, όπως ο Σεφέρης και ο Τσαρούχης. Ο Καββαδίας δεν είχε παντρευτεί ποτέ, δεν είχε παιδιά και όλοι οι γνωστοί του ξέρουν πόσο υπερήφανος ήταν για τη φωτογραφία, που είχε στο σπίτι του, η οποία απεικόνιζε τον Σεφέρη, τον ίδιο, και τον ανιψιό του, στον οποίο είχε μεγάλη αδυναμία.
Με ότι κι αν ταξιδεύεις στη θάλασσα, με φορτηγό πλοίο, με «τ’ άρμενο το γοργοθάλασσο», με ένα καΐκι ή μια ταπεινή βάρκα, η θάλασσα είναι η ίδια. Μπορεί πάντα να γίνει σκληρή: «Εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται, σε τούτο το τρομαχτικό ταξίδι του χαμού». Μπορεί, όμως, να είναι ήρεμη και ρομαντική: «Με του καπετάνιου την μιγάδα, μάθημα πορείας νυχτερινό».
Οι τρικυμίες, πάντως, είναι που αφήνουν τις έντονες μνήμες, γιατί ανταριάζουν τις ψυχές και το μυαλό. Οξύνουν τις αισθήσεις κι όταν περάσουν, αφήνουν το λιθαράκι τους σε κάθε βιωματικό οικοδόμημα. «Πάει κι αυτό κι επιβιώσαμε». Όταν η θάλασσα αγριεύει, παιδεύει και τσακίζει. Όσοι την αγαπούν, τη συγχωρούν και ξαναγυρίζουν κοντά της.
Ο Νίκος Καββαδίας άφησε πολύ λίγα πίσω του, μόλις τρεις ποιητικές συλλογές, ένα μυθιστόρημα και τρία μικρά πεζά. Ταπεινά παρουσιάστηκε στα ελληνικά γράμματα και η ταπεινότητά του αυτή, μαζί με την μελοποίηση πολλών ποιημάτων του, τον έφερε κοντά στη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, κάνοντάς τον έναν από τους πιο δημοφιλείς μας ποιητές, δυστυχώς μετά τον θάνατό του.
Kατά καιρούς τον έχουν αποκαλέσει ποιητή του ταξιδιού και της φυγής, του εξωτισμού και του κοσμοπολιτισμού, της θάλασσας και της περιπέτειας.
Και πράγματι, αυτός ο «τρυφερός και απλός άνθρωπος» κατάφερε να δημιουργήσει έναν μυθικό κόσμο γεμάτο με μαχαίρια, ανεμόσκαλες, καραβοφάναρα, πληρωμένους έρωτες, παράξενες ζωγραφιές κεντημένες στο κορμί, μεθύσια, καβγάδες, αρρώστιες τροπικές και βοτάνια για τον πυρετό, σμήνη πουλιών και λιμάνια σκοτεινά, μουσώνες, τρικυμίες, πληγές θανατερές, πλοία φορτωμένα με χασίς, μπαρ του λιμανιού, καταγώγια και μπορντέλα, άγκυρες στο πέλαγο χαμένες, νεαρά κορίτσια από τη Χιλή και γυναίκες μαύρες του Μαρόκου, άστρα του Νοτιά και ένα δυσεύρετο μικρό κοχύλι, φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά και κομπολόγια από κοράλλια.
Πίσω, όμως, από την κρούστα του εξωτισμού βρίσκεται μια εξαιρετικά προσεγμένη ποίηση με κρυμμένα νοήματα, λέξεις αμφίσημες και αλληγορικές, φωτοσκιάσεις εντάσεων και σιωπών, η οποία οφείλει -ώς έναν βαθμό- την αξία της στην αίσθηση του «χειροποίητου» που αφήνει στον αναγνώστη: Ο,τι, δηλαδή, φαίνεται απλό και αυθόρμητο εμπεριέχει την περισυλλογή, τη δοκιμασία και την προσπάθεια... αλλά και ένα αξεδιάλυτο μυστήριο και μια σκοτεινή γοητεία που ναρκώνει.
Όταν πέθανε ο Νίκος Καββαδίας, σύντροφοί του ναυτικοί είπαν στην κηδεία του:
«Αγαπημένε μας , σύντροφε ποιητή! Ο χτεσινός άνεμος , έφερε σε μας τους ναυτικούς το πιο θλιβερό ραπόρτο ... Το φορτηγό που περίμενες να σε πάρει , καθυστέρησε. Είναι τραβερσωμένο καταμεσίς του Ωκεανού, ζωσμένο στο πούσι. Στα ποστάλια τέλειωσαν τα ματσακονίσματα , οι ναύτες κρεμασμένοι στις σκαλωσιές βάφουν τις άγκυρες , τραγουδώντας τα δικά σου τραγούδια. Οι καπετάνιοι δοκιμάζουν τη μπουρού.
Το σερβέι σε λίγο τελειώνει ... Ένας μαρκόνης ανήσυχος, χθες αργά έστειλε το ραπόρτο στ΄ αγαπημένα σου μαραμπού να μη γρυλίζουν πια.
«Αν ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική , εμείς , δε βρήκαμε τη δικιά μας ήπειρο να ξεμπαρκάρουμε ...» μας έλεγες. Μα εσύ τι βρήκες; Ποιο τσακισμένο καραβοφάναρο σε πέταξε σ΄ αυτές εδώ τις στεριές;
Πες μας αν είναι αυτό το λιμάνι πού άθελά σου φουντάρισες , ετοίμασε και για μας ένα ντοκ να δέσουμε πρυμάτσα ...
Ο Μάρτης! Αχ αυτός ο Μάρτης! Ξαναγεννιόσουν κάθε Μάρτη! άργησε φέτος, όπως άργησε και το φορτηγό που θα αποχαιρετούσες τους γνωστούς απ' όλα τα λιμάνια του κόσμου ... Όλα άργησαν για σένα φέτος. Μονάχα εσύ βιάστηκες για το ταξίδι το αλαργινό.
Αγαπημένε μας ποιητή , καλό ταξίδι. Δεν κουνάμε τα μαντίλια μας. Αυτό είναι για αταξίδευτους στεριανούς. Εμείς τα δικά μας τα πλέξαμε σαλαμάστρα και θα δέσουμε τις καινούργιες παντιέρες στα ξάρτια , τις παντιέρες που στο κέντρο τους θα 'χουν την γαλάζια σου ζωγραφιά.
Αδελφέ μας ποιητή!
Ξεκουράσου στην τελευταία σου κουκέτα , στην πιο μικρή καμπίνα που γνώρισε ποτέ ναυτικός ... Εμείς θα πάμε για σκάντζα βάρδια. Ένα καράβι , που πλέει αλάργα χωμένο στο πούσι, αν βρει την ρότα του θα μας πάρει.
Για κατευόδιο , εμείς οι ναυτεργάτες σύντροφοί σου, σου αφήνουμε λίγο φιλτραρισμένο , από τα μάτια μας , θαλασσινό νερό. Είναι μαζεμένο απ' της θάλασσας τον καθάριο βυθό.... Γεια σου».
[Ο επικήδειος εκφωνήθηκε από το ναυτεργάτη φίλο του Καββαδία ,Χρήστο Παντελίδη, ο οποίος ακολούθησε το ναυτικό επάγγελμα, όταν έφηβος πρωτοδιάβασε το "Μαραμπού".]
Θα τελειώσω μέ μιά προσωπική μου εμπειρία, με το ρεύμα του "Κούρο Σίβο". (το οποίο και έχω διαπλεύσει, έχω δεί, έχω «μυρίσει», έχω νοιώσει ...
Όταν πρωτοδιάβασα το: "Πέρ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα" και λόγω του ότι, έχω μεγάλη αρρώστια με την Γεωγραφία την Ιστορία, και την κουλτούρα των λαών με τους οποίους κάθε τόσο έρχομαι σε επαφή, βάλθηκα να βρώ που είναι αυτή "η γέφυρα του Αδάμ στη Νότιο Κίνα» κι’ εγώ δεν την ξέρω, Στην αρχή φαντάστηκα, ότι πρόκειται για κάποιο Στενό.
Έψαξα από δω, τίποτα. Έψαξα από κεί , τίποτα. Σημειωτέον ότι την Κίνα και την Ιαπωνία τις γνωρίζω πάρα πολύ καλά...
Απελπίστηκα και παράτησα το ψάξιμο, θεωρώντας ότι πρόκειται για κάποιον φανταστικό τόπο, ποιητική αδεία, του Καββαδία.
Κάποια μέρα, ψάχνοντας, εντελώς τυχαία, βρήκα ποιά είναι αυτή η "γέφυρα του Αδάμ" και μάλιστα δεν είναι στη Κίνα αλλά είναι το στενό ανάμεσα στην Ινδία και την Κεϋλάνη
Απλώς ο Καββαδίας εννοούσε… "αφού περάσεις την γέφυρα του Αδάμ και βρεθείς στη Νότιο Κίνα".
Από το τελευταίο του ταξείδι επέστρεψε τον Δεκέμβριο του 1974 και αμέσως ξεκίνησε τις προετοιμασίες για την έκδοση της τρίτης του ποιητικής συλλογής, την οποία όμως δεν πρόλαβε να την δεί τυπωμένη. Πέθανε ξαφνικά στις 10 Φεβρουαρίου του 1975 από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Στην ατζέντα του βρέθηκαν τρείς στοίχοι τους οποίους ήθελε να προσθέσει στο«Τραβέρσο», κάτι που τελικώς δεν έγινε….
«Μα ο Ήλιος εβασίλεψε κι΄ο αητός απεκοιμήθη,
Και τον Βοριά τον δροσερό τον πήραν τα καράβια.
Κι’ έτσι του δόθηκε ο καιρός του Χάρου και σε πήρε»
Η ψυχή του Νίκου Καββαδία, που περιπλανιέται στα πέλαγα και στα καράβια, ας συντροφεύει και όλους τους ναυτικούς μας.
LIFO.GR
11 Ιανουαρίου 1910 στο, πρώην, Νίκολσκι Ουσουρίσκι γεννιέται ο Νίκος Καββαδίας
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου