Σύρος η αρχόντισσα των Κυκλάδων

 Η Σύρος είναι ένα νησί των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα της Σύρου είναι η Ερμούπολη, η οποία είναι και πρωτεύουσα του Νομού Κυκλάδων καθώς και έδρα της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου.


 Η Σύρος αναπτύχθηκε ιδιαίτερα μετά το 1826, όταν εγκαταστάθηκαν Μικρασιάτες και νησιώτες πρόσφυγες από τα Ψαρά, τη Χίο, την Κάσο, την Κρήτη και τη Μικρά Ασία (Σμύρνη και Αϊβαλί). Υπήρξε ναυτικό, βιομηχανικό και πολιτιστικό κέντρο του νέου ελληνικού κράτους. Οι κάτοικοί της λέγονται Συριανοί/Συριανές.


Το όνομα Σύρος προέρχεται από τους πρώτους κατοίκους του νησιού, τους Φοίνικες. Προέρχεται από τη λέξη «Σουρ» ή «Οσούρα» που σήμαινε «βραχώδης» στα αρχαία Φοινικικά. Ο Όμηρος την αναφέρει στην Οδύσσεια ως «Συρίη», ενώ τον 17ο αιώνα αναφέρεται και ως το νησί του Πάπα: «L’isola del Papa», λόγω του καθολικού δόγματος των κατοίκων της.

Η Σύρος βρίσκεται στο κέντρο των Κυκλάδων και απέχει 83 ναυτικά μίλια από τον Πειραιά και 62 από τη Ραφήνα. Η έκτασή της είναι 84,069 τ.χλμ..


Γειτνιάζει με αρκετά νησιά του κυκλαδίτικου συμπλέγματος. Στα βόρεια βρίσκεται η Άνδρος, βορειοανατολικά η Τήνος και ανατολικά η Μύκονος καθώς και τα μικρά νησιά της Δήλου και της Ρήνειας. Βορειοδυτικά βρίσκονται η Κέα και η Γυάρος, δυτικά η Κύθνος και νοτιοδυτικά η Σέριφος. Στα νότια βρίσκονται η Σίφνος, η Αντίπαρος, η Πάρος και η Νάξος.


Το βόρειο μέρος της Σύρου, που ονομάζεται «Απάνω Μεριά», είναι ορεινό και κατοικείται από ελάχιστους κατοίκους. Το τμήμα αυτό εντάσσεται στις προστατευόμενες περιοχές Natura 2000 και διαφέρει μορφολογικά από το υπόλοιπο. Είναι το μοναδικό μέρος που έχει ασβεστολιθικά πετρώματα, σε αντίθεση με το υπόλοιπο νησί που καλύπτεται από ηφαιστειακά πετρώματα. 


Χαρακτηριστικό του σπάνιου γεωλογικού πλούτου της περιοχής αποτελεί ο Αερόλιθος. Διαθέτει λίγους δρόμους και σηματοδοτημένα μονοπάτια αλλά περιέχει τοπία με βράχια, γεφυράκια και σπηλιές. Από αυτά τα μονοπάτια γίνεται η πρόσβαση στις βόρειες παραλίες της Σύρου (Γράμματα, Λία, Αετός, Βαρβαρούσα) που λόγω της έλλειψης δρόμων, είναι ερημικές και ιδανικές για απομόνωση και ηρεμία. 


Το νότιο μέρος είναι πεδινό και εκεί βρίσκονται τα περισσότερα χωριά και οι πιο γνωστές παραλίες του νησιού. Οι οικισμοί εκεί είναι ανεπτυγμένοι τουριστικά, ενώ και το οδικό δίκτυο είναι αρκετά καλό. Η πρωτεύουσα Ερμούπολη βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του νησιού.


Στο νησί υπάρχουν αρκετοί οικισμοί, μεταξύ των οποίων ο ενετικός οικισμός της Άνω Σύρου καθώς και οι προϊστορικοί οικισμοί Καστρί και Χαλανδριανή. Μερικά γνωστά χωριά της Σύρου είναι ο Γαλησσάς, το Κίνι, η Ντελαγράτσια (ή Ποσειδωνία), ο Φοίνικας και η Βάρη.


Η Σύρος είχε κατοικηθεί ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους (3η χιλιετία π.Χ.), όπως αποδεικνύουν ευρήματα στις περιοχές Χαλανδριανή και Καστρί. Ειδικά στη Χαλανδριανή βρέθηκαν περισσότεροι από 600 τάφοι με κτερίσματα, ενώ στο Καστρί βρέθηκε οχυρωμένος οικισμός με σημαντική αστική και εμπορική δραστηριότητα. 


Επίσης, ορισμένα ευρήματα πείθουν για την ύπαρξη εργαστηρίων μεταλλοτεχνίας και μαρτυρούν για τις σχέσεις της Σύρου με τα παράλια της Μικρασίας την εποχή εκείνη. Από τις έρευνες εντοπίστηκαν ίχνη εγκαταστάσεων και σε άλλα σημεία του νησιού.


Στη διάρκεια της 2ης χιλιετίας π.Χ., η Σύρος φαίνεται ότι πέρασε διαδοχικά υπό τον έλεγχο της μινωικής Κρήτης, των Μυκηνών και τέλος, στις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ., των Ιώνων. Στην Οδύσσεια αναφέρεται ως Συρίη, πλησίον της Δήλου.


Ίχνη οικισμών του 7ου αιώνα π.Χ. βρέθηκαν στον λόφο της Αγίας Πακούς στον Γαλησσά καθώς και στα δυτικά της Ερμούπολης. Τον 6ο αιώνα π.Χ., όταν η Σύρος είχε καταληφθεί από τους Σάμιους, γεννήθηκε στο νησί ο φυσικός φιλόσοφος Φερεκύδης, που αργότερα εγκαταστάθηκε στη Σάμο και υπήρξε δάσκαλος του Πυθαγόρα. Θεωρείται εφευρέτης του ηλιοτροπίου, του πρώτου ηλιακού ρολογιού. 


Το όνομα του έχει δοθεί σε δύο σπήλαια του νησιού, ένα στο ανατολικό τμήμα (Ρηχοπού), και ένα άλλο στην Αληθινή. Επίσης, το διάστημα 6ου και 3ου αιώνα π.Χ. χρονολογούνται τα ίχνη αγροτικών οικισμών σε διάφορα μέρη του νησιού.


Την εποχή της ακμής του κλασικού κόσμου, η Σύρος είχε δευτερεύουσα σημασία, εντάχθηκε πάντως στην Συμμαχία της Δήλου. Αποτέλεσε αυτόνομο κρατίδιο με βουλή, δήμο και αργυρό νόμισμα, κατέβαλλε όμως φόρο υποτελείας στους Αθηναίους. Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) οι Κυκλάδες υποτάχθηκαν στους Μακεδόνες.


Η ανάκαμψη της Σύρου εντοπίζεται στους ελληνιστικούς χρόνους, όπου βρέθηκαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στην Αληθινή, πιθανόν από ναό αφιερωμένο στους Καβείρους. Τέτοιος ναός έχει βρεθεί και στον Γαλησσά, ενώ άλλα λείψανα στα βόρεια του νησιού (Γράμματα) υποδεικνύουν την ύπαρξη ιερού του Ασκληπιού.


Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους (184 π.Χ.-324 μ.Χ.), η πρωτεύουσα της Σύρου βρισκόταν στη θέση της σημερινής Ερμούπολης. Τα λείψανα της πρωτεύουσας και τα νομίσματα της Σύρου μαρτυρούν ανάπτυξη. Κυκλοφορία χάλκινων νομισμάτων εντοπίζεται στο νησί από τον 3ο αιώνα π.Χ., ενώ είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η κοπή αργυρών νομισμάτων τον 2ο αιώνα π.Χ..


Κατά τη βυζαντινή περίοδο, η απειλή της πειρατείας είχε ως αποτέλεσμα ο κόσμος να εγκαταλείψει τα μικρά και απροστάτευτα νησιά σαν τη Σύρο. Ίχνη εγκαταστάσεων στην ενδοχώρα μαρτυρούν ωστόσο ότι το νησί δεν είχε εγκαταλειφθεί εντελώς. 


Στους βυζαντινούς χρόνους, η χριστιανική πλέον Σύρος, μαζί με τα άλλα Κυκλαδονήσια, αποτελεί τμήμα του θέματος του Αιγαίου, που διοικείται από Στρατηγό και αργότερα Δούκα.



Η Λατινική κατάκτηση

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία διαλύθηκε από τους Φράγκους, ιδιαίτερα Βενετούς, που συμμετείχαν στην Δ΄ Σταυροφορία (1204) και στη θέση της δημιουργήθηκε η Λατινική Αυτοκρατορία με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Με την επικράτηση των Βενετών στο Αιγαίο, δημιουργήθηκε ο πρώτος αξιόλογος οικισμός, η Άνω Σύρος, οι κάτοικοι της οποίας ασπάστηκαν τον Καθολικισμό, διατήρησαν όμως την ελληνική γλώσσα. Διατηρήθηκε επίσης μια μικρή ενορία ορθοδόξων, του Αγίου Νικολάου «του Φτωχού».


Η Σύρος δεν συμμετείχε με τα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων στην Partitio Terrarum Imperii Romaniae, με την οποία έγινε η τελική διανομή ανάμεσα στους νικητές. Τα νησιά των Κυκλάδων ήταν ήδη υπό τον έλεγχο των Βενετών που τα γνώριζαν πολλά χρόνια και η απουσία τους στη διανομή τους βοήθησε να τα καταλάβουν εύκολα. 


Ο Μάρκος Α΄ Σανούδος, ανιψιός του Δόγη της Βενετίας Ερρίκου Δάνδολου, αποβιβάστηκε με τον υπέργηρο θείο του, κατέλαβε τη Νάξο, το μεγαλύτερο νησί των Κυκλάδων, και ίδρυσε το Δουκάτο της Νάξου ή Δουκάτο του Αρχιπελάγους (1207). Με έδρα τη Νάξο, κατέκτησε εύκολα τον ίδιο χρόνο τα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων και έτσι η Σύρος έγινε τμήμα του δουκάτου του.


 Ο Μάρκος Σανούδος αποκήρυξε την υποτέλεια του στη Βενετική Δημοκρατία και δήλωσε υποτέλεια του στον Λατίνο Αυτοκράτορα

Ο Οίκος των Σανούδων κυβέρνησε το δουκάτο εννιά γενεές και τους διαδέχθηκε ο Οίκος των Κρίσπων. Οι Λατινικές οικογένειες που κυβερνούσαν τα νησιά ήταν Καθολικοί, αλλά η μεγάλη πλειοψηφία του τοπικού πληθυσμού ήταν Ορθόδοξοι. Οι δυο θρησκευτικές ομάδες ενώθηκαν μεταξύ τους σύντομα διαγράφοντας τις διαφορές τους. 



Ο δούκας αντικατέστησε τους Ορθόδοξους επισκόπους των νησιών με Καθολικούς. Οι κυβερνήτες της Σύρου και Δούκες του Αρχιπελάγους από τον Οίκο των Σανούδων ήταν:


Μάρκος Α΄ Σανούδος (1207 - 1227)

Άγγελος Α΄ Σανούδος (1227 - 1262)

Μάρκος Β΄ Σανούδος (1262 - 1303)

Γουλιέλμος Α΄ Σανούδος (1303 - 1323)

Νικόλαος Α΄ Σανούδος (1323 - 1341)

Ιωάννης Α΄ Σανούδος (1341 - 1361)

Φιορέντσα Σανούντο (1361 - 1371) με τον σύζυγο της Νικόλαο Β΄ Σανούδο Σπετσαμπάντα (1362 - 1371)


Την Φιορέντσα Σανούντο διαδέχθηκε ο γιος της από τον πρώτο γάμο Νικκολό νταλλε Κάρτσερι, ο μοναδικός Δούκας του Αρχιπελάγους από την Οικογένεια νταλλε Κάρτσερι. Η κακή διοίκησή του προκάλεσε την αντίδραση των Βενετών. Ο Φραγκίσκος Α΄ Κρίσπος, ιδρυτής του Οίκου των Κρίσπων, σαν απεσταλμένος των Βενετών οργάνωσε τη δολοφονία του (1383) και στη συνέχεια τον διαδέχθηκε με την υποστήριξη της Βενετίας που τον συνεχάρη


Ο νέος δούκας πάντρεψε την κόρη του Πετρονίλλα με τον γιο του Βενετού βάιλου του Νεγκρεπόντε Πιέτρο Τζένο (1384) και τους έδωσε δώρο τη Σύρο και την Άνδρο που απέσπασε παράνομα από την Μαρία Σανούδου. Μετά τον θάνατο του Τζένο (1427), η κυριότητα της Σύρου μεταβιβάστηκε από τον δούκα Ιωάννη Β΄ Κρίσπο στον μικρότερο αδελφό του Νικολό. 


Ο Νικολό και ο αδελφός του Γουλιέλμος Β΄ Κρίσπος ορίστηκαν κηδεμόνες του νεογέννητου μικρανεψιού τους Ιωάννη Ιακώβου Κρίσπου μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του με την υποστήριξη της Βενετίας (1447).[4] Ο Νικολό πέθανε (1450) και τον διαδέχτηκε στην ηγεμονία της Σύρου και την κηδεμονία του δουκάτου ο γιος του Φραγκίσκος Β΄ Κρίσπος. 


Στο Δουκάτο του Αρχιπελάγους ανέβηκαν στη συνέχεια ο Γουλιέλμος Β΄ (1453) και αυτόν με τη σειρά του διαδέχθηκε ο ανιψιός του Φραγκίσκος Β΄, μέχρι τότε Κύριος της Σύρου που πέθανε την ίδια χρονιά (1463). Στην ηγεμονία της Σύρου τον Φραγκίσκο Β΄ διαδέχθηκε ο μικρότερος αδελφός του Αντώνιος που πέθανε χωρίς απογόνους (1494).[5] Δεν είναι γνωστοί από τότε άλλοι ανεξάρτητοι Κύριοι της Σύρου στο δουκάτο.


Η κατάσταση διατηρήθηκε ως το 1579, όταν ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα κατέλαβε το νησί για λογαριασμό της Πύλης. Όμως, ο σουλτάνος Μουράτ ο Γ' συμφώνησε με τους συριανούς άρχοντες στην παραχώρηση μιας σειράς προνομίων (όπως χαμηλότερη φορολόγηση, απαγόρευση της εγκατάστασης γενιτσάρων και θρησκευτική ελευθερία) που επρόκειτο να συμβάλουν καθοριστικά στο μέλλον του νησιού. Καπουτσίνοι μοναχοί (1635) και έπειτα Ιησουίτες (1744) εγκαταστάθηκαν στη Σύρο τους επόμενους αιώνες.


Μετά την επιδημία πανώλης που έπληξε τη Σύρο το 1728, άρχισε μια περίοδος οικονομικής ανάκαμψης που κορυφώθηκε στο πέρασμα από τον 18ο στον 19ο αιώνα. Το ιδιαίτερο καθεστώς των νησιών επέτρεψε παράλληλα την ανάπτυξη της αυτοδιοίκησης. 


Η Σύρος και η Άνδρος παραχωρήθηκαν το 1779 από τον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Α΄ στην ανιψιά του, τη Σαχ Σουλτάνα, η οποία εκχώρησε τη διοίκηση του νησιού στα τοπικά όργανα, δηλαδή τη συνέλευση του «Κοινού» (Κοινότητας) και τους εκλεγμένους από αυτήν Επιτρόπους.


Μεταξύ 1750 και 1820 ο πληθυσμός του νησιού διπλασιάστηκε, από 2.000 σε 4.000 κατοίκους περίπου και εντοπιζόταν κυρίως στον οικισμό της Άνω Σύρου. Η πειρατεία περιορίστηκε και η εμπορική κίνηση στο λιμάνι αυξήθηκε. Παράλληλα, αρκετοί κάτοικοι άρχισαν να επιδίδονται στο εμπόριο του κρασιού, ενώ άλλοι στη ναυτιλία.


Με το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης το 1821, οι Συριανοί κράτησαν ουδέτερη στάση. Η καταστροφή όμως της Χίου το 1822, αλλά και οι διώξεις των Ελλήνων στη Σμύρνη, το Αϊβαλί, τη Ρόδο, τα Ψαρά και την Κάσο προκάλεσαν ένα μαζικό προσφυγικό κύμα στη Σύρο. 


Οι πρόσφυγες βρήκαν στη Σύρο σχετική ασφάλεια λόγω των προνομίων που είχε παραχωρήσει η Πύλη στο νησί αλλά και φυσικά χαρίσματα, όπως το μεγάλο, ασφαλές από τους ανέμους λιμάνι.


Εκείνη την περίοδο, ορισμένοι εύποροι Συριανοί έχτισαν τα πρώτα σπίτια εκεί που σήμερα βρίσκεται η Ερμούπολη. Οι πρόσφυγες, που δεν θεώρησαν εξαρχής μόνιμη τη διαμονή τους στο νησί, εγκαταστάθηκαν σε σκηνές και ξύλινα παραπήγματα. 


Ωστόσο, το 1824 έχτισαν την πρώτη εκκλησία (τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος), λιθόκτιστες οικοδομές στα πιο στέρεα σημεία του εδάφους, ενώ τα σπίτια άρχισαν να σκαρφαλώνουν στις πλαγιές οργανώνοντας τις συνοικίες των συντοπιτών (Βροντάδο, Ψαριανά, Υδραίικα). Πολύ γρήγορα δημιουργήθηκε στους πρόποδες της Άνω Σύρου ένα αστικό θαύμα: 


Μια πόλη γεμάτη ζωή και πλούσια κτίρια υψώθηκε μέσα σε ελάχιστο χρόνο, εκεί που νωρίτερα υπήρχε άγονο έδαφος και μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού χαμόσπιτα και αποθήκες. Σύμφωνα με μαρτυρία, στο τέλος του 1825 υπήρχαν 1.700 καλύβες.


Στο μεταξύ η κίνηση του λιμανιού αυξανόταν ραγδαία, με τη διακίνηση φορτίων σιταριού για την τροφοδοσία και των δύο εμπολέμων, αλλά και πολεμοφοδίων, την εκποίηση λείων πολέμου αλλά και πειρατικών λαφύρων, την εξαγορά αιχμαλώτων αλλά και το δουλεμπόριο, τη ναύλωση και αγοραπωλησία καραβιών και τη συγκέντρωση ειδήσεων από τα διερχόμενα πλοία.


Ήδη το 1828 οι κάτοικοι της Ερμούπολης ανέρχονταν σε 14.000 περίπου συνθέτοντας το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της χώρας, ενώ πολύ γρήγορα η Ερμούπολη έγινε το μεγαλύτερο βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο της ελεύθερης Ελλάδας, φτάνοντας το 1850 τους 20.000 κατοίκους και το 1889 τους 22.000.


Μαζί με το εμπόριο αναπτύχθηκαν οι βιοτεχνίες, η ναυτιλία, η οικοδομική και τα δημόσια έργα. Το συριανό ναυπηγείο πρωτοστάτησε στην ανασυγκρότηση του ελληνικού εμπορικού στόλου, που είχε καταστραφεί κατά τον πόλεμο. 


Η βυρσοδεψία αναπτύχθηκε θεαματικά και τα συριανά σολοδέρματα εξάγονταν στα Βαλκάνια και την Τουρκία. Τεχνίτες και τεχνικές παραδόσεις από όλη την ανατολική Μεσόγειο διασταυρώθηκαν στο νησί, ενώ το 1860 η Σύρος ήταν το πρώτο εμπορικό λιμάνι της Ελλάδας.


Παράλληλα οι Ερμουπολίτες, εύποροι και καλλιεργημένοι, φρόντισαν να δώσουν στην πόλη τους μια πνευματική ακτινοβολία πρωτόγνωρη για τα δεδομένα της εποχής. Δέκα δημόσια σχολεία και οκτώ ιδιωτικά, αγοριών και κοριτσιών, φημίζονταν για το υψηλό τους επίπεδο. 


Το ιστορικό 1ο Γυμνάσιο Ερμούπολης με πρώτο γυμνασιάρχη τον Νεόφυτο Βάμβα κτίστηκε χάρη στις εισφορές των πλουσιότερων αστών και εγκαινιάστηκε το 1833, ενώ το Θέατρο Απόλλων λειτούργησε το 1864 φιλοξενώντας δεκάδες παραστάσεις ελληνικών και ξένων θιάσων κάθε χρόνο. 


Όλος αυτός ο πλούτος βοήθησε στην πρόταση της Σύρου ως πρωτεύουσας της Νεότερης Ελλάδος, κάτι που δεν πραγματοποιήθηκε διότι η υποψηφιότητα του Ναυπλίου ήταν πιο ισχυρή.


Λέσχες, σύλλογοι, καφενεία με μουσική, 4-5 εφημερίδες (η πρώτη, η Ελληνική Μέλισσα, εκδόθηκε το 1831) και πλούσια εκδοτική δραστηριότητα είναι μερικά δείγματα της πολιτιστικής άνθησης της πόλης, ενώ από τις θέσεις των δημάρχων και των δημοτικών συμβούλων πέρασαν οι επιφανέστεροι οικονομικοί και κοινωνικοί παράγοντες του τόπου.


Το 1861 κατασκευάστηκε το πρώτο δημοτικό ρολόι[νεκρός σύνδεσμος] της Ερμούπολης που βρίσκεται στο προαύλιο του 1ου Δημοτικού Σχολείου Ερμούπολης. Το ρολόι αυτό ανεγέρθηκε με τη δωρεά του τότε βουλευτή Κωνσταντίνου Π.Πλατύ. Ο Πύργος του ρολογιού έγινε πολύ ψηλός διότι επιθυμούσαν να φαίνεται από μακριά. 


Ο μηχανισμός του, ο οποίος θεωρείται εξαιρετικός, κατασκευάστηκε αποκλειστικά για το συγκεκριμένο ρολόι από τον Γερμανό ωρολογοποιό Μανχαρέλ στο Μόναχο. Για την εγκατάστασή του χρειάστηκε να έρθει κλιμάκιο από τη Γερμανία με εξειδικευμένους τεχνίτες.


Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 έφθασαν στο νησί 7.800 Έλληνες Μικρασιάτες πρόσφυγες, από διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας και οι περισσότεροι προέρχονταν από τη Σμύρνη. Για μεγάλο αριθμό προσφύγων η Σύρος αποτέλεσε ενδιάμεσο σταθμό πριν την οριστική τους εγκατάσταση σε άλλα μέρη της Ελλάδος. 


Στην Ερμούπολη παρέμειναν και εγκαταστάθηκαν 2.800 πρόσφυγες, οι οποίοι βρήκαν γνώριμο τόπο να εγκατασταθούν καθώς, έναν αιώνα πριν, πολλοί Μικρασιάτες των παραλίων είχαν και πάλι καταφύγει στην Ερμούπολη λόγω σφαγών και διώξεων. Το 1925 ιδρύονται δύο Σωματεία με την επωνυμία «Ένωσις Προσφύγων Νομού Αϊδινίου και ο «Μικρασιατικός Σύλλογος Κυκλάδων», τα οποία δύο έτη αργότερα συγχωνεύονται στην «Παμπροσφυγική Ένωση Κυκλάδων», με κύριο σκοπό την αποκατάσταση των προσφύγων. 



Τον Μάιο του 1929 θεμελιώνεται ο Προσφυγικός Συνοικισμός στην περιοχή του Ξηροκάμπου, ενώ το ίδιο έτος ιδρύθηκε για την εκπαίδευση των παιδιών των προσφυγικών οικογενειών το Δημοτικό Σχολείο του Ξηροκάμπου, όπου δίδαξε και η Σμυρναία δασκάλα Ευγενία Λαζάρογλου


Με την ανατολή του 20ού αιώνα και τη διαρκή ανάπτυξη της Αθήνας και του Πειραιά, πολλοί συριανοί βιομήχανοι, έμποροι και τραπεζίτες μετακόμισαν στην πρωτεύουσα, μεταφέροντας σιγά σιγά εκεί και τη δραστηριότητά τους. 


Η ανάπτυξη της ατμοπλοΐας έκανε το λιμάνι της Σύρου λιγότερο σημαντικό (νωρίτερα τα ιστιοφόρα έκαναν πάντα σταθμό στο νησί για ανεφοδιασμό), ενώ και η διώρυγα της Κορίνθου τροποποίησε τους θαλάσσιους δρόμους βορρά-νότου και συνετέλεσε επίσης στη μείωση της σημασίας του λιμανιού.


Η πιο καίρια περίοδος για την παρακμή της Ερμούπολης ήταν η κατοχή εξαιτίας της πενιχρής αγροτικής παραγωγής του νησιού και της απονέκρωσης του εμπορίου. Τα ιταλικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Σύρο στις αρχές Μαΐου του 1941, ενώ τον Σεπτέμβριο του 1943 το νησί πέρασε στη δικαιοδοσία των Γερμανών. 


Κατά τον χειμώνα του 1941-42, χιλιάδες Συριανοί πέθαναν από την πείνα και τις κακουχίες, ενώ συγκλονιστικές περιγραφές από επιζώντες μιλούν για τα κάρα που περνούσαν από τις λαϊκές συνοικίες για να μαζέψουν τους νεκρούς και να τους μεταφέρουν στους ομαδικούς τάφους γύρω από το νεκροταφείο. Στο τέλος του πολέμου, το Νεώριο, η Λέσχη, το Τηλεγραφείο, το Τελωνείο και άλλα κτίρια βομβαρδίστηκαν.


Όμως, ιδιαίτερα μετά το 1990 μια νέα ανθηρή περίοδος ξεκινούσε για το νησί. Η Ερμούπολη κατέκτησε μάλλον αναπάντεχα αυξημένη τουριστική κίνηση, κυρίως εσωτερικής προέλευσης. Απέκτησε τη φήμη μιας πόλης - ζωντανού μουσείου χάρη στα εκατοντάδες αρχοντικά ιδιωτικά και δημόσια κτίρια και πλατείες, ενώ ανάλογη ανάπτυξη γνώρισαν και οι μικροί παραθαλάσσιοι οικισμοί του νησιού όπως ο Γαλησσάς, ο Φοίνικας, η Ποσειδωνία, η Βάρη, το Κίνι, οι Αγκαθωπές και άλλοι.


Σήμερα, η Σύρος εμφανίζεται ιδιαίτερα αναπτυγμένη οικονομικά, ανάπτυξη που στηρίζεται σε πολλές διαφορετικές πηγές. Καθοριστικά συμβάλλουν ο τουρισμός, η λειτουργία του ναυπηγείου (αν και με μειωμένο συγκριτικά προσωπικό), η υψηλή πλέον αγροτική παραγωγή (κυρίως χάρη στην ύπαρξη δεκάδων θερμοκηπίων), η παρουσία πολλών δημόσιων υπηρεσιών (στη Σύρο υπάρχει πια μόνο ένας δήμος που προέκυψε από τη συνένωση των τριών καποδιστριακών του νησιού, ενώ είναι έδρα της Νομαρχίας Κυκλάδων, της Περιφέρειας Νότιου Αιγαίου που περιλαμβάνει τους νομούς Κυκλάδων και Δωδεκανήσου καθώς και του Εφετείου Αιγαίου) και η λειτουργία του τμήματος Μηχανικών Σχεδίασης Προϊόντων και Συστημάτων του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Επίσης η Σύρος είναι έδρα και του Διοικητικού Πρωτοδικείου Σύρου, το οποίο έχει στην κατά τόπον αρμοδιότητά του όλο το Νομό Κυκλάδων καθώς και το γειτονικό Νομό Σάμου (Σάμος, Ικαρία, Φούρνοι).


Η ζωή στην Ερμούπολη παραμένει ζωντανή καθ' όλη τη διάρκεια του χειμώνα και ελάχιστα είναι τα καταστήματα που μένουν ανοιχτά μόνο για την καλοκαιρινή περίοδο.

ΚΡΗΤΗ ΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ ΧΩΡΙΑ kritipoliskaixoria

Η Κρήτη στο ίντερνετ με πλούσιο φωτογραφικό υλικό, πολιτιστικά, λαογραφικά νέα και ιστορικά στοιχεία, Αφιερώματα αε πόλεις και χωριά της Κρήτης, αρχαιολογικούς χώρους, θρησκευτικά μνημεία, και Ανθρώπους

0 Comments:

Δημοσίευση σχολίου

.........