Ένας δημοφιλής αστικός μύθος που πλανάται επιμόνως, είναι ότι «το -άκης στα κρητικά επίθετα το επέβαλλαν οι Τούρκοι για να «μειώνουν» τους Κρητικούς». Καμία σχέση:
Επισήμως οι Οθωμανοί Τούρκοι δεν είχαν καν επώνυμα με την σημερινή έννοια, αλλά με την παλαιά έννοια, επώνυμα με διάρκεια μιας γενιάς, όπως π.χ τα αρχαία πατρώνυμα & τοπώνυμα, τα αναγραφόμενα πάνω στα όστρακα ψηφοφοριών της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, ή τα πατρωνυμικά, τα τοπωνυμικά, τα επαγγελματικά και τα παρωνυμικά επίθετα της Ελληνιστικής και της Βυζαντινής Περιόδου.
Μονάχα κατά τα τέλη του 19ου αι μ.Χ. που άρχισε η συστηματική καταγραφή επωνύμων για τους κατοίκους της μεγαλονήσου Κρήτης, έγινε κατάχρηση του -άκης, όχι πάντως περισσότερο απ'ότι τα -άτος, -άκος, -πούλος, -όγλου (=> -ίδης -άδης), -ίτσης (<=> -ιτσας, -ιτζας, -ιτζης), -έλης, -ούτσος κλπ, σε άλλες ελληνικές χώρες. Δηλαδή, όσον αφορά το -άκης, η χρήση του ως επώνυμο γενικεύτηκε στην Κρήτη, με την μετάλλαξη οικογενειακών επιθέτων στα δημόσια αρχεία της ύστερης Τουρκοκρατίας (1841-98) και της Κρητικής Πολιτείας ([1878 - 1889], [1896] 1898 - 1908 [1η Δεκέμβρη 1913]), π.χ:
- το «Αλέξανδρος» σε «Αλεξανδράκης»
- το «Αλυγίζος (<-- Aloysio, Αλοΐζιο, Αλοΐσιος)» σε «Αλυγιζάκης»
- το «Αμανές» σε «Αμανάκης»
- το «Απόστολος» σε «Αποστολάκης»
- το «Veniano» σε «Βενιανάκης»
- το «Βέργος» σε «Βεργάκης»
- το «Giacomo» σε «Γιακουμάκης»
- το «Γιαννικός» (<-- Ιωαννίτες;) σε «Γιαννικάκης»
- το «Δάνδολος» σε «Δανδουλάκης»
- το «Διαμαντής» σε «Διαμαντάκης»
- το «Δουρουντούς» σε «Δουρουντάκης»
- το «Ζαχάρης» σε «Ζαχαράκης»
- το «Θεόδωρος» σε «Θεοδωράκης»
- το «Ιερώνυμος» σε «Ιερωνυμάκης» και το «Geronimo» σε «Γερωνυμάκης»
- το «Καλόγερος» σε «Καλογεράκης»
- το «Καραντινός» σε «Καραντινάκης»
- το «Καρδάμης» σε «Καρδαμάκης»
- το «Καρπούζης» σε «Καρπουζάκης» (=> Τζένη Καρέζη)
- το «Κασάπης» (που στην Τουρκοκρατία αντικαθιστά το «μακέλης», και εξελίσσεται στο «χασάπης») σε «Κασαπάκης»
- το «Κορτσαλιός» ή «τω Κορτσαλιούδω» σε «Κορτσαλιουδάκης»
- το «Κουτσορίνης» σε «Κουτσορινάκης» (κουτσές=κομμένες ρίνες=μύτες, μπορούσαν ν'αποκτήσουν οι πολίτες κατά την διάρκεια του Βυζαντίου, ως αποτέλεσμα δικαστικής ποινής)
- το «Λαΐνης (<= λαγύνιον)» σε «Λαϊνάκης»
- το «Λαμπάθης» σε «Λαμπαθάκης»
- το «Λεμονής» σε «Λεμονάκης»
- το «Μακρής» σε «Μακράκης»
- το «Μανούσος (<-- Manuso)» σε «Μανουσάκης»
- το «Μαντονάνος (<-- Madonnano)» σε «Μαντωνανάκης»
- το «Μαράθης» σε «Μαραθάκης»
- το «Μαρίνος» σε «Μαρινάκης»
- το «Μαρούλης» σε «Μαρουλάκης»
- το «Μουσούρος» σε «Μουζουράκης»
- το «Μπάμιας» σε «Μπαμιάκης»
- το «τω Μπολιούδω» σε «Μπολιουδάκης» και σε «Βολουδάκης»
- το «Μπούρμπος» σε «Μπουρμπάκης»
- το «Νικολόζης» (Νικόλαος στα γεωργιανικά/καρτβελικά) σε «Νικολοζάκης»
- το «Ντουντούλος» σε «Ντουντουλάκης και Δουνδουλάκης»
- το «Ντούσος ή Ντούζος» σε «Ντουσάκης»
- το «Παπάς ή τω Παπάδω» σε «Παπαδάκης»
- το «Παπαδερός» σε «Παπαδεράκης»
- το «Πάτερος» σε «Πατεράκης»
- το «Περιβολάρης (= κηπουρός)» σε «Περβολαράκης»
- το «Πέτρος» σε «Πετράκης»
- το «Ραΐσης (ραΐς/ρεΐς = πλοίαρχος, καπετάνιος καραβιού)» σε «Ραϊσάκης»
- το «Ρόκας» σε «Ροκάκης»
- το «Ροσμαρής (είτε εκ του ροσμαρί = δεντρολίβανον, είτε από Φραγκολεβαντίνα πριγκίπισσα)» σε «Ροσμαράκης»
- το «Σημαντήρης [-ιος]» σε «Σημαντηράκης» και «Σημανδηράκης»
- το «Τζουγανός» (ο παίκτης στο πόλο επί χόρτου, σύμφωνα με την μεσαιωνική ονομασία του, τζυγάνι[ον].) σε «Τζουγανάκης»
- το «Τρίποδας» (ευνοήτως προικισμένος) σε «Τριποδάκης»
- το «τω Φραγκιαδώ» σε «Φραγκιαδάκης»
- το «Φραντζέσκα» ή «Φραντζέσκος» σε «Φραντζεσκάκης»
- το «Φρυδάς» σε «Φρουδάκης»
- το «Χαβαλές» σε «Χαβαλεδάκης»
- το «Χριστόδουλος» σε «Χριστοδουλάκης»
- το «τω Χριστούλω» σε «Χριστουλάκης»
Βέβαια, η φυτική ετυμολογία του «Ροσμαράκης» είναι λίγο αμφίβολη, λόγω του ότι υφίστανται επώνυμα, όπως π.χ. Τζινεβράκης, Τερεζάκης, Ροσμαράκης, Μανδελενάκης, Μαρνελάκης και Ζαμπετάκης, που προέρχονται από τα ονόματα γυναικών αποίκων από την Δύση (ενδεχομένως αριστοκρατισσών που όμως άφησαν ημίαιμους απογόνους στο δουκάτο της Κρήτης), αντίστοιχα:
- Τζινέβρα <-- εκ της ιταλικής απόδοσης της λατινικής ονομασίας του δένδρου άρκευθος. Ως όνομα, συνώνυμο των Γενοβέφα, Γενεύη, και Ζενεβιέβ/Γενεβιέβη.
Τερέζα <-- Θηρεσία
Ροσμαρή <-- Ροζ Μαρί, Ροδώ Μαρία
Μαντελέν <-- Μαρί Μαντλέν <-- Μαρία Μανταλένα <-- Μαρία Μαγδαληνή
Μαρνέλα <-- Μαρινέλλα <-- Μαρίνα
Ζαμπέτα <-- Ελιζαμπέτα <-- Ελίζαμπετ <-- (Ελισσάμπεθ <= οίκος Ελίσσας, από τις λαλιές της Δυτικής Σημιτικής Ομογλωσσίας).
Σε κάποιες περιοχές της Μεγαλονήσου, π.χ στα χωριά των Ριζών (στους βόρειους πρόποδες των Λευκών Ορέων, στο νομό Χανίων, εξού και ριζίτες & ριζίτικα), την επαρχία Σφακίων, τον ορεινό τομέα του νομού Ρεθύμνης, σημειώθηκε αντίδραση ενάντια στην επίσημη καταχώρηση των επωνύμων με καταλήξεις -άκης, επειδή είχε διατηρηθεί στη συλλογική μνήμη ότι το να μεταδίδεται το επώνυμο απαράλλακτο, και χωρίς υποκοριστικά, από τον πατέρα στα παιδιά, αποτελεί χαρακτηριστικό αριστοκρατικής καταγωγής, ήτοι ευγενείας, από την εποχή των αυτοκρατόρων.
Οπότε, με νωπό στην συλλογική μνήμη το κύρος των Αρχοντορωμαίων, οι κάτοικοι συγκεκριμένων περιοχών αντιστάθηκαν μαζικά στην ομογενοποίηση του -άκης, που έφερναν οι καλαμαράδες, κυρίως κατά την εποχή της Κρητικής Πολιτείας ([1878 - 1889], [1896] 1898 - 1908 [1η Δεκέμβρη 1913]).
Πάντως, εμφανίζονται και Μουσουλμάνοι με επώνυμα που καταλήγουν με το ίδιο υποκοριστικό, ιδίως όταν αυτοί είναι και ελληνόφωνοι [Ρωμιοί], αν και μερικές φορές η κατάληξη -άκης απλώς αποτελεί σύμπτωση, όπως στην περίπτωση του Αθηναίου βοεβόδα που έχτισε τζαμί και τεκκέ, «μοναστηράκι», στο Μοναστηράκι τον 18ο αι. Είναι ο Μουσταφά Αγά Τζισταράκης/Τζισδαράκης, το επώνυμο του οποίου αποτελεί ελληνική απόδοση του Cizderiye.
Όντας ελληνόφωνοι άπαντες, πολλοί Μουσουλμάνοι Κρητικοί επίσης αναπτύσσουν παρατσούκλια κι επώνυμα με -άκης. Πρωιμότερο παράδειγμα υπήρξε ο περιβόητος Ιμπραήμ Αληδάκης, αγάς με ζηλευτό κονάκι στο Μπρόσνερο, από τον 18ο αι.
Όμως εμφανίζονται και άλλοι Κιριτλήδες με -άκης, με μερικούς από αυτούς να τα διατηρούν επίσημα μέχρι σήμερα, π.χ στην Κω και την Ρόδο:
- Δελημπασάκης (ντελί μπασί = επικεφαλής των "τρελών", οθωμανικού σώματος ατάκτων)
- Μεϊμαράκης (μεϊμάρ = αρχιτέκτονας)
- Μεϊντανάκης (μεϊντάνι = πλατεία)
- Μπουρινάκης
- Πιστολάκης,
- Προββατάκης,
- Τσαουσάκης (τσαούς = λοχίας)
- Χαϊδαράκης
- Δελημπασάκης (ντελί μπασί = επικεφαλής των "τρελών", οθωμανικού σώματος ατάκτων)
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου