Ο Έρνεστ Μίλλερ Χέμινγουεϊ (Ernest Miller Hemingway, 21 Ιουλίου 1899 – 2 Ιουλίου 1961) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, γνωστός ακόμα και για το δημοσιογραφικό του έργο, με ζωή περιπετειώδη και πολυτάραχη όσο αποτυπώνεται στα βιβλία του.
Αποτέλεσε μέλος της αποκαλούμενης «Χαμένης Γενιάς» (Lost Generation) των Αμερικανών λογοτεχνών στο Παρίσι, στις δεκαετίες του 1920 και του 1930.
Ανάμεσα στα πιο γνωστά έργα του συγκαταλέγονται
Ο Γέρος και η Θάλασσα, Για ποιον χτυπά η καμπάνα και ο Αποχαιρετισμός στα όπλα. Το 1953 τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ, ενώ τον επόμενο χρόνο βραβεύθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αγάπησε με πάθος τις ταυρομαχίες, το κυνήγι, τα ταξίδια (εργάστηκε ως πολεμικός ανταποκριτής) και τις γυναίκες (έκανε τέσσερις γάμους)
Ο Χέμινγουεϊ γεννήθηκε το 1899 στο Όουκ Παρκ του Ιλλινόις, κοντά στην πόλη του Σικάγου, αποτελώντας τον πρώτο γιο — και δεύτερο από τα συνολικά έξι παιδιά — του Κλάρενς Έντμοντς Χέμινγουεϊ και της Γκρέις Χωλ. Είχε συνολικά τέσσερις αδελφές και έναν αδελφό, ενώ έλαβε τα ονόματά του από τον παππού του Έρνεστ Χωλ και τον θείο του Μίλλερ Χωλ. Η μητέρα του διέθετε ιδιαίτερη κλίση στο τραγούδι και στο παρελθόν είχε πραγματοποιήσει καριέρα στην όπερα διδάσκοντας παράλληλα μουσική και τραγούδι.
Ο πατέρας του ήταν γιατρός, αλλά και ερασιτέχνης ψαράς και κυνηγός, μεταδίδοντας στον Χέμινγουεϊ τη φυσιολατρία και το ενδιαφέρον για τον αθλητισμό. Το Όουκ Παρκ, στο οποίο μεγάλωσε, αποτελούσε μία συντηρητική πόλη, την οποία ο ίδιος αποκάλεσε αργότερα ως πόλη με «ανοιχτές αυλές και στενά μυαλά», ενώ ανατράφηκε σύμφωνα με την παράδοση, σε ένα έντονα θρησκευτικό περιβάλλον.
Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του σπουδών, ο Χέμινγουεϊ διακρίθηκε για τις επιδόσεις του όχι μόνο στα γράμματα (ειδικότερα στη φιλολογία) αλλά και στα αθλήματα του μποξ και του αμερικάνικου ποδοσφαίρου. Παράλληλα, έγραψε τα πρώτα του άρθρα στην εφημερίδα Trapeze καθώς και στο λογοτεχνικό περιοδικό Tabula του γυμνασίου του.
Αποφοιτώντας, δεν συνέχισε τις σπουδές του σε κάποιο κολέγιο, αλλά ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος, το 1917, στην εφημερίδα The Kansas City Star, θέση στην οποία τελικά παρέμεινε για μόλις έξι μήνες. Κατά την σύντομη παραμονή του, ο ίδιος έγραψε πως έμαθε τους καλύτερους κανόνες συγγραφής, αναφερόμενος προφανώς στις οδηγίες προς τους δημοσιογράφους, για σύντομες προτάσεις και παραγράφους, ενεργητικά ρήματα και αυθεντικότητα στη γραφή.
Σε ηλικία δεκαοχτώ ετών, ο Χέμινγουεϊ, μετά από προτροπή του πατέρα του, προσπάθησε να καταταχθεί στον Αμερικανικό στρατό για να λάβει μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Τελικά απορρίφθηκε, πιθανώς εξαιτίας προβλήματος όρασης στο αριστερό του μάτι, ωστόσο δεν έχει διασωθεί ιατρικό αρχείο που να επιβεβαιώνει τον λόγο για τον οποίο απορρίφθηκε.
Παρά την αδυναμία του να καταταγεί στον στρατό, τον Δεκέμβριο του 1917, έγινε δεκτός ως εθελοντής οδηγός ασθενοφόρου του Ερυθρού Σταυρού και αφού αποχώρησε από την εφημερίδα όπου εργαζόταν, τον Απρίλιο του 1918 αναχώρησε για το ιταλικό μέτωπο. Αρχικά επισκέφτηκε το Παρίσι και στη συνέχεια ταξιδεψε στο Μιλάνο στις αρχές Ιουνίου, όταν και έλαβε τις πρώτες διαταγές.
Σύντομα ήρθε σε επαφή με την τραγικότητα και τις βαρβαρότητες του πολέμου, ως οδηγός ασθενοφόρου και έχοντας ως αποστολή την περισυλλογή πτωμάτων. Λίγες εβδομάδες μετά την άφιξή του στην Ιταλία, στις 8 Ιουλίου 1918, ο Χέμινγουεϊ τραυματίστηκε σοβαρά από θραύσματα όλμου, ενώ μετέφερε εφόδια στους στρατιώτες, επιζώντας από καθαρή τύχη, αφού λειτούργησε ως ασπίδα το σώμα Ιταλού στρατιώτη, που βρισκόταν μπροστά του και πέθανε ακαριαία.
Η ταυτότητα του στρατιώτη (Fedele Temperini, 26 ετών), που συνέβαλε άθελά του στην επιβίωση του συγγραφέα εξακριβώθηκε μόλις το 2019 μετά από έρευνα δύο Ιταλών, ενός βιογράφου και ενός ιστορικού
Μετά το πέρας του πολέμου ο Χέμινγουεϊ παρασημοφορήθηκε από το ιταλικό κράτος για την ανδρεία του. Οι εμπειρίες του στο μέτωπο, η ανάρρωσή του σε νοσοκομείο του Μιλάνου μετά τον τραυματισμό του, καθώς και η σχέση που ανέπτυξε με την εθελόντρια νοσοκόμα Άγκνες φον Κουρόφσκι αποτέλεσαν υλικό για το μεταγενέστερο μυθιστόρημά του Αποχαιρετισμός στα όπλα. Η αποτυχία του ειδυλλίου του με την Άγκνες τού προκάλεσε ένα βαρύ ψυχικό τραύμα που τον επηρέασε πολύ στη μετέπειτα ζωή του.
Με τη λήξη του πολέμου, ο Χέμινγουεϊ επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Όουκ Παρκ. Το 1920 άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος και ανταποκριτής της εφημερίδας Toronto Star Weekly του Τορόντο.
Τον επόμενο χρόνο νυμφεύθηκε τη Χάντλυ Ρίτσαρντσον και για ένα διάστημα έζησαν στο Παρίσι, όπου ο Χέμινγουεϊ γνώρισε αρκετούς λογοτέχνες, ενώ συνδέθηκε φιλικά με τον Σκοτ Φιτζέραλντ, τον Έζρα Πάουντ και τον Τζαίημς Τζόυς. Κάλυψε δημοσιογραφικά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο με σημαντικές ανταποκρίσεις για την καταστροφή της Σμύρνης και την ανταλλαγή πληθυσμών στη Θράκη.
Παράλληλα, το 1923 ολοκλήρωσε και το πρώτο του βιβλίο, με τίτλο Τρία διηγήματα και δέκα ποιήματα (Three Stories and Ten Poems), το οποίο εκδόθηκε στο Παρίσι από τον Ρόμπερτ Μακάλμον (Robert McAlmon).
Την ίδια χρονιά ο Χέμινγουεϊ επέστρεψε για σύντομο χρονικό διάστημα στην Αμερική λόγω της εγκυμοσύνης της συζύγου του και προκειμένου να γεννηθεί εκεί ο γιος τους υπό καλύτερες συνθήκες.
Την περίοδο αυτή εργάστηκε στην εφημερίδα Toronto Daily Star ενώ παραιτήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1924 προκειμένου να επιστρέψει οικογενειακώς στο Παρίσι.
Μετά από σχετική σύσταση του Έζρα Πάουντ, ο Φορντ Μάντοξ Φορντ δημοσίευσε διηγήματα του Χέμινγουεϊ στο λογοτεχνικό περιοδικό Transatlantic Review.
Την περίοδο 1925-1929 ολοκλήρωσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, μεταξύ των οποίων η συλλογή διηγημάτων του Στον καιρό μας (In Our Time), το μυθιστόρημα
Ο Ήλιος ανατέλλει ξανά (The Sun Also Rises), η συλλογή Άνδρες χωρίς γυναίκες (Men Without Women) και ο Αποχαιρετισμός στα όπλα (A Farewell to Arms, 1929), έργο με το οποίο γνώρισε και σημαντική αναγνώριση και εμπορική επιτυχία. Γνωρίστηκε επίσης με την Γερτρούδη Στάιν, η οποία τον εισήγαγε στον κύκλο των καλλιτεχνών με επίκεντρο την Μονμάρτρη και ειδικότερα τη λογοτεχνική «Χαμένη Γενιά» (Lost Generation) των εξόριστων Αμερικανών συγγραφέων του Παρισιού.
Το 1927 χώρισε με την Χάντλυ Ρίτσαρντσον, νυμφεύθηκε για δεύτερη φορά την Αμερικανίδα Πωλίν Φάιφερ, ανταποκρίτρια μόδας για τα περιοδικά Vanity Fair και Vogue, και μαζί εγκαταστάθηκαν τον επόμενο χρόνο στo Κη Γουέστ της Φλόριντα, τόπο που αποτέλεσε μία σταθερή βάση για τον Χέμινγουεϊ τα επόμενα χρόνια.
Στις 28 Ιουνίου απέκτησε τον δεύτερο γιο του, τον Πάτρικ ενώ τον Δεκέμβριο του 1928 σημειώθηκε η αυτοκτονία του πατέρα του, ο οποίος αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, καθώς και προβλήματα υγείας. Η δημοσίευση του Αποχαιρετισμός στα Όπλα στις 27 Σεπτεμβρίου 1929, του προσέφερε σημαντική λογοτεχνική και εμπορική αναγνώριση.
Το 1932 εκδόθηκε ο Θάνατος στο απομεσήμερο (Death in the Afternoon), έργο στο οποίο ο Χέμινγουεϊ διαπραγματεύθηκε την ταυρομαχία, τόσο εγκυκλοπαιδικά όσο και με αναφορές στη μεταφυσική και θρησκευτική της διάσταση. Υπήρξε θαυμαστής των ταυρομαχιών ήδη από το 1925, μετά από ταξίδια του στην Ισπανία
Το καλοκαίρι του 1933 ταξίδεψε στην Αφρική όπου συμμετείχε σε σαφάρι για διάστημα περίπου τριών μηνών. Οι εμπειρίες του αποτέλεσαν υλικό για το μυθιστόρημα
Οι Πράσινοι Λόφοι της Αφρικής (Green Hills of Africa) που εκδόθηκε το 1935. Τον Μάρτιο του 1937 ο Χέμινγουεϊ ταξίδεψε στην Ισπανία προκειμένου να καλύψει δημοσιογραφικά τον ισπανικό εμφύλιο. Την περίοδο αυτή ανέπτυξε παράλληλα σχέση με την Μάρθα Γκέλχορν, η οποία επίσης κάλυπτε τον πόλεμο, γεγονός που οδήγησε σε ένα δεύτερο διαζύγιο το 1940 και σε έναν τρίτο γάμο του με την Γκέλχορν, λίγες εβδομάδες αργότερα.
Μετά τον τρίτο του γάμο, ο Χέμινγουεϊ εγκαταστάθηκε στην Κούβα, στη βίλα Φίνκα Βίχια (Finca Vigia), κοντά στην Αβάνα. Το συγκεκριμένο σπίτι, αποτέλεσε το πρώτο που αγόρασε ο ίδιος ο Χέμινγουεϊ, έναντι 18.500 δολαρίων. Είχε παλαιότερα ξαναταξιδέψει στην Κούβα, το 1928, και το νησί θα αποτελούσε την βάση του σχεδόν μέχρι τον θάνατό του. Κατά την εποχή που ξέσπασε ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος αρθρογραφεί υπέρ της Δημοκρατίας και ενεργοποιείται γύρω από ομάδες συμπαθούντων που στέλνουν βοήθεια στα δημοκρατικά κυβερνητικά στρατεύματα.
Ο ίδιος αποφασίζει να πάρει μέρος στις πολεμικές ανταποκρίσεις στο μέτωπο της Αραγωνίας, όπως και γύρω από την πολιορκημένη από τα στρατεύματα του Φράνκο, Μαδρίτη.
Το ξενοδοχείο Φλόριντα στη Μαδρίτη στο οποίο έμενε, συγκέντρωνε τους πιο γνωστούς Αμερικανούς εθελοντές στον πόλεμο, τους οποίους γνώριζε προσωπικά και ήταν φίλος τους, όπως ο Ρόμπερτ Μέρριμαν, αρχηγός των αμερικανικών εθελοντικών ταξιαρχιών και ο άσος πιλότος Φρανκ Γκλάσκοου Τίνκερ, υποσμηναγός της Δημοκρατικής Αεροπορίας.
Στις ανταποκρίσεις του από την Ισπανία υπάρχουν προσωπικοί διάλογοι με αυτούς, ακόμα και ποιήματα αφιερωμένα στους νεκρούς του φίλους.
Οι εμπειρίες του αυτές αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για το μυθιστόρημα Για ποιον χτυπά η καμπάνα, το οποίο ολοκλήρωσε στην Κούβα τον Ιούλιο του 1940. Το βιβλίο αναγνωρίζεται σήμερα ως ένα από τα σημαντικότερα έργα του Χέμινγουεϊ και όταν εκδόθηκε είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία, λαμβάνοντας και πολύ θετικές κριτικές.
Πρόσωπα έμπνευσης για τους πρωταγωνιστές του έργου αυτού ήταν, και με τα ίδια ακριβώς ονόματα, το ζευγάρι Ρόμπερτ και Μάριον Μέρριμαν. Ο Ρόμπερτ του έργου όπως και ο αληθινός Ρόμπερτ Μέρριμαν, και η Μάριον, θα πέσουν μαχόμενοι στην Ισπανία για το καθήκον, όπως αυτοί είχαν ορίσει στον εαυτό τους.
Μετά τη συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών στον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ο Χέμινγουεϊ οργάνωσε μία επιχείρηση ανακάλυψης γερμανικών υποβρυχίων στις ακτές της Κούβας και των ΗΠΑ. Συγκέντρωσε αρκετούς φίλους και γνωστούς του, ενώ παράλληλα εξόπλισε κατάλληλα το αλιευτικό του σκάφος (γνωστό και ως Pilar). Ονόμασε την οργάνωση αυτή Crook Factory, ωστόσο δεν είχε κανένα αποτέλεσμα.
Σύμφωνα με τη σύζυγό του Μάρθα, το εγχείρημα του Χέμινγουεϊ αποτελούσε δικαιολογία ώστε να αποφύγει μία πραγματική δημοσιογραφική αποστολή αλλά και για να διασκεδάσει με τους φίλους του.
Την άνοιξη του 1944, ο Χέμινγουεϊ αποφάσισε τελικά να ταξιδέψει στην Ευρώπη για τη δημοσιογραφική κάλυψη του πολέμου, με πρώτο σταθμό το Λονδίνο. Στο διάστημα αυτό, επήλθε ρήξη στη σχέση με τη σύζυγό του ενώ παράλληλα γνώρισε τη δημοσιογράφο του περιοδικού Time Μαίρη Γουέλς, με την οποία παντρεύτηκαν τελικά (συνολικά για τέταρτη φορά) το 1946. Ο Χέμινγουεϊ επέστρεψε στην Αμερική τον Μάρτιο του ίδιου έτους, μετά τη λήξη του πολέμου.
Αμέσως μετά τη θερμή υποδοχή της νουβέλας, ταξίδεψε αρχικά στην Ισπανία και αργότερα στην Αφρική. Επί αφρικανικού εδάφους, συμμετείχε σε δύο αεροπορικά ατυχήματα τα οποία τού προκάλεσαν σοβαρούς τραυματισμούς. Ενδεικτικό της σοβαρότητάς τους είναι το γεγονός πως αφού επέστρεψε στην Κούβα, του στάθηκε αδύνατο να παραστεί στην απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας, η οποία έλαβε χώρα στις 28 Οκτωβρίου του 1954. Αντ' αυτού, απέστειλε ένα γράμμα, το οποίο διάβασε ο Αμερικανός πρεσβευτής στη Σουηδία, Τζον Κάμποτ, ανακοινώνοντας την αποδοχή του βραβείου εκ μέρους του συγγραφέα.
Αποπειράθηκε για πρώτη φορά να αυτοκτονήσει την άνοιξη του 1961, και τελικά στις 2 Ιουλίου αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι με κυνηγετικό όπλο, λίγες ημέρες πριν τα εξηκοστά δεύτερα γενέθλιά του. Ο τάφος του βρίσκεται σήμερα στο καθολικό νεκροταφείο του Κέτσαμ.
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου