Η ανάγκη να έχω φωνή με πήγε στον κινηματογράφο … την τέχνη που είναι η πιο θορυβώδης, η πιο λαϊκή από όλες τις τέχνες. Με γοήτευε η οικουμενικότητα και η αμεσότητα του κινηματογράφου …
(Ν.Κ.)
Ναι, είχε μεγαλώσει. Ναι, ας πούμε ήταν η ώρα του. Έζησε, παρά κάτι, έναν αιώνα. Έζησε όλον αυτό τον δύσκολο, γεμάτο προβλήματα, κοινωνικά και πολιτικά, αιώνα. Έζησε για να γνωρίσει και τη βία και την απειλή του θανάτου μέσα στο ίδιο του το σπίτι, από ληστές μπουκαδόρους. Ποιος; Αυτός που πολέμησε και εξορίστηκε και επέζησε σε μια Ελλάδα μίζερη, μετεμφυλιακή, φτωχή και ποικιλοτρόπως συμπλεγματική.
Ο Νίκος Κούνδουρος σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην ΑΣΚΤ, πολέμησε στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, έφαγε τρεις σφαίρες στο σώμα του, εξορίστηκε στη Μακρόνησο και μετά ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο, γιατί ο κινηματογράφος έδινε λύση στην αγωνία του για έκφραση.
Ο ωραίος σαν Άδωνις, ο καταδεκτικός, ο καλλιτέχνης που τόλμησε να δείξει στις ταινίες του μια άλλη Ελλάδα, πέρα από εκείνη που είχαμε γνωρίσει, γλυκιά και ζαχαρωμένη, στον μελοδραματικό ή κωμικό κινηματογράφο της νιότης μας.
Ο Νίκος Κούνδουρος έβαλε την κάμερα στα σπλάχνα της Ελλάδας για να μας δείξει και τη σκοτεινή της εκδοχή. Η Μαγική πόλη του, το 1954, ήταν μια άθλια φτωχογειτονιά που της έγινε η τιμή να συμμετάσχει επισήμως στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Οι Παράνοµοι, το 1958, βρήκαν πολλά εμπόδια.
Η λογοκρισία απέρριψε την ταινία. Στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, όμως, το 1959, σχολιάστηκε εξαιρετικώς θετικά και τον επόμενο χρόνο προβλήθηκε και από το ΒΒC. Στην Ελλάδα την είδαν μόνο οι σινεφίλ πενήντα χρόνια μετά. Η ταινία αυτή έγινε γιατί ο Κούνδουρος ήθελε να αποτίσει «φόρο τιμής στον αντάρτη των βουνών, στον ταπεινωμένο, στον εξευτελισμένο, στον αγνοημένο, στην καλύτερη περίπτωση, Έλληνα, που κράτησε ψηλά τη Ρωμιοσύνη».
Στο Ποτάµι, το 1959, καταγγέλλει τον πόλεμο. Οι πολυβραβευμένες το 1963 (στη Θεσσαλονίκη και στο Βερολίνο) Μικρές Αφροδίτες μάς ταξιδεύουν στον βουκολικό μύθο, στην ερωτική αθωότητα και τη βίαιη ενηλικίωση. Το Βόρτεξ ή το πρόσωπο της Μέδουσας, το 1970, μας σοκάρει με την τολμηρότητά του. Το 1978, η ταινία με τίτλο μια χρονολογία –1922– ζωντανεύει τη μεγαλύτερη συμφορά που γνώρισε ο σύγχρονος Ελληνισμός στη Μικρά Ασία. Τ
ο Μπορντέλο το 1984 είναι ένα αισθητικό και συγχρόνως πολιτικό-κοινωνικό αριστούργημα. Το Μπάιρον: µπαλάντα ενός δαιµονισµένου, το 1992, είναι η άλλη ματιά πάνω στον Άγγλο ήρωα, πίσω από τη λάμψη του μύθου του. Τα Τραγούδια της φωτιάς, το 1975, είναι ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τις συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη στο Στάδιο Καραϊσκάκη και του Γιάννη Μαρκόπουλου στο γήπεδο του Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, αμέσως μετά την πτώση της Χούντας, όταν έβραζε η ψυχή της Ελλάδας από τα βασανιστήρια του λαού της.
Οι Φωτογράφοι, το 1998, μια ταινία γεμάτη από μίσος και θάνατο, με έναν αρχηγό επαναστατών που μιλάει σαν Κρέων και μια κοπέλα που μιλάει σαν Αντιγόνη. Τέλος, στο Ένα πλοίο για την Παλαιστίνη, το 2011, όπου χειρίζεται με το ίδιο εξαγριωμένο ήθος των ηρώων το γνωστό θέμα που καίει στην περιοχή.
Η κάμερά του ασχολήθηκε και με το ντοκιμαντέρ: Ιφιγένεια εν Ταύροις το 1991, Αντιγόνη το 1994 και Ελληνιστί Κύπρος (1974). Έγραψε οχτώ βιβλία στα οποία εξέθεσε απόψεις, διευκρίνισε σκέψεις, ανέλυσε διαθέσεις, μυθοποίησε ή απομυθοποίησε πρόσωπα και πράγματα και έδωσε συνεντεύξεις, όπου μίλησε για τη ζωή και την τέχνη του ή αλλιώς για την άγρια όψη της ζωής, όπως τη συνέλαβε η κάμερά του.
Άφησα τελευταία την ταινία Ο δράκος, ταινία του 1956, η οποία ακούγεται περισσότερο από όλες τις άλλες, γιατί σήμερα πλέον θεωρείται από τις καλύτερες του ελληνικού κινηματογράφου.
Στην εποχή της όμως δημιούργησε δυσάρεστη έκπληξη, ίσως επειδή το κοινό και οι κριτές δεν ήταν συνηθισμένοι παρά σε καλούς και ωραίους ήρωες και ηθικοδιδακτικό περιεχόμενο. Επιπλέον, ο περιθωριακός κόσμος ενοχλούσε τον καθωσπρεπισμό των θεατών.
Μεταφέρω εδώ, αδρομερώς, μερικά από τα σχόλια του τύπου της εποχής. Ο Αχιλλέας Μαµάκης, μεταξύ άλλων, έγραψε στην εφημερίδα Έθνος ότι είναι «µια κακή ταινία, ψεύτικη», µε «πλαστογραφημένο υπόκοσμο», και ότι ο δημιουργός της έχει «αρρωστημένη φαντασία».
Ο Κώστας Σταµατίου, στην εφημερίδα Αυγή, θεώρησε την ταινία «αίσχος για τη χώρα µας», «αποθέωση του µπουζουκιού, του υποκόσμου, του σαλταδορισµού». Υπάρχουν όμως και κρίσεις άλλες, όπως αυτή του Γάλλου Ουισµάνς που επαινεί την ταινία και ειδικά τον πρωταγωνιστή της Ντίνο Ηλιόπουλο ως «µεγάλον ηθοποιόν», τη µουσική του Μάνου Χατζιδάκι, τους «γυναικείους και ανδρικούς χορούς».
Ο Μάριος Πλωρίτης στην εφημερίδα Ελευθερία έγραψε ότι η ταινία αψήφησε «τη νωχέλεια του κινηματογραφικού θεατή» και ότι ο Κούνδουρος οδήγησε τον κινηματογράφο «από τον παιδισμό στην ωριμότητα».
Σκέφτομαι πόσο μπροστά από την εποχή του ήταν ο Κούνδουρος, όταν έπλαθε έναν ήρωα που θυσίασε και τη ζωή ακόμα για να μη στερηθεί την πλαστογραφημένη του προσωπικότητα.
Γιατί ο Κούνδουρος μας έδωσε τον Δράκο για να μας δείξει τι κάνει ένας κακομοίρης που θέλει να γίνει έστω και για λίγο «κάποιος». Τότε που δεν υπήρχε ακόμα το δημόσιο εξομολογητήριο, η τηλεόραση, όπου κανείς δεν ντρέπεται να βγάλει τα άπλυτά του και τις ντροπές του στη φόρα, αρκεί να τον αναγνωρίζει την άλλη μέρα ο «μπακάλης» του, όπως λέει ο Ουμπέρτο Έκο (Χρονικά μιας ρευστής κοινωνίας, εκδόσεις Ψυχογιός), επειδή δεν υπάρχει πλέον Θεός για να τον ακούσει, επειδή το φαίνεσθαι είναι σημαντικότερο από το είναι και την υπόληψη, επειδή είναι ωραίο να είσαι διάσημος και ας είσαι δολοφόνος, κλέφτης, πόρνος, Δράκος, επειδή δεν είναι απαραίτητο να είσαι διάσημος για κάποιο σοβαρό λόγο ή σημαντική προσφορά στην τέχνη, στην επιστήμη, στη φιλανθρωπία (επανέρχομαι στον Έκο), αρκεί να είσαι «ξεγάνωτος ντενεκές».
Στον νου μου έρχεται η ταινία του Ακίρα Κουροσάβα Καγκεµούσα (Ο σωσίας), εκείνος όμως ήταν «βασιλιάς». Έτσι, λοιπόν, ο Κούνδουρος στον Δράκο προείδε τον καημό του κάθε καημένου, στο άμεσο μέλλον. Όπως και μέσα από κάθε θέμα διαπέρασε και όλο τον ιστορικό χρόνο για να συνδέει κάθε φορά τα πάντα με τις ρίζες τους.
Αντίγραφα ταινιών του, σήμερα, βρίσκονται στο Ευρωπαϊκό Μουσείο Κινηματογράφου, στη Γαλλική Ταινιοθήκη, καθώς και στο Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης.
Δύσκολα συμβιβάζεται κανείς με τις απώλειες. Και ο Κούνδουρος είναι μεγάλη απώλεια. Μας μένουν για παρηγοριά οι ταινίες του, τόσο επίκαιρες και με τόση αλήθεια· την αλήθεια που έχουν τα εφιαλτικά, αρκετές φορές, πλάνα του, οι ήρωές του με τα σαν καρτούν σκληρά πρόσωπα, όπως και οι άλλοι με τα λευκά λινά κοστούμια τους απέξω και τη μαύρη ψυχή από μέσα. Μας μένει να ξαναδιαβάσουμε τα βιβλία του, να τον ξαναδούμε στο ίντερνετ και να φανταστούμε τη φωνή του σαν να μας μιλάει.
Η τέχνη έχει το μέγα καλό. Σώζει στον αιώνα τον δημιουργό και το έργο του και αυτή είναι μια μορφή αθανασίας.
πηγη
πηγη
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου