Μια από τις μεγάλες μορφές της ιστορίας της φωτογραφίας, η Ελλη Σουγιουτζόγλου-Σεραϊδάρη, η φωτογράφος Nelly’s όπως ήταν γνωστή
Ορισμένες από τις γνωστότερες φωτογραφίες της Nelly’s έχουν σαν θέμα τους την Κρήτη και τους Κρητικούς. Ενα σύντομο χρονικό για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τα στιγμιότυπα αποτυπώθηκαν, στα δύο ταξίδια της καλλιτέχνιδας στο νησί, το 1927 και το 1939, εξιστορεί η ίδια στο εξαιρετικό λεύκωμα «Πρόσωπα της Κρήτης» που έχει κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Νήσος».
"Οταν πρωτοήρθα στην Ελλάδα ήθελα πολύ να γνωρίσω τον τόπο, που μόνο από τα βιβλία τον ήξερα, και ιδίως την ύπαιθρο, αλλά και να φωτογραφίσω εκτός του στούντιο. Ετσι σηκώθηκα μόνη μου και πήγα το 1927 στην Κρήτη.
Θυμάμαι που συνήντησα στο καράβι τον κύριο Λαμπράκη, τον εκδότη, που καθότανε στο ίδιο κτίριο όπου έμενα κι εγώ και τον ήξερα και ο οποίος με υποστήριξε ιδιαίτερα από τις εφημερίδες του. Συναντηθήκαμε λοιπόν και όπως με είδαν ντυμένη με γκέτες, γέλασαν με την παρέα του. Αλλά εγώ δεν έδινα καμία σημασία γιατί ήθελα να είμαι βολικιά και δεν μ' ένοιαζε.
Στο Ηράκλειο νοίκιασα μια σακαράκα με οδηγό. Είχα ένα σχέδιο από πριν και γύριζα στα χωριά φωτογραφίζοντας. Δεν θα ξεχάσω σ' ένα μέρος που είχε μαργαρίτες τόσο υψηλές που το μπόι μου το σκέπαζαν. Φωτογράφισα τα αρχαία στην Κνωσσό, στην Αγία Τριάδα. Πήγα και στο Ρέθυμνο. Συνολικά θα έμεινα καμμιά δεκαριά μέρες τότε στην Κρήτη. Χρησιμοποιούσα μια μηχανή Uvel με φυσούνα, που άλλαζε φακούς και έπαιρνε πλάκες και φιλμ. Είχα και μια Rolleiflex.
ΧΩΡΙΟ ΡΟΔΙΑ - ΝΟΜΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ |
Οταν γύρισα, ένα μέρος από αυτές τις φωτογραφίες τυπώθηκε στα περιοδικά του Τουρισμού.
Μετά από δώδεκα χρόνια το 1939, ο Τουρισμός, που έβγαζε διαφημιστικά βιβλία για όλα τα μέρη της Ελλάδος με δικές μου κυρίως φωτογραφίες, μ' έστειλε πάλι στην Κρήτη για να κάνω τις φωτογραφίες ενός βιβλίου για το νησί. Υπεύθυνος για την σύνταξη των εντύπων αυτών ήταν ο Τάκης Μπαρλάς και καλλιτεχνικός διευθυντής ο ζωγράφος Γεώργιος Γέροντας.
Αυτή τη φορά πήγαμε με τον άντρα μου, και με γράμματα του Υπουργείου Τουρισμού. Βρήκα τον Δήμαρχο Ηρακλείου και του είπα πως θέλω να πάω στα διάφορα χωριά. "Ευχαρίστως θα σας βοηθήσω για τα άλλα μέρη" είπε ο Δήμαρχος "αλλά στα Σφακιά δεν σας συμβουλεύω να πάτε, γιατί οι άνθρωποι εκεί είναι άγριοι και μπορεί να μην δεχτούν να τους φωτογραφίσετε".
Εγώ του είπα οτι είχα πρόγραμμα καθορισμένο από τον Τουρισμό και θέλω να πάω. Νοικιάσαμε ένα μεγάλο αυτοκίνητο με οδηγό. Ο Δήμαρχος μου έδωσε μαζί τον πρόεδρο του Ορειβατικού και τον Γραμματέα της Δημαρχίας που ήξεραν τα βουνά. Είχα μαζί μου τις παλιές μου μηχανές και την Contax.
Φτάσαμε στα Σφακιά στο φυλάκιο της Χωροφυλακής. "Κυρά μου" είπαν οι χωροφύλακες "δεν σας έχουν πει εδώ τι γίνεται; Εμείς δεν μπορούμε να ανακατευτούμε. Αυτοί εδώ κάνουν οτι θέλουν". Κυκλοφορούσε και ο φυγόδικος ανηψιός του Καπετάν Μάντακα στα βουνά. Τότε, λέω εγώ, θα πάω μόνη μου στο χωριό. Αφησα τους άλλους και προχώρησα μόνη μου. Βρήκα μια πόρτα ξύλινη, την έσπρωξα και μπήκα. Μέσα στο σκοτάδι διέκρινα κάποιον που ανακάτευε.
Τόλμησα να πλησιάσω και τον ρώτησα τι κάνει και μου λέει "Δε βλέπεις; Τυρί κάνω". Εκατσα και τον έβλεπα πως το κάνει και κουβεντιάζαμε. Σε λίγο μπήκαν δύο κοπέλες πολύ στενοχωρημένες. Τη μια μου τη σύστησε για αδελφή του, την άλλη ξαδέλφη του. Μου έκαναν εντύπωση γιατί τις είδα βαμένες, ντυμένες με πολιτικά ρούχα, όχι με κρητικά, αλλά μου είπαν οτι έμεναν στον Πειραιά για να σπουδάσουν ραπτική.
Εκεί κοντά, σ' ένα χωριό τ' Ασκύφου νομίζω, γινόταν ένα πανηγύρι και είχαν ετοιμαστεί για να πάνε, αλλά δεν τις πήρε το λεωφορείο γιατί ήταν γεμάτο κόσμο κι έκλαιγαν οι κοπέλες από τον καημό τους. Τότε τους είπα εγώ οτι έχω αυτοκίνητο και θα μπορούσαμε να τις πάρουμε. Θα στριμωχτούμε, αλλά θα χωρέσουμε. Περιμέναμε να τελειώσει ο αδελφός τους το τυρί και φύγαμε. Στο δρόμο τους είπα για ποιό σκοπό είχα πάει και τους ζήτησα να με συστήσουν στον Πρόεδρο και τον κόσμο του χωριού. Τους εξήγησα πως με έστελνε ο Τουρισμός και οτι ο ξένος κόσμος έρχεται και πάει στα αρχαία και σ' εσάς εδώ δεν πατάει, ενώ είναι τόσο ωραία μέρη.
Μου φέρθηκαν όλοι πάρα πολύ καλά και δεν ήξερε ποιός να με πρωτοπάρει στο σπίτι του και εννοούσαν να πίνω και να τρώω με όλους. Ολοι τους πρόθυμοι, όλοι ευχάριστοι. με μεταχειρίστηκαν σαν αν ήμουνα δική τους. Ούτε τότε ούτε ποτέ άλλοτε είχα δυσκολία με τον κόσμο. Πουθενά δεν συνάντησα άρνηση.
Οι περισσότεροι στεκόταν φυσικοί και αυθόρμητοι μπροστά στον φακό. Σπάνια χρειαζόταν να τους σκηνοθετήσω. Πιάναμε κουβέντα στην αρχή, τους γλυκομιλούσα, τους συζητούσα και κανένας δεν αρνήθηκε ποτέ να τον φωτογραφίσω.
Την άλλη μέρα, ξεκινήσαμε πρωί πρωί να πάμε στα μητάτα. Ηθελα να βγάλω τα τυριά που κάνανε. Εκανα πολλές φωτογραφίες εκεί.
Εφερναν τα κοπάδια, τα έβαζαν μέσα στη μάντρα και είχαν ένα λάκκο σκαμμένο μπροστά στην είσοδο της μάντρας, όπου υπήρχε ένα καζάνι χωμένο το μισό μέσα στη γη για να μην πέφτει, χτυπούσαν ένα - ένα τα ζώα μ' ένα καλάμι και το έφερναν πάνω απ' το καζάνι και το άρμεγαν. Με τον τρόπο αυτό, μέσα σε λίγο χρόνο είχαν αρμέξει του κόσμου τα πρόβατα. Μου είχε κάνει εντύπωση μεγάλη.
Μετά πήγαμε στην παραλία του Λέντα, στο αρχαίο Ασκληπιείο. Μερικές μέρες αργότερα, ξεκινήσαμε να πάμε στον Ομαλό, για να φωτογραφίσουμε το φαράγγι της Σαμαριάς.
Πάθαμε όμως μεγάλες νίλες αυτή τη φορά. Γιατί εκεί που βράδιαζε, μας πιάνει, Ιούνιο μήνα, μια χιονοθύελλα, κι είμεθα εγώ με τσιτένιο φουστανάκι, ο άντρας μου με shorts και λεπτό πουκάμισο, παγώσαμε. Βρήκαμε ένα μαντρί χτισμένο από πέτρες στοιβαγμένες, όιπου μπήκαμε να προφυλαχτούμε και συναντήσαμε και τρεις χωροφύλακες που είχαν φτάσει εκείνη τη μέρα και είχαν ανάψει έναν κορμό δέντρου να ζεσταθούν, αλλά το ξύλο ήταν ακόμα χλωρό και κάπνιζε όλος ο τόπος και δεν βλέπαμε ο ένας τον άλλο.
Πεινούσαμε, δεν είχαμε τίποτα να φάμε, οι χωροφύλακες είχαν κάτι ξερά φασόλια που προσπάθησαν να τα βράσουν αλλά δεν ψήνονταν. Ξαπλώσαμε με τον άντρα μου να κοιμηθούμε σ' ένα στενό κρεβατάκι εκστρατείας που μόλις χωρούσαμε, έμπαινε το κρύο από παντού. Τέλος πάντων ξημερωθήκαμε εκεί. Πήγε ένας από τους χωροφύλακες και μας βρήκε λίγο γάλα να πιούμε και όταν έφεξε καλά μας αναζητησαν από το χωριό και μας πήραν με ζώα και γυρίσαμε πίσω στο Ηράκλειο.
Συνεχίσαμε σε λίγες μέρες την περιοδεία μας για να κάνουμε την υπόλοιπη δουλειά που δεν είχαμε κάνει. Συνολικά μείναμε δυό με τρεις βδομάδες στο νησί.
Οταν επιστρέψαμε στην Αθήνα τύπωσα τα φίλμ και έφυγα για την Αμερική, στην Παγκόσμια έκθεση της Νέας Υόρκης, γιατί ήθελα να δω το ελληνικό περίπτερο, για το οποίο είχα κάνει πολλές φωτογραφίες. Σε δέκα μέρες, κι ενώ είμαστε στην Αμερική, κηρύχτηκε ο πόλεμος και δεν ξαναγύρισα.
Μετά την Απελευθέρωση ο Τουρισμός τύπωσε επιτέλους το βιβλίο για την Κρήτη με ασπρόμαυρες, αλλά και μερικές έγχρωμες φωτογραφίες μου από κείνο το ταξίδι.
Στην Κρήτη δεν ξαναπήγα ποτέ.
ΜΟΝΗ ΠΑΛΙΑΝΗΣ |
Η Nelly's (Ελλη Σουγιουλτζόγλου) γεννήθηκε στις 23 Νοεμβρίου στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας.
Ο πατέρας της ήταν μεγαλέμπορος. Είκοσι χρονών πηγαίνει στη Δρέσδη να σπουδάσει ζωγραφική και μουσική. Τα γεγονότα του 1922 προκάλεσαν την οικονομική καταστροφή της οικογένειας, γεγονός που την ώθησε σε αναζήτηση πρακτικότερου επαγγέλματος.
Ετσι στρέφεται προς τη φωτογραφία και παρακολουθεί μαθήματα με τους διάσημους φωτογράφους Η Erfurth και F. Fiedler. Μαθαίνει τεχνικές και μεθόδους επεξεργασίας. Το 1924 επιστρέφει στην Αθήνα και ανοίγει επαγγελματικό στούντιο στην οδό Ερμού. Από κει περνούν γνωστές προσωπικότητες και κάνει εκθέσεις. Θεωρείται ως η πιο ακριβοπληρωμένη φωτογράφος της Αθήνας.
Το 1927 φωτογραφίζει στον Παρθενώνα, γυμνή, την πρίμα μπαλαρίνα της Opera Comique Μόνα Πάιβα, η οποία τις δημοσιεύει στο περιοδικό Illustration de Paris. Το γεγονός χαρακτηρίζεται ως "βεβήλωση των ιερών χώρων" και ξεσπά σκάνδαλο. Ο καλλιτεχνικός κόσμος στέκεται στο πλευρό της. Την ίδια εποχή φωτογραφίζει τις "Δελφικές Εορτές" του Σικελιανού.
Το 1929 παντρεύεται τον πιανίστα Αγγελο Σεραϊδάρη. Το Υπουργείο Τουρισμού της αναθέτει τη φωτογράφιση της ελληνικής υπαίθρου για μια σειρά βιβλίων προβολής του τουρισμού. Η κήρυξη του Πολέμου θα την βρει στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου θα εγκατασταθεί για είκοσι επτά χρόνια. Εκεί ανοίγει στούντιο και κάνει εκθέσεις. Παίρνει τιμητικές διακρίσεις και φωτογραφίες της δημοσιεύονται σε μεγάλα περιοδικά.
Τον Δεκέμβριο του 1940 μια φωτογραφία της θα κάνει τον γύρο του κόσμου στο εξώφυλλο του περιοδικού Life. Φωτογραφίζει διάσημους καλλιτέχνες, πολιτικούς, βασιλείς. Το 1953 παρακολουθεί μαθήματα φωτοδημοσιογραφίας στη σχολή Brodovitz. Το 1966 επιστρέφει οριστικά στην Αθήνα και αποσύρεται από το επάγγελμα.
Το 1975 το όνομα της ξαναέρχεται στο προσκήνιο και εμφανίζεται συχνά στον τύπο με διθυραμβικά άρθρα, εκθέσεις και αφιερώματα. Εκδίδονται πολυτελή λευκώματα με φωτογραφίες της και το 1989 κυκλοφορεί η αυτοβιογραφία της, ένας τόμος 300 σελίδων με τίτλο "Αυτοπροσωπογραφία". Το μεγαλύτερο μέρος του αρχείου της έχει κατατεθεί στο Μουσείο Μπενάκη.
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου