Κάθε φορά που η ανθρωπότητα απειλήθηκε από έναν αόρατο εχθρό, τόσο η ιατρική τέχνη σε Βαβυλωνία, Κίνα, Αίγυπτο και Ινδία, όσο και η συστηματοποιημένη πια ιατρική επιστήμη στην Αρχαία Ελλάδα, στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων.
Ενδημία, επιδημία και πανδημία είναι όροι ομόρριζοι που υπήρχαν στο λεξιλόγιο των αρχαίων Ελλήνων, αποδίδοντας έναν αόρατο εχθρό, που απειλούσε με εξάπλωση έναν συγκεκριμένο δήμο (εν-δημία), το σύνολο του δήμου με τη μορφή ανεξέλεγκτου εισβολέα (επί-δημία) ή και το σύνολο των όμορων, και μη, δήμων (παν-δημία).
Σε κείμενα που σώζονται από την εποχή του Ομήρου, καταγράφονται μαρτυρίες φονικών επιδημιών με χαρακτηριστικά που με τη σημερινή γνώση παραπέμπουν κυρίως στην πανώλη και τη λέπρα. Ασφαλώς, δεν ήταν όλες οι επιδημίες «πανώλη» και «λέπρα».
Αλλά, σ΄ εκείνες τις εποχές, που η ιατρική επιχειρούσε τα πρώτα γενναία της βήματα, δια του Αλκμαίωνα (μαθητή του Πυθαγόρα), του Εμπεδοκλή και του Διογένη του Απολλωνιάτη στην αρχή και του Ιπποκράτη αργότερα, οι θανατηφόρες δερματολογικές ασθένειες ενέπιπταν στην κατηγορία της «λέπρας» (εξ ου και ο ορισμός «λεπρός» < από το ρήμα λέπω, που σημαίνει διαθέτω λέπια, φολίδες) και οι υπόλοιπες αποδίδονταν με τον γενικό, αλλά τόσο ενδεικτικό του ελληνικού γλωσσικού πλούτου, όρο «πανώλη» (πανώλη < από το ρήμα όλλυμι/ολλύω, που σημαίνει καταστρέφω, φονεύω, χάνομαι, εξαφανίζομαι). Γενικά, στην αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα, κάθε επιδημική νόσος με υψηλή θνησιμότητα χαρακτηριζόταν «πανώλη» ή «λοιμός» (η λέξη συνδέεται ετυμολογικά με την αρχαία λέξη «λοιγός», που σημαίνει «καταστροφή, όλεθρος από αρρώστια ή πόλεμο).
Όμως, και το ρήμα ιάομαι -ώμαι (θεραπεύω) είναι αντίστοιχα αρχαίο και αποδίδει ακριβώς την ανθρώπινη ικανότητα να διαχειρίζεται όλα τα δεινά, που στην πορεία των αιώνων και των χιλιετιών αποδόθηκαν σε πλανητική ανισορροπία, σε θεϊκή τιμωρία, σε ανθρώπινη πλεονεξία και ματαιοδοξία...
Η πολύτιμη μαρτυρία του προσβληθέντα από πανώλη Θουκυδίδη στους γιατρούς του μέλλοντος...
Στα κείμενα του Θουκυδίδη, οι μελετητές εντοπίζουν για πρώτη φορά τη λέξη «θεράπων» με την έννοια της ιατρικής φροντίδας. Είναι η εποχή που ένας λοιμός «χτυπάει» τους Αθηναίους, κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου: «...πριν περάσουν πολλές ημέρες από την ώρα που μπήκαν στην Αττική (οι Πελοποννήσιοι), πρώτη φανερώθηκε η αρρώστια στην Αθήνα, αρρώστια που λένε βέβαια πως έπεσε κι άλλοτε σε πολλούς τόπους, γύρω στη Λήμνο και αλλού, αλλά πουθενά δεν θυμούνται να παρουσιάστηκε τόσο φοβερή, ούτε να χάλασε τόσους ανθρώπους.
Γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα ούτε οι γιατροί που κοίταζαν τούς αρρώστους στην αρχή, γιατί δεν ήξεραν τη φύση του κακού, κι αυτοί οι ίδιοι πέθαιναν σε μεγαλύτερη αναλογία όσο περισσότερο τους πλησίαζαν, ούτε καμία άλλη ανθρώπινη τέχνη κι όλες οι παρακλήσεις που έκαναν στους ναούς κι όσα προσκυνήματα στα μαντεία κι άλλα τέτοια, ήταν όλα του κακού και στο τέλος τα παράτησαν κι αυτά, γιατί τους χαράκωσε το κακό...».
Ο Θουκυδίδης, μάλιστα, έχοντας προσβληθεί ο ίδιος από τη νόσο, περιέγραψε εξαιρετικά εμπεριστατωμένα τα συμπτώματά της: «... άλλοι που δεν είχαν καμία φανερή αιτία κακοδιαθεσίας, άξαφνα, ενώ ήταν πρωτύτερα εντελώς γεροί, τους έπιαναν πρώτα δυνατές θέρμες στο κεφάλι, κοκκίνιζαν τα μάτια τους κι ερεθιζόταν πολύ, κι από την αρχή άναβαν και μάτωναν τα μέσα τους, ο φάρυγγας και η γλώσσα, κι η αναπνοή τους έβγαινε παράξενη και βρωμούσε. Έπειτα από αυτά άρχιζε δυνατό φτέρνισμα και βραχνάδα και σε λίγο κατέβαινε στο στήθος το πάθημα, με δυνατό βήχα, κι όταν πιανόταν από την καρδιά, τής έδινε μία και τη γύριζε ανάποδα, κι έβγαινε χολή από το στόμα κι από κάτω, όσων λογιών έχουν κιόλας ονοματίσει οι γιατροί, και μάλιστα με δυνατούς πόνους και τους περισσότερους τους έπιανε ξερό ρέψιμο που τους έφερνε δυνατούς σπασμούς, που σε άλλους σταματούσαν ύστερα από λίγο, σε άλλους κρατούσαν μέρες ολόκληρες...».
Με αυτόν τον τρόπο, από τα καταγεγραμμένα συμπτώματα στην αρχαία Ελλάδα, αλλά και από τη μελέτη των εξειδικευμένων ερευνητών, οι επιστήμονες του μέλλοντος οδηγήθηκαν στην ταυτοποίηση των μολυσματικών νόσων και στην ένταξη της κάθε μιας στην αντίστοιχη κατηγορία.
Ασφαλώς, έως ότου βρεθούν οι θεραπείες, εξακολούθησαν τη μακρά διαδρομή τους στον χρόνο και έγραψαν τις δικές τους μαύρες σελίδες στην παγκόσμια ιστορία. Αλλά στον Μεσαίωνα βρήκαν κι έναν ισχυρό... σύμμαχο: τον σκοταδισμό. Σε μία τριετία (1348-50) ο «μαύρος θάνατος», όπως αποκαλείται πλέον η ανθρωποζωονόσος πανώλη ή πανούκλα, εξοντώνει το 1/3 του ευρωπαϊκού πληθυσμού.
Έχει ταξιδέψει από την κεντρική Ασία με ποντίκια και ψύλλους -μόνιμους «ενοίκους» των πλοίων- και ξεχύνεται στα λιμάνια της Ευρώπης, έχοντας διανύσει όλους τους εμπορικούς δρόμους της εποχής. Αλλά οι άνθρωποι, παραδομένοι στη θρησκοληψία, αποδίδουν το κακό σε θεϊκή τιμωρία για τις αμαρτίες τους! Λιτανείες, δεήσεις, ατομική προσευχή και λοιπές μέθοδοι... εξορκισμού, αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Οι προσβληθέντες αποδημούν σωρηδόν. Και τότε, τον... εξαγνισμό της... έμφορτης σε ακολασία ανθρωπότητας αναλαμβάνουν οι «μαστιγωτές», που τιμωρούν τους «αμαρτωλούς» μέχρι θανάτου! Η παράνοια αντικαθιστά την αρρώστια.
Η Ελλάδα δεν εξαιρείται από τη φονική επίσκεψη της νόσου. Οι χρονικογράφοι της εποχής τη συναντούν δυναμική στη Θεσσαλονίκη (απ΄ όπου εκτιμάται ότι έχει περάσει μέσω Κωνσταντινούπολης), τη Λήμνο, την Εύβοια, την Κρήτη και τη νότια Πελοπόννησο. Στοιχεία για τον ακριβή αριθμό των νεκρών Ελλήνων δεν υπάρχουν. Το σίγουρο είναι ότι περίπου τέσσερις δεκαετίες μετά, η ίδια νόσος αφανίζει τα 2/3 του πληθυσμού του Ναυπλίου.
Με μεγάλες ή λιγότερο μεγάλες απώλειες, η πανώλη «θυμάται» την ανθρωπότητα κατά διαστήματα έως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι., αλλά ένα βότανο με το συμβολικό όνομα «Αγγελική» φέρνει τη σωτηρία από τον ερεβώδη μαύρο επισκέπτη. Ο θρύλος λέει ότι πήρε το όνομά του από έναν άγγελο που παρουσιάστηκε σε κάποιον μοναχό και του αποκάλυψε τις φαρμακευτικές του ιδιότητες, που θα θεράπευαν την πανώλη...
Με ή χωρίς τη... θεϊκή παρέμβαση, η «Αγγελική» αποτέλεσε πράγματι το κύριο συστατικό των φαρμάκων κατά της πανώλης.
Η επιστήμη κάνει το θαύμα της.
Ένας κρουνός στη μνήμη του γιατρού που ανακάλυψε τον τρόπο μετάδοσης της χολέρας!
Αλλά η πανώλη δεν ήταν η μόνη αφορμή για «ξεσκαρτάρισμα» του παγκόσμιου πληθυσμού, φαινόμενο που χαρακτηρίζει την ιστορία κυρίως των αρχών και του μέσου του 19ου αι.
Μία νέα μολυσματική νόσος, που εμφανίζεται και πάλι στην Ασία, η χολέρα, πλήττει την ανθρωπότητα περιοδικά και για κάμποσους αιώνες. Προκαλείται από το δονάκιο (βακτήριο) της χολέρας και ενδημεί όπου υπάρχει βρόμικο νερό και απέχουν συνθήκες υγιεινής σε ζωή και διατροφή. Προσβάλλει κατά κανόνα το λεπτό έντερο και με κύρια συμπτώματα την έντονη διάρροια και τον υψηλό πυρετό προκαλεί αφυδάτωση. Μεταδίδεται μέσω του νερού και τροφής, που έχει μολυνθεί από εκκρίματα ατόμων, τα οποία έχουν προσβληθεί από τη νόσο.
Η χολέρα εμφανίζεται περιοδικά και φονεύει αδιακρίτως από το 1817 έως και το 1913. Ανθεί ακόμη και σήμερα σε περιοχές, όπου το νερό είναι βρόμικο και η διατροφή μη προσεγμένη, όπως η υποσαχάρια Αφρική και τμήματα της Ασίας.
Στην Ελλάδα τη χολέρα «ξεφορτώνουν» το 1853 στον Πειραιά τα γαλλικά στρατεύματα, που καταλαμβάνουν την πρωτεύουσα και το επίνειό της, επιχειρώντας να αποτρέψουν τη συμμετοχή της χώρας στον Κριμαϊκό Πόλεμο. Τα πρώτα συμπτώματα εκδηλώνονται στο ελληνικό λιμάνι στις 25 Ιουνίου του 1854. Στην αρχή, η αρρώστια είναι περιορισμένη μέσα στο γαλλικό νοσοκομείο και το αγγλικό. Το πρώτο θύμα της νόσου είναι μια 30χρονη εργάτρια του Πειραιά και το δεύτερο ένας 16χρονος. Ακολουθεί μία γυναίκα, που μετέφερε τη νόσο από τον Πειραιά στην Αθήνα, όπου αφήνει την τελευταία της πνοή.
Η επιδημία αρχίζει να εξαπλώνεται απειλητική. Το κεντρικό ιατρικό συμβούλιο της εποχής, το οποίο αποτελείται από τους επιστήμονες Βούρο, Ρέζερ, Ηπίτη, Τράιμπερ, Θεοφιλά και Βενιζέλο, αποφασίζει τον αποκλεισμό του ελληνικού λιμανιού με στρατιωτική ζώνη. Αλλά, ω του θαύματος της φυλής (!), η απόφαση δυσαρεστεί τους Αθηναίους, εξαιτίας της «παρεμπόδισης της συγκοινωνίας μεταξύ των δύο πόλεων», όπως δημοσιεύουν σε πηχυαίους τίτλους οι εφημερίδες της εποχής. Οι κάτοικοι της Αθήνας αγνοούν τα της φοβερής αρρώστιας με τις φριχτές συνέπειες.
Μάλιστα, ακόμη και το όνομά της, πότε τους φτάνει στα αφτιά ως «χολέρα», πότε ως «χολόρροια», πότε ως «χολεριά». Και ενώ στην Αθήνα αναζητούν ακόμη το σωστό όνομα της επιδημίας, στον Πειραιά τα πολλαπλασιαζόμενα κρούσματα, που πεθαίνουν μέσα σε λίγες πλέον ώρες, τρέπουν τους υγιείς κατοίκους σε φυγή προς αναζήτηση σωτηρίας. Οι εφημερίδες της εποχής καταγράφουν «πλημμυρίδες εσωτερικών μεταναστών» σε Ύδρα, Αίγινα, Σπέτσες, Σύρο και άλλα νησιά. Στον Πειραιά απομένουν όλες κι όλες 60 οικογένειες. Αυτές που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να μετακινηθούν.
Τον επόμενο κιόλας χρόνο, ένας 'Αγγλος γιατρός, πρωτοπόρος στην επιστήμη, έχοντας καθιερώσει την αναισθησιολογία και την ιατρική υγιεινή, ο Τζόν Σνόου, εντοπίζει την πηγή της νόσου στο Λονδίνο, όπου ο αριθμός των κρουσμάτων έχει ξεφύγει δραματικά. Τη νύχτα της 31ης Αυγούστου 1854, στη βρετανική πρωτεύουσα αναφέρονται 50 κρούσματα χολέρας, τα οποία, τις επόμενες 4 μέρες, οκταπλασιάζονται! Ο Σνόου, που από την αρχή της εμφάνισης της νόσου, ήταν πεπεισμένος ότι αυτή δεν μεταδίδετο από τον αέρα, αλλά από βρόμικο νερό, βρίσκει μια μοναδική ευκαιρία να επαληθεύσει την ορθότητα της θεωρίας του.
Ερευνώντας εξονυχιστικά για την πηγή της εμφάνισης της νόσου στο Λονδίνο, οδηγείται στην οδό Broad του Soho (σημερινή Broadwick Str), όπου υπάρχει μια κοινόχρηστη αντλία νερού. Αποδεικνύεται ότι από τα 89 θύματα των δύο πρώτων ημερών της επιδημίας, 79 προμηθεύτηκαν νερό από τη συγκεκριμένη αντλία. Αλλά και οι υπόλοιποι δέκα, που δεν ζούσαν στην περιοχή, πήραν νερό από τη συγκεκριμένη αντλία για το σπίτι τους!
Η ανακάλυψη προκαλεί πάταγο. Στις 8 Σεπτεμβρίου οι τοπικές Αρχές σφραγίζουν τη βρύση και ξεκινούν εκστρατεία καθαρισμού των υδραγωγών. Με την ελεγχόμενη πλέον μετάδοση της μολυσματικής νόσου, οι επιστήμονες εγκαινιάζουν συντονισμένη προσπάθεια για την παρασκευή φαρμάκων, ικανών να την αντιμετωπίσουν. Η επιστήμη είχε κάνει και πάλι το θαύμα της.
ΣΣ: Στο σημείο του Soho, όπου υπήρχε η αντλία νερού, που έγινε αφορμή για τη μετάδοση της φονικής νόσου στην Αγγλία, βρίσκεται σήμερα κρουνός με το όνομα του Τζον Σνόου. Τοποθετήθηκε το 2015 (ύστερα από ανάπλαση της περιοχής) εκεί που -κατά τις περιγραφές ήταν εγκατεστημένη η περίφημη βρύση- κοντά στην ιστορική pub, που φέρει επίσης το όνομα του γιατρού.
Φυματίωση, τόσο παλιά όσο και το προπατορικό αμάρτημα!
Ο 19ος αι. βρίσκει την ανθρωπότητα να μάχεται και με έναν ακόμη εχθρό, που επισήμως ονομάζεται «φυματίωση», αλλά -όπως αποδεικνύεται στην πορεία- είναι τόσο παλιός, όσο και το... προπατορικό αμάρτημα. Εικάζεται ότι η νόσος έχει ανιχνευτεί σε απομεινάρια βίσωνα που χρονολογούνται έως και 17.000 χρόνια πριν! Ωστόσο, δεν είναι σαφές αν η φυματίωση προήλθε από τα βοοειδή και ακολούθως μεταδόθηκε στους ανθρώπους, ή αν ξέσπασε από κάποιον κοινό πρόγονο. Οι επιστήμονες πίστευαν παλαιότερα ότι το μυκοβακτήριο της φυματίωσης μεταδιδόταν στους ανθρώπους από τα ζώα κατά την εξημέρωσή τους.
Αλλά, όταν τα στελέχη του συγκεκριμένου συμπλέγματος στους ανθρώπους εξετάστηκαν συγκριτικά με τα αντίστοιχα στα ζώα, η θεωρία απεδείχθη λανθασμένη. Πιθανολογείται ότι και τα δύο στελέχη των βακτηρίων φυματίωσης έχουν ένα κοινό πρόγονο που ενδέχεται να έχει μολύνει τους ανθρώπους από τη νεολιθική ακόμα εποχή! Σκελετικά απολιθώματα καταδεικνύουν ότι οι προϊστορικοί άνθρωποι είχαν φυματίωση! Ερευνητές διαπίστωσαν σήψη από φυματίωση στη σπονδυλική στήλη μουμιών από την Αίγυπτο που χρονολογούνται από το 3000-2400 π.Χ.!
Πάντως, με βάση τη συμπτωματολογία της, ο Ιπποκράτης (460 π.Χ.) έδωσε στη νόσο το όνομα «φθίση» (από το ρήμα «φθίνω», ελαττώνομαι διαρκώς, σβήνω). Την αναγνώρισε, δε, ως την πιο ευρέως διαδεδομένη ασθένεια. Οι πάσχοντες από φθίση είχαν υψηλό πυρετό και όταν έβηχαν, έκαναν αιμοπτύσεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις η φθίση ήταν θανάσιμη.
Μεταγενέστερα, η νόσος χαρακτηρίσθηκε «κοινωνική» και ενδεικτικότερα «νόσος των φτωχών», καθώς διαπιστώθηκε ότι έπληττε κυρίως τις ασθενέστερες κοινωνικο-οικονομικά τάξεις, τα μη καλοζωισμένα μέλη των κοινωνιών στις αναπτυσσόμενες, αλλά και ανεπτυγμένες χώρες.
Το 1880 αναγνωρίζεται ως «μολυσματική» νόσος και ξεκινούν εκστρατείες που παροτρύνουν τους ανθρώπους να αποφεύγουν αποχρέμψεις σε δημόσιους χώρους, ενώ παρακινούν τους προσβληθέντες να εισαχθούν σε σανατόρια, ιδρύματα που εξασφαλίζουν στους ασθενείς συνθήκες φρέσκου αέρα και υγιούς απασχόλησης. Παρά ταύτα λίγοι βγαίνουν από αυτά αποθεραπευμένοι.
Αλλά η ιατρική έρευνα έκανε και εδώ το θαύμα της. Μετά την απομόνωση και ταυτοποίηση του βακίλου της φυματίωσης από τον γιατρό Ρόμπερτ Κοχ, με φάρμακα και σειρά εναλλακτικών εφαρμογών, υδροθεραπείες, ηρεμοθεραπείες ή αεροθεραπείες, οι επιστήμονες καταφέρνουν να θέσουν τη νόσο σε περιορισμό και να της επιφέρουν το τελειωτικό χτύπημα. Η φυματίωση πια, όπου εμφανίζεται, εύκολα θεραπεύεται.
Λέπρα και φυματίωση - Οι θανατηφόρες «συνεργαζόμενες» νόσοι...
Ο όρος «λέπρα» απαντάται στην Παλαιά Διαθήκη και όχι τυχαία. Ο λεπρός ήταν ο τιμωρημένος αμαρτωλός. Ήταν η εξωτερική ... απόδειξη της τιμωρίας του Θεού σε κάποιον που προέβαινε σε ακόλαστε σκέψεις και πράξεις. Ο λεπρός υπήρχε για τους ιερείς. Όχι για τους γιατρούς. Πέρασαν κάμποσοι αιώνες έως ότου η λέπρα συνδεθεί με μολυσματική νόσο. Στο μεταξύ, στην Α΄ Σταυροφορία αναφέρθηκαν «λεπροί» χριστιανοί σταυροφόροι, ανατρέποντας τη θεωρία της θείας τιμωρίας... Έτσι από «μήνι» του Θεού, η λέπρα εξελίχθηκε σε «αγία νόσο», αποδίδοντας τη θέλησή του Υψίστου να «δαχτυλο-δείξει» τους πιστούς που υπέφεραν στο όνομά του.
Πρόκειται ασφαλώς για πολύ παλαιά νόσο, της οποίας το μυκοβακτήριο ανακάλυψε μόλις το 1873 ο Νορβηγός γιατρό Χάνσεν, ο οποίος επίσης πιστοποίησε την ταχεία μεταδοτικότητά της, πειραματιζόμενος με ασθενείς που απομονώθηκαν. Ο ίδιος έβαλε τον θεμέλιο λίθο για τη θεραπεία της νόσου, εντοπίζοντας τη Δαψόνη. Τη βασική φαρμακευτική ουσία.
Η λέπρα παραμορφώνει, όσους προσβάλλει. Αλλοιώνει το δέρμα τους και δημιουργεί εξογκώματα. Επιπλέον, νεκρώνει νεύρα του δέρματος, με αποτέλεσμα ο πάσχων να χάνει κομμάτια του χωρίς να το αντιλαμβάνεται. Η μετάδοση της νόσου γίνεται με παρατεταμένη στενή επαφή ή με ρινικά σταγονίδια του πάσχοντος. Μπορεί, δε, να πλήξει όλες τις ηλικίες.
Η ιστορία κατέγραψε τις μεγαλύτερες απώλειες λεπρών τις περιόδους «βασιλείας» της φυματίωσης, νόσου με την οποία η λέπρα θεωρείται συγγενής. Στην πραγματικότητα, ο λεπρός, καταβεβλημένος ήδη από το υποκείμενο νόσημα καθίστατο πιο ευάλωτος στον βάκιλο της φυματίωσης και αντίστροφα. Γενικά, η λέπρα εμφανίστηκε να ανθεί σε περιόδους κατά τις οποίες η ανθρωπότητα απειλείτο από μολύνσεις πάσης φύσεως. Αρκεί αυτές να κατέβαλλαν τον ανθρώπινο οργανισμό.
Η λέπρα υπάρχει ακόμη, κυρίως σε υποσιτιζόμενους πληθυσμούς της Αφρικής, της Ασίας και της Νότιας Αμερικής. Ωστόσο, δεν θεωρείται πλέον θανατηφόρα. Η επιστήμη, με τη βοήθεια της Δαψόνης, θριάμβευσε και σ΄ αυτόν τον πόλεμο...
Όσες μεταδοτικές αρρώστιες κι αν προέκυψαν στην πορεία της ανθρωπότητας, όπου κι αν αποδόθηκαν, σε τιμωρία, σε συγκυρία ή σε νομοτέλεια, ανακόπηκαν από τον ίδιο τον άνθρωπο. Με όποιο τίμημα, αλλά ανακόπηκαν. Η ιατρική επιστήμη έχει γερές τις βάσεις της και εξελίσσεται διαρκώς. Ο νέος ιός δεν είναι παρά μία ακόμη πρόκληση. Οι άνθρωποι θα βρουν και πάλι τον δρόμο προς τη θεραπεία. Οι πρόγονοί μας διατύπωσαν το «ουδέν κακόν ραδίως απόλλυται» (κανένα κακό δεν φεύγει εύκολα), οι ίδιοι και το «πολλαίς πληγαίς δρυς δαμάζεται» (θέλει πολλά χτυπήματα η δρυς για να πέσει)...
Τόνια Μανιατέα
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου